\\               ΤΙΜΕ ΙΝ ΑΤΗΕΝS            

    

 



|
GREEKS 
IN

AUSTRALIA
Explore the Map above


  Hellenes around 


 
 

 


 



γράφει η Διονυσία  Moύσουρα-Τσουκαλά  

Χειμωνιάτικη, όμορφη μέρα. Ο ήλιος παιχνίδιζε ναζιάρικα με τα σύγνεφα, μια κρυφτό, μια κυνηγητό.

Ο χώρος πλημμυρισμένος από όμορφα μουτράκια που με την παρουσία και τις φωνούλες τους, πότε χαρούμενες, πότε θυμωμένες, άλλοτε πάλι δακρυσμένες, έδιναν ζωντάνια περισσή στο Βρεφονηπιακό Σταθμό, τόσο μέσα στις αίθουσες όσο και στους εξωτερικούς χώρους.

Οι ηλικίες, ποικίλες, από λίγων μηνών μέχρι τεσσάρων περίπου χρονών, ίσως και λίγο πάρα πάνω, μα όλα προσχολικής ηλικίας. Μια μικρή κοινωνία, με την τάξη και τη σειρά της, τους κανονισμούς και τους κανόνες, τη ρουτίνα, την ενασχόληση των παιδιών ομάδες-ομάδες σε διάφορες δραστηριότητες, ανάλογα τις ηλικίες, προτιμήσεις και ικανότητες τους. Ένα όμορφο μελίσσι.

Απόγευμα, περασμένες 4, κυριαρχούσε μια αδιόρατη ανησυχία και ανυπομονησία, τόσο από το προσωπικό όσο κι από τα πιτσιρίκια. Αυτό, γιατί πλησίαζε η ώρα που σιγά-σιγά μητέρες, πατεράδες και σε μερικές περιπτώσεις  γιαγιάδες ή παππούδες, άρχιζαν να έρχονται και να παίρνει καθένας το δικό του παιδάκι. Η ρουτίνα, γνωστή για μικρούς και μεγάλους, οι μεγάλοι έπρεπε να ενημερώσουν το προσωπικό για την άφιξη τους, να ρωτήσουν πώς πήγε η μέρα κι αν προέκυψε κανένα πρόβλημα και να υπογράψουν πριν αναχωρήσουν με το μικρό, παίρνοντας και ό,τι ρουχαλάκια είχε λερώσει το παιδί. Τα παιδάκια πάλι, εκτός από τα πολύ μικρά, γνώριζαν ότι έπρεπε να συμμαζέψουν τα παιχνίδια τους, να ξεκρεμάσουν την τσάντα τους από τη συνηθισμένη της θέση που έφερε το όνομα του κάθε παιδιού, να πάρουν ζακέτες, καπέλο κι ό,τι άλλο είχαν φέρει το πρωί, να χαιρετίσουν τους φίλους και τους φροντιστές τους και κουρασμένα μεν  χαρούμενα δε, να ξεκινήσουν για το σπίτι.

Η μάνα, η κάθε μάνα, που ως επί το πλείστο, ήταν το άτομο που έπαιρνε το μικρό ή τα μικρά της, ήταν ήδη κουρασμένη από μια κοπιαστική μέρα στη δουλειά, προσπαθούσε, όμως, να κρύψει την κούραση της ώστε να μπορέσει να χαρεί το παιδάκι της έστω και για λίγο μέχρι να φτάσουν σπίτι, γιατί εκεί ασφαλώς την περίμεναν πολλά.

Ήταν πια περασμένες πέντε, χειμώνας καιρός, τα περισσότερα παιδάκια είχαν ήδη φύγει, είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει, πίσω είχαν μείνει λίγα μωρά στην κούνια ακόμα και τα δυο αδελφάκια, ο Θανάσης κι ο Ηλίας. Γύρω στα 4 ο Θανάσης και 18 μηνών ο Ηλίας.

Όπως κάθε μέρα, έτσι και σήμερα, πλησίασαν στο παράθυρο, κόλλησαν τα προσωπάκια τους στο τζάμι που είχε θολώσει γιατί άρχισε να βρέχει, προσπαθώντας κάθε φορά που περνούσε αμάξι να μαντέψουν αν ήταν η μαμά τους. Η Θάλεια, ήταν μικροβιολόγος και δούλευε σε μεγάλο Νοσοκομείο στην πόλη, δεν έφτανε ποτέ πριν τις 5.45 περίπου, πυκνή η κυκλοφορία εκείνη την ώρα και μολονότι δεν ήταν μεγάλη η απόσταση της έπαιρνε γύρω στα 45 λεπτά για να φτάσει, ώρα που είχε ήδη σκοτεινιάσει. Και τα μικρά πίσω απ΄ το τζάμι να περιμένουν με αγωνία...να κλαίει ο μικρός και να προσπαθεί να τον παρηγορήσει ο μεγάλος...άπλωνε αδέξια, μα με στοργή τα χεράκια του και τον αγκάλιαζε, λέγοντας του  πως η μαμά όπου νάναι φτάνει. Ο μικρός τον κοίταζε και γαντζωνόταν επάνω του, ζητώντας σιγουριά και παρηγοριά.

Κάποτε τρέχοντας έφτανε η μάνα, έπεφταν και τα δυο στην αγκαλιά της, την αγκάλιαζε τρυφερά ο μεγάλος, με αναφιλητά ο μικρός,  κι εκείνη με τα χέρια γεμάτα, προσπαθούσε να παρηγορήσει τα μικρά, να μιλήσει στο προσωπικό, να μαζέψει τα ρουχαλάκια και τσάντες, να τα βάλει στο αυτοκίνητο, να τα προσδέσει με τις ζώνες ασφαλείας και να πάνε σπίτι όπου την περίμεναν ουκ ολίγα. Λίγο αργότερα έφτανε κι ο μπαμπάς στο σπίτι και τότε ήταν λίγο πιο εύκολα γιατί βοηθούσε κι αυτός.

Γρήγορα περνούσαν τα βράδια, δεν έμενε πολύς χρόνος για παιχνίδια ούτε για τη Θάλεια να ασχοληθεί και πολύ με τα παιδιά, ποιον να πρωτοκοιτάξει που όλοι περίμεναν από τα χέρια της κι όλοι διεκδικούσαν αποκλειστικότητα στον, ανύπαρκτο, ελεύθερο χρόνο της.

Ένα απόγευμα, πριν ακόμα μπει στο Σταθμό η Θάλεια, άκουσε φωνές και κλάματα, αναγνώρισε τη φωνή του Θανάση, έτρεξε μέσα με αγωνία και φόβο να δει τι έπαθε το παιδί της...βρήκε έναν έξαλλο Θανάση να πετάει ό,τι υπήρχε γύρω του, να έχει ήδη σπάσει το τζάμι του γραφείου, να τσιρίζει υστερικά με τα μικρά του χεράκια γεμάτα αίματα, να κλοτσάει όποιον ζύγωνε και προσπαθούσε να τον ηρεμήσει μην αφήνοντας κανέναν να τον ζυγώσει κι εκεί που όλοι πίστευαν πως βλέποντας τη μαμά του θα ησυχάσει, αυτός αγρίεψε περισσότερο κι άρχισε να φωνάζει πως ΔΕΝ θέλει τη μαμά του να φύγει από εκεί ΔΕΝ την θέλει...άδικα προσπαθούσε να τον πλησιάσει η Θάλεια, προσπαθούσε να συγκρατηθεί, να μην την δει να κλαίει κι αγριέψει περισσότερο...άδικος κόπος. Ο μικρός ξεχασμένος σε μια γωνία, φοβισμένος έκλαιγε  γοερά...

Με πολύ πόνο για το ξέσπασμα του παιδιού, το άρπαξε στην αγκαλιά της αγνοώντας τις φωνές του και τις κλοτσιές...κάποια στιγμή απόκαμε ο μικρός Θανάσης...έγειρε παραδομένος την αγκαλιά της μάνας...κι αποκοιμήθηκε μες τα αναφιλητά του πριν προλάβει καλά να βάλει τα παιδιά στο αυτοκίνητο...

Έκανε πολύ ανήσυχο ύπνο εκείνο το βράδυ ο μικρός, πεταγόταν στον ύπνο του βγάζοντας τρομαγμένες  κραυγές...μα και η Θάλεια δεν έκλεισε μάτι...την έτρωγαν οι ενοχές και οι τύψεις που άφηνε τα παιδιά της σε ξένα χέρια, μα δεν είχε πολλές επιλογές...έπρεπε να δουλέψει.

Ήταν καλλιεργημένη κοπέλα η Θάλεια, μπορούσε να ερμηνεύσει το ξέσπασμα του παιδιού της, μα την άλλη μέρα  μίλησε σε μια παιδοψυχολόγο φίλη της στο Νοσοκομείο, εκείνη απλά επιβεβαίωσε τους φόβους της...ήταν η οργή του μικρού εναντίον της μάνας...οργή που τους πήγαινε κάθε μέρα στο σταθμό, οργή, φόβος, πόνος, αγωνία  που αργούσε το απόγευμα κι έμεναν τελευταία εκεί μέσα...Εκείνη, αναρωτιόταν, πού να ξεσπάσει τη δική  οργή, το δικό της πόνο για όλα αυτά;

Και τα χρόνια περνούσαν γρήγορα, πρώτα έφυγε από το Σταθμό ο Θανάσης και πήγε Σχολείο, τότε άρχισε άλλο δράμα με τον Ηλία...επ΄ ουδενί ήθελε να πάει στο Σταθμό...κλάμα απαρηγόρητο κάθε πρωί, με το Θανάση εκεί, ένιωθε λιγότερο μόνος, λιγότερο φοβισμένος...τα πράγματα χειροτέρευαν πολύ όταν έλειπε για κάποιο λόγο η Λίζα, γλυκό κορίτσι η Λίζα, φρόντιζε 5 παιδάκια στο Σταθμό κι όλα τη λάτρευαν, όταν εκείνη υποδεχόταν το μικρό Ηλία το πρωί, έπεφτε στην αγκαλιά της και δεν ξεκολλούσε...μα όταν έλειπε...άσχημα, πολύ άσχημα.

Τώρα πια τα απογεύματα, το μόνο μουτράκι πίσω από το θολό τζάμι να ψάχνει με αγωνία στο δρόμο για τη μαμά, ήταν αυτό του Ηλία...πολλές φορές  ήταν κι ο τελευταίος που έφευγε από το Σταθμό...

Χρόνια μετά, όταν και τα δυο πήγαιναν πια Σχολείο κι ήταν γύρω  9 και 11 χρονών, ένα απόγευμα που τα πήρε, ως συνήθως, η γιαγιά από το Σχολείο, για κάποιο λόγο χρειάστηκε να περάσει μπροστά από το Σταθμό, σταμάτησε για λίγο και τους ρώτησε αν θυμούνται πως εδώ έρχονταν για χρόνια...φυσικά και θυμόταν...τα άκουσε να μιλάνε στο πίσω κάθισμα για κείνα τα χρόνια στο Σταθμό...Δεν επενέβη... μόνο άκουγε, άκουγε με πίκρα και με πόνο, «του παιδιού μου το παιδί/δυο φορές παιδί μου», έτσι είναι οι γιαγιάδες...πονάνε πολύ, πάρα πολύ, σχίζεται η ψυχή τους όταν υποφέρουν τα εγγονάκια της  σε όποια ηλικία κι αν είναι....

Μιλούσαν για το τζάμι το θολό που κολλούσαν το προσωπάκι τους γεμάτα αγωνία περιμένοντας, για τη μαμά που ερχόταν τελευταία για το φόβο που ένιωθαν όταν ένα-ένα έφευγαν τα άλλα παιδάκια, σκοτείνιαζε κι αυτά ακόμα εκεί...κι άκουσε το Θανάση να λέει, φοβόμουν, φοβόμουν πολύ πως η μαμά ίσως μας ξέχασε και δεν θα ερχόταν να μας πάρει... και τρέμαμε κι οι δυο από το φόβο πως εκεί θα μείνουμε...μόνα μας αφού και το προσωπικό σιγά-σιγά έφευγε...κάθε φορά που έκλεινε η πόρτα...φοβόμασταν ακόμα περισσότερο...

Μετά, άρχισαν να μιλούν για την ημέρα τους στο σχολείο, για τα σπορ που θα έπαιζαν αύριο...

  

 Διονυσία Μούσουρα­Τσουκαλά

 

 

 

 


Ο Ανδρέας τάχυνε το βήμα όσο πλησίαζε προς το πάρκο. Ξαφνικά, μια εσωτερική, επιτακτική ανάγκη τον έκανε να θέλει να φτάσει μιαν ώρα αρχύτερα, ίσως ήταν η χθεσινοβράδυνη βροχή  που τον γέμισε ανησυχία. Όμως, ήξερε πως ο Χαράλαμπος δεν την φοβόταν τη βροχή, είχε κι αν δεν είχε φάει βροχές αυτός.

 Πολύ γραφικός και παράξενος  τύπος ο Χαράλαμπος ή Μπομπ, όπως επέμενε πολλές φορές να τον φωνάζουν, γραφικός και παράξενος. Aγαπητός και πολύ γνωστός, όμως, όχι μόνο σε όλους τους κατοίκους της περιοχής, αλλά ακόμα και σε αυτούς που είχαν καταστήματα στον μεγάλο κεντρικό δρόμο. Ήταν άκακος κι ευγενικός με όλους. Μερικοί τον απόφευγαν έτσι κουρελής και ατημέλητος που ήταν, μα εκείνος δεν είχε βλάψει ούτε μερμήγκι ποτέ του.

Βάδιζε πάντα σκυφτός και μουρμούριζε τα δικά του, ακατάληπτα  για τους πολλούς. Το μόνο του ελάττωμα ήταν πως δεν μπορούσε να περιοριστεί μέσα στους τοίχους ενός σπιτιού, όχι μόνο την ημέρα, μα ούτε και την νύχτα. Την ημέρα την περνούσε περιδιαβαίνοντας τον κεντρικό δρόμο πάνω-κάτω κάμποσες φορές, πιάνοντας κουβέντα  με τους περαστικούς. Κάπου-κάπου ζητούσε κάνα τσιγάρο, ιδιαίτερα όταν ξέμενε τελείως από λεφτά κι αυτό γινόταν συχνά.

Είχε την καλωσύνη και την αφέλεια μικρού παιδιού. Οι μάγκες της περιοχής, είχαν μυριστεί την αφέλειά του και την ημέρα που έπαιρνε την σύνταξή του τον τριγύριζαν και του κλαίγονταν τάχα πως πεινάνε. Κι εκείνος, τους έδινε λεφτά μέχρι που ο ίδιος έμενε άφραγκος για τις περισσότερες ημέρες μέχρι την επόμενη πληρωμή, αφού φυσικά, παρά τις υποσχέσεις τους γίνονταν πάντα δανεικά κι αγύριστα.

Τις νύχτες, πήγαινε από καφενείο σε καφενείο και χάζευε αυτούς που έπαιζαν. Τον κερνούσαν και κάναν καφέ ή τσιγάρο κι όταν κατά τις μικρές ώρες έκλειναν όλα, κι ο καθένας γύριζε στο σπίτι του, εκείνος έπαιρνε το δρόμο για το δικό του κονάκι. Ήταν ένα παγκάκι στο γειτονικό πάρκο, πάντα εκεί την έβγαζε χειμώνα καλοκαίρι.

Όλες οι προσπάθειες να τον "στεγάσουν" έστω και σε ίδρυμα, τουλάχιστον να κοιμάται την νύχτα, έπεφταν στο κενό. Έλεγε πάντα, ναι, δεν χαλούσε χατήρι. Μα δεύτερη βραδιά δεν τον στρίμωχνες  πουθενά, ήθελε νάχει πάνωθέ του τον ουρανό, έναστρο ή μαυρισμένο, και το πρωί να ξυπνάει από το τιτίβισμα των πουλιών.

 Με τον Ανδρέα γνωρίστηκαν πριν λίγα χρόνια, όταν κι αυτός κατάντησε άστεγος από πολύ νεαρή ηλικία. Δεν θάταν πάνω από έξι χρονών όταν χώρισαν οι γονείς του. Η μάνα του έμπλεξε με άλλον κι ο πατέρας του πήρε των οματιών του κι εξαφανίστηκε από προσώπου γης. Δεν έμαθε ποτέ τίποτα γι αυτόν, αφού δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να φροντίσει να δει το παιδί του ή να μάθει πώς περνάει.

Και κάθε άλλο παρά καλά περνούσε με τον καινούριο άνδρα της μάνας του. Οι ξυλοδαρμοί ήταν καθημερινοί. Σαν να μην έφτανε αυτό, μια μέρα τον κακοποίησε και σεξουαλικά. Καλό ήταν να μην γίνει η αρχή, το είχε τόσο τρομοκρατήσει το παιδί που δεν τολμούσε να ομολογήσει σε κανέναν τι του συμβαίνει. Στο σχολείο δεν πήγαινε καλά, όχι μόνο στα μαθήματα, αλλά και από συμπεριφορά. Υποσυνείδητα αντιδρούσε έτσι, σαν να φώναζε δυνατά, βοήθεια, μα οι σιωπηλές κραυγές του παρερμηνεύονταν από όλους και καταντούσαν φωνή βοώντος. Κάθε λίγο έπαιρνε αποβολή από την τάξη και από το σχολείο. Η μάνα του φώναζε κι έβριζε, ο πατριός συνέχιζε την κακοποίηση και το ξύλο, κι ο κύκλος όλο και γινόταν πιο φαύλος.

Ο Ανδρέας τάβαζε με την μάνα του, που δεν ήταν σε θέση να τον προστατεύσει από τον άνδρα της. Την κατηγορούσε πως αυτή έφταιγε για όλα, για να μπλέξει με άλλον, να αφήσει τον πατέρα του, κι αυτός να καταλήξει σ’ αυτά τα χάλια.

Οπωσδήποτε, από "αυτά τα χάλια" η μάνα του γνώριζε μόνον τους ξυλοδαρμούς που κάπου τους δικαιολογούσε κι η ίδια, μια κι ήταν  "ανυπάκουος" και τους δημιουργούσε τόσα προβλήματα. Άργησε πάρα πολύ να μάθει για τα άλλα, ήταν χρόνια αφότου είχε φύγει από το σπίτι ο Ανδρέας. Τον έψαχνε πάντα  και τον παρακαλούσε να γυρίσει, μόνο τότε της πέταξε στα μούτρα  την αλήθεια. Την κατηγόρησε ανοιχτά πως για την κατάντια του αν ζει στους δρόμους, αν έχει μπλέξει με υπόκοσμο, αν παίρνει ναρκωτικά, για όλα φταίει μόνον εκείνη και κανείς άλλος. Της μίλησε σε πολύ σκληρή γλώσσα, της είπε ακόμα πως όσο ζει, δεν θέλει να την ξαναδεί στα μάτια του. Κι αν καμιά μέρα τον βρουν νεκρό σε κάνα παγκάκι, αυτή να μην πλησιάσει ούτε από μακριά.

Με τον κυρ Χαράλαμπο, όπως τον αποκαλούσε, έγιναν φιλαράκια, σμίξαν τη μοναξιά και τη δυστυχία τους. Μοιράζονταν την τζούρα, όταν την είχαν, τα τσιγάρα, καμιά φορά και το παγκάκι, αν κι ο Ανδρέας, προτιμούσε τον σταθμό του τραίνου.

Έφτασε σχεδόν λαχανιασμένος. Από μακρυά τον έζωσαν τα φίδια γιατί είδε κόσμο μαζεμένο και αστυνομία… Έκαμε να πλησιάσει, μα δεν τον άφησαν, ήταν και μερικοί που γνώριζαν την φιλία του γεράκου με το παιδί και πήγαν να τον παρηγορήσουν. Το γνωστό παγκάκι, ήταν άδειο. Μόνο το αιώνιο καπέλο που φορούσε  χειμώνα-καλοκαίρι ο κυρ Χαράλαμπος ήταν εκεί, ανάποδα γυρισμένο και γεμάτο βροχή… Από την χθεσινή νεροποντή…

Μία σπείρα από αλήτες, είχε σκοτώσει με γροθιές και  κλωτσιές, έτσι για την πλάκα τους, τον κυρ Χαράλαμπο. Χθες το βράδυ, με την νεροποντή και την θύελλα που έγινε σύμμαχός τους, αφού ούτε οι φωνές του οι αδύνατες ακούστηκαν, μα ούτε και που πέρναγε κανείς με τέτοιον καιρό από το πάρκο.

Απαρηγόρητος ο Ανδρέας, κοίταζε και ξανακοίταζε το καπέλο. Έτσι ολομόναχο που είχε μείνει κι εκείνο, γεμάτο με τις σταγόνες της βροχής να συμβολίζουν, ίσως, το αίμα του κυρ Χαράλαμπου. Το αίμα του, που τόσο άγρια και τόσο ανώφελα έβαψε το παγκάκι του πάρκου.

Κίνησε να φύγει με την καρδιά βαριά και μαύρη. Ζήτησε από την αστυνομία να πάρει το καπέλο, έτσι για ενθύμιο, μα του αρνήθηκαν, ήταν βλέπεις τεκμήριο εγκλήματος, έπρεπε να εξεταστεί από τους αρμόδιους. Εξετάσεις και παραμύθια, σκεφτόταν ο Ανδρέας, τι νόημα έχουν όλα αυτά, γεγονός είναι πως ο κυρ Χαράλαμπος έφυγε. Τον σκότωσαν τα τσογλάνια έτσι για να κάμουν το κέφι τους, έναν άνθρωπο άκακο, ανήμπορο και αθώο…

Κείνη τη νύχτα και πολλές ακόμα δεν μπορούσε να κοιμηθεί, ούτε να φάει ήθελε, ούτε διάθεση είχε για τίποτα. Γύριζε και ξαναγύριζε στο μυαλό του τις συζητήσεις που έκανε με τον φίλο του. Ο κυρ Χαράλαμπος  φιλοσοφούσε πάντα τη ζωή.


«Ποτέ, ποτέ χολή παιδί μου με τους ανθρώπους της καρδιάς σου». Αναφερόταν βέβαια στην μάνα του Ανδρέα και στο μίσος που ισχυριζόταν πως της έχει· του έλεγε

«Δεν την μισείς, νομίζεις πως την μισείς, είναι ο θυμός για όσα πέρασες, μα μην την αδικείς, δεν ήξερε. Εντάξει, έκαμε ένα λάθος κι άφησε τον πατέρα σου, μα περίμενε κι αυτή μήπως τέτοια συμπεριφορά από κείνον τον αχρείο»;

Τούλεγε συχνά πως δεν πρέπει, όχι δεν πρέπει, ό,τι και να γίνει, να καταντήσει ο Ανδρέας σαν τον ίδιον στα γεράματά του.

«Εγώ, μην κοιτάς, η ζωή τάφερε έτσι και περνώ κακά γεράματα, ίσως κάπου μου αξίζει κιόλας. Με φάγανε οι φίλοι, το καφενείο και ο τζόγος. Μέρα νύχτα εκεί, όλα μου τα λεφτά εκεί, μέχρι που η Τράπεζα μας έβγαλε το σπίτι στο σφυρί» .

«Ξέρεις τι είναι γυναίκα με τέσσερα μικρά  παιδιά που είχαμε να βρεθεί στο δρόμο, επειδή ήμουν ρεμάλι εγώ; Πήρε τα παιδιά κι έφυγε, νομίζω πήγε πίσω στον πατέρα της στην Ελλάδα. Ποτέ δεν τόλμησα να την ενοχλήσω και να μάθω τι κάνουν, με τι μούτρα άλλωστε, σάμπως είχα και τίποτα να τους προσφέρω; Έτσι ρεμάλι έμεινα και στους δρόμους κατάντησα. Από το κεφάλι μου, μου τόλεγε πως θα καταντήσω να κοιμάμαι στα παγκάκια, δίκιο είχε. Τι κι αν μου προτείνουν  να με στεγάσουν; εγώ εδώ στο παγκάκι θα τελειώσω γιατί έτσι μου αξίζει τέτοιος που ήμουν. Τα σπίτια είναι για τους οικογενειάρχες, τους νοικοκυραίους κι εγώ δεν στάθηκα  τέτοιος. Γι’ αυτό σου λέω, μην αδικείς την μάνα σου, δεν ξέρεις πώς έμπλεξε».

«Εγώ βλέπεις, πέρασα νιάτα και παιδικά χρόνια καλά πίσω στο χωριό μου, ίσως γι αυτό αντέχω και τώρα, ακόμα, εγώ δεν έπαιρνα αυτά τα καταραμένα που παίρνεις εσύ, ούτε ήξερα πως υπάρχουν τότε».

«Μα και τώρα όπως βλέπεις, άντε μια τζούρα στη φέξη και στη χάση, όχι άλλες ουσίες».

«Εσύ, με τέτοια άσχημα παιδικά  και νεανικά χρόνια, πώς θα αντέξεις αργότερα, γι’ αυτό σου λέω, πρέπει να αλλάξεις, η ζωή είναι μεγάλη και είναι και ωραία, όπως και νάναι».

Τον ορμήνευε να κάνει προσπάθεια να τα κόψει. Όταν έπιανε τον Ανδρέα στις καλές του, τούριχνε με τρόπο την ιδέα να γυρίσει στη μάνα του, να μην γίνεται έρμαιο και βορά του κάθε ανώμαλου για ένα πιάτο φαΐ και για τα ναρκωτικά.

«Είμαι σίγουρος, τούλεγε, πως τώρα που ξέρει η μάνα σου, αποκλείεται να είναι ακόμα με κείνον, θα τον έδιωξε, ναι, ναι, οπωσδήποτε θα τον έδιωξε».

Καμιά φορά ο Ανδρέας θύμωνε. Άντε γέρο, ξεκούτιανες, τούλεγε, μας κάνεις και κήρυγμα τώρα, αυτό μόνο μου λείπει νάχω κι εσένα να μου το παίζεις ιεροκήρυκας. Έφευγε κι έκανε κάμποσες μέρες να πάει στο πάρκο, μα πάντα γύριζε. Ο κυρ Χαράλαμπος ήταν ο μόνος που του φερνόταν ανθρωπινά. Κάποτε αναγνώριζε και το δίκιο του γέρου γι’ αυτά που τούλεγε, μα από τη μια ο εγωισμός, απ’ την άλλη ο φόβος της απόρριψης, δεν τολμούσε... Δεν τολμούσε ούτε να φανταστεί πως θα μπορούσε να ζήσει ξανά σαν φυσιολογικός άνθρωπος, σε σπίτι μέσα με την μάνα του να τον αγαπάει και να τον φροντίζει.

Του κάνει εντύπωση που τα θυμάται όλα αυτά μετά από τόσον καιρό. Όσο τάλεγε ο κυρ Χαράλαμπος, ο Ανδρέας ούτε που τα άκουγε καλά-καλά.

Και τώρα, άρχισε να τα σκέφτεται. Βρε μπας κι άρχισε να γερνάει κι ο ίδιος; Ή μήπως ο μεγάλος του πόνος για τον χαμό του γέρου τον κάνει και τα θυμάται έτσι σαν μνημόσυνο στη μνήμη του;

Τώρα πια δεν πάει στο σταθμό τις νύχτες, κοιμάται στο παγκάκι του κυρ Χαράλαμπου για να νιώθει την παρουσία του. Συντροφιά του το καπέλο του, δέχτηκαν να του το δώσουν αφού είχαν ήδη τελειώσει οι ιατροδικαστικές εξετάσεις. Δεν το φοράει ο ίδιος, απλά το κρατάει στην αγκαλιά του με στοργή σαν να κρατάει το γεράκο. Γυρίζει συνέχεια στη σκέψη του αυτά που τούλεγε ο φίλος του. Μια νύχτα τον ονειρεύτηκε, ότι τάχα στέγνωνε το καπέλο του από τη βροχή, και του μιλούσε χωρίς να τον κοιτάζει, μόνο τούλεγε συνέχεια να μην καταντήσει σαν αυτόν.

«Ξέρεις, του έλεγε, τι πρέπει να κάνεις. Καλύτερα υπό στην μάνα σου, παρά σε αυτούς που σε εκμεταλλεύονται».

Κείνο το πρωί ο Ανδρέας δεν μπορούσε να ησυχάσει, γυρνούσε και ξαναγυρνούσε στο μυαλό του τα λόγια του κυρ Χαράλαμπου.

Γυρνούσε και ξαναγυρνούσε στη θύμησή του το έρημο καπέλο του  γεμάτο βροχή, να κείτεται στο παγκάκι που έγινε ο μόνος μάρτυρας της θηριωδίας των ανθρώπων. Ανθρώπων νέων όπως κι ο ίδιος, που ποιος ξέρει πώς ξεστράτισαν κι αυτοί κι έφτασαν σ’ αυτό το σημείο;

Άραγε εκείνοι είχαν μάνα στην οποία να μπορούσαν να γυρίσουν; Είχαν άραγε έναν φίλο τόσο πιστό όσο ο κυρ Χαράλαμπος να τους ορμηνέψει;

Μα κι αυτόν τάχα που τον ορμήνευε τόσον καιρό ο γέρος τι κατάλαβε, μήπως τον άκουσε ποτέ ή μήπως ακολούθησε τις συμβουλές του;

Κάπου άρχισε να μαλακώνει και να σκέφτεται πως ίσως θα μπορούσε να κάνει μια προσπάθεια και να πάει έστω απ’ έξω από το σπίτι και να δει τη μάνα του. Τι στην ευχή τόσους εξευτελισμούς και ταπεινώσεις έχει δεχθεί στους δρόμους που ζει. Ναι, αλλά της μάνας η περιφρόνηση θάναι πολύ βαριά, θα την αντέξει; Μα όχι, όχι, δεν πιστεύει να τον διώξει, ήλθε πολλές φορές στην αρχή και τον έψαχνε. Παρόλη την σκληρή γλώσσα που χρησιμοποιούσε εκείνος, η μάνα δεν τούπε πικρή κουβέντα. Από ότι δε άκουγε από άλλους, ακόμα γυρίζει και τον ψάχνει.

Ανάσανε μ΄ανακούφιση. Ένιωσε ανάλαφρος για πρώτη φορά μετά τόσα χρόνια.

Κράτησε με στοργή  το καπέλο στην αγκαλιά του, έτσι για να παίρνει κουράγιο, και ξεκίνησε.

Θα πήγαινε, θα πήγαινε να  περάσει έξω από το σπίτι, από απέναντι, όχι κοντά,  αυτό μόνο, έτσι για αρχή,  αργότερα…

 Διονυσία Μούσουρα­Τσουκαλά


 




ΔιονυσΙα
 
MoΥσουρα

 

Η Συγγραφέας Διονυσία Μούσουρα  Διαβάζει διήγημα της
Με τίτλο:

Ψευδαισθήσεις και Ενοχές

 

 

 

 

 

    
Disclaimer
While every effort has been made by ANAGNOSTIS to ensure that the information on this website is up to date and accurate, ANAGNOSTIS  does not give any guarantees, undertakings or warranties in relation to the accuracy completeness and up to date status of the above information.
ANAGNOSTIS will not be liable for any loss or damage suffered by any person arising out of the reliance of any information on this Website

.Disclaimer for content on linked sites
ANAGNOSTIS accepts no responsibility or liability for the content available at the sites linked from this Website.
Το περιοδικό δεν ευθύνεται για το περιεχόμενο άρθρων των συνεργατών.

Anagnostis  P.O.Box 25 Forest Hill 3131 Victoria Australia
 enquiry@anagnostis.info