«Mωμογέραν»
ή «Μωμοέραν» ή «Μωμογέρια»
Προθεατρικό
αυτόνομο Ποντιακού Θεάτρου
Από τις αδημοσίευτες
Κριτικές Μελέτες
της Πιπίνας Δ. Έλλη
Μία
εισαγωγή στο πολύσημο ετούτο θέμα, ανάμεσα σε πολλά άλλα που
αφορούν τον πολιτισμό των Ελλήνων που κατάγονται από τη
μαρτυρική γενέθλια γη της Μ. Ασίας, και τελικά όχι μονάχα
αυτούς, αλλά όλον τον απανταχού Ελληνισμό
Τα «Μωμογέρα»
ή «Μωμοέραν», παράγωγο, των λέξεων: «μώμος»
και «γέρος», ήταν πρωτόγονο θέατρο και συγχρόνως καρναβάλι,
αυτό που καλούμε διαφορετικά, Λαϊκό Θέατρο. Ο Δ. Κ.
Σταυριώτης[2]
χαρακτηρίζει το συγκεκριμένο είδος κωμωδία και εξηγεί
περαιτέρω για την αφετηρία ετούτου του συμπεράσματος: «οι
καταγόμενοι από την επαρχία Χαλδίας ενθυμούνται ακόμη... την
σατυρικήν κωμωδίαν των «Μωμοέρων[3]».
Οι «Μωμόγεροι», εξ ου και ο τίτλος του θεατρικού είδους, ή
άλλως: Τιτιντζίδες ή Καπνάντ στη Ματσούκα, Χούσποι στο Καρς,
Πορδαλάντ στη Σεβάστεια, καθώς και άλλες ονομασίες, είναι
σύνθεση των λέξεων: «μώμος» «και γέρος»,
και είναι οι κορυφαίοι, του θεατρικού αυτού είδους.
Ο Δ. Η. Οικονομίδης[5]
θεωρεί «τα Μωμογέρα ως λείψανο αρχαίου εθίμου ή αγροτικήν
εορτήν συμβολίζουσα την νάρκην της φύσεως κατά τον χειμώνα
και την αναβίωσιν αυτής κατά την άνοιξιν» ή «υποτυπώδη
παράστασιν» η οποία σκοπόν είχε την αποτροπή κακών. Ετούτο
το είδος έχει σχέση με τη λατρεία του Διονύσου, και επίσης
αντικατοπτρίζεται και η δραματική Τέχνη του Αρίωνα του
Μηθυμναίου (διθύραμβος), του Θιάσου (ιερατείου διονυσιακής
λατρείας) και επίσης του Θέσπη στοιχεία που τελειοποιήθηκαν
από τους τραγωδούς Αισχύλο Σοφοκλή και Ευριπίδη και
οπωσδήποτε και από τον Αριστοφάνη. Ως είδος του ελληνικού
κλασσικού πολιτισμού εύλογα μεταφέρθηκε στις ελληνικές
παροικίες της Μικράς Ασίας και αλλού, όπου υπήρχαν Έλληνες.
Επέζησε σε όλη την ελληνική επικράτεια μέσω των αιώνων ακόμη
και στη διάρκεια της ρωμαϊκής κατοχής και εξακολούθησε και
στην περίοδο των Βυζαντινών χρόνων[6],
διαρκώς ανανεωμένος και διαφοροποιημένος, μέχρι την κατοχή
της ελληνικής επικράτειας από τους Τούρκους. Έτσι στον
Πόντο, την τελευταία Ελληνική Αυτοκρατορία του Βυζαντίου,
διατηρούνται (στη διάρκεια του Βυζαντίου) πολλά έθιμα
σχετικά με ετούτο το θεατρικό είδος και πολλά από στοιχεία
του εξελίσσονται ανάλογα, ακόμη και στην περίοδο της
τουρκικής κατοχής. Ύστερα από την καταστροφή και τον διωγμό
όλων των Ελλήνων από τη Μ. Ασία και τον Πόντο, οι Έλληνες
του Πόντου μεταφέρουν πίσω στην μητέρα Ελλάδα τα παραδοσιακά
ετούτα στοιχεία και εξακολουθούν να το καλλιεργούν.
Ο προθεατρικός χαρακτήρας των
Μωμογέρων αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι συμμετέχοντες
σε αυτά αυτοσχεδίαζαν, φαινόμενο ανάλογο προς εκείνο που
αναφέρει ο Αριστοτέλης για την τραγωδία[7]:
«
γενομένης δ ουν της τραγωδίας απ αρχής
αυτοσχεδιαστικής...» Ο συγγραφέας Αγ. Φωστηρόπουλος[8]
λέει ότι τα καρναβάλια στον Πόντο εκαλούντο «Μωμοέρα», και
ότι η ονομασία ετούτη προέρχεται από το αρχαϊκό «μώμος»
(προσωποποίησις του σκώμματος). Χαρακτηριστικό είναι το
γεγονός ότι στον Πόντο τα καρναβάλια άρχιζαν την Πρωτοχρονιά
και γιορτάζονταν περιοδικά ως και τις Αποκριές.
Στην
Τραπεζούντα και τα περίχωρά της τα Μωμογέρα έπαιρναν εθνική
μορφή, και απόδειξη αυτού αποτελεί το γεγονός ότι ο
επικεφαλής της κάθε ομάδας ήταν ένας φουστανελλοφόρος με
σπαθί. Οι επτά ενορίες της κατάρτιζαν η κάθε μία χωριστά την
ομάδα της και τα βράδυα, στη διάρκεια της περιόδου από την
Πρωτοχρονιά ως τις Αποκριές, στις ενορίες και στους δρόμους
της Πολιτείας επικρατούσε ο ελληνικός χαρακτήρας. Οι
κάτοικοι της υπαίθρου ανέμεναν με ανυπομονησία τα Μωμογέρα ή
Μωμοέρα, που οργανώνονταν κυρίως από τους νέους, που με
αυτόν τον τρόπο διατηρούσαν την αρχαία ελληνική παράδοση.
Σχετικά με
το περιεχόμενο της κωμωδίας ο Δ. Κ. Σταυριώτης -
Παπαδόπουλος λέει ότι αναγόταν στην εποχή της «μαύρης
τυραννίας» των Τούρκων τιμαριούχων (ντερεμπέηδων) και
καυτηρίαζε την ανηθικότητα, τη σκληρή συμπεριφορά αυτών και
γελοιοποιούσε τον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης. Είναι
χαρακτηριστικό ότι οι Τούρκοι μολονότι παρακολουθούσαν από
κοινού με τους Έλληνες τα Μωμογέρα, δεν συμμετείχαν ενεργά
στις παραστάσεις αυτών.
Οι
χαρακτήρες που αποτελούσαν τον θίασο των Μωμογέραν
Οι
συμμετέχοντες στο θεατρικό ετούτο είδος ήταν άρρενες,
παρόμοια όπως και στο αρχαία ελληνική τραγωδία ή κωμωδία. Η
διάκριση των φύλων έγκειτο στην ενδυμασία και στην αλλοίωση
των φωνών. Οι χαρακτήρες που παρουσιάζονταν ήταν κυρίως οι
ακόλουθοι:
«ο Κιζίρης»
ο κήρυκας του χωριού, ο κύριος χαρακτήρας ο «Μωμογέρος», ο
οποίος ντυμένος με ακατέργαστο δέρμα τράγου έφερε στην πλάτη
του μαξιλάρι για να προφυλάγεται από τις ξυλιές που δεχόταν.
Φορούσε κωνοειδές κάλυμμα στην κεφαλή -παρόμοιο με εκείνο
του μυθικού Οδυσσέα- σε διάφορες παραστάσεις, και στην άκρη
του έφερε ένα κουδουνάκι. Στη μέση του κρεμούσε: κουδούνια,
κουτάλια πιθανόν για να φοβερίζει με τον μεικτό θόρυβο που
έκαναν τα κακοποιά στοιχειά, και επιπλέον λάχανα ή σκόρδα,
για να προφυλάγεται πιθανόν από το κακό μάτι, σύμφωνα με
την ελληνική κοινή λαϊκή αντίληψη.
«ο Άρκον», ο άρχων
«ο Αλογάς ή Ντερέμπεης»,
ήταν ντυμένος με την τοπική ενδυμασία
«ο Κορ-Σεϊτάν»,
που σημαίνει Τυφλός Διάβολος, ήταν ντυμένος στα ολόμαυρα και
κρατούσε 2 βέργες.
«ο Μικρό Διάβολον»,
ήταν ντυμένος στα μαύρα.
«ο Γέρον»
και «η Γραία» δηλαδή ο γέρος και
γριά.
«ο Κατής»
ή «ο Καδής» που σημαίνει δικαστής,
ήταν ντυμένος στα λευκά, φορούσε μεγάλο σαρίκι στην κεφαλή
του, έφερε ευσεβή κοιλίαν, την οποία αποκτούσε ο ηθοποιός,
προσθέτοντας ένα μαξιλάρι ή κάτι ανάλογο και κρατούσε
κομπολόϊ φτιαγμένο από πατάτες κ.τ.λ. ή
«ο Βασιλέας»
«ο Δίκωλον»,
αδερφός του «Κιζίρη», ήταν
φτωχοντυμένος και έφερε στην πλάτη του το νεκρόν του
αδερφού του, δολοφονημένου από τον Ντερέμπεη.
«ο Ζαπτιές»
που σημαίνει χωροφύλακας, ήταν ντυμένος ανάλογα και
οπλοφορούσε, ή «ο Υπασπιστής»
«η Νύφε»
του «Κιζίρη», ήταν ένας νεαρός άντρας ντυμένος νύφη.
«ο Δατρόν»
δηλαδή ο γιατρός, φορούσε γυαλιά όχι απλά για να βλέπει αλλά
και για να φαίνεται μορφωμένος. Φορούσε επίσης ψηλό καπέλο
και κρατούσε μία «σάκκα» με φάρμακα.
«ο Λυράρης»
ή «Κεμεντζετζής», φορούσε «ζίπκα»
δηλαδή βράκα και κρατούσε τη λύρα του το γνωστή ποντιακό
μουσικό όργανο.
Η υπόθεση
Ο
Φωστηρόπουλος μας δίνει την πιο συνηθισμένη υπόθεση των
«Μωμογέρων» που είχε ως ακολούθως: Στην αρχή της
παράστασης ο επικεφαλής της ομάδας χόρευε τον δραματικό
Ποντιακό χορό, πυρρίχιο -την περίφημη σέρα- με τη συνοδεία
της λύρας και κρατώντας στο χέρι του γυμνό ξίφος.
Ακολουθούσε ο χορός -ευρωπαϊκός χορός- του «Βασιλέα» με τη
«Νύφεν» και παρουσιαζόταν ο «Άρκον» -ο άρχων- με το συνήθη
χορό του. Ακολουθούσε κωμικός διάλογος μεταξύ του «Γέροντος»
και της «Γραίας», ο οποίος τελείωνε με καυγά και λιποθυμίες
του γέρου. Η «Γραία» έκλαιγε τον «Γέροντα» με
κωμικοτραγικά μοιρολόγια, τα οποία εμπεριείχαν, αυτοσχέδια,
από τους λαϊκούς ηθοποιούς, σάτιρα. Καλείτο τέλος ο
«Δατρόν», ο οποίος θεράπευε το «Γέρον».
Ο διάλογος
ανάμεσα στο «Δατρόν» και τη «Γραίαν» διεξαγόταν στην κοινή
ομιλούμενη από τον πρώτο και στο Ποντιακό ιδίωμα από «τη
Γραίαν». Η διαφορά τους ως προς το λεκτικό επίπεδο της
γλώσσας μπέρδευε τη συζήτηση και προκαλούσε ευθυμία στο
σύνολο του ακροατηρίου. Η διαφορά ανάμεσά τους παρουσιαζόταν
και εκδικαζόταν ενώπιον του «βασιλέα», ο οποίος την επέλυε
τελικά με κωμικούς διαλόγους και επεισόδια. Στο διάστημα της
διαδικασίας αυτής ένας θεατής απήγαγε «τη Νύφεν»,
ενώ έτρεχε για τη διάσωσή της ο «Υπασπιστής». Με τη βοήθεια
του «Διαβόλου», ανακάλυπταν «τη Νύφεν», και ο ένοχος
δράστης-θεατής, υποχρεωνόταν να πληρώσει πρόστιμο. Η
παράσταση ολοκληρωνόταν με ποντιακούς χορούς.
Η παραπάνω
σύντομη περιγραφή, είναι ένα σχήμα το οποίο επιδεχόταν
παραλλαγές, δηλαδή υποθέσεις με διαφορετικό θέμα. Ο Δ.
Αθανασιάδης, ο οποίος παίζει και τη λύρα, αναφέρει μία
παραλλαγή όπου παρουσιάζεται να συμμετέχει ο Διγενής Ακρίτας
παρόμοια όπως συμβαίνει και το «Θέατρο Σκιών»
Ο
Καραγκιόζης. Γενικά το «Μωμογέρα» συγγενεύει ως προς τη
δομή του με την αρχαία ελληνική τραγωδία κωμωδία πέρα από
τον αυτοσχεδιασμό, κυρίως ως προς το γεγονός ότι οι
παράγοντές του ήταν άρρενες και η διαφοροποίηση του φύλου
έγκειτο στην αμφίεση. Πλησιάζει το Θέατρο Σκιών
Ο
Καραγκιόζης, τουλάχιστον θεματικά και ως προς την
τάση του, να προσφέρει στιγμές αναψυχής και γέλιου κυρίως ως
θέαμα διασκέδασης.
Στον Πόντο, εκτός από τα
«Μωμογέρα ή Μωμοέρα» διακρίνεται και άλλο λαϊκό θέατρο, στον
Δυτικό Πόντο, οι «Καραχοτζάδες», με θίασο, που επισκέπτονταν
τα ελληνικά σπίτια τα «Καλαντόφωτα». Σήμερα οι σύλλογοι των
Ποντίων στην Ελλάδα, αποκαλούν ετούτη τη λαϊκή θεατρική
μορφή «Μωμογέρια[10]» και ως τέτοια την παρουσιάζουν σε πολλές κωμοπόλεις ή
πόλεις της Ελλάδας, όπως στην Μεταμόρφωση, στην Κομοτηνή,
στην Αθήνα, στον Πειραιά κτλ.
Κλείνω
ετούτη την σύντομη εισαγωγή παραθέτοντας στη συνέχεια, δύο
διαφημίσεις που βρήκαμε στο διαδίκτυο και που αφορούν την
ενασχόληση Ελλήνων-Ποντίων με το παραδοσιακό Θέατρο:
1.
«Οι
Μωμογέροι Ξαναχτυπούν,
Ποντιακός
κ Μικρασιατικός Σύλλογος Καρυοχωριού
ο
πρόσφυγας»
«Αναβιώνουμε το δρώμενο των Μωμόγερων στο Καρυοχώρι κ την
γύρω περιοχή, συνεχίζοντας την παράδοση των προγόνων μας από
τη δεκαετία του 30»
www.prosfygas.gr
Διαφήμιση
είναι και η περαιτέρω και επίσης σε σχέση με το θέατρο:
2.
«Ποντιακό
Θέατρο
Θεατρική
ομάδα ένωσης ποντιακής Νεολαίας Αττικής Ε.Π.Ο.Ν.Α.
Τη νύφες
το κλέψιμον
Σενάριο-Σκηνοθεσία Γιάννης Κοσμίδης»
www.pontos
world.com
Το θεατρικό
στη διαφήμιση 2, παρουσιάστηκε την Κυριακή, 4 Νοεμβρίου
2012.
Τέλος
Βιβλιογραφία-Βοηθήματα
Δ. Αθανασιάδης-pontiaka-YouTube
Aristote,
Poetique (Αριστοτέλης,
Περί Ποιητικής),
Texte Etabli Et Traduit par J. Hardy, Prefet de l Athenee
royal de Charleroi, Quatrieme edition, Paris Societe
DEdition, Les Belles Lettres, 95 Boulevard Raspail, 1965.
Γιαγιάνος
Απ., Γιαγιάνος Αρ., Διγκλής Ι.,
Ο Κόσμος του Καραγκιόζη,
Γενική Εισαγωγή, εισαγωγές στα κεφάλαια: Θ. Χατζηπανταζής,
1ος τόμος, Αθήνα, 1976-'77, Εκδόσεις Ερμής, σελ. 12-13
Νίκος
Καζαντζάκης,
Ο Οθέλλος Ξαναγυρίζει, περιοδικό Νέα
Εστία, 1962, τεύχος 848.
Λουίτζι
Πιραντέλλο,
Απόψε αυτοσχεδιάζουμε, Πρόλογος Μετάφραση
Δημήτρης Μυράτ, Σημείωμα Μάριος Πλωρίτης, Εκδόσεις Δωδώνη,
από τη Σειρά Παγκόσμιο Θέατρο, Αριθ. 60.
Ο Πόντος,
Ιστορία-Λαογραφία και Πολιτισμός, κεφάλαιο:
Το
Ποντιακό Θέατρο
«Οι Μωμόγεροι», Τόμος Β,
Μαλλιάρης- Παιδεία, Αθήνα 1991, σ σ. 612-615.
Σύλλογος
Ποντίων Λαϊκό Παραδοσιακό Θέατρο, «Μωμογέρια»,Σύλλογος
Ποντίων Νέστου,
www.pontioinestou.gr.
www.pontosworld.com
www.prosfygas.gr
«Σταθμό
στις δραστηριότητες του Συλλόγου αποτέλεσε η
αναπαράσταση του Λαϊκού Παραδοσιακού Θεάτρου "Τα
μωμογέρια", όπως το παρουσίαζαν οι κάτοικοι των περιοχών
Ματσούκας - Τραπεζούντας. Η πρώτη αναβίωση αυτού το
εθίμου το ποντιακού ελληνισμού έγινε την πρωτοχρονιά του
1984, κατά την οποία οι "Μωμόγεροι", αφού διάνυσαν μία
απόσταση 1000 μέτρων στο κέντρο της Χρυσούπολης,
κατέληξαν στο προαύλιο του Λυκείου (σημερινού Β'
Δημοτικού Σχολείου), όπου σε ειδική εξέδρα παρουσίασαν
το όλο πρόγραμμά τους», το κείμενο υπό τον τίτλο:
«Αναπαράσταση του εθίμου «Οι Μωμογέροι», Οι ρόλοι όπως
αποδίδονται σήμερα: στα Μωμογέρια: Αρχιμωμόγερος, γέρων,
διάβολον, γαμπρόν, νύφε, άρκον, αρκουδάς, γιατρόν,
χαμάλτς, δισακάς. Όργανα: λύρα, τουλούμ, νταούλι. Από
τις πληροφορίες όπως παρέχονται από το: Σύλλογος
Ποντίων Λαϊκό Παραδοσιακό Θέατρο, Μωμογέρια Σύλλογος
Ποντίων Νέστου»,
www.pontioinestou.gr.