ΤΙΜΕ ΙΝ ΑΤΗΕΝS            

       

 

 

 

 

 

-Ελιζαμπέτα τρέχα καλή μου! Έρχεται ο Τάκης!

-Καλά, καλά… το άκουσα.   Μην κάνεις έτσι!  Τρέχω!

Ήταν ο κυρ-Τάκης ο γυρολόγος “εμποράκος”, που πέρναγε ενωρίς.

-Μυρίστηκε τη ζέστη που θα μας καβουρντίσει αργότερα και περνάει ενωρίς.  Εμ!.. καλοκαίριασε πια.  Τι να σου κάνει ο άνθρωπος;  Εύκολο είναι να οδηγάς τρίκυκλο με καρότσα στην καλοκαιριάτικη ζέστη.  Θα τον πιάσει ηλίαση τον Χριστιανό, είπε η γιαγιά μου κυττώντας τη μητέρα μου. Εκείνη κούνησε το κεφάλι της σκεπτικά.

- Ο Εμποράκος!…

 

Έφτασε ο Εμποράκος

κυράδες μου, κυρές!..

Την πραμάτεια μου να δείτε

έξω γρήγορα βιαστείτε

τον πικέ και την ποπλίνα

για κυράδες σαν τα κρίνα!

 

Ακούστηκε ξανά η φωνή του πλανόδιου εμποράκου, του κυρ-Τάκη.

-Θρασύτατος αυτός ο κυρ-Τάκης επιτέλους ! είπε η γιαγιά μου η Σουλτάνα.

-Έλα καλέ γιαγιά, θέλει να είναι αστείος δεν τον βλέπεις; είπα και γέλασα με τη σοβαρότητα της γιαγιάς.  Αλλά εκείνη συνέχισε:

-Εσύ μη βγαίνεις έξω.  Είσαι μικρή!  Και μην ακούς τις ανοησίες αυτού του γελωτοποιού.

-Έλα τώρα μαμά… άλλαξαν οι καιροί!  Μην παίρνεις στα σοβαρά τα λόγια του κυρ-Τάκη.  Είναι χωρατατζής!  Τι να κάνει ο κακομοίρης. Λέει και καμιά ανοησία, έτσι για να γελάν οι γυναίκες, είπε η μητέρα μου απευθυνόμενη στη γιαγιά μου.

-Με τα ζεβζέκια, δε γελάν ο κόσμος! επέμενε η γιαγιά μου.

Εγώ γλίστρησα από τα μάτια της γιαγιάς και κατέβηκα στην αυλόπορτα όπου περίμενε τον Εμποράκο η θεία Ελιζαμπέτα.  Αμέσως σχεδόν ήρθε και η μητέρα μου κρατώντας το πορτοφόλι της στα χέρια.

Ο κυρ- Τάκης, που χαρούμενος έτριβε τα χέρια του, είπε μια σπουδαία καλημέρα συνοδευόμενη από μια βαθειά ιπποτική υπόκλιση:

-Καλημερούδια… καλημερούδια… Τι μπορώ να κάνω για τις τρεις χαριτωμένες κυρίες;

Η μητέρα μου και η θεία μου, γέλασαν καθώς τον καλημέρισαν.

-Την Κατίνα πώς την έχεις Τάκη;  ρώτησε η μάνα μου.

-Μια χαρά Μαίρη μου… Μια χαρά σου λέω!  Εμ.. τι με τέτοιον άντρα… σαν την αφεντιά μου… τι νομίζεις!  Δόξα στο Θεό… Όλοι είμαστε καλά, παιδιά, γιαγιάδες,  παππούδες… όλο το σόι παιδί μου… Όλο το σόι!  μίλησε γρήγορα χωρίς να πάρει αναπνοή και μετά ρώτησε.

-Τι καλά θα ψωνίσουμε την σήμερον;

-Ναι… Θέλω άσπρο πικέ, πρώτα απ’ όλα, για τα γιακαδάκια της μικρής στη σχολική της στολή.

Παίρνει ένα μικρό τόπι λευκού υφάσματος και τραβώντας την άκρη του, το αφήνει να ξετυλιχτεί στον αέρα με ακρίβεια και με έναν τρόπο ταχυδαχτυλουργικό.

-Ξέρεις τι πικές είν’ αυτός Μαίρη μου; είπε, και βάζοντας τρία από τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού, μπροστά από το στόμα του με τα χείλια του δίνει φιλί στον αέρα, εννοώντας “μούρλια” ή “υπέροχο” ή “φανταστικό” ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων.

Εγώ παρακολουθούσα με πολύ ενδιαφέρον τη συζήτησή τους.  Μου άρεσε να παρακολουθώ τέτοιες μικρο-εμπορικές συναλλαγές, μεταξύ της μάνας μου και των γυρολόγων.

-Ξέρω τι απαιτητικό είναι το σχολείο της μικρής, γι’ αυτό και σου δίνω τον καλύτερο πικέ στην αγορά μας, είπε πάλι εκείνος πειστικά.

 

Ήταν  γεγονός ότι ο Εμποράκος μας με τον πειθήνιο τρόπο του κατάφερνε τις φτωχές νοικοκυρές της γειτονιάς μας, να αγοράζουν τα υφάσματά του, έστω και βερεσέ, με δόσεις δηλαδή. Τον έβλεπες να έχει πρόχειρο το μολύβι πίσω από το δεξί αυτί του και ήταν έτοιμος να τραβήξει γρήγορα το δεφτέρι με τα βερεσέδια, από την αριστερή μεριά του καροτσιού, όπου το είχε καταχωνιασμένο για λόγους ασφαλείας. Το σύστημα δεν ήταν καινούργιο.  Το δεφτέρι με τα καταγραμμένα βερεσέδια ήταν επίσημα αναγνωρισμένο στην μικρή μας πολιτεία από τα μπακάλικα, τα υφασματάδικα, τα ψωμάδικα και τα γιαουρτάδικα.  Όλοι οι μικροϋπάλληλοι και οι φτωχοί επαγγελματίες, χρησιμοποιούσαν με πίστη αυτό το δεφτεράκι και μόλις είχαν λίγα λεφτουδάκια τα μοίραζαν στα διάφορα μαγαζιά. Ακόμη κι ο κρεοπώλης έδινε βερεσέδια.

Ο πατέρας μου δεν επέτρεπε στη μητέρα μου αυτού του είδους τα ‘νταραβέρια’.  “Έχεις λεφτά, θα ψωνίσεις.  Δεν έχεις… κάτσε στ’ αυγά σου”, είχε δηλώσει κατηγορηματικά στη μάνα μου κι αυτό ήταν.   Η μητέρα μου λοιπόν όταν αγόραζε οτιδήποτε, πλήρωνε τοις μετρητοίς.   Δεν έβγαινε από την πόρτα ούτε για καλημέρα, αν δεν είχε χρήματα για να ψωνίσει.  Άλλωστε ο πατέρας μου ήταν ένας άνθρωπος που δε σήκωνε και πολλά λόγια πάνω σε θέματα που δεν είχαν ‘ζουμί’.  Ήταν βέβαια και οι θείοι μου, τ’ αδέρφια της μητέρας μου, που ήταν ακόμα ανύπαντροι και μέναμε όλοι μαζί στο τεράστιο σπίτι. Αυτοί πάλι σαν τον πατέρα μου, δεν επέτρεπαν στις γυναίκες του σπιτιού να βγαίνουν στο κατώφλι του σπιτιού, χωρίς να έχουν κάποια απαραίτητη ή σπουδαία δουλειά. Έτσι κι εγώ σαν η πρώτη κόρη στο σπιτικό μας είχα τον αυστηρό έλεγχο όλων, αρχίζοντας από τη γιαγιά και τελειώνοντας στον μικρότερο αδερφό της μητέρας μου, το Θείο μου το Λιάκο, που σαν μ’ έβλεπε έξω μου έλεγε διακριτικά, για να μην ακούσουν οι γείτονες αλλά και πολύ αυστηρά:

-Μέσα γρήγορα! Τα καλά κορίτσια δε βγαίνουν έξω μοναχά!

Εγώ βέβαια που ήμουν μόνο εννέα χρόνων και ήθελα να παίξω με τ’ άλλα παιδιά της γειτονιάς, δεν καταλάβαινα τους λόγους. Αυτό έγινε πολύ αργότερα. Ήμουν τυχερή βέβαια, που η γειτονιά μας ήταν μικρή και φιλική και όλοι γνώριζαν ο ένας τον άλλον, και χωρίς να έχουν ιδιαίτερες σχέσεις. Όλοι λοιπόν πρόσεχαν εμάς τα παιδιά, κι όλοι παρατηρούσαν το όποιο ασυνήθιστο, κρατώντας το παιδομάνι της γειτονιάς όσο μπορούσαν στο σωστό δρόμο. Αυτά όλα βέβαια αφορούσαν περισσότερο τις διακοπές του καλοκαιριού, τότε που είχαμε το χρόνο και ο καιρός το επέτρεπε. Τον υπόλοιπο χρόνο μας απορροφούσε το σχολείο και η γειτονιά μας έβλεπε μόνο όταν βγαίναμε για να πάμε στο σχολείο ή όταν γυρνούσαμε από αυτό.

 

 

Η θεία Ελιζαμπέτα ρώτησε τον κυρ-Τάκη ευγενικά:

-Κυρ-Τάκη.  Δείξε μας κάτι το καινούργιο, κάτι το διαφορετικό, για να ράψουμε δυο φορεματάκια στις ανιψιές μου.

-Α!.. Ελιζαμπέτα μου… Ετούτο εδώ είναι καινούργιο.  Εσύ που ράβεις θα ξέρεις ότι δεν έχει φορεθεί από καμιά, είπε και τράβηξε ένα τόπι με άσπρο φόντο και  μικρά τετραγωνάκια σε έντονο πράσινο, που τη μία άκρη του στόλιζαν ζωηρές κόκκινες τουλίπες, με πράσινα σπαθωτά φυλλαράκια.

Κύτταξα το ύφασμα και έφριξα.  Έπιασα τον αγκώνα της μητέρας μου και είπα σιγανά!

-Δε μου αρέσει μαμά!  Δε θέλω να το πάρεις αυτό το ύφασμα για μένα.  Είναι γύφτικο. Δε μου αρέσει, σου λέω!

-Μπα, παιδί μου! Μην κάνεις έτσι! Άκου λέει γύφτικο! Είναι ωραιότατο.  Αν ραφτεί αυτό φουστίτσα και μπολερό με άσπρο μπλουζάκι θά ‘ναι μούρλια!  Για ν’ ακούσουμε!

-Ε τότε να τα φορέσετε εσύ κι η θεία μου, είπα κι έτρεξα μέσα στην αυλή μας.

-Τι είναι παιδί μου;  ρώτησε η γιαγιά μου.

-Δε μου αρέσει το φόρεμα που θέλουν να μου ράψουν η μαμά κι η θείτσα. Σα να μη φτάνει, που πάντα μου ράβουν το ίδιο φόρεμα με την Τάνα! είπα αγριεμένη.

-Η Τάνα είναι αδερφή σου παιδί μου.  Είναι καλύτερα να το φορούν κάποιες ξένες κοπέλες;  Γιατί κι αυτό θα γίνει.  Από το ίδιο ύφασμα θα ράψουν κι άλλος κόσμος, όχι μονάχα εσείς! είπε η γιαγιά μου,  και με το δίκιο της βέβαια,  μόνο που εγώ δεν ήθελα να καταλάβω.

-Όταν θα γίνω μεγάλη, δε θ’ ακούω τη μαμά και τη θείτσα για τα ρούχα που θα φοράω.  Θα τ’ αγοράζω μόνη μου και θα τα ράβω σε ξένη μοδίστρα, όπως μου αρέσουν εμένα.

Η αλήθεια ήταν ότι η θεία μου η Ελιζαμπέτα ήταν θεόσταλτη για τη μητέρα μου, που τα χρήματά της δεν ήταν αρκετά να παίρνει ξένη μοδίστρα, για να μας ράβει.  Η θείτσα μου κι ο Μπέμπης είχαν την Κάτυ μόλις πέντε χρόνων, ωστόσο επέμειναν να μένουν με όλη τη λοιπή οικογένεια στο μεγάλο σπίτι και έτσι βοηθούσε στα ραψίματα τη γιαγιά αλλά και τη μητέρα μου. Δε φαίνεται να θέλανε να χωριστούν. Αργότερα φυσικά έγινε κι αυτό, όταν ήμουν δεκαπέντε περίπου χρόνων. Η Ελιζαμπέτα αγαπούσε τη μητέρα μου κι εμάς, πολύ περισσότερο από όσο το  εκφράζουν οι λέξεις.  Γιατί ποτέ, μα ποτέ δεν έλεγε κάτι να μας στεναχωρήσει. Ακόμη κι όταν εγώ γκρίνιαζα ή παραπονιόμουν, δεν δυσανασχετούσε, παρά μόνο χαμογελούσε, μ’ άκουγε και μου έκανε τα χατίρια.  Η μητέρα μου βέβαια τη βοηθούσε στα ραψίματα, καθώς είχε μάθει κάποια πράγματα από αυτή. Η ίδια όμως είχε άλλες ικανότητες. Ήταν υφάντρα, που δεν ασκούσε το επάγγελμά της. Αργότερα όταν τ’ αδέρφια της μητέρας μου κι εμείς πήγαμε ο καθένας σε δικό του σπίτι -εμείς είχαμε γίνει πια δεσποινίδες κι ο αδερφός μου ήταν περίπου δώδεκα χρόνων- η μητέρα μου έστησε τον αργαλειό της, κι έφτιαξε, για πρώτη φορά, αφότου είχαμε έρθει στη ζωή εμείς τα παιδιά, κάποια καλά υφαντά.

Σα μεγάλωσα,  κατάλαβα πόσο τυχερή ήμουν να έχω μεγαλώσει μέσα σε μια μεγάλη οικογένεια, όπου οι θυσίες όλων που υπαγορεύονταν από την αγάπη τους, γίνονταν απλά και φυσικά, χωρίς δράματα, και βαθιά μέσα μου, δίπλα στη φυσική αγάπη μου για όλους, ανακάλυψα την αιώνια ευγνωμοσύνη μου, γι’ αυτούς.

 

 

 

 




 

Βιογραφικό της 
Πιπίνας-Δέσποινας 
Ιωσηφίδου-
Elles

       
Disclaimer
While every effort has been made by ANAGNOSTIS to ensure that the information on this website is up to date and accurate, ANAGNOSTIS  does not give any guarantees, undertakings or warranties in relation to the accuracy completeness and up to date status of the above information.
ANAGNOSTIS will not be liable for any loss or damage suffered by any person arising out of the reliance of any information on this Website

.Disclaimer for content on linked sites
ANAGNOSTIS accepts no responsibility or liability for the content available at the sites linked from this Website.
Το περιοδικό δεν ευθύνεται για το περιεχόμενο άρθρων των συνεργατών.

Anagnostis  P.O.Box 25 Forest Hill 3131 Victoria Australia
 enquiry@anagnostis.info