‘‘Πρόσφυγας;
Είσαι φθηνότερος από ζωντανό. Κρατείσαι ‘‘όμηρος’’, βιάζεσαι
ηθικά, διασύρεσαι χωρίς τύψεις και επαναστατείς. Αποζητάς τη
λύση που δεν έρχεται και η απορία της σε σπρώχνει σε
θανατηφόρα απόγνωση. Πεθαίνεις με τρόπο, οπού δεν μαρτυρείται
το έγκλημα της αδιαφορίας! Διαπιστώνεις την έλλειψη ελέους και
δεν χρειάζεσαι δεύτερη γνώμη, γιατί το βιώνεις. Παγιδευμένος
μεταξύ αγνώστων, αναρωτιέσαι τι επιτέλους είσαι: θεατής,
ηθοποιός ή ο υπεύθυνος που υπέγραψε την καταδίκη του με την
παρουσία του! ‘‘Ποιος νομίζεις ότι είσαι κι αντιδράς;’’ ρωτούν
τα μάτια τους με περιφρόνηση. Νιώθεις πως σε συχαίνονται σα
σεσημασμένο τρωκτικό που καραδοκούν να το ‘‘τσακώσουν’’ στη
φάκα. Όμως είσαι ήδη ‘‘ένα τρωκτικό στη φάκα τους’’!
Αχ, παιδί μου! Είσαι ξενιτεμένη και δε θά ‘πρεπε να μιλώ έτσι.
Όμως, είθε να μας είχαν ξεμπαρκάρει σ’ άλλη θάλασσα, στον
Ειρηνικό ίσως, έστω και στερημένοι από τους δικούς μας, όπως
εσύ!’’
Μικρασιάτης
πρόσφυγας του 1922, από το Αμόριο
Πάφρα 1981
‘‘Περάσαμε
από ‘‘Ιερά Εξέταση!’’ ‘‘Πού μεγάλωσα;’’ ‘‘από πού βαστάει η
σκούφια μου’’, αν μπορώ να παρουσιάσω τα ‘‘πνιγμένα’’ χαρτιά
μου που έχασα σκαρφαλώνοντας καράβι, για να γλυτώσω από την
πύρινη λαίλαπα που σάρωσε τη γη μου και σκόρπισε τη φάρα μου!
Ελληνοχριστιανός είμαι! Έχει σημασία ποιος ήμουν; Έρχομαι από
τον Πόντο, την Καππαδοκία, το Αϊβαλί, τη Σμύρνη, το Αναμούρ.
Παράνομοι, με ξερρίζωσαν παράνομα!’’
Τώρα τι είμαι, πες! Μονόδρομος η ζωή μου! Παρουσία - απούσα
είμαι, παράνομος σε νόμιμη γη, που αγνοεί μεγαλόφωνα τις
ανάγκες μου, γιατί της ‘‘φορτώθηκα’’. Φέρω όνομα, αλλά δεν
είσαι βέβαιος αν είναι δικό μου. Το διαβάζω στα μάτια σου και
των άλλων όταν ρωτούν. Απορώ που οι βάρβαροι δεν μού ‘κοψαν
τα πόδια, για να μη μπορώ να στέκομαι όρθιος, παρά να σέρνομαι
σαν σκουλήκι –βάϊ, βάϊ!- μέχρι να με λυώσει το σκληρό πετσί
του παπουτσιού τους. ‘‘Νά ‘μαι! Αυτό που βλέπεις, είμαι: ένα
σκουλήκι, ένα τρωκτικό, που φοβάσαι μήπως ροκανίσω τη γη σου
και σου στερήσω τα καλούδια της. Δεν έχω αξία, ούτε σημασία.
Κι αν πεθάνω, περισσεύει κι ο σταυρός!’’
Πόντιος
πρόσφυγας από την Τραπεζούντα
Θεσσαλονίκη
1981
‘‘Έφτασα ως
εδώ χωρίς νερό, φαγί, ζωή, ψυχή. Έδωσε ο Θεός κι άντεξα τόση
δυστυχία, για να γνωρίσω μια άλλη χειρότερη, στη γη που με
‘‘υποδέχτηκε’’, που με σκοτώνει. Τι να περιμένω από τον
απέναντι, όταν ο ίδιος ο Θεός, δε με λυπάται;’’
Γέροντας
πρόσφυγας του 1922
Θεσσαλονίκη
1999
‘‘Ελληνοχριστιανοί πρόσφυγες, ΄Ιωνες, όπως εκείνοι που
κατοίκησαν την ελληνική χερσόνησο, αιώνες! Καταφθάνουν,
ψάχνονται, κατευθύνονται στην ερημιά, σε προχειροφτιαγμένες
καλύβες, σε αντίσκηνα, για να κρουσταλλιάσουν αγκαλιάζοντας
τον πάγο διπλού χειμώνα!
Εκτοπίζονται στα βραχώδη, άκαρπα μέρη της ‘‘εύφορης
Μακεδονίας’’, για να σκάψουν με τα νύχια τους, να φυτέψουν την
ψυχή τους, να δρέψουν τους πόνους της!
Αντιμετωπίζουν νέα γενοκτονία στην Μητρόπολη! Πολλοί δεν
προλάβανε τα σαρανταπέντε τους! Όσοι επέζησαν -έστω απάνθρωπα-
ήταν από ‘‘θαύμα!’’ Μάρτυρες: η Τούμπα, η Καλαμαριά...
Γέροντας
πρόσφυγας του 1922
Καλαμαριά
Θεσσαλονίκης 2001
‘‘Πρόσφυγες
είμασταν! Γέρασα, μα δεν ξέχασα. Μπορούσα; Το 1922 ήμουν
εννέα χρονών!
Mεγάλωσα
τη μέρα που η Σμύρνη πυρπολήθηκε για να σβηστούν τ’ αχνάρια
των κυνηγημένων Ελληνοχριστιανών! Δεν ξέρω πώς βρέθηκα
ολομόναχος, σε καράβι! Την οικογένειά μου, την είχε καταπιεί
δίνη φλόγας και καπνού. Υπεροψία, πάθος, μανία οδηγούσε τους
δημίους μας που βίαζαν, έπνιγαν, έσφαζαν! Το σύνθημα:
‘‘Η Τουρκία για τους Τούρκους’’ υπήρξε καταλυτικό! Ασκώντας
τον κεμαλικό νόμο και καταργώντας συνθήκες και συμφωνίες οι
Τούρκοι, εφάρμοσαν μία αυθαίρετη πολιτική, που την περίοδο
1917 – 1922, τους διευκόλυνε να επιδοθούν σε σκληρούς διωγμούς
που οδήγησαν στη γενοκτονία των Ελλήνων.
Δεν ξεχνάς. Οι μνήμες χαράζονται με την σμίλη του αναπάντεχα
οδυνηρού. Σε ‘‘μαρκάρουν’’ εφ’ όρου ζωής, παρόμοια με τα
ζωντανά, μόνο που σ’ αυτά διακρίνεται η πύρινη σφραγίδα τ’
αφεντικού τους.
Όταν αξιώθηκα να προσκυνήσω τα χώματα της μητρόπολης του
Γένους, νέα συμφορά με περίμενε: η Ελλάδα δεν ήταν γη υποδοχής
προσφύγων, όπως ονειρευόμουν. Γνωρίζω τον πολιτισμό του Γένους
μας! Όμως δεν διατίθετο η ελάχιστη συμπόνοια από οποιαδήποτε
κατεύθυνση: πολιτεία ή συμπολίτες. Το Έθνος που είχε
μαρτυρήσει για περισσότερα από τετρακόσια χρόνια, αδυνατούσε
να συμπονέσει τα κατατρεγμένα παιδιά του, να κατανοήσει το
ξερρίζωμά του Μικρασιάτη, του Πόντιου. Θα προτιμούσε να
είχαμε ταφεί στην Ανατόλια, από να του προκαλούμε πονοκεφάλους
με την ανεπιθύμητη παρουσία μας! Οι Ελλαδίτες στερούνταν
αποθεμάτων γενναιοδωρίας έναντι του κύματος των
κατασπαραγμένων, κι ας είχαν συμπράξει στον κατατρεγμό τους!
Το ξερρίζωμα μοιάζει με πήδημα στο κενό. Δεν ξέρεις αν
ζήσεις, πού θα βρεθείς, πώς θ’ αντιμετωπιστείς. Σ’ εκμηδενίζει
η συμπεριφορά απαξίωσης. Πρόσφυγας σημαίνει ανεπιθύμητος.
Εκλαμβάνεσαι ως ληστής που στοχεύεις ν’ αρπάξεις τη μπουκιά
από το στόμα των εντοπίων. Πιάνεις για στρώμα τον πάγο και η
γάγγραινα σε μακελλεύει. Αν έχεις τύχη, χάνεις μόνο τα άκρα
σου.
Ιρακινός
λαθρομετανάστης
Αθήνα 2004
‘‘Πού να
χωρέσουν τόσοι άνθρωποι; Άλλοτε στην καλύβα του αγαθού
χωρούσαν πολλοί. Σήμερα πληθώρα τελειωμένων ψυχών στιβάζονται
στου σωματέμπορα!
‘‘Πόλεμος-φωτιά-θάνατος’’ ίσον τρίπτυχο εξόντωσης. Ο
Uncle-Sam
δε θα ήθελε να χαθεί ούτ’ ένας Αμερικάνος! Παραποίηση της
αλήθειας αυτό! Αμερικάνοι (συνήθως χαμηλής εκπαίδευσης) και
αλλοδαποί μισθοφόροι, αποστέλλονται ως μέλλοθάνατοι, για να
εκπληρώσουν ‘‘το καθήκον τους’’ έναντι του
Uncle Sam!
Φταίνε τα όνειρα! Ξέρετε... όλοι ονειρεύονται. Οι ηλικιωμένοι
την επιμήκυνση της ζωής τους, οι νέοι να ζήσουν -συχνά μ’ έναν
εξοντωτικό τρόπο! Άλλοι ονειρεύονται την απόλυτη ευτυχία που
προσφέρεται με σταγονόμετρο!
Φταίει η
ειμαρμένη. Τα σκαρώνει έτσι, ώστε να
ελπίζει ο άνθρωπος πως κάποτε θα την κατακτήσει και θα τον
ταξιδέψει στον κήπο της Εδέμ, όπου το μάνα των προφητών
καλύπτει έντεχνα σημεία εστιάσεως και το νέκταρ των
αρχαιοελλήνων θεών, ρέει ασύστολα!’’
Βουλγάρα
λαθρομετανάστρια
Γιάννινα 2004
‘‘Ταξίδι
χωρίς επιστροφή είναι το δράμα του κυνηγημένου από το άδικο,
την καταπίεση, τη δυστυχία. Παλεύεις απεγνωσμένα ν’
αποδεσμευτείς αλλά πέφτεις σε τέλμα, κολλάς εκεί που δε θέλεις
ούτε σε θέλουν, παρά μονάχα επειδή σε χρησιμοποιούν!
Χαρά θεού, κυριαρχεί ωστόσο είδος καταχνιάς, μια σιωπή που
αδυσώπητη σε κλειδώνει στ’ άδυτά της κι εσύ εκείνη στα δικά
σου. Προωθείσαι ήδη στην τρέλα!
Πριν από τον αλλότριο κόσμο που σου έχει επιβληθεί, υπήρχε ο
αγνός, άφοβος, γεμάτος εμπιστοσύνη κόσμος σου, που τον
χαρακτήριζαν στοιχεία, ανθρώπινα: η χαρά, το γέλιο, ένα χάδι
στοργής, ένα φιλί στα δακρυσμένα μάτια για να σου τα
στεγνώσει.
Πώς ν’ αφανιστούν τα στοιχειά
του τώρα, να
βρεθεί ένα χαρούμενο τραίνο, να σ’ απαγάγει, να σε ταξιδέψει
στα παιδικάτα, τότε που τα σύννεφα, ελαφριά, τα διέλυε ένας
τρυφερός λόγος, ένα απαλό χάδι, ένα φιλί; Πάει!.. Δεν
προσδοκάς τίποτα κι εκεί πίσω!’’
‘‘Όλοι με ξέγραψαν! Είναι που δεν βλεπόμασταν...
μεγαλώναμε χώρια... Μη φεύγεις μαμά, περίμενέ με, έρχομαι!’’
Αφρικανοί
λαθρομετανάστες, 2004
Αφρικανοί
λαθρομετανάστες, έψαχναν για λύσεις! Η
World Bank,
είχε πετύχει να απομυζήσει με τρόπους ‘‘θεμιτούς’’, κάθε
ανθρώπινο στοιχείο από τη ζωή τους. Το τραγικό ξερρίζωμά τους
κόστιζε κάποτε,
an arm and a leg!
Είχαν πληρώσει κάποιους για να τους μεταφέρουν από τη γείτονα
Τουρκία μέσω της Αιγαιοπελαγίτικης λεκάνης, στη ‘‘Γη της
Επαγγελίας: Ευρώπη’’, που μόνο τέτοια δεν είναι, καθώς συχνά
αδυνατεί να προσφέρει τα στοιχειώδη.
Βρέθηκαν παρ’ ελπίδα στην ελληνική παγωμένη θάλασσα, από όπου
Έλληνες ψαράδες τους είχαν ‘‘ψαρέψει’’ μισοπνιγμένους. Άλλους,
σε διαφορετικές περιπτώσεις, τους είχε περιμαζέψει το ελληνικό
λιμενικό σώμα. Πολλοί πνίγονται, οι επιζώντες όμως περνούν
στην Ελλάδα, που πέρα από τη στοιχειώδη φιλοξενία, αδυνατεί
να τους ανοίξει τις πόρτες ‘‘της Παραδείσου’’, που συχνά
κρατούνται κλειστές και στους πολίτες της!..
Αφρικανός
λαθρομετανάστης
Αλεξανδρούπολη 2006
Ο Αφρικανός
κύτταζε τον γιατρό με μάτια πελώρια από πόνο και σαστιμάρα.
‘‘Θα ζήσεις... Θ’ αντιμετωπίσεις τη ζωή μ’ ένα πόδι!
Λυπάμαι... δεν μπορέσαμε να το σώσουμε. Τα κρυοπαγήματα είχαν
εξελιχθεί σε γάγγραινα...’’
Κουρασμένος ο γιατρός, σιωπά. Είχε δει πολλά την τελευταία
δεκαετία. Παλλικάρια διαφορετικών εθνικοτήτων, μαραζωμένα σα
γεροντάκια, ταπεινωμένα εξαιτίας της αγνωσίας άλλης γλώσσας
–μερικοί μιλούσαν ελάχιστα αγγλικά- είχαν παρελάσει στον τόπο,
δίπλα σε γυναικόπαιδα με παρόμοια μοίρα.
Ο
Αφρικανός του φίλησε τα χέρια. Είχε παλαίψει με τον χάρο
εβδομάδες. Η ιστορία του ήταν συνηθισμένη: πρωτότοκος που είχε
αφήσει τον τόπο του για να βοηθήσει τη χήρα μάνα και τα
μικρότερα αδέρφια του. Είχε ξεκινήσει με άλλους από την Ουάν
και μέσω Ιράν και Τουρκίας, είχε φτάσει στην Ελλάδα. Τούρκοι
ήταν οι ‘‘ευεργέτες’’ οδηγοί τους και οι αστυνομικοί που τους
είχαν κυνηγήσει όταν κρύβονταν στα χαλάσματα ακατοίκητων
περιοχών των πολιτειών τους.
Περίμεναν την επόμενη κίνηση, γράφοντας στίχους νοσταλγίας
στους μουχλιασμένους τοίχους, πανάκεια της ψυχής, ελλείψει
ζεστασιάς και τροφής. Κάποτε, βγήκαν στη θάλασσα. Μην
αντέχοντας άλλο την κακουχία, ζήτησαν από τους ‘‘ευεργέτες’’
τους να ξεμπαρκάρουν στη στεριά. Αποβιβάστηκαν στην Ανατολική
Θράκη! Είχε χειμωνιάσει. Χιόνιζε. Η γη είχε αρχίσει να
παγώνει κι από κοντά τα πόδια τους. Περπατώντας ‘‘είκοσι
ημέρες’’ θεονήστικοι -έτρωγαν ελάχιστα χόρτα που ανακάλυπταν
κάτω από το λυωμένο χιόνι- και μ’ ό,τι νερό εύρισκαν, έφτασαν
στην Ελληνική Θράκη. Κάποιοι σύντροφοι, απαυδισμένοι από την
ταλαιπωρία, είχαν ‘‘αποδημήσει’’ στην ‘‘αντίπερα όχθη’’, μ’
ευχαρίστηση. Αυτός ανήκε στους ‘‘τυχερούς’’. Μπαίνοντας στην
Κομοτινή, κατέρρευσε... Τον μετέφεραν στο νοσοκομείο της
Αλεξανδρούπολης.
Ο
λαθρομετανάστης δάκρυζε... Δεν ήταν ο πόνος του χαμένου
ποδιού, παρά η μνήμη της μάνας όταν τον παρακαλούσε να μην
φύγει. Όμως κι εκεί ήταν ‘‘ξένος’’. Δεν είχε δουλειά,
αξιοπρέπεια ή ένα κομμάτι γης. Τα πλούτη της πατρίδας του τα
εκμεταλλεύονταν λευκοί, με τις ευλογίες των κυβερνήσεών τους,
που αδιάντροπα ρουφούσαν μεράδι από το αίμα των αδερφών τους.
Τα ‘‘εν αφθονία’’ αγαθά της Αφρικής, δεν τα απολαμβάνουν οι
δικαιούχοι! Ποιος ηγέτης θα μπορούσε άραγε ν’ αλλάξει τη
μοίρα τους;
Ουκρανή
λαθρομετανάστρια
Θεσσαλονίκη
2006
‘‘Άφησα την
πατρίδα μου... Πίστεψα πως μου δινόταν ευκαιρεία ζωής. Ήρθα
εδώ για να κλειστώ σε ‘‘Σπίτι Τρόμου’’! Θέλω να δραπετεύσω. Μα
πού να πάω; Πίσω; Αδύνατον! Αλλού; Δε μιλώ ελληνικά και τα
λιγοστά αγγλικά μου, μόλις βοηθούν. Αν ‘‘τό ’σκαγα’’, με
κυνηγούσαν τ’ ‘‘αφεντικά’’ και μ’ εύρισκαν, θα μου επέβαλαν
‘‘ποινές, αρμόδιες για ‘‘αχάριστη’’. Τους ανήκω χωρίς τη
συγκατάθεσή μου!
Μια τέτοια κατάσταση ξενιτεύει στην άβυσσο. Δεν ξέρεις ποια
είσαι, τι είσαι: ζωντανή ή πεθαμένη... αν και δεν κάνει
διαφορά. Δεν ξέρεις τη μέρα, τον μήνα, τον χρόνο... Ζεις
γιατί αναπνέεις, κι όχι γιατί είσαι ψυχή. Δεν ανησυχώ μήπως
με ‘‘καθαρίσουν’’, όταν δε θα με χρειάζονται πια. Δεν υπάρχω
στους καταλόγους του ελληνικού προξενείου, όπως κι άλλες
ομοιοπαθείς. Τα νόμιμα διαβατήριά μας ‘‘φυλάγονται από τους
ευεργέτες’’ μας!
Πώς κατέληξα εδώ; Είχα επισκεφτεί γραφείο εύρεσης εργασίας,
κατόπιν αγγελίας: ζητούσαν γυναίκες. Οι ‘φιόγγοι’ περίμεναν.
Καλοστημένο κόλπο! Παρέδωσα το διαβατήριό μου, πλήρωσα τα
ναύλα μου και κάποια στιγμή αποχαιρέτησα την οικογένειά μου,
με την υπόσχεση να επιστρέψω μόλις κάνω λίγα χρήματα.
Στο ραντεβού μας, ένιωσα πως το ύφος των ευεργετών μου είχε
σκληρύνει, όμως δεν τολμούσα να το παραδεχτώ. Μου ανήγγειλαν
ότι προσωρινά θα επιβιβαζόμουν στο βαν που είχαν παρκάρει στον
δρόμο. Άφοβοι κι αδίστακτοι, έπειθαν. Ποιος θα πίστευε ότι
ενεργούσαν παράνομα; Οικειοθελώς μπήκα στο βαν. Από το φως
στο σκοτάδι... Ήταν γεμάτο ‘‘τυχερές’’ σαν την αφεντιά μου!
Επικοινώνησα μαζί τους χαμηλόφωνα. Προέρχονταν από την πρώην
σοβιετική επικράτεια, όπως εγώ. Τα μάτια μας -αναμμένα
κάρβουνα- τα έκαιγε η ελπίδα της υπόσχεσης των ‘‘πρακτόρων’’.
Στην πορεία αποδείχτηκε ότι είχαμε απαχθεί με τις ‘‘ευλογίες
μας’’!
Ύστερα από ταξίδι ωρών φτάσαμε -νύχτα-, άγνωστο πού.
Οδηγηθήκαμε κάπου... Μας πέταξαν σε βρώμικο
διαμέρισμα-δωμάτιο. Είμασταν εφτά -τυχερός αριθμός, λένε οι
Έλληνες! Ύστερα, μας μετέφεραν αλλού. Μου έδωσαν ένα μικρό
δωμάτιο, με βίασαν απανωτά, με χτύπησαν, μ’ εκμεταλλεύτηκαν.
Το συμφέρον τυφλώνει τον άνθρωπο σε βαθμό να σκοτώνει μια κι
έξω... ή με αργό τρόπο’’. Χαμένη σε λαβύρινθο ήμουν. Με τον
καιρό πληροφορήθηκα -‘‘μέσες-άκρες’’-, έμαθα από ‘‘πελάτες’’
και συναδέρφισσες.
Μας αφήνουν να βγαίνουμε. Δεν τολμούμε να κάνουμε κάτι που θα
θέλαμε. Αγοράζουμε τ’ απαραίτητα... Είμαστε ακόμα χρήσιμες!
Μ’ αρέσει ο ίλιγγος, το άλμα στο χάος! Ανέβηκα στη στέγη
της πολυκατοικίας...
There is a solution to
each one problem...
αλήθεια!’’
Γεωργιανή
Θεσσαλονίκη -
Αθήνα 2006
‘‘Παγιδεύτηκα! ‘‘Εκμεταλλεύσιμη ύλη’’... μ’ αποκάλεσε ο
έμπορας! Θέλω να το ‘‘σκάσω’’. Πού να κρυφτώ;
Τ’ αποφάσισα
και τό ‘σκασα! Είναι σούρωπο. Περπατάω... Κλαίω... Τα μάτια
μου στέρεψαν... Σκέφτομαι το τραίνο... Ονειρεύομαι την
επιστροφή.
‘‘Papa...
έρχομαι!..’’
Στο δελτίο ειδήσεων στο ραδιόφωνο ανήγγειλαν: ‘Άγνωστη,
βρέθηκε νεκρή στις γραμμές τραίνου, στην περιοχή... Αθηνών!’’
Παλαιστίνιος
πρόσφυγας, Αθήνα 2007
‘‘Πώς είναι
νά ‘σαι ξένος;’’ αναρωτιόμουν. Τώρα ξέρω κι ακόμη, πως όσοι
οι ξένοι, τόσες και οι ιστορίες τους. Δεν ήθελα να είμαι
πρόσφυγας ή λαθρομετανάστης και θά ‘θελα τους ξένους πίσω,
στον τόπο τους.
Αν δεν έχεις ζήσει σαν πρόσφυγας ή λαθρομετανάστης, δεν
ξέρεις τι σημαίνει να είσαι το ένα ή τ’ άλλο, κι επομένως δε
μπορείς ν’ αποδώσεις το νόημα της ζωής τους!’’
Αφγανός
λαθρομετανάστης, Σύδνεϋ 2008
‘‘Μπορώ να
επικοινωνήσω με κάποιον, να μπορεί να με βοηθήσει να
δραπετεύσω από το Αφγανιστάν;’’ ρώτησε ο
M.H.,
Αφγανός, τον
Glend...,
Αυστραλό δημοσιογράφο.
Ο
M.H.
για ν’ αποφύγει τη σύλληψή του στο Αφγανιστάν, είχε καταφύγει
στους Αντίποδες... όπου συνελήφθη και οδηγήθηκε στο
Νουρού,
σύμφωνα με το πρόγραμμα ‘‘Pacific
Solutions’’.
Το αίτημά του γι’ ασυλία απορρίφθηκε κι αναγκάστηκε να
επιστρέψει στο Αφγανιστάν, όπου συνελήφθη από τους
Taliban,
και ενώπιον συγγενών και συγκατοίκων, ρίχτηκε σε πηγάδι και
αποκεφαλίστηκε με χειροβομβίδα!
Η
έκκληση ν’ αποφεύγονται παρόμοια κρίματα, κατέφθασε εκ των
υστέρων, όταν ο
Glend...,
που τον Ιανουάριο 2008 βρισκόταν στην Καμπούλ για το γύρισμα
του ντοκυμαντέρ ‘‘A
Well–Founded
Fear’’,
πληροφορήθηκε για το εξοντωτικό κυνήγι του
M.
H.
από τους
Taliban!..
Τέλος