ΤΙΜΕ ΙΝ ΑΤΗΕΝS            

       

 

 

Πρόσφυγες - Λαθρομετανάστες

Ημερολόγια απαξίωσης 

(Οι ιστορίες, οι  χρονολογίες και οι περιοχές είναι φανταστικές, πλην της τελευταίας (Afganistan - Talibans) που βασίστηκε σε άρθρο της Sydney Morning Herald)

Πιπίνα  Δ. Ιωσηφίδου-Elles

 

Μικρασιάτισσα πρόσφυγα του 1922, από το Αμόριο

Αγιάννης  1974

‘Πρόσφυγας;  Είσαι φθηνότερος από ζωντανό. Κρατείσαι ‘‘όμηρος’’, βιάζεσαι ηθικά, διασύρεσαι χωρίς τύψεις και επαναστατείς. Αποζητάς τη  λύση που δεν έρχεται και η απορία της σε σπρώχνει σε θανατηφόρα απόγνωση.  Πεθαίνεις με τρόπο, οπού δεν μαρτυρείται το έγκλημα της αδιαφορίας! Διαπιστώνεις την έλλειψη ελέους και δεν χρειάζεσαι δεύτερη γνώμη, γιατί το βιώνεις.  Παγιδευμένος μεταξύ αγνώστων, αναρωτιέσαι τι επιτέλους είσαι: θεατής, ηθοποιός ή ο υπεύθυνος που υπέγραψε την καταδίκη του με την παρουσία του! ‘‘Ποιος νομίζεις ότι είσαι κι αντιδράς;’’ ρωτούν τα μάτια τους με περιφρόνηση. Νιώθεις πως σε συχαίνονται σα σεσημασμένο τρωκτικό που καραδοκούν να το ‘‘τσακώσουν’’ στη φάκα. Όμως είσαι ήδη ‘‘ένα τρωκτικό  στη φάκα τους’’! 

            Αχ, παιδί μου! Είσαι ξενιτεμένη και δε θά ‘πρεπε να μιλώ έτσι. Όμως, είθε να μας είχαν ξεμπαρκάρει σ’ άλλη θάλασσα,  στον Ειρηνικό ίσως, έστω και στερημένοι από τους δικούς μας,  όπως εσύ!’’ 

Μικρασιάτης πρόσφυγας του 1922, από το Αμόριο

Πάφρα 1981

‘‘Περάσαμε από ‘‘Ιερά Εξέταση!’’  ‘‘Πού μεγάλωσα;’’  ‘‘από πού βαστάει η σκούφια μου’’, αν μπορώ να παρουσιάσω τα ‘‘πνιγμένα’’ χαρτιά μου που έχασα  σκαρφαλώνοντας καράβι, για να γλυτώσω από την πύρινη λαίλαπα που σάρωσε τη γη μου και σκόρπισε τη φάρα μου! Ελληνοχριστιανός είμαι! Έχει σημασία ποιος ήμουν; Έρχομαι από τον Πόντο, την Καππαδοκία, το Αϊβαλί, τη Σμύρνη, το Αναμούρ. Παράνομοι, με ξερρίζωσαν παράνομα!’’

            Τώρα τι είμαι, πες! Μονόδρομος η ζωή μου!  Παρουσία - απούσα είμαι, παράνομος σε νόμιμη γη, που αγνοεί μεγαλόφωνα τις ανάγκες μου, γιατί της ‘‘φορτώθηκα’’. Φέρω όνομα, αλλά δεν είσαι βέβαιος αν είναι δικό μου. Το διαβάζω στα μάτια σου και των άλλων όταν ρωτούν.  Απορώ που οι βάρβαροι δεν μού ‘κοψαν τα πόδια, για να μη μπορώ να στέκομαι όρθιος, παρά να σέρνομαι σαν σκουλήκι –βάϊ, βάϊ!- μέχρι να με λυώσει το σκληρό πετσί του παπουτσιού τους. ‘‘Νά ‘μαι!  Αυτό που βλέπεις, είμαι: ένα σκουλήκι, ένα τρωκτικό, που φοβάσαι μήπως ροκανίσω τη γη σου και σου στερήσω τα καλούδια της. Δεν έχω αξία, ούτε σημασία.  Κι αν πεθάνω, περισσεύει κι ο σταυρός!’’
 

 Πόντιος πρόσφυγας από την Τραπεζούντα

Θεσσαλονίκη 1981

‘‘Έφτασα ως εδώ χωρίς νερό, φαγί, ζωή, ψυχή. Έδωσε ο Θεός κι άντεξα τόση δυστυχία, για να γνωρίσω μια άλλη χειρότερη, στη γη που με  ‘‘υποδέχτηκε’’, που με σκοτώνει. Τι να περιμένω από τον απέναντι, όταν ο ίδιος ο Θεός, δε με λυπάται;’’ 

Γέροντας πρόσφυγας του 1922

Θεσσαλονίκη 1999

‘‘Ελληνοχριστιανοί πρόσφυγες, ΄Ιωνες, όπως  εκείνοι που κατοίκησαν την ελληνική χερσόνησο, αιώνες! Καταφθάνουν, ψάχνονται, κατευθύνονται στην ερημιά, σε προχειροφτιαγμένες καλύβες, σε αντίσκηνα, για να κρουσταλλιάσουν αγκαλιάζοντας τον πάγο διπλού χειμώνα!

            Εκτοπίζονται στα βραχώδη, άκαρπα μέρη της ‘‘εύφορης Μακεδονίας’’, για να σκάψουν με τα νύχια τους, να φυτέψουν την ψυχή τους, να δρέψουν τους πόνους της!

            Αντιμετωπίζουν νέα γενοκτονία στην Μητρόπολη! Πολλοί δεν προλάβανε τα σαρανταπέντε τους! Όσοι επέζησαν -έστω απάνθρωπα- ήταν από ‘‘θαύμα!’’ Μάρτυρες: η Τούμπα, η Καλαμαριά...           

Γέροντας πρόσφυγας του 1922

Καλαμαριά Θεσσαλονίκης 2001

 ‘‘Πρόσφυγες είμασταν!  Γέρασα, μα δεν ξέχασα.  Μπορούσα;  Το 1922 ήμουν εννέα χρονών! Mεγάλωσα τη μέρα που η Σμύρνη πυρπολήθηκε για να σβηστούν τ’ αχνάρια των κυνηγημένων Ελληνοχριστιανών!  Δεν ξέρω πώς βρέθηκα ολομόναχος, σε καράβι!  Την οικογένειά μου, την είχε καταπιεί δίνη φλόγας και καπνού.  Υπεροψία, πάθος, μανία οδηγούσε τους δημίους μας που βίαζαν, έπνιγαν, έσφαζαν! Το σύνθημα: ‘‘Η Τουρκία για τους Τούρκους’’ υπήρξε καταλυτικό! Ασκώντας τον κεμαλικό νόμο και καταργώντας συνθήκες και συμφωνίες οι Τούρκοι, εφάρμοσαν μία αυθαίρετη πολιτική, που την περίοδο 1917 – 1922, τους διευκόλυνε να επιδοθούν σε σκληρούς διωγμούς που οδήγησαν στη γενοκτονία των Ελλήνων.

            Δεν ξεχνάς.  Οι μνήμες χαράζονται με την σμίλη του αναπάντεχα οδυνηρού.  Σε ‘‘μαρκάρουν’’ εφ’ όρου ζωής, παρόμοια με τα ζωντανά, μόνο που σ’ αυτά διακρίνεται η πύρινη σφραγίδα τ’ αφεντικού τους.                       

            Όταν αξιώθηκα να προσκυνήσω τα χώματα της μητρόπολης του Γένους, νέα συμφορά με περίμενε: η Ελλάδα δεν ήταν γη υποδοχής προσφύγων, όπως ονειρευόμουν. Γνωρίζω τον πολιτισμό του Γένους μας!  Όμως  δεν διατίθετο η ελάχιστη συμπόνοια από οποιαδήποτε κατεύθυνση: πολιτεία ή συμπολίτες. Το Έθνος που είχε μαρτυρήσει για περισσότερα από τετρακόσια χρόνια, αδυνατούσε να συμπονέσει τα κατατρεγμένα παιδιά του, να κατανοήσει το ξερρίζωμά του Μικρασιάτη, του Πόντιου.  Θα προτιμούσε να είχαμε ταφεί στην Ανατόλια, από να του προκαλούμε πονοκεφάλους με την ανεπιθύμητη παρουσία μας! Οι Ελλαδίτες στερούνταν αποθεμάτων γενναιοδωρίας έναντι του κύματος των κατασπαραγμένων, κι ας είχαν συμπράξει στον κατατρεγμό τους!

            Το ξερρίζωμα μοιάζει  με πήδημα στο κενό. Δεν ξέρεις αν ζήσεις, πού θα βρεθείς, πώς θ’ αντιμετωπιστείς. Σ’ εκμηδενίζει η συμπεριφορά απαξίωσης. Πρόσφυγας σημαίνει ανεπιθύμητος. Εκλαμβάνεσαι ως ληστής που στοχεύεις ν’ αρπάξεις τη μπουκιά από το στόμα των εντοπίων. Πιάνεις για στρώμα τον πάγο και η γάγγραινα σε μακελλεύει.  Αν έχεις τύχη, χάνεις μόνο τα άκρα σου.            

Ιρακινός λαθρομετανάστης

Αθήνα 2004

‘‘Πού να χωρέσουν τόσοι άνθρωποι; Άλλοτε στην καλύβα του αγαθού χωρούσαν πολλοί. Σήμερα πληθώρα τελειωμένων ψυχών στιβάζονται στου σωματέμπορα!

            ‘‘Πόλεμος-φωτιά-θάνατος’’ ίσον τρίπτυχο εξόντωσης.  Ο Uncle-Sam δε θα ήθελε να χαθεί ούτ’ ένας Αμερικάνος! Παραποίηση της αλήθειας αυτό! Αμερικάνοι (συνήθως χαμηλής εκπαίδευσης) και αλλοδαποί  μισθοφόροι, αποστέλλονται ως μέλλοθάνατοι, για να εκπληρώσουν ‘‘το καθήκον τους’’ έναντι του Uncle Sam!  

            Φταίνε τα όνειρα! Ξέρετε... όλοι ονειρεύονται. Οι ηλικιωμένοι την επιμήκυνση της ζωής τους, οι νέοι να ζήσουν -συχνά μ’ έναν εξοντωτικό τρόπο! Άλλοι ονειρεύονται την απόλυτη ευτυχία που προσφέρεται με σταγονόμετρο!

            Φταίει η ειμαρμένη. Τα σκαρώνει έτσι, ώστε να ελπίζει ο άνθρωπος πως κάποτε θα την κατακτήσει και θα τον ταξιδέψει στον κήπο της Εδέμ, όπου το μάνα των προφητών καλύπτει έντεχνα σημεία εστιάσεως και το νέκταρ  των αρχαιοελλήνων  θεών, ρέει  ασύστολα!’’ 

Βουλγάρα λαθρομετανάστρια

Γιάννινα 2004

‘‘Ταξίδι χωρίς επιστροφή είναι το δράμα του κυνηγημένου από το άδικο, την καταπίεση, τη δυστυχία. Παλεύεις απεγνωσμένα ν’ αποδεσμευτείς αλλά πέφτεις σε τέλμα, κολλάς εκεί που δε θέλεις ούτε σε θέλουν, παρά μονάχα επειδή σε χρησιμοποιούν!

            Χαρά θεού, κυριαρχεί ωστόσο είδος καταχνιάς, μια σιωπή που αδυσώπητη σε κλειδώνει στ’ άδυτά της κι εσύ εκείνη στα δικά σου. Προωθείσαι ήδη στην τρέλα!

            Πριν από τον αλλότριο κόσμο που σου έχει επιβληθεί, υπήρχε ο αγνός, άφοβος, γεμάτος εμπιστοσύνη κόσμος σου, που τον χαρακτήριζαν στοιχεία, ανθρώπινα: η χαρά, το γέλιο, ένα χάδι στοργής, ένα φιλί στα δακρυσμένα μάτια για να σου τα στεγνώσει.

            Πώς ν’ αφανιστούν τα στοιχειά του τώρα, να βρεθεί ένα χαρούμενο τραίνο, να σ’ απαγάγει, να σε ταξιδέψει στα παιδικάτα, τότε που τα σύννεφα, ελαφριά, τα διέλυε ένας τρυφερός λόγος, ένα απαλό χάδι, ένα φιλί; Πάει!..  Δεν προσδοκάς τίποτα κι εκεί πίσω!’’

            ‘‘Όλοι με ξέγραψαν! Είναι που δεν βλεπόμασταν... μεγαλώναμε χώρια...  Μη φεύγεις μαμά,  περίμενέ με, έρχομαι!’’ 

Αφρικανοί λαθρομετανάστες,  2004

Αφρικανοί λαθρομετανάστες, έψαχναν για λύσεις! Η World Bank, είχε πετύχει να απομυζήσει με τρόπους ‘‘θεμιτούς’’, κάθε ανθρώπινο στοιχείο από τη ζωή τους.  Το τραγικό ξερρίζωμά τους κόστιζε κάποτε, an arm and a leg

            Είχαν πληρώσει  κάποιους για να τους μεταφέρουν από τη γείτονα Τουρκία μέσω της Αιγαιοπελαγίτικης λεκάνης, στη ‘‘Γη της Επαγγελίας:  Ευρώπη’’, που μόνο τέτοια δεν είναι, καθώς  συχνά αδυνατεί να προσφέρει τα  στοιχειώδη.

            Βρέθηκαν παρ’ ελπίδα στην ελληνική παγωμένη θάλασσα, από όπου Έλληνες ψαράδες τους είχαν ‘‘ψαρέψει’’ μισοπνιγμένους. Άλλους, σε διαφορετικές περιπτώσεις, τους είχε περιμαζέψει το ελληνικό λιμενικό σώμα. Πολλοί πνίγονται, οι επιζώντες όμως περνούν στην  Ελλάδα, που πέρα από τη στοιχειώδη φιλοξενία, αδυνατεί να τους ανοίξει τις πόρτες ‘‘της Παραδείσου’’, που συχνά κρατούνται κλειστές και στους πολίτες της!.. 

Αφρικανός λαθρομετανάστης

Αλεξανδρούπολη 2006

Ο Αφρικανός κύτταζε τον γιατρό με μάτια πελώρια από πόνο και σαστιμάρα.  ‘‘Θα ζήσεις... Θ’ αντιμετωπίσεις τη ζωή μ’ ένα πόδι! Λυπάμαι... δεν μπορέσαμε να το σώσουμε.  Τα κρυοπαγήματα είχαν εξελιχθεί σε γάγγραινα...’’

            Κουρασμένος ο γιατρός, σιωπά.  Είχε δει πολλά την τελευταία δεκαετία. Παλλικάρια διαφορετικών εθνικοτήτων, μαραζωμένα σα γεροντάκια, ταπεινωμένα εξαιτίας της αγνωσίας άλλης γλώσσας –μερικοί μιλούσαν ελάχιστα αγγλικά- είχαν παρελάσει στον τόπο, δίπλα σε γυναικόπαιδα με παρόμοια μοίρα.

            Ο Αφρικανός του φίλησε τα χέρια.  Είχε παλαίψει με τον χάρο εβδομάδες. Η ιστορία του ήταν συνηθισμένη: πρωτότοκος που είχε αφήσει τον τόπο του για να βοηθήσει τη χήρα μάνα και τα μικρότερα αδέρφια του.  Είχε ξεκινήσει με άλλους από την Ουάν και μέσω Ιράν και Τουρκίας, είχε φτάσει στην Ελλάδα.  Τούρκοι ήταν οι ‘‘ευεργέτες’’ οδηγοί τους και οι αστυνομικοί που τους είχαν κυνηγήσει όταν κρύβονταν στα χαλάσματα ακατοίκητων περιοχών των πολιτειών τους.

            Περίμεναν την επόμενη κίνηση, γράφοντας στίχους νοσταλγίας στους μουχλιασμένους τοίχους, πανάκεια της ψυχής, ελλείψει ζεστασιάς και τροφής. Κάποτε, βγήκαν στη θάλασσα. Μην αντέχοντας άλλο την κακουχία, ζήτησαν από τους ‘‘ευεργέτες’’ τους να ξεμπαρκάρουν στη στεριά. Αποβιβάστηκαν στην Ανατολική Θράκη! Είχε χειμωνιάσει.  Χιόνιζε. Η γη είχε αρχίσει να παγώνει κι από κοντά τα πόδια τους.  Περπατώντας ‘‘είκοσι ημέρες’’ θεονήστικοι -έτρωγαν ελάχιστα χόρτα που ανακάλυπταν κάτω από το λυωμένο χιόνι- και μ’ ό,τι νερό εύρισκαν, έφτασαν στην Ελληνική Θράκη. Κάποιοι σύντροφοι, απαυδισμένοι από την ταλαιπωρία, είχαν ‘‘αποδημήσει’’ στην ‘‘αντίπερα όχθη’’, μ’ ευχαρίστηση.  Αυτός ανήκε στους ‘‘τυχερούς’’.  Μπαίνοντας στην Κομοτινή, κατέρρευσε... Τον μετέφεραν στο νοσοκομείο της Αλεξανδρούπολης.  

            Ο λαθρομετανάστης δάκρυζε... Δεν ήταν ο πόνος του χαμένου ποδιού, παρά η μνήμη της μάνας όταν τον παρακαλούσε να μην φύγει.   Όμως κι εκεί ήταν ‘‘ξένος’’.  Δεν είχε δουλειά, αξιοπρέπεια ή ένα κομμάτι γης. Τα πλούτη της πατρίδας του τα εκμεταλλεύονταν λευκοί, με τις ευλογίες των κυβερνήσεών τους, που αδιάντροπα ρουφούσαν μεράδι από το αίμα των αδερφών τους.  Τα ‘‘εν αφθονία’’ αγαθά της Αφρικής, δεν τα απολαμβάνουν οι δικαιούχοι! Ποιος ηγέτης θα μπορούσε άραγε  ν’ αλλάξει τη μοίρα τους;           

Ουκρανή λαθρομετανάστρια

Θεσσαλονίκη 2006

‘‘Άφησα την πατρίδα μου... Πίστεψα πως μου δινόταν ευκαιρεία ζωής. Ήρθα εδώ για να κλειστώ σε ‘‘Σπίτι Τρόμου’’! Θέλω να δραπετεύσω. Μα πού να πάω; Πίσω; Αδύνατον! Αλλού; Δε μιλώ ελληνικά  και τα λιγοστά  αγγλικά μου, μόλις βοηθούν. Αν ‘‘τό ’σκαγα’’, με κυνηγούσαν τ’ ‘‘αφεντικά’’ και μ’ εύρισκαν, θα μου επέβαλαν ‘‘ποινές, αρμόδιες για ‘‘αχάριστη’’.  Τους ανήκω χωρίς τη συγκατάθεσή μου!

            Μια τέτοια κατάσταση ξενιτεύει στην άβυσσο. Δεν ξέρεις ποια είσαι, τι είσαι: ζωντανή ή πεθαμένη... αν και δεν κάνει διαφορά.  Δεν ξέρεις τη μέρα, τον μήνα, τον χρόνο...  Ζεις  γιατί αναπνέεις, κι όχι γιατί είσαι ψυχή.  Δεν ανησυχώ μήπως με ‘‘καθαρίσουν’’, όταν δε θα με χρειάζονται πια.  Δεν υπάρχω στους καταλόγους του ελληνικού προξενείου, όπως κι άλλες ομοιοπαθείς.  Τα νόμιμα διαβατήριά μας ‘‘φυλάγονται από τους ευεργέτες’’ μας!

            Πώς κατέληξα εδώ;  Είχα επισκεφτεί γραφείο εύρεσης εργασίας, κατόπιν αγγελίας: ζητούσαν γυναίκες. Οι ‘φιόγγοι’ περίμεναν. Καλοστημένο κόλπο! Παρέδωσα το διαβατήριό μου, πλήρωσα τα ναύλα μου και κάποια στιγμή αποχαιρέτησα την οικογένειά μου, με την υπόσχεση να επιστρέψω μόλις κάνω λίγα χρήματα.

            Στο ραντεβού μας, ένιωσα πως το ύφος των ευεργετών μου  είχε σκληρύνει, όμως δεν τολμούσα να το παραδεχτώ.  Μου ανήγγειλαν ότι προσωρινά θα επιβιβαζόμουν στο βαν που είχαν παρκάρει στον δρόμο.  Άφοβοι κι αδίστακτοι, έπειθαν. Ποιος θα πίστευε ότι ενεργούσαν  παράνομα; Οικειοθελώς μπήκα στο βαν.  Από το φως στο σκοτάδι... Ήταν γεμάτο ‘‘τυχερές’’ σαν την αφεντιά μου! Επικοινώνησα μαζί τους χαμηλόφωνα.  Προέρχονταν από την πρώην σοβιετική επικράτεια, όπως εγώ. Τα μάτια μας -αναμμένα κάρβουνα- τα έκαιγε η ελπίδα της υπόσχεσης των ‘‘πρακτόρων’’.  Στην πορεία αποδείχτηκε ότι είχαμε απαχθεί με τις ‘‘ευλογίες μας’’!

            Ύστερα από ταξίδι ωρών φτάσαμε -νύχτα-, άγνωστο πού. Οδηγηθήκαμε κάπου... Μας πέταξαν σε βρώμικο διαμέρισμα-δωμάτιο.  Είμασταν εφτά -τυχερός αριθμός, λένε οι Έλληνες! Ύστερα, μας μετέφεραν αλλού.  Μου έδωσαν ένα μικρό δωμάτιο, με βίασαν απανωτά, με χτύπησαν, μ’ εκμεταλλεύτηκαν.

            Το συμφέρον τυφλώνει τον άνθρωπο σε βαθμό να σκοτώνει μια κι έξω... ή με αργό τρόπο’’.  Χαμένη σε λαβύρινθο ήμουν.  Με τον καιρό πληροφορήθηκα -‘‘μέσες-άκρες’’-, έμαθα από ‘‘πελάτες’’ και συναδέρφισσες.  

            Μας αφήνουν να βγαίνουμε. Δεν τολμούμε να κάνουμε κάτι που θα θέλαμε. Αγοράζουμε τ’ απαραίτητα...  Είμαστε ακόμα χρήσιμες!

            Μ’ αρέσει ο ίλιγγος, το άλμα στο χάος! Ανέβηκα στη στέγη της πολυκατοικίας... There is a solution to each one problem... αλήθεια!’’           

Γεωργιανή 

Θεσσαλονίκη - Αθήνα 2006

 ‘‘Παγιδεύτηκα! ‘‘Εκμεταλλεύσιμη ύλη’’... μ’ αποκάλεσε ο έμπορας! Θέλω να το ‘‘σκάσω’’.   Πού να κρυφτώ;   

Τ’ αποφάσισα και τό ‘σκασα! Είναι σούρωπο.  Περπατάω... Κλαίω... Τα μάτια μου στέρεψαν... Σκέφτομαι το τραίνο... Ονειρεύομαι την επιστροφή.  

‘‘Papa... έρχομαι!..’’            

            Στο δελτίο ειδήσεων στο ραδιόφωνο ανήγγειλαν:  ‘Άγνωστη, βρέθηκε νεκρή στις γραμμές τραίνου, στην περιοχή...  Αθηνών!’’  

Παλαιστίνιος πρόσφυγας, Αθήνα 2007

‘‘Πώς είναι νά ‘σαι ξένος;’’ αναρωτιόμουν.  Τώρα ξέρω κι ακόμη, πως όσοι οι ξένοι, τόσες και οι ιστορίες τους. Δεν ήθελα να είμαι πρόσφυγας ή λαθρομετανάστης και θά ‘θελα τους ξένους πίσω, στον τόπο τους.

            Αν δεν έχεις ζήσει σαν πρόσφυγας ή λαθρομετανάστης,  δεν ξέρεις τι σημαίνει να είσαι το ένα ή τ’ άλλο, κι επομένως δε μπορείς ν’ αποδώσεις το νόημα της ζωής τους!’’  

Αφγανός λαθρομετανάστης, Σύδνεϋ 2008

‘‘Μπορώ να επικοινωνήσω με κάποιον, να μπορεί να με βοηθήσει να δραπετεύσω από το Αφγανιστάν;’’ ρώτησε ο M.H., Αφγανός, τον  Glend..., Αυστραλό δημοσιογράφο.

            Ο M.H. για ν’ αποφύγει τη σύλληψή του στο Αφγανιστάν, είχε καταφύγει στους Αντίποδες... όπου συνελήφθη και οδηγήθηκε στο Νουρού, σύμφωνα με το πρόγραμμα ‘‘Pacific Solutions’’.              Το αίτημά του γι’ ασυλία απορρίφθηκε κι αναγκάστηκε να επιστρέψει στο Αφγανιστάν, όπου συνελήφθη από τους Taliban, και  ενώπιον συγγενών και συγκατοίκων, ρίχτηκε σε πηγάδι και αποκεφαλίστηκε με χειροβομβίδα!

            Η έκκληση ν’ αποφεύγονται παρόμοια κρίματα, κατέφθασε εκ των υστέρων, όταν ο Glend..., που τον Ιανουάριο 2008  βρισκόταν στην Καμπούλ για το γύρισμα  του ντοκυμαντέρ ‘‘A WellFounded Fear’’, πληροφορήθηκε για το εξοντωτικό κυνήγι του M. H. από τους  Taliban!..        

 

Τέλος


 



 


 

Στον Αι-Γιάννη Λευκάδα, καλοκαίρι 1965

 

Απόσπασμα από τη Βιογραφία μου

 

Νά ‘μαι λοιπόν στους Τσουκαλάδες Λευκάδας, με την αγαπημένη φίλη-συμφοιτήτρια, Σοφία Β....ού.

Νέες, γεμάτες με την εμπιστοσύνη που εμπνέει το νεαρό της ηλικίας μας, γεμάτες πόθους και όνειρα για το αύριο, φορτισμένες με καταπληκτική ενέργεια και με μια δύναμη θεϊκιά να τανύζει την ύπαρξή μας...  

Κι ήταν ένα πρωινό -εκείνο το συγκεκριμένο, το αθάνατο στη μνήμη μου- και ήμασταν έτοιμες για ένα μπάνιο εκεί κοντά –τρόπος του λέγειν-, στον Αη-Γιάννη...  Ξεκινάμε στα γρήγορα, έτσι απλά, χωρίς προετοιμασίες, με ένα πρόχειρο φόρεμα πάνω από το μαγιό και μια πετσέτα στον ώμο... με ένα μπουκάλι νερό…  Ένα τέτοιο υπέροχο πρωινό, μόνο φτερά δε φυτρώνουν στα πόδια μας!

Δε θα μιλήσω για τη φυσική ομορφιά του νησιού.  Ομορφιά είναι ολάκερη η Λευκάδα, όλα τα Επτάνησα...  Ομορφιά όμως είναι και το να ανακαλύπτεις γωνιές που σε ταξιδεύουν πέρα από την πραγματικότητα, πραγματικότητες οι ίδιες.  Και θα καταλάβετε τι εννοώ...  

Δροσερές ακόμη από το μπάνιο μας, αποφασίζουμε να αποδείξουμε άλλη μια φορά... από τι ίνα είμαστε φτιαγμένες.  Εκείνη τη χρονιά, ένα τσουχτερό, χειμωνιάτικο πρωϊνό,   μία μεγάλη συντροφιά  φοιτητών με ηγήτορα τον γυμναστή μας, κ. Τσιάντα, εύκολα είχαμε αναρριχηθεί και στη συνέχεια είχαμε πορευτεί στο χιονισμένο οροπέδιο του χιονοδρομικού καταφύγιου στο όρος Μιτσικέλι.  Τις ώρες ούτε που τις λογαριάσαμε.  Επομένως ετούτο το σκαρφάλωμα ως την κορυφή που δέσποζε πάνω από την  θάλασσα του Αη-Γιάννη, στα δεξιά,  ήταν  σίγουρα μια καλοκαιρινή βολτίτσα!

Ανεβαίνοντας γρήγορα τις πολλαπλές πεζούλες αμπελιών,  απέναντι από την ακροθαλασσιά και αργότερα βατό μονοπάτι πάντα στα δεξιά, φτάσαμε στην κορυφή, κοντά στον ολόγυμνο, θαρραλέο βράχο που υψωνόταν αγέρωχος, γοητευτικός, σε εκείνη την απομονωμένη, παρθένα φύση.   Ορθωνόταν  βασιλικός,  στεμμένος  τον ουρανό, με την κυρά-θάλασσα, τη μάγισσα γυναίκα του ανέμου, να γλύφει δουλικά και πάντα ύπουλα και υποκριτικά, τις ρίζες του.  Έτσι τον είχα νιώσει παρατηρώντας για πρώτη φορά τις γεμάτες γλίνα βάσεις του δίπλα στην ξανθιά αμμουδιά, και ύστερα εισδύοντας άφοβα η Σοφία και η αφεντιά μου, στη μεγάλη σπηλιά του, μια τεράστια ανοιχτή πληγή, σιωπηλή μαρτυρία ενοχής της υγρής κυρίας.   Όμως ετούτη τη στιγμή,  εδώ πάνω, δίπλα του, το σκηνικό είχε κυριολεκτικά αλλάξει:  ήμασταν εκτεθειμένες στα στοιχειά της φύσης... όμοια με εκείνον.

Το φως του καλοκαιρινού ήλιου που εκτελούσε την πορεία του στα μεσούρανα, θάμπωνε   ματιά και  Νου!

Απομακρύνθηκα από  τη φίλη μου, που κοιτάζοντας αριστερά... έψαχνε θαρρείς σημάδια στον απόμακρο, ατέλειωτο ορίζοντα. Βαδίζοντας σε ψηλότερο επίπεδο, κάποια στιγμή δεν την έβλεπα.   Ξαφνικά ένιωσα μια ανεξήγητη χαρά: μου άρεσε που είχα σταθεί έτσι μόνη, χωρίς άνθρωπο δίπλα μου. Λες και είχε συμβεί για να αισθανθώ την αμφίδρομη επίδραση: της φύσης επάνω μου και τη δική μου σ’ αυτήν...  Πίστεψα πως ήμουν ολομόναχη  με τις αισθήσεις μου και την αλλοπαρμένη φύση κι άπλωσα τα χέρια μου μπροστά, σα να ήθελα να ισορροπήσω τη λογική μου σ΄εκείνες τις αντιφάσεις της.   Σαν για να δώσω, σα να ήθελα να πάρω... Ήταν, σαν να το ποθούσα πάντα να σταθώ εκεί, έτσι αιωρούμενη ανάμεσα στον ουρανό και στον αγέρωχο βράχο. Κύτταξα μπροστά μου, ως εκεί που έφτανε η δύναμη του ματιού. Ακαθόριστος από την γοητευτική ομίχλη ο ορίζοντας, χανόταν ασύνορος, πάντα αγκαλιασμένος την υδάτινη μάζα.  Ένιωθα την καρδιά μου φορτισμένη με ανεξήγητο πόθο, συναίσθημα που δεν εκφραζόταν με το Λόγο.  Κοίταζα μαγνητισμένη την Άγια Φύση με κομμένη την ανάσα από τ’ αγέρι, που ανασκάλευε χωρίς δύναμη ή πάθος, έτσι ειρηνικά αλλά βαθιά μέσα μου τα σωθικά μου και φύτευε τη λατρεία για το λάγνο τοπίο.   Α, Άγγελέ μας! πώς αλλιώς θα γενιόσουν γητευτής της ποίησης αν δεν είχες νιώσει συναισθήματα τέτοιου είδους στην Λευκάδα σου, δίπλα στην λάγνα θάλασσά της! 

 

Η αμειβή ήταν μεγαλύτερη απ’ ότι είχα φανταστεί.  Είχα απορροφηθεί από το θαύμα που ζούσα, παρατηρούσα έκθαμβη τον κόσμο της φύσης, που απέραντη και παντοδύναμη κρατούσε στην αγκαλιά της εμένα, αδύνατη και αφελή μπροστά στα μυστικά της, παρουσία.  Ήμουν ανίκανη να συλλάβω με τις αισθήσεις  ή με το Νου το μέγεθος του μεγαλείου που επικρατούσε ολόγυρά μου.  Πονούσα ξαφνικά.  Ήταν η ελάχιστη ή μέγιστη, ασύλληπτη παρουσία του θείου, που προκαλούσε  ένα ανείπωτο πόνο μέσα μου: α! δε θα μπορούσα ποτέ να εκφράσω με λέξεις ή με χρώματα, αυτό που ζούσα!..

Σαν σε αποκάλυψη, ένιωσα την οχλαγωγή του ανέμου να μου μηνύει σφυρίζοντας προκλητικά, προειδοποιητικά, απειλητικά:  μα, πώς τολμούσα; ήμουν θνητή... ήμουν χώμα... νερό, λάσπη... ήμουν κόκκος άμμου... κι εκείνα –αθάνατα στοιχειά- ήταν εκεί αιώνια, πανίσχυρη πολλαπλή παρουσία, ασύλληπτη στην ουσία της. Περιβάλλοντάς με, με έδερνε ή με φιλούσε, παίζοντας με τα συναισθήματα του φόβου ή του πόνου, της υποταγής ή της αντίδρασης προς τα στοιχειά του... Μα... ο αήττητος άνεμος ήταν παντρεμένος με το προκλητικότερο θήλυ: την αεικίνητη μάγισσα-θάλασσα!  Τι άραγε περίμενα μέσα από την θνητή αδυναμία μου;  Στεκόμουν μουδιασμένη θαρρείς, από ένα πρωτόγνωρο δέος: ήμουν μάρτυρας μιας απύθμενης πραγματικότητας: της θεϊκής παντοδυναμίας.

Η αχλή διαλύθηκε ξαφνικά, και ο άνεμος που είχε ξεσπάσει επάνω μου, είχε σωφρονιστεί και είχε αποσυρθεί, και την είδα ξανά την κυρά-θάλασσα, όπως ποτέ άλλοτε ανανεωμένη, θαμπωμένη στο φως του ήλιου, να αστράφτει στην ολόγυμνη αλήθεια, έτσι, σε εκείνη την απόλυτη ησυχία... σε εκείνη την ατόφια ερημιά μου... Ήταν σα να ξεκολλούσε από τον ουρανό, ατελείωτη όπου κι αν έστρεφα το βλέμμα.

Υπήρχε άραγε τρόπος επικοινωνίας με τα στοιχειά της φύσης ή ήταν μονόλογος και από τις δύο πλευρές;  Άκουγα τις  σκέψεις μου, λες... και  στ΄αυτιά μου!    

«Παράξενο θήλυ, θάλασσά μου! Καπριτσιόζο εξωτικό, έχεις αναδυθεί, μέσα από τα λιγοστά πέπλα αχλής που υποχωρώντας χάιδευαν ακόμη την όψη σου, ελεύθερη, δυνατή, απεριόριστη από νόμους ή κανόνες... Θάλασσα... αγαπημένη μου, κι ας είσαι κάποτε γεννήτρα μυρίων δεινών! Έτσι όπως με συνεπαίρνει η απεραντοσύνη σου, η αλάθευτη ομορφιά σου, γεννιέται μέσα μου  σφριγηλός ο πόθος να ενωθώ μαζί σου, να συνυπάρξω μέσα σου, μόριο της αλλοπαρμένης σύνθεσής σου, μία στιγμή έστω, μακριά από τα οικεία, τα επίγεια, τα καθημερινά και μικροπρεπή, τα ματαιόδοξα.  Μακριά από τ' αχόρταγα στο σπάραγμα των  φτωχών, τα φθαρτά!” 

Μια βουτιά λαχτάριζα μέσα στο σώμα της , μέσα στη μνήμη της, στα ενδόμυχα της ψυχής της. Τη συνουσία των ψυχών μας αποζητούσα, εις μάτην! 

Ευχήθηκα να μη τελειώσουν εκείνες οι στιγμές όπου είχα εγκλωβιστεί μέσα από τη δική μου ανάγκη και κατά λάθος, όπου ένιωσα ελεύθερη σαν τον αγέρα που επέμενε να τη φιλάει να την αγκαλιάζει, να την αναστατώνει, αιώνιος εραστής της.  Ευχήθηκα να μπορούσα να γινόμουν στοιχειό της ατίθασης αγριάδας, της άφοβης και μαχητικής σαν το αιώνιο κύμα της, που χτύπαγε αλύπητα τις ρίζες του πανύψηλου βράχου που πατούσα, του εκτεθειμένου στην ανελέητη ορμή της, τη μεθοδική υπομονή της να θέλει να  τον καταπιεί στον εναγκαλισμό, ερωμένη-θηρίο αυτή, μια άκαρδη, μια γενναιόδωρη, θήλυ των αντιθέσεων και από καταβολής κόσμου!  

«Ο χρόνος πάει... έγινε χαμένη κουκίδα... ξεχασμένη, κολλημένη ωστόσο στο μυαλό μου, η αλήθεια και η φύση, η αλήθεια και η ανθρώπινη μοίρα, η ξένη προς τη δική σου θάλασσά μου, και η ελευθερία σου, τόσο ανύπαρκτη για μένα, τον άνθρωπο. Με πονάει η αλήθεια της δικής σου απόλυτης λευτεριάς , θυγατέρα της φύσης!  Αληθινά με  πονάει!»  

Κοίταξα ντροπιασμένη γύρω μου, συνεπαρμένη ακόμη από τη δίνη των σκέψεών μου, αναρωτήθηκα αν μ’ άκουσαν, αν μ’ ένιωσαν τα αγαπημένα στοιχειά!  Αν άραγε υπάρχει κάποια άυλη ουσία στην αισιόδοξη ατμόσφαιρα που επικοινωνεί την ανθρώπινη νόηση με κάποια αντίστοιχη δύναμη της φύσης! Πόσο βασανιστικά παραμένουν όλα αυτά! 

Όμως... Ναι! Θα πω τελικά, έστω και από τη μειονεκτική θέση μου, πως η ψυχή μου συμφωνεί με τη δύναμη που διέπει όλα τα υπαρκτά και τα συμβολικά, και ότι οι αξίες μου αντλούνται από την δική της τάξη, και ότι θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου να μη σκλαβωθώ  ποτέ... και από τίποτα ταπεινό και φτηνό, συμβατό με την αδυναμία, εγώ ασυμβίβαστη προκάτοχος ενός προσφυγικού μαραθώνα, μιας αλήθειας που έπαψε να εμφανίζεται ορατά, αλλά ζει και βασιλεύει στα ενδόμυχα των περιθωριοποιημένων ψυχών που δε συμβιβάζονται!  

 

-Έτοιμη;

Ξαφνιασμένη ακούω τη φωνή της φίλης μου -λες και απόμακρη.  Λες και είναι εκεί για  να με φέρει πίσω, στο δικό μας «τώρα»!

-Έτοιμη;   Ναι... ναι... έτοιμη!

Απαντώ αργά, σιγανά -ίσως και να μην ακούγομαι-  και χαιρετώ -νεύοντας  άθελά μου χαιρετισμό με το χέρι- το μεγάλο στοιχειό της κυρά-θάλασσας, λες και δεν πρόκειται για αυτή την ίδια που φιλά ήσυχα  την αμμουδιά του Αι-Γιάννη, αλλά για μια άλλη, άσχετη!  

Ο γυρισμός μας είναι απογοητευτικός.  Επιστρέφουμε στα χαμηλά, στην αμμουδερή και φιλήσυχη ακροθαλασσιά, όπου ο νους παύει να θεωρεί, και απλά ξεκουράζεται.  Καθόμαστε για κανένα τέταρτο, σα να υπάρχει ανάγκη προσγείωσης στα συνηθισμένα... πριν πάρουμε το δρόμο επιστροφής  στο χωριό.   

Το νερό στο μπουκάλι είχε τελειώσει και το άλλο στη βρύση, γλυφό!

Στις δύο μ.μ. μας περιμένουν για το γεύμα… 

 

 

Τέλος

 

 

 

       
Disclaimer
While every effort has been made by ANAGNOSTIS to ensure that the information on this website is up to date and accurate, ANAGNOSTIS  does not give any guarantees, undertakings or warranties in relation to the accuracy completeness and up to date status of the above information.
ANAGNOSTIS will not be liable for any loss or damage suffered by any person arising out of the reliance of any information on this Website

.Disclaimer for content on linked sites
ANAGNOSTIS accepts no responsibility or liability for the content available at the sites linked from this Website.
Το περιοδικό δεν ευθύνεται για το περιεχόμενο άρθρων των συνεργατών.

Anagnostis  P.O.Box 25 Forest Hill 3131 Victoria Australia
 enquiry@anagnostis.info