ΤΙΜΕ ΙΝ ΑΤΗΕΝS            

       

 

 



 

Στο μελέτημα ετούτο εξετάζεται η  αρχή και το κράτος της Μακεδονικής Δυναστείας στην αυτοκρατορία του Βυζαντίου για διακόσια περίπου χρόνια και συγκεκριμένα την περίοδο: 867-1056. Θα αναφερθώ ωστόσο -και εν συντομία- σε ένα πολύ σημαντικό θέμα: πώς  το ανατολικό τμήμα της  ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, εξελίχτηκε και ονομάστηκε Βυζάντιο. 

Η διαίρεση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας διαδραματίζεται προς το τέλος του 3ου αι., επί Διοκλητιανού και αποβλέπει στην καλύτερη διακυβέρνησή της. Προς τον σκοπό αυτόν, ορίζονται  δύο αυτοκράτορες Αύγουστοι (Augusti), που κυβερνούν την αυτοκρατορία από τη Ρώμη και από την Ελλάδα-Θεσσαλονίκη (Γαλέριος) και καθείς από αυτούς έχει έναν συναυτοκράτορα, νεότερο συνάδελφό τους, τους καλούμενους Καίσαρες (Caesares). Αυτό το Τετριαρχικό σύστημα, καταρρέει με την εθελοντική παραίτηση του Διοκλητιανού από το θρόνο.  Η διαίρεση διατηρείται μέχρι τον 4ο αι. και συγκεκριμένα το 324, οπόταν ο Κωνσταντίνος ο Μέγας εξολοθρεύει τον τελευταίο αντίπαλό του και στέφεται ως ο μοναδικός αυτοκράτορας στην Δύση και στην Ανατολή.

Ο Κωνσταντίνος παίρνει δύο πολύ σημαντικές αποφάσεις: 1. αποδέχεται τον Χριστιανισμό που ύστερα από το 312 τον ορίζει ως επιτρεπόμενη θρησκεία και 2. αποφασίζει να ιδρύσει νέα πρωτεύουσα και προς το σκοπό αυτόν εκλέγει το Βυζάντιο, για τη στρατηγική του τοποθεσία, αφενός για το εμπόριο της Δύσης με την Ανατολή και αφετέρου ως βάση ελέγχου των Παραδουναβίων χωρών.  Ο Κωνσταντίνος είχε ήδη δοκιμάσει το Βυζάντιο ως οχυρό, το 324, στον επιτυχή πόλεμο εναντίον του αντιπάλου του στο Ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας: Λικίνιου. 

Έτσι το 330, ιδρύεται η νέα πρωτεύουσα του Κωνσταντίνου: η Νέα Ρώμη, κοντά στο Βυζάντιο το οποίο στην πορεία αφανίζεται.  Στην πορεία η Νέα Ρώμη, μετονομάζεται -από το όνομά του- Κωνσταντινούπολη. 

Το 395, ο αυτοκράτορας  Μέγας Θεοδόσιος χωρίζει την αυτοκρατορία σε δύο ήμισυ και παραδίδει την διακυβέρνησή τους, στους γιους του: Αρκάδιο και Ονόριο.  Ο Αρκάδιος αναλαμβάνει το Ανατολικό τμήμα με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη και ο Ονόριος το Δυτικό με πρωτεύουσά του τη Ραβέννα.  Ο Μ. Θεοδόσιος ήταν ο τελευταίος αυτοκράτορας που είχε υπό τη διακαιοδοσία του ολάκερη την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία όπως αρχικά  ήταν γνωστή. Από τη στιγμή, που η αυτοκρατορία χωρίζεται, η ονομασία του  Ανατολικού Τμήματος της πρώην Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας καθιερώνεται ως Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Μέχρι το 468, το Δυτικό Τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας  συρρικνώνεται και περιορίζεται πλέον στην Ιταλία.  Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από την άλλη μεριά, εξελίσσεται στο αποκαλούμενο Βυζάντιο, ωθούμενη από συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.  Ένα κύριο χαρακτηριστικό του Βυζαντίου είναι η πολυεθνικότητα. Από την βασιλεία του Κωνσταντίνου Ι’ 324-και εδώθε, αναδύεται ως αυτοκρατορία  η οποία  δίπλα στον Χριστιανισμό  -σημαντικού μέρους της ταυτότητάς της- αργότερα και κυρίως την περίοδο που ακολουθεί την βασιλεία του Ιουστινιανού, αποδέχεται  τον εξελληνισμό της,  που έχει ήδη ξεκινήσει από το ανατολικό τμήμα της. Η Ελληνορθόδοξη πλέον Βυζαντινή αυτοκρατορία που μετράει μερικούς αιώνες ζωής, καταλύεται επίσημα το 1453, με την κατάληψη του τελευταίου προπυργίου της, της Κωνσταντινούπολης. 

 

Οι Βυζαντινοί αναγνώριζαν τον εαυτό τους ως Ρωμαίους και ήδη τον 7ο αι. μ. Χ. η ονομασία αυτή είχε κιόλας γίνει συνώνυμη με την ονομασία  «Έλληνας». Ταυτόχρονα και περισσότερο από ποτέ, αναπτύσσεται η εθνική συνείδηση ότι είναι κάτοικοι της Ρωμανίας όπως ονομαζόταν το Βυζάντιο και ο πληθυσμός του.  Αυτή η εθνική συνείδηση είναι έκδηλη στη λογοτεχνία και ακόμη περισσότερο στα ακριτικά τραγούδια.  Οι Βυζαντινοί θεωρούσαν  ότι ήταν απόγονοι  των Ελλήνων και των Ρωμαίων και παρά το γεγονός ότι οι αρχαίοι Έλληνες ήταν πολυθεϊστές, οι καλλιεργημένοι Βυζαντινοί τους θεωρούσαν προγόνους των και ονόμαζαν τη δική τους μεσαιωνική γλώσσα, Ελληνική. Ήθελαν να κρατήσουν τη διττότητά τους: Ρωμαίοι πολίτες με  Έλληνική κληρονομιά.  Ένας άλλος κοινός όρος δίπλα στον όρο Ρωμαίος, ήταν ο όρος Γραικός, ήδη από τον 5ο αι.

Έτσι  η Ελλάδα φέρεται ως Ρωμαϊκή την περίοδο 146-330, και ως Βυζαντινή την περίοδο 330-1453.

 

Ήδη από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο που θεωρείται ο 1ος Χριστιανός αυτοκράτορας, ο χριστιανισμός θεωρείται ένα από τα βασικά γνωρίσματα της αυτοκρατορίας η οποία θα αρχίσει να αλλάζει και να διαφοροποιείται από το δυτικό μέρος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.   Η μάχη της Αδριανουπόλεως[1] θεωρείται ορόσημο για την απομάκρυσνη των δύο τμημάτων της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Όταν ο Ιουστινιανός αναλαμβάνει την εξουσία το 527, η ανατολική αυτοκρατορία είναι ήδη Βυζαντινή. Το 532 ο Ιουστινιανός εξασφαλίζει τα ανατολικά μέτωπα της αυτοκρατορίας και το 533 αρχίζει τις επιχειρήσεις για την κατάκτηση της Δύσης.  Ετοιμάζεται για την ανακατάληψη των πρώην ρωμαϊκών περιοχών.  Το 535 ξεκινάει την φιλόδοξη εκστρατεία του για την κατάληψη της Ιταλίας. Το 548 πετυχαίνει να υποταχτούν οι ανεξάρτητες τοπικές φυλές.  Δε θα μιλήσουμε εκτενέστερα για τον Ιουστιανό και τις φιλοδοξίες του για την Ευρώπη, σε αυτό το κείμενο.  Αξιοσημείωτο ωστόσο είναι το γεγονός ότι επί της βασιλείας του,  παρατηρούνται έντονες πολεμικές επιχειρήσεις των Σλάβων εναντίον του Βυζαντίου. Οι Σλάβοι επιδράμουν μέχρι τον κόλπο της Κορίνθου και αλλαχού και φτάνουν μέχρι την Θράκη και την Κωνσταντινούπολη.

Καθώς τώρα πλέον δεν αναφερόμαστε στην ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία,  αλλά στη Βυζαντινή οφείλουμε να αναφερθούμε στο ναό της Αγίας Σοφίας, το περίφημο έργο του Ιουστινιανού, που κτίζεται στην δεκαετία του 530, και  που θα αποβεί ενδεικτικό Σύμβολο της Βυζαντινής Θρησκευτικής Ζωής και κέντρο της Ανατολικής Ορθοδοξίας του Χριστιανισμού.  Παρόλο που τον 6ο αι. ο Ιουστινιανός κλείνει το Πανεπιστήμιο των Αθηνών, η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ή Βυζάντιο, έχει να επιδείξει περίφημους άντρες στα Γράμματα, όπως τον Ιστορικό Προκόπιο, τον Φιλόσοφο Φιλόπονο και άλλους.   

 

Ο 8ος αι. χαρακτηρίζεται από την περίφημη Εικονομαχία.  Ο αυτοκράτορας Λέων ο Γ’ (ΙΙΙ) καταργεί τις εικόνες, και η αυτοκράτειρα Ειρήνη πετυχαίνει  ώστε η Σύνοδος της Νικαίας το 787,  να επιτρέψει την ανάρτησή τους, όχι όμως  και τη λατρεία τους.  Η Εικονομαχία ως πρόβλημα, επανέρχεται τον 9ο αι. και επιλύεται  επί της Αυτοκράτειρας Θεοδώρας και συγκεκριμένα το 843. Αυτές οι διαφορές των απολύτων απόψεων επί των κανόνων της Πίστης, επέφεραν τη ρήξη των σχέσεων της Ρωμαϊκής Καθολικής Εκκλησίας και της Ιεράς Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οι οποίες θα εξακολουθήσουν να ανεξαρτητοποιούνται και να ενδυναμώνουν χωριστά ως εξουσίες, στο δικό της χώρο η κάθε μία.

 

Η επιβολή της Δυναστείας των Μακεδόνων αυτοκρατόρων έπεται της Φρυγικής δυναστείας (820-867) και καλύπτει δύο περίπου αι., παρά την «ασυνέχεια» που επικρατεί ως κανόνας, εξαιτίας των πολλών αντιβασιλέων που κυβερνούσαν ως εκπρόσωποι των ανηλίκων βλαστών του αυτοκρατορικού οίκου. Η «άρχουσα τάξη» είναι επίσης ασυνεχής και οδηγεί στη διαπίστωση της  απουσίας μιας μακροπρόθεσμης διαμόρφωσης της αριστοκρατίας. Το τελευταίο επιτυγχάνεται με την εμφάνιση των Κομνηνών που ακολουθούν τη Δυναστείες των Μακεδόνων αυτοκρατόρων.

 

Πρώτος της Δυναστείας των Μακεδόνων είναι ο Βασίλειος Α’ (811-886) που προέρχεται από τη σημερινή ιστορική Θράκη, η οποία την περίοδο αυτή συμπεριλαμβάνεται στη Μακεδονία.  Ο Βασίλειος Α’ βασίλεψε από το 867 έως το 886.  Με την άνοδό του στο θρόνο το 867, σημειώνεται και η είσοδος στην καλούμενη Μακεδονική Αναγέννηση.

Ο Βασίλειος Α’, όπως συνηθιζόταν, τοποθέτησε στις σημαντικές θέσεις εξουσίας του κράτους, τους αρκετά ύποπτους, συντρόφους του από τα νεανικά του χρόνια. Κανένας ωστόσο ιστορικός αυτής της περιόδου δεν παρουσιάζεται να ασχοληθεί και να μιλήσει για το θέμα της αριστοκρατίας, γεγονός που διαπιστώνεται πριν και αργότερα. Τα παρόμοια γίνονται και με την ενθρόνιση του Μιχαήλ Δ’ το 1034, επίσης της Μακεδονικής Δυναστείας: τα πολυάριθμα μέλη της οικογενείας του αποκτούν δύναμη και χρήμα.

Ο Βασίλειος Α’, νυμφεύτηκε τη χήρα του προκατόχου του Μιχαήλ Γ’, ο οποίος κατείχε το θρόνο από το 842 εως το 867 και   πέθανε σε κυνηγητικό ατύχημα. Με την άνοδό του στο αυτοκρατορικό αξίωμα ο Βασίλειος, εξανάγκασε τους οπαδούς του Μιχαήλ Γ’ να του επιστρέψουν ένα μεγάλο ποσοστό  από τις «δωρεές» που τους είχε κάνει ο προκάτοχός του, τραβώντας χρηματικά ποσά από το θησαυροφυλάκιο του κράτους, παράνομα.  Φημολογείται ότι το ποσό που συγκέντρωσε με την κίνηση αυτή, ανερχόταν στα δύο εκατομμύρια χρυσά νομίσματα[2].

 

Μεταξύ του τέλους του 7ου αι. και τις πρώτες δεκαετίες του 9ου, διαμορφώνεται το διοικητικό σύστημα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με την εισήγηση και εφαρμογή ενός νέου μέτρου: τα «Θέματα». Αυτά είναι φυλάκια στις παραμεθορίους του Βυζαντίου, κυρίως στα ανατολικά διαμερίσματα, για τη διαφύλαξή και ακεραιότητα των εδαφών του από τις επιδρομές των Αράβων και επίσης προς βορρά, εναντίον των Βουλγάρων. Με την εφαρμογή αυτού του μέτρου επιτυγχάνεται ανανέωση του πληθυσμού εντός αυτών, παρά τις δυσκολίες που παρουσιάζονται με τις επιδρομές των Αράβων και των Βουλγάρων κατά τη διάρκεια του 9ου και 10ου αι.  Η οικονομία καλυτερεύει και παλαιότερα αστικά κέντρα ανανεώνονται, ενώ παράλληλα δημιουργούνται νέα. Η βιοτεχνία αναπτύσσεται και κυκλοφορεί αρκετό χρήμα. Οι γαικτήμονες που κατέχουν μεγάλες περιοχές στα Θέματα, εξελίσσονται σε δυνατούς παράγοντες, η εκκλησία αναδιοργανώνεται και μαζί και ο θρησκευτικός μοναχικός βίος, ο οποίος καλλιεργείται. Παράλληλα με την οικονομική ανάπτυξη και την επιδίωξη του μοναστικού βίου,  στα Θέματα, ανθούν τα γράμματα και οι τέχνες, στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον 9ο αι. και εξής[3].

  Η μείωση λοιπόν των εχθρικών επιδρομών τον 9ο και 10ο αι.  στο Βυζάντιο εξαιτίας της μέριμνας των στρατιωτικών και στη συνέχεια η οικονομική ευμάρεια, ώθησαν τους πολίτες του Βυζαντίου σε ειρηνικές επιδόσεις όπως στις τέχνες και στην αρχιτεκτονική. Η συσώρευση πλούτου  καθιστά δυνατή τη χρηματοδότηση ανέγερσης νέων ναών και η τέχνη των ψηφιδωτών μονιμοποιείται. Καλύτερα διατηρημένα είναι η Μονή του Οσίου Λουκά και η Μονή Καθολικών στη Χίο. Ζωηρό είναι το ενδιαφέρον των καλλιτεχνών για κλασσικά θέματα,  ενώ πιο νεοτεριστικές μέθοδοι χρησιμοποιούνται για την  απεικόνιση ανθρώπων. Μολονότι η γλυπτική δεν συνδέεται με τη Βυζαντινή Τέχνη, στη διάρκεια της Μακεδονικής Δυναστείας, καλλιεργήθηκε με επιτυχία η γλυπτική του ελεφαντοστού. Τρίπτυχα και δίπτυχα διακοσμημένα με ελεφαντοστούν έχουν διασωθεί, με το μεσαίο κομμάτι να αντιπροσωπεύει δεήσεις, όπως είναι το Harbaville Τρίπτυχο από το Louvre, ή η Θεοτόκος Τriptych at Lutton Hoo, που χρονολογείται την περίοδο της βασιλείας  του Νικηφόρου Φωκά.  Εκτός ετούτων  βρέθηκαν κοκκάλινες κασσετίνες[4] που φέρουν ελληνιστική διακόσμηση, και  δίνουν έτσι μία γεύση του κλασσικισμού -αν και σε λανθάνουσα κατάσταση- στη Βυζαντινή Τέχνη. 

Αξιοσημείωτη είναι και η επίδραση της Βυζαντινής Τέχνης, αυτής της περιόδου, στη Δυτική Ευρώπη, ιδιαίτερα στην Ιταλία. Ενδείκνυται στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, όπως αυτή αναδύεται μέσα από την εξέλιξη της Ρωμανικής τεχνοτροπίας, στον 10ο  και 11ο αι. Η επίδραση του Βυζαντίου μεταδίδεται μέσω των Φράνκων και Salic αυτοκρατόρων, πρωταρχικά του Καρλομάγνου που είχε στενές σχέσεις με το Βυζάντιο[5].    

Ακολουθεί ο Λέων ΣΤ’ ο Σοφός (866-912), που κυβέρνησε από το 886 έως το 912.  Δεν είναι βέβαιο αν είναι γιος του Βασιλείου του Α’ ή του Μιχαήλ του Γ’. Ως αυτοκράτορας που εξέδωσε τις περισσότερες «Νεαρές» (=νόμους) ύστερα από τον Ιουστιανό, καταργεί τους νόμους προηγουμένων αυτοκρατόρων, με αιτιολογία ή την παράκαμψή τους από τους υπηκόους ή γιατί θεωρεί ότι ως νόμοι είναι αδύνατοι ενώπιον του εθιμικού δικαίου. Τελικά επικρατεί η άποψή του, για την  εξουσία: ότι ενόσω κυβερνάει ο αυτοκράτορας και οι αξιωματούχοι του, ο λαός  και τα ως εκείνη τη στιγμή τοπικά ή και ευρύτερα συστήματα αυτοδιοίκησης η φορολογικού ελέγχου, παραμερίζονται, εξαιτίας της συγκριτικά αδύναμης θέσης του πλήθους[6].  Η αξίωση του αυτοκράτορα να ενσαρκώνει το νόμο, να είναι υπεράνω αυτού και να ασκεί απόλυτη κυβερνητική εξουσία, χωρίς καμμία δέσμευση, να αποβεί δηλαδή ο ηγεμών «μοναρχικού κράτους», συνάδει με την επικρατούσα άποψη ήδη από την αρχαιότητα και στη συνέχεια στο μεσαίωνα, ότι το κατ’εξοχήν πολίτευμα στο Βυζάντιο είναι η μοναρχία. Αυτό φέρνει στο προσκήνιο και το θρήσκευμα-θέμα. Η θρησκεία ενδυναμώνει όταν σχετίζεται με την ηγεμονική αρχή, τον αυτοκράτορα, που θεωρείται ότι έχει χρισθεί με τη θεία εύνοια.  Η συμμετοχή του αυτοκράτορα στην ιδεολογία του χριστιανισμού ποικίλλει ανάλογα με τον άνθρωπο και την ιδεολογία του, πίσω από το αξίωμα.   

Σχετικά με την γραμματεία της περιόδου του Λέοντος ΣΤ’ του Σοφού επικρατεί κάτι ανάλογο όπως και στην  πρωτοβυζαντινή περίοδο.  Δηλαδή οι διανοούμενοι ανήκουν στον κύκλο της άρχουσας τάξης.  Ο ίδιος ο Λέων ΣΤ’ είναι διανοούμενος[7].  Σε κείμενο που βρέθηκε σε ανασκαφές στην περιοχή των παλατιών των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου και που διέφυγε την προσοχή ιστορικών της Τέχνης και Αρχαιολόγων, περιγράφεται σε στίχο ανακρέοντος, η ανέγερση λουτρών από τον Λέοντα ΣΤ’ τον Σοφό, κάπου μέσα ή δίπλα στα ανάκτορα.  Το κείμενο αποτελεί νέο κομμάτι στο Παζλ του χώρου των Ανακτόρων και είναι αποδεικτικό του πολιτισμού των αυλικών την περίοδο της Μακεδονικής Αναγέννησης και του θρύλου που περιέβαλε τον Λέοντα ΣΤ’, τον Σοφό. Το ποίημα ανήκει σε ομάδα πέντε ποιημάτων (αρχικά ήταν επτά) διατηρημένων σε χειρόγραφο Barberinianus gr. 310, του Βατικανού, και αποδίδονται στον Leo Magistros ή άλλως Λέοντα Χοιροσφάκτη.  Ο τελευταίος ήταν προσωπικότητα στη λογοτεχνία, στην αυλή του Λέοντος του ΣΤ  και επιπλέον σπουδαίος αξιωματούχος στην υπηρεσία του, προτού να ταπεινωθεί και να καταπαυθεί το 1907[8].

   Η άποψη του Λέοντος ΣΤ’, ότι «σήμερα η μοναρχική εξουσία τα ρυθμίζει όλα»[9], δεν ίσχυσε ποτέ στην ουσία, καθώς δεν ήταν εφικτή η κατάργηση ενός συστήματος που αν και αλλοιωμένο μέσω των αιώνων από τις εκάστοτε συγκυρίες και νέες νομοθεσίες, είχε πρωταρχικά στηριχτεί στο Ρωμαϊκό Δίκαιο.  Η ιστορία αποδεικνύει ότι η προσπάθεια να ταυτιστούν τα υπολείμματα τοπικής αυτοδιοίκησης της πρώτης Βυζαντινής περιόδου, με τα «προνόμια» που αναφέρονται στις μεταγενέστερες περιόδους και ως το τέλος του Βυζαντίου, δεν εξελίχτηκε χωρίς νομοθετική οριοθέτηση[10].  

Ο Αλέξανδρος Γ’ του Βυζαντίου (870-913) γιος του Βασιλείου του Α’ και βασιλικός επίτροπος ανηψιού, κυβέρνησε από το 912 έως το 913.

Την περίοδο της βασιλείας του παράλληλα με την επίσημη θρησκεία του κράτους, τον χριστιανισμό, διαδίδονται οι μαντικές πρακτικές, καθώς και λόγιοι περιωπής όπως ο Μιχαήλ Ψελλός, πατριάρχες όπως ο Μιχαήλ Κηρουλλάριος και ιστορικοί όπως ο Νικήτας Χωνιάτης, πίστευαν ότι υπήρχε «δόση αλήθειας»  σε αυτές.   Ο Αλέξανδρος Γ’ που έπασχε από σεξουαλική ανικανότητα, αφήνει κάποιους μάγους να τον οδηγήσουν στον Ιππόδρομο όπου ανάβουν κεριά  και καίνε λιβάνι ενώπιον αγαλμάτων ζωδίων, που είναι ντυμένα με ρούχα του αυτοκράτορα.  Αν και η πίστη των Βυζαντινών ποικίλλει, επιτρέπει στην ορθοδοξία να διατηρηθεί.  Αυτό συμβαίνει γιατί η ορθοδοξία δεν επιβάλλει τον κομφορμισμό, έχει τυποποιηθεί με το πέρασμα των αιώνων και επιτρέπει στους ακολούθους της την αντίστοιχη τυποποίηση[11].    

Ο Κωνσταντίνος Ζ’ ο Πορφυρογέννητος (905-959), βασίλεψε από το 913 έως το 959, και ήταν γιος του Λέοντος του ΣΤ’, του Σοφού.

Τον 9ο και 10ο αι. η προετοιμασία της εκλογής του αυτοκράτορα είναι μακροπρόθεσμη και συντελείται με τη βοήθεια κοινωνικών ομάδων, «ακολούθων» αυτού.  Στην διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου Ζ’ του Πορφυρογέννητου, το παλάτι, η γραφειοκρατία, η σύγκλητος και ο λαός, αποκτούν επιρροή στον αυτοκρατορικό θεσμό. Η προσφώνηση «Σύγκλητος και λαέ της Κωνσταντινούπολης» (“senatus populusque”), φαίνεται να δικαιολογείται τελικά. Αυτό διαπιστώνεται στα τελετουργικά της εκλογής που περιέχονται στο «Έκθεσις περί της βασιλείου τάξεως» του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Ζ’ του Πορφυρογέννητου. Ο στρατός διαμαρτύρεται για την αλλαγή.  Η προσπάθεια του βασιλέως να παίξει τον πρώτο ρόλο στην εκλογή του Ιουστίνου Α’, τελειώνει άθλια με τις αποδοκιμασίες του λαού.  Τον 11ο πλέον αι. θεωρείται «πολιτικός» και «πρωτευουσιάνικος». Ο Ψελλός λέει ότι κανείς αυτοκράτορας δεν είναι μόνιμος αν ξεχάσει τα καθήκοντά του και ότι  «η ασφάλειά τους εξαρτάται από τρεις παράγοντες: τη λαϊκή μάζα, την τάξη των συγκλητικών και το στρατό»[12].

Αυτό οφείλεται καθαρά στο γεγονός ότι οι αυτοκράτορες δεν είναι πάντα στο ύψος του αξιώματος με το οποίο χρίζονται.  Εξάλλου σημειώνεται μείωση της δύναμης της επίδρασης του στρατού καθώς δεν έχει την ικανότητα να περιφρουρήσει την αυτοκρατορία από τις επιδρομές των εχθρών στη Δύση, και  στην ανατολή, αν και λιγότερο[13].  

Στα γράμματα, επί της βασιλείας του Κωνσταντίνου του Ζ’, παρατηρείται μία προσπάθεια συνύπαρξης του Βυζαντίου με την αρχαιότητα.  Η περίοδος της βασιλείας του, μαζί με τον 9ο αι., συμπεριλαμβάνεται στην περίοδο γραφής ανθολογίας, που αποτελείται από 25 συγγράμματα. Τα μισά από αυτά έχουν θρησκευτικό και θελογικό χαρακτήρα. Τα περισσότερα από τα υπόλοιπα εγκωμιάζουν τους αρχαίους συγγραφείς,  χωρίς αυτό να σημαίνει ότι προσπαθούν να ταυτιστούν με τη στάση εκείνων έναντι της ζωής.  Η εργασία αυτή είναι φιλολογικής φύσης.  Παρατηρητέο ότι ο Κωνσταντίνος ο Ζ’ και οι ακόλουθοί του, δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερο ζήλο για τη θρησκεία και τη θεολογία. Η ερανιστική δραστηριότητα που παρατηρείται, αποβλέπει στην υποστήριξη κοσμικών έργων.

Τελικά όμως η φιλολογική στροφή  προς την αρχαιότητα δε συνεχίζεται και αυτό αποδεικνύεται από τον αφανισμό έργων  που ήταν γνωστά στην αυλή του αυτοκράτορα. Είναι γνωστή η απόφαση της Συνόδου το 787, να παραδοθούν τα αιρετικά  κείμενα και να φυλαχτούν στη Βιβλιοθήκη του Πατριαρχείου. Δε γίνεται λόγος καταστροφής των, ωστόσο είναι σχεδόν βέβαιο ότι κάποιοι φανατικοί βιβλιοθηκάριοι, ήταν έτοιμοι να παραβούν τις αποφάσεις της Συνόδου.  Σε γενικές γραμμές οι Βυζάντιοι δεν ενδιαφέρονται για τον κλασσικό πολιτισμό, αλλά για ανθολόγια γνωμικών  και άλλα που συλλέγονται εσκεμμένα και με κάποια κριτήρια. Εκείνοι δε που ασχολούνται με τη λογοτεχνία  και κυρίως εκείνοι που την παράγουν συνεχίζουν να προέρχονται από την άρχουσα τάξη. Εκξακριβώνεται από τα παραπάνω ότι υπήρξε σημαντική η επίδραση του λόγιου κύκλου επί Κωνσταντίνου του Ζ’[14].  

Ο Ρωμανός ο Λεκαπηνός, 870-948, ήταν πεθερός του Κωνσταντίνου του Ζ’ και βασίλεψε από το 919 έως το 944. Υπήρξε συναυτοκράτορας, ο οποίος καθηρέθη από τους γιους του και  κατέληξε ως μοναχός σε μοναστήρι.  Ακολουθεί ο Ρωμανός Β’ ο Πορφυρογέννητος (939-963), γιος του Κωνσταντίνου του Ζ’, βασίλεψε από το 959 έως το 963. 

Ο Νικηφόρος Β’ Φωκάς (912-969), ήταν γιος του Κωνσταντίνου του Β’ και κυβέρνησε από το 963 έως το 969. Διετέλεσε στρατηγός, νυμφεύτηκε τη χήρα του Ρωμανού Β’ και ήταν αντιβασιλέας του Βασιλείου του Β’.  Δολοφονήθηκε.

Ο Νικηφόρος Φωκάς κατέστησε το Αιγαίο πιο ασφαλές ακόμη μία φορά, όταν κατέλαβε την Κρήτη το 961. Τον 9ο αι. τα περισσότερα  ταξίδια πραγματοποιούνταν μέσω της θάλασσας παρά τον κίνδυνο επιθέσεως από τους Άραβες στη θάλασσα και στα λιμάνια. Τα ταξίδια στη Βαλκανική Χερσόνησο μέσω ξηράς ήταν ακόμη πιο επικίνδυνα[15]  

Ιωάννης Α’  Κορκούας ο Τσιμισκής (925-976), ήταν κουνιάδος του Ρωμανού του Β’,  κυβέρνησε 969-976. Ήταν ερωμένος της συζύγου του προκατόχου του Νικηφόρου Φωκά, αλλά δεν του επετράπη να τη νυμφευτεί. Υπήρξε αντιβασιλέας του Βασιλείου του Β’, παρόμοια όπως ο Νικηφόρος Φωκάς.

Επί Τσιμισκή, έγινε ριζικός ανασχηματισμός στον κύκλο της εξουσίας.  Κατά συνέπεια, πολλοί από τους αυλικούς του Φωκά απολύθησαν από τους κύκλους του Τσιμισκή και αντικαταστάθηκαν με άλλους, δικούς του.  Στην προκειμένη περίπτωση τα πράγματα δεν ήταν ολωσδιόλου δραματικά, καθώς οι δύο οικογένειες: του Φωκά και του Τσιμισκή,  συνδέονταν με συμπεθεριό[16]  

Ο Βασίλειος Β’ ο Βουλγαροκτόνος (958-1025), ήταν γιος του Ρωμανού του Β’, και βασίλεψε από το 976 μέχρι το 1025. Με τον Βασίλειο Β’ τον Βουλγαροκτόνο μπαίνουμε στη χρυσή περίοδο του Βυζαντίου, τουτέστιν: 9ος, 10ος και πρώτα χρόνια του 11ου αι.

Επί της βασιλείας του Βασιλείου του Β’, η Βυζαντινή αυτοκρατορία έφτασε στο υψηλότερο σημείο της ακμής της, υπό την καλούμενη Μακεδονική Δυναστεία (περίοδος τέλη του 9ου αι., όλος ο 10ος αι. και αρχές του 11ου αι. ). Αυτή την περίοδο η  αυτοκρατορία αντιστάθηκε στην πίεση της Ρωμαϊκής εκκλησίας να μετακινηθεί ο Πατριάρχης Φώτιος και πέτυχε να κυριαρχήσει στην Αδριατική θάλασσα, στη Νότια Ιταλία και σε όλη τη Βουλγαρία υπό τον Τσάρο Σαμουήλ.  Οι πολιτείες της μεγάλωσαν  και η ευημερία απλώθηκε στις επαρχίες του χάριν στο νέο τρόπο ασφάλειας της αυτοκρατορίας: τα Θέματα.  Ο πληθυσμός του Βυζαντίου ανήλθε και η παραγωγή αυξήθηκε δημιουργώντας αιτήματα και βοηθώντας στην υποστήριξη του εμπορίου.  Ο πολιτισμός του Βυζαντίου παρουσίασε μία έξαρση και υπήρξε μία φανερή ανάπτυξη στην εκπαίδευση και  στην εκμάθηση. Αρχαία κείμενα διατηρήθηκαν και αντιγράφησαν με υπομονή, για τη διατήρησή τους.  Η Βυζαντινή τέχνη άνθισε και φανταστικά μωσαϊκά  μεγάλυναν το εσωτερικό νέων ναών,  που κτίστηκαν κατά μήκος και πλάτος του Βυζαντίου αυτή την περίοδο.   

Οι στρατιώτες-αυτοκράτορες: Νικηφόρος ΙΙ Φωκάς  (963-969) και ο Ιωάννης Τσιμισκής (969-976), επέκτειναν την αυτοκρατορία σε μεγάλο μέρος της Συρίας  νικώντας τους εμίριδες στο Βόρειο-Δυτικό Ιράκ και επανακαταλαμβάνοντας την Κρήτη και την Κύπρο. Κάποια στιγμή ο Βυζαντινός στρατός απείλησε την Ιερουσαλήμ. Το εμιράτο «Αλεππο» και οι γείτονές του έγιναν υποτελείς στα ανατολικά, όπου μεγαλύτερη απειλή για την αυτοκρατορία ήταν το αιγυπτιακό βασίλειο:  «Φατιμίντ».

Υπό τον Βασίλειο ΙΙ, οι Βούλγαροι που είχαν κατακτήσει μεγάλο μέρος των Βαλκανίων από το Βυζάντιο, αφότου έφτασαν τρεις αι.  πριν από τη βασιλεία του Βασιλείου ΙΙ (976-1025), έγιναν στόχος ετησίων επιδρομών από το Βυζάντιο.  Ο πόλεμος με τους Βουλγάρους διήρκεσε περίπου είκοσι χρόνια και τελικά στη μάχη Κλείδονος της Βουλγαρίας, οι Βούλγαροι  νικήθηκαν ολοσχερώς. Ο στρατός του αιχμαλωτίστηκε και λέγεται πως ο μεγαλύτερος αριθμός των στρατιωτών τυφλώθηκαν, ενώ οι υπόλοιποι επέζησαν με την τύφλωση ενός ματιού μόνο, για να οδηγήσουν τους τυφλούς συναδέλφους των στη Βουλγαρία.  Όταν ο Βούλγαρος Τσάρος Σαμουήλ αντίκρυσε την αθλιότητα του στρατού του, πέθανε από σοκ.      Το 1014 η Βουλγαρία παραδόθηκε στο Βυζάντιο και αποτέλεσε επαρχία της αυτοκρατορίας.  Η θαυμαστή αυτή νίκη αποκατέστησε το μέτωπο της αυτοκρατορίας στο Δούναβη που είχε αποκοπεί από τη βασιλεία του Ηράκλειου (640-641). Η Αυτοκρατορία απέκτησε και ένα σύμμαχο –κάποτε όμως απέβη και εχθρός-  τη Βαράγκια του Κιέβου, από όπου η αυτοκρατορία δέχτηκε αριθμό μισθοφόρων  τη Βαράγκια Φρουρά, σε αντάλλαγμα για την αδερφή του Βασιλείου Άννα που παντρεύτηκε τον Βαράγκιαν Πρίγκιπα, Βλαδίμιρο. Ο Βασίλειος Β’ πάντρεψε πολλούς ηγεμόνες της Ιερής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, με συγγενείς.

Το 2ο μισό του 10ου αι. παρατηρείται  η προ πολλού ερχόμενη ανάκαμψη του Βυζαντινού κράτους. Η Αρμενία και μέρος της Συρίας ενσωματώνονται πάλι στο Βυζάντιο, η Βουλγαρία περιέρχεται σε Βυζαντινά χέρια και θα μείνει έτσι για πολύν καιρό και η Νότια Ιταλία είναι μάλλον σίγουρη κατάκτηση του Βυζαντίου. Η ανακατάληψη της Κρήτης προφυλάσσει την αυτοκρατορία από την ισλαμική Αίγυπτο και τη Β. Αφρική. 

Ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος τερματίζει με αμείλικτο τρόπο  το επικίνδυνο κίνημα των αρχόντων της Μικράς Ασίας. Οι αυτοκράτορες όμως που τον ακολουθούν, επαναπαύονται στις επιτυχίες των προκατόχων τους.  

Ο 11ος αι. σημειώνεται και από αξιόλογα γεγονότα  θρησκευτικής φύσεως.  Το 1054 οι σχέσεις της Χριστιανικής εκκλησίας του ελληνόφωνου Ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας  με εκείνη του λατινόφωνου Δυτικού τμήματός της, οξύνονται. Παρά την επίσημη γνωστοποίηση του διαχωρισμού των δύο εκκλησιών στις 16 Ιουλίου του ιδίου χρόνου, όταν τρεις κληροδότες από τον Πάπα εισήλθαν στο Ναό της Αγίας Σοφίας στη διάρκεια του εσπερινού Σαββάτου και τοποθέτησαν επίσημο παπικό ντοκουμέντο  αφορισμού στην ιερά Τράπεζα, το περίφημο Σχίσμα των δύο Εκκλησιών, ήταν το αποτέλεσμα μακροχρόνιας απομάκρυνσης της μιάς από την άλλη.  Η υποστήριξη της Δυτικής εκκλησίας ότι το Άγιον Πνεύμα πηγάζει από τον Πατέρα και τον Υιό, έρχεται σε σύγκρουση με την Πίστη της Ανατολικής ότι  ο Πατήρ και μόνο, είναι η πηγή του Αγίου Πνεύματος. Αδιαμφισβήτητα  η ουσία της διαφοράς των δύο τμημάτων της αλλοτινά, ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, έγκειται σε  πολιτικά συμφέροντα. Αυτή η εξέλιξη υπήρξε μοιραία για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

Όπως η Ρώμη προηγουμένως, έτσι και το Βυζάντιο υπέπεσε σε περιόδους δυσκολίας που οφειλόταν στην υπερβολική αύξηση της αριστοκρατίας η οποία υπέσκαπτε τη σύστημα των «Θεμάτων». Οι αδύνατοι αυτοκράτορες που διαδέχτηκαν τον Βασίλειο Α’ τον Βουλγαροκτόνο, ύστερα από το 1025, κατήργησαν το στρατό που φύλαγε τις ανατολικές επαρχίες του κράτους. Αντ’ αυτού, συσσωρεύτηκε χρυσός στην Κωνσταντινούπολη για να μπορούν οι βασιλείς να πληρώνουν μισθοφόρους όπου, και όταν χρειάζονταν.  Στην πραγματικότητα όμως αυτός ο πλούτος πήγαινε εκεί που ο αυτοκράτορας ήθελε να ασκήσει επιρροές: στις πλούσιες δεξιώσεις και σε πολυτέλειες προς τα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας. Έτσι τα υπολείμματα των αλλοτινών δυναμικών στρατευμάτων του Βυζαντίου αδυνάτισαν και δεν ήταν δυνατόν να λειτουργούν. Το Ανατολικό  τμήμα της άλλοτε ρωμαλέας αυτοκρατορίας με τα προβλήματα που είχε με το δυτικό τμήμα της, την εσωτερική της αστάθεια και την εξασθένιση των πρώην ακμαίων στρατευμάτων της ενώ θα μπορούσε να ανακάμψει αυτή την πορεία, βρέθηκε να έχει νέους εχθρούς οι οποίοι διαπίστωναν την χαλάρωση της επιφρούρισης των συνόρων της και δοθείσης ευκαιρείας θα την εκμεταλλεύονταν δυναμικά .

Το 1040 οι Νορμανδοί, αρχικά μισθοφόροι από τα Βόρεια τμήματα της Ευρώπης, και χωρίς δική τους γη, άρχισαν να επιτίθενται στη Νότια Ιταλία όπου το Βυζάντιο κρατούσε καλά. Για να αντιμετωπιστούν, μεικτός μισθοφορικός στρατός υπό τον Γεώργιο Μανιάκη εστάλη στη Ιταλία το 1042. Ο Μανιάκης επιδόθηκε στην ολοσχερή καταστροφή του τόπου. Προτού κατοχυρώσει την εξουσία του στον τόπο της καταστροφής, ανακαλέστηκε από τον αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη. Ο κατειλημμένος από εγκληματική διάθεση ακόμη και προς τη γυναίκα του και αλλού, Μανιάκης, τελικά κυρήχτηκε αυτοκράτορας από το στρατό του και υπό αυτή την ιδιότητα  οδηγώντας το στρατό του κατά μήκος της Αδριατικής, νίκησε τα βασιλικά στρατεύματα. Τραυμασμένος θανάσιμα πέθανε ύστερα από μικρό διάστημα. Με την απουσία αντίστασης στα Βαλκάνια οι Νορμανδοί, ως το 1071, είχαν διώξει από την Ιταλία όλους τους Βυζαντινούς.

Η μεγαλύτερη ωστόσο καταστροφή των αυτοκρατορικών μισθοφορικών στρατευμάτων επήλθε στη Μ.Ασία. Οι Σελτζούκοι Τούρκοι, που ενδιαφέρονταν να νικήσουν την Αίγυπτο υπό τους Φατιμίδες, επέδραμαν στην Αρμενία και στην Ανατόλια που ήταν η περιοχή στράτευσης των εχθρών του Βυζαντίου. Ο αυτοκράτωρ Ρωμανός Δ’, ο Διογένης, αντελήφθη ότι ήταν αναγκαίο να ανασχηματίσει το στρατό και να εφοδιαστεί με νέα όπλα άν έπρεπε. Επιχείρησε να έρθει εναντίον των αντιπάλων του με το σκοπό να εφαρμόσει τα σχέδιά του για την ενίσχυση του στρατού του. Οι αντίπαλοί του όμως τον εγκατέλειψαν στο πεδίο μάχης και ηττήθηκε από τον Άλπ Ασλάν, σουλτάνο των Σελτζούκων Τούρκων, στο Μανζικέρτ το 1071. Ο αυτοκράτορας συνελήφθη  και παρά τους υποφερτούς όρους ειρήνης που επέβαλε ο Σουλτάνος στο Βυζάντιο, αυτή η μάχη υπήρξε καταστροφική για το Βυζάντιο και από άλλη πλευρά[17]. 

Ο Κωνσταντίνος ο Η’ (960-1028), γιος του Ρωμανού του Β’, βασίλεψε από το 15/12/1025 έως το 15/11/1028. Υπήρξε συναυτοκράτορας με τον Βασίλειο Β’.  Ακολουθεί η Ζωή (978-1050), θυγατέρα του Κωνσταντίνου του Η’. Κυβέρνησε  με άλλους ως αυτοκράτειρα, από τις 15/11/ 1028  έως το 1050, και υπήρξε πρεσβυτέρα αυτοκράτειρα από τις 19/4/ - 11/6/1042.  Η Ζωή υπήρξε από τις λίγες Αυτοκράτειρες του Βυζαντίου που γεννήθηκε από πατέρα αυτοκράτορα εν ενεργεία.  Η μητέρα της ονομαζόταν Ελένη.

Στον πρώτο της γάμο η Ζωή ήταν πενήντα χρονών. Παρά την προχωρημένη ηλικία της υπαντρεύτηκε δύο ακόμη φορές με την ελπίδα να προσφέρει στο θρόνο του Βυζαντίου αυτοκράτορες.  Ο πιο ικανός από τους τρεις συζύγους της ήταν ο Μιχαήλ Δ’ που ήταν και ο περισσότερο απροετοίμαστος για το αξίωμα του αυτοκράτορα.      

Λέγεται ότι η Ζωή[18] ήταν μία πανέμορφη γυναίκα που προσπάθησε να κρατήσει τα κάλλη της όσο μπορούσε καλύτερα στο πέρασμα του χρόνου. Είχε πολλούς χώρους στα διαμερίσματά της, του ανακτόρου, όπου παρασκευάζονταν τα καλλυντικά της. Χάριν σ’  αυτά λέγεται ότι συντήρησε το πρόσωπό της καθαρό από ρυτίδες μέχρι τα εβδομήντα της.

Ο Κωνσταντίνος Η’, ο πατέρας της Ζωής, από ανησυχία  για πιθανή συσχέτιση ενός ξένου με το θρόνο, είχε εμποδίσει τις δύο θυγατέρες του τη Ζωή και τη Θεοδώρα να παντρευτούν ενόσω ήταν νέες. Προτού όμως να πεθάνει, πάντρεψε τη Ζωή με τον Ρωμανό Γ’ (ΙΙΙ) τον Αργυρό (968-1034), έπαρχο της Κωνσταντινούπολης, στις 12/11/1028, τον οποίο είχε εκλέξει και ως διάδοχό του.  Η Ζωή ήταν τότε πενήντα χρονών και όλες οι προσπάθειές της ν’ αποκτήσει διάδοχο απέτυχαν. Ο Ρωμανός ο ΙΙΙ είχε ανεβεί στο θρόνο συναυτοκράτορας με τη Ζωή,  τρεις ημέρες ύστερα από το γάμο τους.  Η έλλειψη διαδόχου τον απομάκρυνε  από τη Ζωή. Αδιαφορώντας τελικά γι’ αυτήν και κάνοντας περικοπές στα έξοδά της, προξένησε την  έχθρα της.  Η Ζωή έγινε ερωμένη του αυλικού της  Μιχαήλ (1010-1041). Στις 11 Απριλίου 1034, ο Ρωμανός ο ΙΙΙ βρέθηκε νεκρός στο μπάνιο του και κυκλοφόρησε η φήμη ότι η Ζωή και ο αυλικός της Μιχαήλ τον στραγγάλισαν ή τον έπνιξαν.  Η Ζωή υπαντρεύτηκε τον Μιχαήλ αργότερα την ίδια ημέρα που πέθανε ο Ρωμανός, ως Μιχαήλ τον Δ’ (IV) τον Παφλαγώνα. Ετούτος  βασίλεψε από το 1034 έως το 1041), που απεβίωσε.   

Όταν ο Μιχαήλ ανέβηκε στο θρόνο το 1034, έδωσε δύναμη, εξουσία και χρήματα στα μέλη της πολυπληθούς οικογενείας του, κάτι που συνέβη και με τους  προκατόχους του, τον Ζήνωνα τον Ίσαυρο το 474 ή τον Βασίλειο Α’ τον Μακεδόνα, τον πρώτο αυτοκράτορα από τη δυναστεία των Μακεδόνων.  Αναμφίβολα αυτός ήταν τρόπος εξαγοράς  γαλήνης και ασφάλειας  της εξουσίας.

Μολονότι ο Μιχαήλ ήταν πιο αφοσιωμένος σύζυγος από το Ρωμανό, η Ζωή αποκλείστηκε από την πολιτική από τον Ιωάννη τον Ευνούχο, που μονοπωλούσε την κυβέρνηση. Μάταια προσπάθησε η Ζωή να τον καθαιρέσει το 1037 ή 1038.  

Λίγο πριν από το θάνατό του τον Δεκέμβριο του 1041, ο Μιχαήλ ο Δ’ μαζί με τη σύζυγό του Ζωή, υιοθέτησαν τον Μιχαήλ Ε’, ανηψιό του από αδερφή.  

Ο Μιχαήλ Ε’ ο Καλαφάτης (1015-1042), βασίλεψε την περίοδο 1041-1042). Ύστερα από αρκετούς μήνες βασιλείας ο νέος αυτοκράτορας, εξορισε τη θετή μητέρα του Ζωή, σε μοναστήρι. Ο λαός όμως της Κωνσταντινούπολης πιστός στην έκπτωτη αυτοκράτειρα Ζωή,  ανάγκασε το Μιχαήλ τον Ε’ να επανακαταστήσει τη Ζωή και την αδερφή της Θεοδώρα,  τον Απρίλιο του 1042.  Οι δύο αδερφές τύφλωσαν τον Μιχαήλ Ε’ και τον εξόρισαν σε μοναστήρι όπου και πέθανε αργότερα, τον ίδιο χρόνο. Η Ζωή μοιράστηκε την εξουσία με την αδερφή της Θεοδώρα για δύο μήνες, μέχρι να βρει νέο σύζυγο, τον τρίτο, σύμφωνα με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Τελικά διάλεξε ως σύζυγο τον Κωνσταντίνο IX, τον Μονομάχο (1000-1055), ο οποίος βασίλεψε από το 1042 έως το 1055, και έζησε τέσσερα χρόνια περισσότερο από τη Ζωή, που πέθανε το 1050.

Ο Κωνσταντίνος Θ’ ο Μονομάχος υπήρξε εκφραστής της νοοτροπίας του 11ου αι. να επαναπαύονται δηλαδή οι αυτοκράτορες στις δάφνες των προηγουμένων. Αυτό βέβαια δεν ήταν αποτέλεσμα ιδιοτροπίας των αυτοκρατόρων, αλλά αποτέλεσμα νοοτροπίας που γέννησε τέτοιους αυτοκράτορες.  Οι στρατιωτικοί- αυτοκράτορες του 10ου αι.: Λεκαπηνός, Φωκάς, Τσιμισκής παραχωρούν τη θέση τους σε ηπιότερους  άρχοντες των οποίων το κάπως εκφυλισμένο περιβάλλον απαρτίζεται από καλλιεργημένους, πνευματώδεις  ανθρώπους.  Τον 11ο αι. ξεχωρίζει ο Μιχαήλ Ψελλός (1018-1079) ιστοριοράφος-χρονογράφος μεν, αλλά τόσο καλλιεργημένος ώστε να χρησιμοποιεί την παιδεία του σα διακοσμητικό μέσο.  Αντίθετα με τον Κεκαυμένο που έχει παρεναιτικό χαρακτήρα και που τα έχει βάλει με τους αυτοκράτορες, ο Μ. Ψελλός τους χρειάζεται σαν υποστήριγμα την αυτοκρατορικήν αυλή που δοκιμάζεται από δολοπλοκίες και σκευωρίες. Ο ιστορικός Ιωάννης Σκυλίτζης είναι περισσότερο δοσμένος στο καθήκον του ιστορικού και πολλές φορές   πιο συνεπής και από τον Μ. Ψελλό. Γενικά ο 11ος αι. είναι διάσπαρτος από αμφιβολίες για το μέλλον της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Προς το τέλος αυτού του αιώνα  χάνει τη νότια Ιταλία, οι Νορμανδοί καταλαμβάνουν για μεγάλο διάστημα σημαντικά μερη της  ηπειρωτικής Ελλάδας , μεγάλο μέρος της Μ.Ασίας ως τη Βιθυνία, περνάει στα χέρια των Σελτζούκων.  Στα Βαλκάνια, βόρεια της Κωνσταντινούπολης, οι Πετσενέγοι κατακλύζουν τη Θράκη και φτάνουν μέχρι της θάλασσα του Μαρμαρά. Το χειμώνα του 1090/91, βρίσκονται μπροστά στην Κωνσταντινούπολη και ο εμίρης της Σμύρνης την απειλεί τη θάλασσα με το στόλο του.  Αποκρούεται ο κίνδυνος αλλά η Ιταλία και η Αρμενία χάνονται. Οι συνέπειες δεν σταματούν εκεί. Οι Σελτζούκοι  εξακολουθούν να την απειλούν όλο και σοβαρότερα. Με τη νίκη των Νορμανδών παραχωρούνται προνόμια στους Ενετούς και στη συνέχεια σε άλλες εμπορικές πόλεις της Ιταλίας, γεγονός που συσυμβάλλει στην υπονόμευση του εμπορίου. Και η ολίσθηση συνεχίζεται[19]  

Η Θεοδώρα (980-1056)[20], διετέλεσε αυτοκράτειρα  από τις 11/1/1055 μέχρι τις 31/8/1056.  Η Θεοδώρα, όπως ήδη αναφέρθηκε στο ιστορικό της αυτοκράτειρας Ζωής της αδερφής της, ήταν η μικρότερη θυγατέρα του Κωνσταντίνου του Η’ και της Ελένης.  Η πανέμορφη Θεοδώρα αρνήθηκε να παντρευτεί το Ρωμανό Αργυρό ο οποίος αντ’ αυτής νυμφεύτηκε την αδερφή της Ζωή το 1028. Παρά το διακριτικό της βίο η Ζωή τη ζήλευε και κατηγορώντάς την για συνομωσία με τον Πρέσια της Βουλγαρίας, την έκλεισε σε μοναστήρι. Τον Απρίλιο του  1042 στις 19, ένα λαϊκό κίνημα  που είχε σαν αποτέλεσμα την εκθρόνιση του  Μιχαήλ Ε’, η Θεοδώρα αποκαταστάθηκε στο θρόνο  σαν συναυτοκρατόρισσα με την αδερφή της Ζωή. ‘Υστερα από δύο μήνες προσφοράς η Θεοδώρα επέτρεψε στον εαυτό της να παραγκωνισθεί από το σύζυγο της αδερφής της Ζωής, Κωνσταντίνο Θ’ Μονομάχο, στις 11 Ιουνίου, 1042. Αυτό όμως δεν εμπόδισε την κοινή γνώμη να θεωρεί τη Θεοδώρα συναυτοκρατόρισσα δίπλα στη Ζωή  και τον γαμπρό της. 

Όταν πέθανε ο Κωνσταντίνος Θ’ ο Μονομάχος στις 11 Ιανουαρίου, 1055, και παρά τογεγονός ότι ήταν εβδομήντα χρονών, διεκδίκησε τα δικαιώματά της με ενεργητικότητα και σφρίγος και δυσκόλεψε την απόπειρα του στρατηγού και διοικητού της Βουλγαρίας, Νικηφόρου  Πρωτεύοντος να την εκθρονίσει. Διοίκησε με αυστηρότητα, πειθάρχησε τους άτακτους άρχοντες και έλεγξε διάφορα έκτροπα. Αλλά αμαύρωσε τη φήμη της με την υπερβολική δριμύτητα που αντιμετώπισε τους προσωπικούς της εχθρούς, καθώς και με την πρόσληψη ακαταλλήλων και χαμηλών χαρακτήρων ανθρώπων,  ως συμβουλάτορες, μεταξύ αυτών και τον δραστήριο υπουργό της Λέων Παρασπόνδυλο. Ο Λέων ενδιαφερόταν να διατηρήσει τις επιδράσεις του στην κυβέρνηση μέσω της γηραιάς αυτοκράτειρας, ενώ ο Πατριάρχης Μιχαήλ Κερουλάριος συμβούλεψε τη Θεοδώρα να προωθήσει έναν υπήκοο στο θρόνο, με γάμο. Γεγονός που θα εξασφάλιζε τη διαδοχή της στο θρόνο. Η Θεοδώρα αρρώστησε βαριά στις 31 Αυγούστου 1056 και πέθανε λίγες ημέρες αργότερα, ενωρίς το Σεπτέμβρη. Καθώς δεν είχε παιδιά, ως τελευταίο μέλος της δυναστείας της, εξέλεξε για διάδοχό της τον πρώην υπουργό Στρατιωτικών Μιχαήλ VI Μπρίνγκας, που τον συμπαθούσε και αυτό συμφωνούσε με τη συμβουλή του υπουργού της Λέοντος  Παρασπόνδυλου.

Ο Μιχαήλ καθώς δεν ανήκε στη Μακεδονική Δυναστεία που είχε κυβερνήσει το Βυζάντιο για 189 χρόνια, δεν είχε την υποστήριξη των υπηκόων.  Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα μία σειρά από συγκρούσεις ανάμεσα στις αρχοντικές οικογένειες για την κατάληψη του θρόνου,  που διήρκεσε από το 1056-1081.

Ως τελευταία στη σειρά των Αυτοκρατόρων της Μακεδονικής Δυναστείας η Θεοδώρα, με το θάνατό της επισφραγίζει την ημερομηνία της λήξης της εξουσίας της δυναστείας της, στο Βυζάντιο. Η περίοδος από το 867 ως το 1056, υπήρξε περίοδος ευημερίας  για την Αυτοκρατορία του Βυζαντίου και το τέλος της σημειώνει μία νέα περίοδο. Ακολουθούν η δυναστεία των Κομνηνών  και των Δουκών (1059-1081) και πάλι των Κομνηνών (1185-1204) και συνεχίζεται ώσπου τερματίζεται τραγικά το 13ο αι. με την καταστροφή της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, για να υποκύψει τελικά το 1453 επί του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου της Δυναστείας των Παλαιολόγων και να παύσει να υφίσταται. Ο Πόντος, τελευταίες αναλαμπές μιας αυτοκρατορίας που έσβησε, δεν αργεί να περάσει στα χέρια των Σελτζούκων Τούρκων.  

 


 

[1] Το 378, σημειώνεται η ήττα του Ρωμαίου αυτοκράτορα, το τέλος της Ρωμαϊκης στρατιωτικής υπεροχής και η αρχή μιας νέας ιστορικής περιόδου.

[2] Hans-Georg Beck, Η Βυζαντινή Χιλιετία,  Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1990, σ. 340

[3] Άννα Αβραμέα (Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Κρήτης), Byzantine Greece

[4] Veroli Casket (=κασσετίνα) from Victoria and Albert Museum

[5] http: / / en. Wikimedia. org/wiki/Byzantine_art

[6] Hans-Georg Beck, ο.π., σελ. 61

[7] Hans-Georg Beck, ο.π., σελ. 405-407

[8] Paul Magdalino, The bath of leo the Wise, p. 225, from the synopsis: Maistor: Classical, Byzantine and Renaissance Studies for Robert Browning, Australian Association for Byzantine Studies, Canberra, 1984

[9] Hans-Georg Beck, ο.π.,σελ. 63

[10] Hans-Georg Beck, ο.π., σελ.70

[11] Hans-Georg Beck, ο.π., σελ. 367-392

[12] Hans-Georg Beck, ο.π.,σελ. 86-87

[13] Hans-Georg Beck, ο.π., σελ 80-81

[14] Hans-Georg Beck, ο.π., σελ. 405-407

[15] Maistor lassical, Byzantine and Renaissance Studies for Robert Browning, by Lydia Carras: Life of St. Athanasia, p.204, published by Australian Association for Byzantine Studies, Canberra, 1984

[16] Hans-Georg Beck, ο.π., σελ. 341

[17] From Wikipaedia, the free encyclopaedia

[18] From Wikipedia: *Primary source: Michael Psellus, Chronografia. *The Oxford Dictionary of Byzantium, Oxford University Press, 1991.

[19] Hans-Georg Beck, ο.π., σελ.408-412

[20] Έζησε από το 984 ως το 1056, σύμφωνα με το Oxford Dictionary of Byzantium, Oxford University Press, 1991




 

 

 

 

       
Disclaimer
While every effort has been made by ANAGNOSTIS to ensure that the information on this website is up to date and accurate, ANAGNOSTIS  does not give any guarantees, undertakings or warranties in relation to the accuracy completeness and up to date status of the above information.
ANAGNOSTIS will not be liable for any loss or damage suffered by any person arising out of the reliance of any information on this Website

.Disclaimer for content on linked sites
ANAGNOSTIS accepts no responsibility or liability for the content available at the sites linked from this Website.
Το περιοδικό δεν ευθύνεται για το περιεχόμενο άρθρων των συνεργατών.

Anagnostis  P.O.Box 25 Forest Hill 3131 Victoria Australia
 enquiry@anagnostis.info