ΤΙΜΕ ΙΝ ΑΤΗΕΝS            

       

 

Από τη βιογραφία μου Πιπίνα Δ. Ιωσηφίδου-Elles

Την παραμονή των Χριστουγέννων στα Γιάννινα, την περίοδο προς το τέλος της δεκαετίας του 1950 και καθόλη σχεδόν τη δεκαετία του  1960, όπως και σήμερα, παιδιά μέχρι και δώδεκα χρονών συνήθως δύο μαζί,  αλλά κάποτε και μικρές χορωδίες ενηλίκων ή και ομάδες παραδοσιακής μουσικής, πρωί–πρωί έπαιρναν τα σπίτια και τα μαγαζιά στην "αράδα" για να πουν τα «κάλαντα», να ευχηθούν και να τους ευχηθούν, να λάβουν τα αντίδωρα και να ευχαριστήσουν. 

"Χριστούγεννα Πρωτόγεννα

πρώτη γιορτή του χρόνου.

Χριστός γεννάται σήμερον

εν Βηθλεέμ τη πόλει

οι ουρανοί αγάλλονται

χαίρει η φύσις όλη....."

 

Τα χαριτωμένα κάλαντα ακούγονταν σε όποιο μέρος της πόλης  κι αν πήγαινε κανείς. Ήταν αναπόσπαστο μέρος της εορταστικής διάθεσης και οπωσδήποτε ήταν κυρίως η γιορτή των παιδιών.  Και όπως θα περίμενε κανείς είχε ιδιαίτερη σημασία το ευχαριστήριο τετράστιχο που συμπεριλαμβανόταν σαν είδος επωδού -αν και για μία φορά μόνο- των καλάντων:

 

"Σ' αυτό το σπίτι πού 'ρθαμε

πέτρα να μη ραγίσει

κι ο νοικοκύρης του σπιτιού

χίλια χρόνια να ζήσει!"

 

Όταν η αδερφή μου κι εγώ ήμασταν μικρές, λέγαμε τα κάλαντα μόνο στη γιαγιά μας και στη θεία μου Ελισσάβετ, την  αδερφή της μητέρας μου, γιατί ο πατέρας μου μας απαγόρευε να πάμε «να τα πούμε», οπουδήποτε αλλού.  Η γιαγιά μας πάντα  μας έδινε έναν καλό μπουναμά, κι αν κατά τύχη ήταν εκεί και οι θείοι μας, όπως καταλαβαίνετε, τα πράγματα ήταν ακόμη καλύτερα.   

Οι Γιαννιώτισσες νοικοκυρές,  "για το καλό του χρόνου", όπως έλεγαν, άφηναν την κάθε ομάδα που χτυπούσε την πόρτα τους να τα πει και η αμοιβή της μπορούσε να είναι ποικίλη: από φουντούκια, ή "τσίγαλα[1]", σταφίδα και καρύδια, ως νικελένια μικρονομίσματα ευτελούς αξίας -δεκάρες και πεντάρες- ή σε εξαιρετικές περιπτώσεις μισή ως και μία δραχμούλα.  Με αυτά τα λίγα που μάζευαν τα παιδιά, αγόραζαν κάποια πραγματάκια, που τους άρεσαν, συνήθως παιχνιδάκια ή φτηνά βιβλία, που ίσως περίμεναν πολύν καιρό για να τα αποκτήσουν. 

Τα λιγοστά μαγαζιά που πουλούσαν  παιχνίδια, τέτοιες μέρες, είχαν τη μεγαλύτερη  κίνηση του χρόνου. Και μιλώντας για παιχνίδια, καταλαβαίνετε πως τα παιγνίδια της περιόδου του 1950, δεν έμοιαζαν με τα σημερινά.  Καμμία σχέση, καθώς  τα παιχνίδια ήταν απλά, κάποτε κινητικά με κούρδισμα.  Αργότερα τη δεκαετία του 1960 πλέον, υπήρχαν και αυτά που λειτουργούσαν με τη βοήθεια μιας μπαταρίας. Στην περίπτωση βέβαια των παιχνιδιών που δεν λειτουργούσαν  με μπαταρίες, υπήρχαν πολλά πλεονεκτήματα καθώς βοηθούσαν το μυαλό του παιδιού να χρησιμοποιεί τη φαντασία του και να επιχειρεί την κατασκευή δικών του παρόμοιων παιχνιδιών, στην έλλειψη αγορασμένων, που και αυτό με τη σειρά του, γύμναζε τη φαντασία του, την κριτική του και την εφευρετικότητά του και ταυτόχρονα το προετοίμαζε για κάποια μέλλουσα χειρονακτική ή τεχνική ενασχόληση, μία ικανότητα, που ίσως ακόμη και να εξελισσόταν σε αρωγό δύναμη,  για πορεία και επίδοση σε περαιτέρω τεχνικές ή και επιστημονικές επιδόσεις και κατακτήσεις.

Αναμφίβολα στην καλλιέργεια  της φαντασίας του παιδιού βοηθούσε το καλό παιδικό βιβλίο, με τις περιγραφές του, και την ικανότητά του να δημιουργεί  στο νού του παιδιού εικόνες  που το ωθούσαν στην αναπαράστασή τους με την ζωγραφική ή και στην κριτική, βοηθώντάς τα έτσι και στην καλλιέργεια της έκφρασης και επομένως στην τριβή της γλώσσας.  Αυτό το τελευταίο, μαζί με όλα τα προηγούμενα και αλληλένδετα μεταξύ τους, βοηθούσε επιπλέον το παιδί να δημιουργεί δικές του μικρές ιστορίες και επομένως το ωθούσε και στη βελτίωση της γραπτής (έκθεσης) αλλά και προφορικής διατύπωσης (προφορική αφήγηση ή περιγραφή με σωστή ροή λόγου), δηλαδή στον προφορικό και στο γραπτό λόγο. Πολλές λοιπόν οι αισθήσεις που περιλαμβάνονταν σε ετούτη τη διαδικασία, αντίθετα προς τα σημερινά παιδικά βιβλία που κατακλύζονται από εικόνες και ελάχιστο γραπτό λόγο, γεγονός που συντελεί ώστε το παιδί να μη μαθαίνει τη γλώσσα γρήγορα και αποτελεσματικά, δεν τροχίζει τη φαντασία του και δε χρειάζεται να τη χρησιμοποιήσει για να αναπαράγει τις δικές του εικόνες ή να σκεφτεί ότι μπορεί να γράψει τις δικές του ιστορίες, κι ας λένε πως μία εικόνα τα λέει όλα!  Και αν το εικονογραφημένο βιβλίο δεν βοηθά όσο θα έπρεπε... χείριστο όλων είναι η τηλεόραση που προσφέρει μασημένη και αναμασημένη τροφή στον πεινασμένο νου των μικρών παιδιών...

 

Αλλά ας συγκεντρωθούμε στο ξημέρωμα των Χριστουγέννων!..  Το ξύπνημα από τις τέσσερις και μισή το πρωΐ, το ντύσιμο και το βάδισμα στις πέντε η ώρα, στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου της Αγοράς, για τη Θεία Λειτουργεία των Χριστουγέννων, αποτελούν τις πιο ζωντανές από τις αναμνήσεις μου του παρελθόντος.  Ντυμένοι όσο πιο ζεστά μπορούσαμε, οι μεγάλοι με βαριά παλτά και εμείς τα παιδιά καλά προστατευμένα με ζεστά παλτά και καπελάκια, μάλλινα κασκόλ και γάντια, αντιμετωπίζαμε το δριμύ κρύο, ηρωϊκά.   Το φυσικό σκοτάδι κάτω και απάνωθέ μας η ξαστεριά με το φεγγάρι σχεδόν ολόγιομο, έστηναν τη μαγική σκηνή της δικής μας γιορτής για τη γέννηση του Χριστού.  Τα μάγουλά μας που κοκκίνιζαν και η μύτη μας που υγραινόταν, αποτελούσαν όλα μέρος της μυσταγωγίας στης οποίας την αποκορύφωση θα αποβαίναμε μέτοχοι  από τη στιγμή που θα πατούσαμε το πόδι μας στην είσοδο της εκκλησίας και θα συμμετείχαμε στη Θεία Λειτουργία της Γέννησης του Χριστού. Βιαζόμασταν λοιπόν και περπατούσαμε πιάνοντας τα χέρια των γονιών μας.  Το κρυσταλλιασμένο από την παγωνιά χώμα έτριζε κάτω από τα παπούτσια μας, και τα τελευταία αστέρια  στο σκοτεινό ουρανό, ήταν τα γλυκά φυσικά καντηλάκια που φώτιζαν το δρόμο μας, δίπλα στα αδύνατα ηλεκτρικά φώτα που έχυναν λιγοστό το φως τους από τις παλιές ξύλινες κολόνες του Δήμου.

Στη σύντομη διαδρομή μας στην εκκλησία, συνήθως συναντούσαμε κι άλλους Χριστιανούς και αλληλοευχόμαστε τα καλύτερα, όπως και ύστερα, μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας.  Πόσο γλυκειά μου φαινόταν η εκκλησιαστική ατμόσφαιρα, τα δεκάδες λαμπάκια στα πλούσια καλλιτεχνημένα μπρούτζινα μανουάλια, τα κεριά που πλημμύριζαν με την χαρακτηριστική τους φωτίτσα κάθε γωνιά του ναού, όπου στέκονταν τα επίσης καλοφτιαγμένα, τεράστια μπρούτζινα κηροπήγια.  Οι βυζαντινές  μελωδίες των ψαλτών κυριαρχούσαν και εμείς ψέλναμε με κατάνυξη τα παρόμοια: "Η γεννήσή σου Χριστέ ο Θεός ημών...", ή το: "Χριστός γεννάται δοξάσατε..." δίπλα στα άλλα συνοδευτικά άσματα. Ήταν χαρακτηριστική η συμμετοχή του εκκλησιαζόμενου πλήθους εκείνης της εποχής.  Συνώδευαν τους ψάλτες με μία χαρακτηριστική κατάνυξη, που σε ωθούσε να πιστεύεις βαθιά, ότι η Γέννα του Χριστού δεν ήταν ένα θρησκευτικό παραμύθι, αλλά ένα θαύμα που είχε οδηγήσει την ανθρωπότητα σε άσφαλτο μονοπάτι!      Χρόνια παιδάτα, όπου όλα τα ιστορούμενα έπιαναν τη γωνιά τους στην τρυφερή μας καρδιά, για να γίνουν βιώματα και να επιζήσουν, ακόμη και όταν η πίστη είχε ξεθωριάσει μέσα μας!

 

Μετά από το τέλος της Χριστουγεννιάτικης Λειτουργίας, το κρύο που ακόμη και ύστερα από τις εφτά το πρωί, εξακολουθούσε να βρίσκεται στην ίδια περίπου βαθμολογία, όπως και στο χάραμα της μέρας- μας έκανε να βιαζόμαστε να γυρίσουμε στο σπίτι. Αναμφίβολα μας άνοιγε την όρεξη και όταν επιτέλους φτάναμε  στο σπίτι μας, αφού ανταλάσσαμε εκ νέου τις ευχές μας, ασπαζόμασταν  το χέρι των γονέων μας με σεβασμό και από ένδειξη αγάπης και αναγνώρισης όλων όσων έκαναν για χάρη μας.

Όπως συνήθως, ο πατέρας μου είχε τις χοιρινές μπριζόλες έτοιμες για γρήγορο ψήσιμο από την παραμονή, και το κρασί περίμενε στη φιάλη του μαζί με τα τσουρέκια και τα υπέροχα γλυκίσματα που είχε ετοιμάσει η μητέρα μου επάνω στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Δεν περιμέναμε δα και πολύ πριν  καθήσουμε για να απολαύσουμε όσο καλύτερα γινόταν, εκείνη την πανδαισία.  Με το κρύο που είχαμε δοκιμάσει στη διαδρομή προς και από την εκκλησία, δε μας φαινόταν καθόλου βαρύ το πρωϊνό που ετοίμαζε ο πατέρας μου, συνοδευόμενο μάλιστα από γλυκό κόκκινο κρασί Ζίτσας... Αυτό το τελευταίο προοριζόταν για εκείνους  που μπορούσαν να το απολαύσουν φυσικά και  εδώ θα κάνω μία μικρή παρένθεση  και θα αναφερθώ σε ένα περιστατικό, όταν ήμουν γύρω στα έντεκα, και σχετικό πάντα με το συγκεκριμένο πρωϊνό που ετοίμαζε με τόσο ζήλο ο πατέρας μου ανήμερα τα Χριστούγεννα.

Εκείνη λοιπόν τη χρονιά των έντεκα χρόνων μου, ακολουθώντας τη συμβουλή του πατέρα μου, δοκίμασα, για πρώτη φορά, το περίφημο γλυκόπιοτο κόκκινο κρασί της Ζίτσας, που συνόδευε ανελλιπώς τις χοιρινές μπριζόλες του πατέρα μου, με κόστος που ούτε οι γονείς μου και τελευταία  εγώ, το είχαμε προβλέψει.  Γιατί πίνοντας από ένα μικρό ποτήρι κρασιού μέχρι δύο δάχτυλα από το γευστικότατο Ζιτσιώτικο ποτό, κατέληξα να απέχω τελικά από το ωραίο μεσημβρινό τραπέζι, εξαιτίας πυρετού και ζαλάδας που διήρκεσαν το μεγαλύτερο τμήμα  της ημέρας.  Από τότε, ποτέ πια  δεν τόλμησα να φάω το βαρύ Χριστουγεννιάτικο πρωϊνό του πατέρα μου: χοιρινές μπριζόλες με τη συνοδεία γλυκού Ζιτσιώτικου κρασιού. Περιττό να αναφέρω, πως τη στεναχωρημένη μητέρα μου την παρηγόρησε ο πατέρας μου λέγοντάς της, ότι αν και ήταν μία αντίδραση του οργανισμού μου, γιατί ήμουν μικρή και αμάθητη στο αλκοόλ, δε θα έπρεπε ν’ ανησυχεί, αφού ήδη φαινόμουν καλύτερα: «Τι ήπιε παιδί μου; Σε ένα ποτηράκι κρασιού, ένα-δύο δάχτυλα! Τι φοβάσαι;» Πραγματικά συνήλθα αργότερα εκείνη την ημέρα, αλλά έκτοτε και μέχρι σήμερα δεν μπορώ να απολαύσω τα προϊόντα του κρασοπαππού Βάκχου!..

Τα Χριστούγεννα, συνηθίζαμε ακόμη μετά από την μεσημεριάτικη πανδαισία, νωρίς το απόγευμα, να επισκεπτόμαστε όλη η οικογένεια τη θεία μου και τη γιαγιά μου. Με την είσοδό μας στο σπίτι τους, δίπλα στις ευχές μας, σκύβαμε και ασπαζόμαστε το χέρι της αξιοσέβαστης και πολυαγαπημένης μητριάρχισσας γιαγιάς, από αγάπη και σεβασμό προς την ταλαιπωρημένη προσωπικότητά της και επίσης της θείας μου, του συζύγου της και των θείων μου, αδελφών της μαμάς μου, που καθώς δεν είχαν δική τους οικογένεια ακόμη, έμεναν στο σπίτι της γιαγιάς μου. Τέτοιες ημέρες νιώθαμε ότι όλα τα μέλη της εκτεταμένης οικογένειάς μας ανήκαμε ο ένας στον άλλον περισσότερο από ποτέ, και ότι η δύναμη της οικογενείας μας εξηρτάτο τόσο απόλυτα από αυτή την συχνή, τρόπον τινά,  ανανέωση της σχέσης μας.  Ήταν γιορτή της αγάπης και της επικοινωνίας της, μία αληθινά οικογενειακή γιορτή, ένα άνοιγμα στα καλά που επρόκειτο να προσκομήσει ο επερχόμενος καινούργιος χρόνος την εβδομάδα που θα ακολουθούσε.

 

Πρωτοχρονιά

Και να που έφτανε και η Πρωτοχρονιά ώσπου να πεις ένα!  Η παραμονή της άρχιζε παρόμοια  με την παραμονή των Χριστουγέννων, δηλαδή  με τα κάλαντα για τον Αη-Βασίλη, τον Άγιο Πατέρα από την Καισαρία, τον παχουλό οδοιπόρο που έρχεται κουβαλώντας πολύτιμα αγαθά για τον άνθρωπο: την αγάπη προς τη μόρφωση και τη μετάδοση της πίστης σε αυτή, καθώς από αυτήν απορρέουν τα βέλτιστα.

 

"Άγιε μου Βασίλη τραγουδούν τα χείλη

σε καλωσορίζουν τα καλά παιδιά"

 αλλά και:

" Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά κι αρχή καλός μας χρόνος...

Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία.

Βαστάει εικόνα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι

το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί μιλούσε..."

 

Το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς, μαζευόμασταν και πάλι όλη οικογένεια γύρω από το τραπέζι.  Όσο είμασταν μικρά, παρακολουθούσαμε μόνο τους μεγάλους γονείς και επισκέπτες, αργότερα όμως συμμετείχαμε  στο παιχνίδι  "πάρτα όλα",  με φασόλια πάντα ή κάναμε  παιχνίδια με την τράπουλα: την ξερή, την τριανταμία και άλλα[2]... Όλα όμως για διασκέδαση και δήθεν για το καλόπιασμα της Τύχης. Στην ουσία όμως παίζαμε ώσπου να φτάσει η ώρα της υποδοχής του Νέου και πολλά υποσχόμενου Χρόνου!  Τρώγαμε λοιπόν ξηρούς καρπούς, λέγαμε αστεία και ανέκδοτα, περιμένοντας για το σβήσιμο των φώτων, την άφιξη του νέου έτους και το κόψιμο της μοσχομύριστης βασιλόπιττας, που ψηνόταν κι αυτή από νωρίς την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, όπως όλα τα άλλα ψητά εδέσματα, στο φούρνο της γειτονιάς.  Όταν έφτανε η στιγμή που «ο Νέος Χρόνος χτύπαγε την πόρτα μας», τότε γινόταν το κόψιμο της καθόλα μεγαλοπρεπούς, ροδοκόκκινης και μοσχομύριστης βασιλόπιττας. Ύστερα με υπομονή περιμέναμε να πάρουμε τη μερίδα μας, όχι μόνο για να τη γευτούμε, αλλά και για να δούμε ποιος επιτέλους θα ήταν ο τυχερός του Νέου Έτους, αφού αυτό ακριβώς σήμαινε το μικρό νόμισμα που έβαζαν οι νοικοκυρές μέσα στη βασιλόπιττα.  Πρώτο λοιπόν ήταν το κομμάτι του Χριστού που τοποθετείτο στο εικόνισμα του σπιτιού, ύστερα του σπιτιού, ακολουθούσε το κομμάτι του πατέρα, της μητέρας και τέλος τα δικά μας, με σειρά βέβαια από τον μεγαλύτερο ως τον μικρότερο κ.τ.λ. Δε θυμάμαι αλήθεια να είχα πετύχει ποτέ το νόμισμα της Βασιλόπιττας.  Αυτό όμως ποτέ δε με πείραζε. Το θεωρούσα ασήμαντο γεγονός, ούτως η άλλως.

Να μην ξεχνάμε πως στην Ελλάδα της εποχής των παιδικών μου χρόνων, αντίθετα από άλλες χώρες, η ανταλλαγή δώρων γινόταν την Πρωτοχρονιά, δηλαδή ανήμερα του Αγίου Βασιλείου, και εξακολουθεί να ισχύει αυτό από ότι γνωρίζω.

Πέρα από τον εορταστικό χαρακτήρα της η Πρωτοχρονιά εγκλείει -κυρίως για τους μεγάλους- και το στοιχείο της μελαγχολίας, καθώς αποτελεί ορόσημο των χρόνων που διαβαίνουν,  των ημερών που σα σταγόνες αδειάζουν το δοχείο του χρόνου της ζωής μας. Ο καθείς μας γνωρίζει πως η σημερινή και η επόμενη και όλες εκείνες οι μέρες που θα ακολουθήσουν, θα αποβούν παρελθόν.  Αφότου ήμουν μικρή, το συναίσθημα του ταχύτατου κυλίσματος του χρόνου, κατά τρόπο παράδοξο, μου προκαλούσε λύπη.

 

Φώτα

Μία τελευταία σημαντική γιορτή σε ετούτο το γιορταστικό δεκαπενθήμερο ήταν και είναι τα Φώτα. Την παραμονή της γιορτής περνούν πάλι τα παιδιά, όχι όμως με την ίδια συμμετοχή όπως τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, και λένε το άσμα των Φώτων:

 

"Σήμερα τα φώτα κι ο φωτισμός, και χαρά μεγάλη και αγιασμός..."

 

Στην ιδιαίτερη πατρίδα μου αυτή την ημέρα φτιάχναμε λουκουμάδες, τους μελώναμε και τους πασπατίζαμε με κανέλα.  Ήταν η πιο ωραία λυχουδιά της ημέρας, πέρα από το γεγονός της αναπαράστασης της βάφτισης του Χριστού από τον νουνό του Ιωάννη τον Βαφτιστή, με το ρίξιμο του Σταυρού μέσα στην παγωμένη λίμνη μας, την περίφημη Παμβώτιδα. Οι Γιαννιώτες δε στεναχωριόνταν για το κρύο και δεν δίσταζαν να κατεβαίνουν στη λίμνη για να παρακολουθήσουν το βάφτισμα του σταυρού στα νερά της και την ευλογία του.

 

«Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε... »

 

 Απολάμβαναν το κολύμπι της άμιλλας των γενναίων κολυμβητών, και αδημονούσαν για την ανάδυση του εντυπωσιακού πάντα, Ασημένιου Σταυρού από τα παγωμένα νερά. Ήταν και είναι μία αναπαράσταση που κάνει τους πιστούς να θεωρούν αυτή την τελετή λίαν απαραίτητη, όχι μόνο για το αγίασμα όλων των υδάτων μέσω του αγιασμού, αλλά και σαν στοιχείο τηρητέο για τη διαιώνιση μιας πατροπαράδοτης συνήθειας του ελληνικού ορθόδοξου χριστιανισμού.  Πολλοί από τους  πιστούς –άρρωστοι ή ανήμποροι ηλικιωμένοι- δεν πήγαιναν στη λίμνη για να μαρτυρήσουν το αγίασμα των υδάτων, παρά περιορίζονταν στο άκουσμα της Θείας Λειτουργίας από το ραδιόφωνο. Οι μετέχοντες  κείνη την ημέρα στην εκκλησιαστική λειτουργία έφερναν μαζί τους μπουκαλάκια που τα γέμιζε ο παπάς και ο βοηθός του με το αγιασμένο «ύδωρ», στο τέλος της Θείας Λειτουργίας.

Ο ιερέας της ενορίας επισκεπτόταν επίσης τις οικογένειες της ενορίας του  που τον καλούσαν, παίρνοντάς τις στην αράδα. Κρατώντας στα χέρια του ένα ματσάκι βασιλικού, το βουτούσε μέσα στο μπακιρένιο κατσαρολάκι του και ράντιζε τα σπίτια και τα νοικοκυριά τους, όταν έψελνε το πασίγνωστο απολυτίκιο:

 

«Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε... »

 

Τέλος εισέπραττε τον πενιχρό οβολό της νοικοκυράς, που το έρριχνε μέσα στο μπακιρένιο κατσαρολάκι του και αποχωρούσε με ευχές:

 

«Και του χρόνου τέκνα μου!»

 

Με το τέλος αυτής της ημέρας έκλεινε ο κύκλος των χριστουγεννιάτικων εορτών και όλοι ξεκούραστοι και ανανεωμένοι από τις μέρες αργίας, επέστρεφαν στη ρουτίνα της ζωής.

 Όμως οι γιορτινές διακοπές δεν σταματούν εδώ. Ύστερα από λίγο καιρό θα καταφθάσουν οι Αποκριές με το τρελό Καρναβάλι και οι Γιαννιώτες θα απολαύσουν το μασκάρεμα, συνοδευόμενο από το εντατικό, το υπερβολικό πείραγμα -που συχνά άγγιζε τα όρια του άσεμνου- χορεύοντας γύρω από τις τεράστιες γειτονικές φωτιές, για την απομάκρυνση των φανταστικών καλλικαντζάρων, το καθάρισμα της πολιτείας από το μύασμα που φτάνει στην αποκορύφωσή του μέχρι εκείνη τη στιγμή, όπως θέλει να πιστεύει και νεοελληνική παράδοση, που σίγουρα ακολουθεί τα ίχνη της αρχαιοελληνικής πανηγυρικής πομπής των Ελευσινίων Μυστηρίων.

Αλλά βέβαια οι Αποκριές αποτελούν γιορτές ξεχωριστές και επομένως είναι μία  άλλη υπόθεση... Και μην ξεχνάμε ότι η όλη διαδικασία υπαγορεύει τελικά και κυρίως την προετοιμασία στο εξής, για την υποδοχή του Αγίου Πάσχα της μεγαλύτερης γιορτής της Χριστιανοσύνης.

Π.Ε.        

 

 

[1] Έτσι ονόμαζαν τα αμύγδαλα, κάποιοι κυρίως εκείνοι που προέρχονταν από τα διάφορα χωριά.

[2] Δυστυχώς δεν τα θυμάμαι καλά τα παιχνίδια με την τράπουλα.

 

 

       
Disclaimer
While every effort has been made by ANAGNOSTIS to ensure that the information on this website is up to date and accurate, ANAGNOSTIS  does not give any guarantees, undertakings or warranties in relation to the accuracy completeness and up to date status of the above information.
ANAGNOSTIS will not be liable for any loss or damage suffered by any person arising out of the reliance of any information on this Website

.Disclaimer for content on linked sites
ANAGNOSTIS accepts no responsibility or liability for the content available at the sites linked from this Website.
Το περιοδικό δεν ευθύνεται για το περιεχόμενο άρθρων των συνεργατών.

Anagnostis  P.O.Box 25 Forest Hill 3131 Victoria Australia
 enquiry@anagnostis.info