ΤΙΜΕ ΙΝ ΑΤΗΕΝS            

       

 

 

Η Επιστροφή της Ιφιγένειας 
               του Γιάννη Ρίτσου

Από το ανέκδοτο βιβλίο μου:

Κριτικές Μελέτες

Πιπίνα Δ. Ιωσηφίδου - Elles

 

Ετούτο το δημιούργημα, του Γ. Ρίτσου, είναι το δωδέκατο στη σειρά των Μυθολογικών Ποιημάτων του, της Τέταρτης Διάστασης. Στο τέλος του ποιήματος κατατίθεται ο τόπος και ο χρόνος της γραφής του, με τη σειρά που γράφτηκαν: Σάμος, Αθήνα, Σάμος, Νοέμβριος 1971-Αύγουστος 1972.

Στον αρχέτυπο μύθο, ο Αγαμέμνων λέγοντας  ψέματα στη γυναίκα του Κλυταιμνήστρα,  ότι πρόκειται δήθεν να αρραβωνιάσει τη θυγατέρα τους Ιφιγένεια με τον περιζήτητο ‘‘γαμπρό’’, τον  ημίθεο ήρωα, Αχιλλέα, της ζητά να συνοδέψει τη θυγατέρα τους στην Αργολίδα. Εδώ βρίσκεται για καιρό αραγμένος ο στόλος των Ελλήνων, περιμένοντας μάταια να πνεύσει  ούριος άνεμος ώστε να μπορέσει να αποπλεύσει από την Αργολίδα με κατεύθυνση την Τροία.  Αποστολή του ελληνικού στόλου είναι η τιμωρία των Τρώων για την  απαγωγή της Ελένης, συζύγου του Μενελάου - αδερφού του Αγαμέμνονα-  από τον Πάρη,  και η επιστροφή της στη Σπάρτη[1].

Στην Αργολίδα η Κλυταιμνήστρα διαπιστώνει το ψέμα του Αγαμέμνονα, για την άφιξή τους, αυτής και της Ιφιγένειας, στην Αργολίδα, αλλά αδύναμη ενώπιον μια τέτοιας απόφασης να θυσιαστεί η θυγατέρα της, προς τιμήν της Άρτεμης, οργίζεται και μισεί τον ψεύτη Αγαμέμνονα.  Η Ιφιγένεια οδηγείται στο βωμό, ως εξιλαστήριο θύμα, ώστε η θεά Άρτεμις[2], η οποία εχθρευόταν τον οίκο των Ατρειδών, να   εξευμενιστεί και να επιτρέψει στους ούριους ανέμους να πνεύσουν επιτέλους, ώστε  να καταστεί δυνατός ο απόπλους του ελληνικού στόλου  από την Αυλίδα, με κατεύθυνση την Τροία. 

Σύμφωνα με τον ίδιο αρχέτυπο μύθο, η  ιστορία συνεχίζεται και η Ιφιγένεια δε χάνεται. Η θεά Άρτεμις,  θεά του κυνηγιού, αρπάζει τη νέα από το βωμό και στη θέση της αφήνει ως εξιλαστήριο θύμα, ένα ελάφι.   Στη συνέχεια η Άρτεμις φέρνει την Ιφιγένεια στη Χερσόνησο των Ταύρων, στο βασίλειο του Θόοντα, για να την υπηρετήσει στον εκεί ναό της, ως ιέρειά της.  Εκεί τη βρίσκει αργότερα ο Ορέστης, την απελευθερώνει με τον φίλο του Πυλάδη, και οι τρεις μαζί πλέον, επιστρέφουν στην Ελλάδα.

 

Ο Ρίτσος στο δικό του πλέον μύθο, παρουσιάζει τον Ορέστη και την Ιφιγένεια, να κάθονται  ‘‘σχεδόν αντικρυστά’’, σε ένα μεγάλο δωμάτιο, στο πατρικό  τους σπίτι.   Είναι άνοιξη, η εποχή της αναγέννησης της φύσης, στην Ελλάδα, μία καθόλα θαυμάσια και αισιόδοξη  εποχή, για την ελληνική κοινωνία εν γένει.  Παρόν επίσης,  σε ένα κάθισμα, βρίσκεται ένα καψαλισμένο κούτσουρο. Μοιάζει με γυναικείο κορμό, με ακρωτηριασμένα τα πάνω και κάτω άκρα του.  Πρόκειται για το ξόανο της Θεάς Άρτεμης που το πήραν από το ναό  της, στους Ταύρους.  Η ηρωίδα του μύθου, Ιφιγένεια αρχίζει ένα μακρύ μονόλογο, παρόμοια όπως και στα προηγούμενα ποιήματα της Τέταρτης Διάστασης  που εξετάστηκαν σε ετούτο το πόνημα. Λέει λοιπόν: ‘‘Πάνε τρεις μέρες κιόλας που βρισκόμαστε στον τόπο μας.  Έληξε το ταξίδι’ έληξε η περιπέτεια. Λοιπόν;  Αυτό είταν;  Αυτά είταν;’’ Στα λόγια της είναι αισθητή η απογοήτευση.  Μολονότι η επιστροφή δεν υπήρξε άγνωστο αντικείμενο, ταυτόχρονα τα πράγματα που αντιμετωπίζουν είναι ‘‘άλλα’’, διαφορετικά.  Ήταν προγεγραμμένο, μοιραίο, να χωρίσουν τότε –άλλοτε-  και να ξαναβρεθούν.  Τώρα αποδεσμεύονται μεν από όλα τα αξιόλογα γεγονότα του παρελθόντος, εγκλωβισμένοι ωστόσο ‘‘μέσα στη νέα σκλαβιά’’[3] ετούτη του παρόντος.  Το περιζήτητο θέμα της ελευθερίας επανέρχεται υπό νέα μορφή: αυτή του συσχετισμού της με την υποχρέωση, τη δέσμευση, την υποταγή, και ίσως και την απαγόρευση.  Όμως δε νοείται ελευθερία χωρίς περιορισμούς και καθήκοντα, για εμάς τους θνητούς, καθώς πράττοντας τα αντίθετα, περνάμε στην ασυδοσία, και αποβαίνουμε δεσμώτες ενός άλλου, δύσμοιρου καθεστώτος. 

Τώρα λοιπόν επιφανειοποιείται  μία άλλου είδους σκλαβιά -μεταφορική πλέον-, που αφορά κυρίως ένα κόσμο διαφορετικό από εκείνον του διανοούμενου: πρόκειται για μία ωμή αλήθεια, που απαρτίζεται από τη σκλαβιά της ένδειας, της φτώχειας και της πείνας, και που αφορά, ποιον άλλον, αν όχι τον καθημερινό, τον γνωστό, τον συνηθισμένο απλό εργάτη, και που οφείλεται στη στέρηση των αλεύρων και του άρτου σε περιόδους δυστυχίας, στον ελλαδικό χώρο;  Αφορά μία μακρά περίοδο οδύνης, που αποτελείται από σειρά μικρότερων, και πάντα επώδυνων εποχών, με ελάχιστα και προσωρινά διαλείμματα λες και για να πάρει δύναμη ο Έλλην-Άνθρωπος, ώστε να δυνηθεί να αντιμετωπίσεις την επόμενη δυστυχία του!  Η μοίρα των Ελλήνων έχει χαραχτεί με φλόγινα γράμματα πάθους και πόθου για την κομματιασμένη Ελευθερία τους...  Το παράδειγμα είναι δραματικό, και δίνεται παραστατικά με τα τσουβάλια και το αλεύρι: ‘‘μουσκεύει τ’ αλεύρι; Γρομπιάζει, δε γίνεται ψωμί ούτε πίττες’’[4].  Η πείνα, οι κακουχίες και η ταλαιπωρία είναι εμπειρίες του ιδίου του ποιητή, επομένως οι πληροφορίες και το συναίσθημα προέρχονται από ‘‘πρώτο χέρι’’.

Το πιάνο, ως στοιχείο απομυθοποίησης του πρωταρχικού μύθου, θεωρείται  άχρηστο κάποια στιγμή, καθώς ανήκει στο ένδοξο μάλλον παρελθόν και επομένως κουβαλά αναμνήσεις νεκρών. ‘‘Οι πεθαμένοι παντού και πάντοτε είναι περισσότεροι απ’ τους ζωντανούς’’[5], λέει απολογητικά η Ιφιγένεια και χωρίς να λέει κάτι ασυνήθιστο ή άγνωστο, υπογραμμίζει εκ νέου τη μοίρα του ανθρώπου:  όλοι μα όλοι πεθαίνουν και επομένως οι αριθμοί των νεκρών είναι κατά κανόνα υπέρογκοι μέσω των αιώνων και σε σχέση με τον αριθμό των ζωντανών της εκάστοτε χρονικής περιόδου, αλλά και εν συνόλω.  Ύστερα από τον άπιαστο ήχο του πιάνου κάποιας καλής εποχής, η Ιφιγένεια επικεντρώνεται στο σκοινί της καμπάνας και αυτή την καμπάνα, πρόθυμο όργανο στα χέρια του ανθρώπου: χρησιμοποιείται για να σημάνει, να σημειώσει, να υπογραμμίσει διαφορετικά πράγματα με τις διαφορετικές της εκφράσεις, όπως τη γνώση της ‘‘μόνιμης και νόμιμης απώλειας’’, ή επίσης της ‘‘μη απώλειας’’, αλλά μίας επανόδου, όποια κι αν είναι αυτή, ένδοξη ή άδοξη, επιθυμητή ή ανεπιθύμητη. Αυτός είναι ο νόμος της επιστροφής, και αφορά και τη δική της, και είναι πιο βαθύς, γιατί έχει προηγηθεί και έτσι έχει δημιουργηθεί το χάσμα της απουσίας[6] της.

Και οι νεκροί; Από τους νεκρούς, οι απλοί άνθρωποι, είναι μακάριοι τελικά, εντός της ανωνυμίας τους: ‘‘Οι πιότεροι υπηρέτες πεθάνανε  κι αυτοί μες την ωραία ανωνυμία’’.   Η Ιφιγένεια έχει επίγνωση της θέσης της και του κόστους αυτής.  Αν δεν ήταν βασιλοπούλα, η Άρτεμις δεν θα επεδίωκε να αιτήσει  τη θυσία της, για να την αποκτήσει κατόπιν ως Ιέρεια.  Και οι υπηρέτες τους κάνουν τη δουλειά τους όταν τους υποκλίνονται, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι τους υπολογίζουν κιόλας, περισσότερο από τον εαυτό τους, τελικά:  ‘‘υποκλίνονται αόριστα... σε αόρατους μεγαλόσωμους ίσκιους... σε κάτι που δεν είμαστε εμείς... που δεν είναι το παρελθόν μας καν’’, συμπληρώνει περνώντας στην περιφέρεια της φιλοσοφίας. Μέσα από τα προσωπεία  κλασσικών μυθικών προσώπων, έντονος διοχετεύεται  ο πεσιμισμός του ποιητή στον αναγνώστη.  Οι ιστορίες τους  προωθούν τον σκεπτικισμό, ωθούν στην ανάλυσή τους, στην ανάσυρση γεγονότων της εποχής του ποιητή, στην αρχή, πριν, τώρα, μετά, στο τέλος. Τα λόγια της Ιφιγένειας είναι απόηχοι των φράσεων της Ελένης, στο ομώνυμο ποίημα του Γ. Ρίτσου: ‘‘Έχουν ξεμακρήνει τα πράγματα (ή μήπως εμείς;)’’ αναρωτιέται η ηρωΐδα[7].  Θεωρεί ότι τα γεγονότα, ή οι μεταξύ τους αποστάσεις: ‘‘παρεμβαίνουν ανάμεσα στο χέρι και στο άγγιγμα, ανάμεσα / στο μάτι και σε κείνο που βλέπει το μάτι...’’[8]  Ο μονόλογός της θυμίζει παραισθήσεις ιέρειας- μάντισσας, καθισμένης σε τρίποδο, καθώς μασά φύλλα δάφνης και αναπνέει  αναδυόμενους θείους  καπνούς σε κάποιο μαντείο… στο ναό της Άρτεμης, στους Ταύρους!  Ωστόσο δεν έχει τη δύναμη ώστε μέσα από τη ζαλάδα των πέπλων της μνήμης των παθών της ή της δόξας της,  να δύναται να ερμηνεύει, παρά μόνο να ρωτά!  Αναφέρει διαφορετικές αναμνήσεις, μέσα από τις οποίες καταλήγει σε διάφορα συμπεράσματα, όπως: ‘‘τη μυστική ευφροσύνη του αμοιβαίου σεβασμού’’, την ‘‘Ήρεμη γνώση ακέραιας της άγνοιας’’,  ‘‘-μια σιωπηλή ευγνωμοσύνη’’,  ‘‘μια γενική ανημπόρια’’.   Μέσα από την παθητική και αδύνατη στάση της,  αναρωτιέται για την οργή ‘‘με τον εαυτό μας’’ -καθώς λέει-,  που δε θέλει  να παραδεχτεί το ακατανόητο[9].  Είναι όντως δύσκολο να στρέφεται ένας ενάντια στον απέναντί του, όταν βρισκόμενος σε  αδιέξοδο ο ίδιος, δεν γνωρίζει τι οφείλει να κάνει για τον εαυτό του. Αγανακτεί λοιπόν γι’ αυτό και για την αδυναμία του να ενεργήσει όπως αιτούν οι περιστάσεις και άσχετα από τις συνέπειες.  Η Ιφιγένεια προχωρά σε μία σύγκριση των ανθρώπων με τα δέντρα, παραμένοντας στο ίδιο θέμα:   ‘‘Ίσως τα δέντρα να νιώθουν καλύτερα’ /Αυτά δε ρωτούν για τα φύλλα τους, για τ’ άνθη τους, / Γι αυτό καρποφορούν’’[10].  Η φύση παρουσιάζεται απλή,  αντίθετη προς το δαιδαλώδες της ανθρώπινης φύσης. Απλά φαίνονται όλα, όσα είναι άσχετα με τον άνθρωπο: το πώς αισθάνεται το ζώο που το βασανίζει κάποιος ή πώς μπορεί να αισθάνεται ένα φυτό όταν το αφήνουν να πεθάνει απεριποίητο και χωρίς νερό, το δηλητηριάζουν ή το καίνε.  Τα φυτά δεν μπορούν να κινηθούν για να γλυτώσουν από τον  όποιο καταστροφικό κίνδυνο, ούτε μπορούν να επικοινωνήσουν δια λόγου.  Ωστόσο τα άνθη τους τέρπουν και οι καρποί τους ωφελούν το ζωικό βασίλειο.  Δεν είναι αυτά σύμβολα ευτυχούς καρποφορίας, νιότης και σφρίγους;

Στο θυσιαστήριο της Αυλίδας η Ιφιγένεια είχε νιώσει μεταμφιεσμένη, καθώς είχε δεμένα τα μάτια με μαντήλι, έτοιμη για τη στιγμή της θυσίας.  Ένιωσε παράξενα, κάτι μεταξύ αγγέλου, ελαφιού ή πεταλούδας, έτσι όπως ήταν έρμαιο στα χέρια των θυτών της.  Οι άνθρωποι που ξεχωρίζουν για κάτι,  είναι ίσως ευκολότερο, να αποβούν θύματα άλλων.  Οι ρόλοι αυτής και του Ορέστη, ήταν καθαρά προγεγραμμένοι: αυτής για να πετά –όταν την απήγαγε η Άρτεμις-   και του Ορέστη για να τρέχει, καθώς η Θεά του είχε επιβάλλει την ανάληψη του φόνου της Κλυταιμνήστρας:  ‘‘τα μάτια μας, Θε μου, /  Που μας τα είχαν κιόλας σφαλιγμένα.  Και πια δε μας έμενε / παρά να κοιτάμε προς τα μέσα, όλο και πιο προς τα μέσα’’[11].  Σε τέτοιες στιγμές ο άνθρωπος ανατρέχει πάντα στο χτες. Υπάρχει η απόγνωση, αυτή που ακολουθεί τη χειραγώγησή του  από δυνάμεις υπέρτερες των δικών του.  Ποιος μπορεί να τα βάλει με τη μοίρα ή με τους Θεούς!  Πρόκειται για θέμα ανισότητας:  η υπεροχή του δυνατότερου με ό,τι αυτή συνεπάγεται.

Η Ιφιγένεια ομολογεί ότι η προσωπίδα που της είχε φτιάξει η μητέρα της για τις Αποκριές, της είχε δώσει κάποιο ποσοστό ελευθερίας: ‘‘αισθανόμουν μια μακρινή σοβαρή ελευθερία’’, λέει.  Ήταν μικρή και αγνή.  Από εκείνη την εποχή  ως τη θυσία της Αυλίδας και την αμφίεσή της για να σφαγιαστεί, και ως την ημέρα της επιστροφής της στις Μυκήνες, πέρασε ένα μεγάλο διάστημα που το κάλυψαν ‘‘άλλα ελάφια, άλλες πράξεις, πόλεμοι, μύθοι’‘, και δεν ήταν εύκολη μια νέα αμφίεση στην ίδια πρωτινή μάσκα, την προσωπίδα που της είχε φτιάξει η μητέρα της  και που την είχε ξαναβρεί ‘‘χτες το απόγευμα’’, όπως λέει στον Ορέστη.  Είχαν όλα αυτά ξεπεραστεί, ανήκαν σε άλλη μακρινή εποχή, έστω και αν εκείνη η πρωτινή μάσκα, παρέμενε η ίδια 

Η Ιφιγένεια μας θυμίζει τα λόγια της Ελένης -στο ομώνυμο ποίημα του Γ. Ρίτσου- στο θέμα της μνήμης και της αλλαγής του ανθρώπου στο πέρασμα του χρόνου. Αναφέρεται στις πράξεις του ανθρώπου που μεταμφιέζεται,  στη μάσκα που προφυλάσσει το πρόσωπο ενός, προφυλάσσοντας ταυτόχρονα και την ανωνυμία του, και που με τον τρόπο αυτό της κάλυψης, μπορεί να αποβεί εγχειρίδιο πράξεων, ξένων πιθανόν, προς την προσωπικότητά του, ή τον πραγματικό χαρακτήρα του.  Η Ιφιγένεια καταθέτει ότι η μάσκα που φόρεσε -του ελαφιού- δεν την επηρέαζε τη στιγμή που βρισκόταν στο βωμό της θυσίας:  ‘‘Δεν είμουν πια εγώ / Είμουνα ο άλλος;  Και κάτω απ’ τον άλλον ή μέσα στον άλλον /  Είμουν ακέραια εγώ, μόνον εγώ’’[12], λέει.  Φορώντας ωστόσο αυτή τη μάσκα του βωβού ελαφιού, ως θύμα πλέον, είχε μία ιδιαίτερη αίσθηση της λέξης: ‘‘πηγή’’. Υπό την επήρεια της μεταμφίεσής της, με επίγνωση της αίσθησης της εξάρτησης των άλλων από εκείνη, και καθώς δεν υπήρχε τρόπος να απαλλαγεί από εκείνο τον ρόλο, υπαγόρεψε: ‘Τελειώνετε’’. Ύστερα με τις λέξεις:  ‘‘Δεν πειράζει /μια κ είναι για τη χώρα μου’ μια κ είναι / να  ξεκινήσουν τα καράβια μας, δεν πειράζει για μένα’’[13]. Είχε εγκαταλειφθεί σε εκείνο που εξ αρχής είχε θεωρήσει μοιραίο.

 

Η θυσία που προκαλούσε δέος στους άλλους, όλως ανέλπιδα της επέτρεψε ένα είδος ελευθερίας παράλληλα με  το μέτρο του περιορισμού.  Η ολοκληρωτική ελευθερία αναβλύζει μέσα από ένα σύνολο κανόνων και μέτρων τελικά[14]. Είναι περισσότερο θέμα διανόησης, παρά εφικτή, ως προς την πραγματική διάστασή της, της  έννοιας.   Η ζωή κυλούσε ούτως ή άλλως τώρα πια, άσχετη με τις όποιες θυσίες του παρελθόντος, και η Ιφιγένεια υπογραμμίζει την απορρόφηση του ανθρώπου σε αυτήν (τη ζωή), ως να μη ισχύει για την παρουσία του το αναπότρεπτο, δηλαδή ο θάνατος.  Έτσι όταν του συμβαίνει κάτι απρόοπτο, ξαφνικό ή απροσδόκητο, επανέρχεται στη συνειδητοποίηση της ύπαρξής του, εκείνης της συγκεκριμένη στιγμής.  Αναλογίζεται τι θα μπορούσε να συμβεί στη μνήμη κάποιων τότε, την επόμενη ή την μεθεπόμενη στιγμή, ή και για πάντα, αν είχε πράγματι θυσιαστεί.  Πώς θα έβλεπαν οι άλλοι τη θυσία της;  ‘‘ένα τεράστιο θόρυβο... να θυμηθούν / πως εκεί είταν το άγαλμα μιας ζωντανής που τη σκότωσαν νέα  /  που έχει γίνει κομματάκια και στη θέση του / ... τώρα πανομοιότυπος αέρας’’[15], λέει με περισυλλογή.  Απολύτως τίποτα δεν είναι στατικό, μας υπενθυμίζει ο Ανρί  Μπερξόν στο κείμενό του: Creative Evolution.  Κάθε στιγμή είναι αυτή καθαυτή και αντικαθίσταται από την επόμενη, την άλλη, τη νέα, και όλα μπορεί να συνεχίζονται για πάντα και να αλλάζουν πάντα με τον ίδιο τρόπο:  με την εξέλιξη αυτής της μιας  στιγμής μέσα στον κυλιόμενο χρόνο.   

Όλα αυτά  οδηγούν στην ερώτηση, αν οι άνθρωποι πάσχουν από παράνοια, καθώς ‘‘ετοιμάζουν αψίδες εκεί που δεν υπάρχει τίποτα’’, παραπονιέται  η Ιφιγένεια.  Θεωρεί ότι δεν αναγνωρίζουν την ουσία, ακόμα κι όταν βρίσκεται μπροστά τους[16].  Απλοί όμως ως προς τη φύση τους, προσδοκούν, και δεν είναι εύκολη η ‘‘στάση της απάθειας’’[17] απέναντί τους.  Αν και μπορούν να παρουσιάζονται ως απαθείς, δυσκολεύονται ωστόσο να κρύψουν την κίνηση της κάποιας ‘‘ανεξάντλητης μυστικής αδημονίας’’, ενόψει αυτής της προσδοκίας τους.  Η σκέψη ότι ‘‘Σήμερα οπωσδήποτε’’ κάτι πρόκειται ν’ αλλάξει, ότι πιθανόν ένα νέο θα φτάσει, φουντώνει την ελπίδα στον φαινομενικά απαθή άνθρωπο, που τελικά κι αυτή, απομένει σαν ‘‘επίβουλη μυρωδιά’’, ίσως, κάτι σαν ‘‘μια τσάντα της μητέρας’’ ή εκείνης του ταχυδρόμου[18], που ως άγγελος-αγγελιοφόρος μαντάτων, του μηνύει ότι είναι αθάνατος –φυσικά και μπορεί να είναι ως άνθρωπος του πνεύματος, όπως ο Ελύτης ή ο Σεφέρης και ο συγγραφέας του ποιήματος, Γ. Ρίτσος-, καθιστώντας  ίσως, αυτή την αγχώδη αναμονή περισσότερο υποφερτή,  κι αυτή ακόμα την τόσο σύντομη διάρκεια μεταξύ αυτών των δύο σημαντικών γεγονότων του κύκλου της ζωής: γέννησης, θανάτου: ‘‘.... διαλύει το χρόνο / αφήνοντας ορατή τη συνέχεια μέσα σε μια διαύγεια που σου επιτρέπει / να βλέπεις πάλι σ’ έναν ήσυχο βυθό, αμέτρητα χρώματα / από πέτρες, υδάτινα δάση και το χαμένο κλειδί κασετίνας’’[19]  Αθάνατος ο ευλογημένος Νους!  Ο άνθρωπος συνθηκολογεί με το θάνατο, παρασυρόμενος από την αισιόδοξη ιδέα ότι ίσως και να είναι αυτός τελικά η είσοδος στην πολυπόθητη αιωνιότητα.  Αθάνατος, έστω και ως άυλη παρουσία!  Η Ιφιγένεια, είναι σκεπτική σε σχέση με το συγκεκριμένο θέμα.  Ορμώμενη από την απουσία του Πυλάδη, σκέφτεται, μονολογεί, για τις προσπάθειες των ανθρώπων, ότι ίσως όλες έχουν παρόμοιο τέλος.  Παρουσιάζεται αβέβαια όταν ερωτά προς τι  όλες αυτές οι επίπονες όντως προσπάθειες, ‘‘γι’ αυτή την ερήμωση’, για τη μετρημένη ζωή; Κι αν είναι έτσι ‘τι σημασία έχουν, λοιπόν, η επιτυχία ή η αποτυχία;’’ [20]Σε ετούτη την αναδρομή της μνήμης και στη διαπίστωση κάποιων πραγμάτων με οδηγό την ωρίμανση και την εμπειρία, της Ιφιγένειας, η αναφορά στις παιδικές φωτογραφίες,  αφυπνίζουν τον αναγνώστη. Η φωτογραφία είναι μία στιγμιαία αποτύπωση της ζωής. Η αποτύπωση μιας μόνο στιγμής, άσχετης με τις προηγούμενες -και του παρελθόντος- ή με τις επόμενες –και του μέλλοντος άμεσου και έμμεσου τελικά.  Πρόκειται για μία φωτογραφία του Ορέστη σε μικρή ηλικία: βυζαίνει το δάχτυλό του. ‘‘σα να θέλεις να τραφείς μόνος απ’ τον ίδιο τον εαυτό σου...’’ [21] στοχάζεται   η Ιφιγένεια -και μέσω αυτής, ο ποιητής μας-,  υπογραμμίζοντας την μοναχικότητα του ανθρώπου: ουσιαστικά είναι μόνος από τη στιγμή που γεννιέται, πέρα από το γεγονός ότι τον ενώνει με τους συνανθρώπους του, κοινή μοίρα. 

Η Ιφιγένεια δεν μπορεί να συμβιβαστεί με το γεγονός  ότι η μητέρα της έτρεφε τόσο μεγάλη αγάπη προς τα παιδιά της,  σε βαθμό ώστε να είναι δέσμιά της. Δεν της συγχωρά το γεγονός ότι δεν υπήρξε αυτάρκης[22].  Εξάλλου αυτή η αγάπη της, δημιουργούσε  ζήλεια ανάμεσα στα παιδιά της: των τριών θυγατέρων της: της Ηλέκτρας, της Χρυσόθεμης και του εαυτού της, εναντίον του γιου της  Ορέστη, έστω και εν αγνοία της.   Αναμφίβολα πρόκειται για ανθρώπινη ανεπάρκεια, ανωριμότητα, εγωιστική και  μονοπωλιακή τάση, που όμως παρατηρείται συχνά,  καθώς είναι ένα συνηθισμένο, τραγικό ωστόσο, φαινόμενο.  Άλλωστε η αγάπη και το μίσος αποτελούν τις δύο όψεις του ενός νομίσματος.  Παρά ταύτα, μέσα από όλο αυτό, το καθόλα απαισιόδοξο σκεπτικό, αναπηδά κάποια αισιοδοξία: υπάρχει τελικά ένα φως-κατακλείδα,  για εκείνους που έχουν κατορθώσει να επιζήσουν μιας ζωής δοκιμασμένης.  Και αφού με στωικότητα αναγνωρίσουν και συνθηκολογήσουν  με τα καμώματά της, ίσως να μπορούν να παρηγορήσουν και να παρηγορηθούν, παρόμοια όπως η Ιφιγένεια και ο Ορέστης, έστω κι αν οι δρόμοι τους χωρίσουν. Πρόκειται για  μία ακόμη ανθρώπινη συγκυρία.

Η ηρωίδα προχωρεί έχοντας καταθέσει   εκείνα που όφειλε. Παίρνει μαζί της το ξόανο της θεάς, τη μάσκα του ελαφιού που είχε φτιάξει η μητέρα της όταν ήταν παιδούλα,  και επιπλέον τα τρία άδεια κλουβιά  από τα παπαγαλάκια της Κλυταιμνήστρας, κατάλοιπο της παρελθούσης ουσιαστικής  παρουσίας της, και απόδειξη του δεσμού της μ’ εκείνη.  Η Ιφιγένεια ήταν δεμένη με τη μητέρα της  -άρρηκτα ίσως- και απόδειξη αποτελεί και το γεγονός ότι θησαυρίζει χειροτεχνήματα ή  αγαπημένα αντικείμενά της.  Δε θα ήταν ίσως υπερβολή να υποθέσουμε ότι τα τρία άδεια κλουβιά της μητέρας της, συμβολίζουν τη σκιά της και την αγάπης της, στοιχεία ουσιαστικά, από τα οποία απελευθερώθηκαν τελικά οι τρεις αδερφές (παπαγαλάκια): η Ηλέκτρα, η Χρυσόθεμις και η Ιφιγένεια.  Ο Ορέστης παραμένει μόνος του, ως ο μητροκτόνος του μύθου.

 

Βιβλιογραφία

Η Αγία Γραφή, Αδελφότης Θεολόγων: ’’Η Ζωή’’, 1983, Αθήναι, Έκδοσις ενάτη, Κατά Λουκάν, Κεφ. ΙΒ’, στίχος:  27

Henry Bergson, Creative Evolution, Translator Arthur Mitchell, Release Date: August 1/2008, [Ebook#26163]

Ομήρου Ιλιάς,  Εισαγωγή εις το Ομηρικόν έπος υπό ΒΙΛΑΜΟΒΙΤΣ, Μετάφρασις και σημειώσεις  ΝΙΚ. Ι. ΣΙΦΑΚΙ, εκδ. ΠΑΠΥΡΟΣ, ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ – 1940

M. J. Jeffreys, Reading in the fourth direction, Modern Greek Studies, 2, 1984

Παντελής Πρεβελάκης, Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος, Συνολική θεώρηση του έργου του, β’ έκδοση, Κέδρος 1983

Γ. Ρίτσος, Ελένη, Τρίτη έκδοση, Κέδρος

Γ. Ρίτσος, Η Επιστροφή της Ιφιγένειας, έκτη έκδοση, Κέδρος

Γ. Ρίτσος, Χρυσόθεμις, Δωδέκατη έκδοση, Κέδρος

Robert Graves, Greek Myths, Published 1985  by Book Club Associates by arrangement with Cassel Ltd., printed in Belgium


 

[1]Να προσθέσουμε εδώ παρενθετικά, ύστερα από την επιστροφή της Ελένης πίσω στην Ελλάδα, ενόψει του κινδύνου που διέτρεχε από τον Ορέστη, έχουμε μία νέα απαγωγή της από το θεό Απόλλωνα αυτή τη φορά,  με διαταγή του Βασιλιά των Δώδεκα θεών, Δία, και μεταφορά της στον Όλυμπο, όπου έζησε ως αθάνατη.  Ύστερα από ετούτα τα γεγονότα, ο  Μενέλαος,  έλαβε εντολή, επίσης από το θεό Απόλλωνα, να πάρει άλλη γυναίκα και να γυρίσει στη Σπάρτη για να βασιλέψει, Robert Graves, Greek Myths, Published 1985  by Book Club Associates by arrangement with Cassel Ltd., printed in Belgium, p.156

[2] Robert Graves, Greek Myths, ibid, p. 149

[3] Γ. Ρίτσος, Η Επιστροφή της Ιφιγένειας, έκτη έκδοση, Κέδρος, σελ. 8

[4] Γ. Ρίτσος, Η Επιστροφή της Ιφιγένειας, ο.π., σελ. 8

[5] Γ. Ρίτσος, Η Επιστροφή της Ιφιγένειας, ο.π., σελ. 8

[6] Γ. Ρίτσος, Η Επιστροφή της Ιφιγένειας, ο.π., σελ. 11

[7] Γ. Ρίτσος, Η Επιστροφή της Ιφιγένειας, ο.π., σελ. 10

[8] Γ. Ρίτσος, Η Επιστροφή της Ιφιγένειας, ο.π., σελ. 10

[9] Κάτι ανάλογο υπάρχει και στη Χρυσόθεμη (Γ.Ρίτσος,  Χρυσόθεμις, Δωδέκατη έκδοση, Κέδρος, ο.π., σελ.. 30), όπου η ηρωΐδα αναφέρεται στο παραλόγιασμα της αδερφής της: ‘δεν ανεχόταν το ανεξήγητο –κι ίσως γι αυτό παραλόϊσε’’.

[10] Σελ. 11, Θυμίζει τη φράση του Χριστού στο Κατά Λουκάν, Κεφ. ΙΒ’, 27: ‘κατανοήσατε τα κρίνα πώς αυξάνει’ ου κοπιά ουδέ νήθει’, Η Αγία Γραφή, Αδελφότης Θεολόγων: ’’Η Ζωή’’, 1983, Αθήναι, Έκδοσις Ενάτη, Κατά Λουκάν, Κεφ. ΙΒ’, στίχος: 27,  σελ. 924

[11] Γ. Ρίτσος, Η Επιστροφή της Ιφιγένειας, ο.π., σελ. 14

[12] Γ. Ρίτσος, Η Επιστροφή της Ιφιγένειας, ο.π., σελ. 15

[13] Γ. Ρίτσος, Η Επιστροφή της Ιφιγένειας, ο.π., σελ. 21

[14] Γ. Ρίτσος, Η Επιστροφή της Ιφιγένειας, ο.π., σελ. 16

[15] Γ. Ρίτσος, Η Επιστροφή της Ιφιγένειας, ο.π., σελ. 17

[16] Γ. Ρίτσος, Η Επιστροφή της Ιφιγένειας, ο.π., σελ. 18

[17] Γ. Ρίτσος, Η Επιστροφή της Ιφιγένειας, ο.π., σελ. 18

[18] Γ. Ρίτσος, Η Επιστροφή της Ιφιγένειας, ο.π., σελ. 19

[19] Γ. Ρίτσος, Η Επιστροφή της Ιφιγένειας, ο.π., σελ. 19

[20] Γ. Ρίτσος, Η Επιστροφή της Ιφιγένειας, ο.π., σελ. 20

[21] Γ. Ρίτσος, Η Επιστροφή της Ιφιγένειας, ο.π., σελ. 20

[22] Γ. Ρίτσος, Η Επιστροφή της Ιφιγένειας, ο.π., σελ. 21-22

 

 

       
Disclaimer
While every effort has been made by ANAGNOSTIS to ensure that the information on this website is up to date and accurate, ANAGNOSTIS  does not give any guarantees, undertakings or warranties in relation to the accuracy completeness and up to date status of the above information.
ANAGNOSTIS will not be liable for any loss or damage suffered by any person arising out of the reliance of any information on this Website

.Disclaimer for content on linked sites
ANAGNOSTIS accepts no responsibility or liability for the content available at the sites linked from this Website.
Το περιοδικό δεν ευθύνεται για το περιεχόμενο άρθρων των συνεργατών.

Anagnostis  P.O.Box 25 Forest Hill 3131 Victoria Australia
 enquiry@anagnostis.info