ΤΙΜΕ ΙΝ ΑΤΗΕΝS            

       

 

bb

Η ζωή... δεν είναι πανηγύρι!..

αφήγηση

          Το είχε σκεφτεί για πολύν καιρό η Μάρσια, αυτό που πήγαινε να κάνει: τη διαγραφή μιας φιλίας... Αυτό τέλος πάντων είχε πιστέψει ότι ήταν η σχέση της με τη Ρέα. 

          Η φίλη, φίλης αρχικά... και εκείνη τελικά. Πού βάδιζε η σχέση τους επιτέλους; Σκέφτηκε, υπολόγισε τα θετικά και τα αρνητικά, τα κέρδητα ή τις ζημίες της «περί ου ο λόγος» σχέσης και προχώρησε στο να ξεκαθαρίσει το τοπίο.

          Χρειαζόταν δύναμη διάβολε για να ξεκόψει κανείς από τη συνήθεια μιας σχέσης.  Αν κάποιος της έλεγε ότι αυτό ήταν πολύ απλό, θα τον θεωρούσε τουλάχιστον, επιπόλαιο για να μην τον καλέσει ψεύτη ή ανώριμο ή υποκριτή και άσχετον «στην τελική».    

          Είναι γεγονός ότι δεν ήταν η μία η μοναδική περίπτωση απογοήτευσης, όμως αυτό τελικά δεν είναι καθόλου έτσι, μια και ο καθένας μας είναι ένα ξεχωριστό άτομο στην κοινωνία.  Θα πει κανείς: «Μα δεν είστε και δίδυμοι κορίτσι μου, για να μοιάζετε σε  όλα... με μία φίλη ή και περισσότερες! Μην ξεχνάτε ότι ούτε οι δίδυμοι δεν είναι απόλυτα ίδιοι... καθώς πέρα από τα κληρονομικά σπουδαίο ρόλο παίζει το περιβάλλον...»

          Και μιλώντας για περιβάλλον –το κοινωνικό περιβάλλον βέβαια- θα πρέπει να τονιστεί ότι σ’ ετούτη την περίπτωση το περιβάλλον είχε παίξει το ρόλο του εκατό τα εκατό!.. Ρόλο πονηρό, ειδεχθές... Θα πείτε: «για... σταμάτησε ακριβώς εδώ... βάλε μία τελεία... ούτε και που καταλαβαίνουμε για τι πράγμα μιλάς επιτέλους!»  Ναι... εντάξει δεν αντιλέγω, έχετε δίκιο! Δίκιο... και πάλι δίκιο!..         

          Η Μάρσια ήταν μία πολύ καθώς πρέπει γυναίκα. Αυτό ήταν βέβαιο και εμπεριστατωμένο. Η φίλη της η Άλκιστη, ήταν επίσης μία νέα γυναίκα ευαίσθητη καλή γενναιόδωρη...  Έλα όμως που η νέα φίλη της Άλκιστης, η Ρέα, «είχε τα ρούχα της» περισσότερο από συχνά και έμπλεκε τα πράγματα: τα προσωπικά της ταξίδευαν εδώ κι εκεί και ήταν αναμφίβολα αποτέλεσμα μιας αστάθειας, μιας αβεβαιότητας και αυτά δακτυλοδεικτούσαν την ανασφάλειά της! Ναι η  Ρέα είχε προβλήματα.  Παρά ταύτα η καλόπιστη Άλκιστη είχε συστήσει τη Ρέα και στη φίλη της Μάρσια, ώστε να μοιραστεί μαζί της τη νέα φιλία της, ή και για να μοιραστεί τα προβλήματά της μαζί της!.. Το δεύτερο ετούτο σκέλος θα πρέπει να μη θεωρηθεί ότι είχε συμβεί σκόπιμα και εκ του πονηρού καθώς η Άλκιστη ήταν ένα κορίτσι ειλικρινές και καλοπροαίρετο.  

          Στην πορεία αυτής της σχέσης προσπάθησαν οι δύο φίλες -και μια-δυο άλλες, όπως η Αύρα, αλλά και μερικές  μόνο  δικές της- κάποια στιγμή, να την δεχτούν όπως ήταν.  Να δεχτούν την αβεβαιότητά της και τα υπόλοιπα... Αλλά κι αυτό δεν ήταν εύκολο τελικά. Η Ρέα δεν συμβιβαζόταν με τη συμπεριφορά των φίλων της. Έλεγε, ζήταγε γνώμες, δεν ενέδινε όμως ποτέ στις συμβουλές! Αν όχι τίποτα άλλο, αποκήρυττε τις γνώμες των φίλων της προσβεβλημένη σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ώστε  να καταφεύγει εκ νέου σε κάποια από τις άλλες φίλες, για δεικτικά παράπονα εναντίον των πρώτων. Έγιναν λοιπόν φίλες της και φίλες των φίλων της ένα κουβάρι χωρίς αρχή και τέλος. Ποιος το είπε εκείνο το σοφό... «η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και.... ;» Τέλος πάντων.  Έχει και παραέχει και κόκκαλα και ψαλίδες... και περισσότερο από συχνά -εκ του πονηρού αδιαμφισβήτητα- παραμορφώνεται και γλωσσοδένεται ο άνθρωπος. Έτσι λοιπόν ετούτη η παράλογη απαίτηση της Ρέας και οι εξίσου παράλογες προσδοκίες της, πέρασαν ξαφνικά στο πεδίο της αδικαιολόγητης θρασύτητας, μιας θρασύτητας  που τελικά καμμία από τις φίλες της δεν ήταν διατεθειμένη να ανεχτεί.         

          «Δε θα σχολιάσω αυτή τη συμπεριφορά σου αγαπητή Ρέα. Είσαι μία ώριμη γυναίκα και περισσεύουν τα ταχτιρτίσματα και τα καλοπιάσματα.  Μην περιμένεις να συμφωνούμε σε όλα μαζί σου.  Ξέρεις εσύ τι κάνεις: λες στη μια μας κάτι και στην άλλη κάτι εντελώς διαφορετικό.  Κατηγοράς τη μια στην άλλη και από την άλλη λες ότι η κάθε μια είναι το πρόσωπο της εμπιστοσύνης σου.  Όταν μερίδα των φίλων σου τολμήσουν να σου μιλήσουν αντιδράς με μία ασυγχώρετη συμπεριφορά.  Και όταν δεν έχεις πώς αλλιώς να τις πληγώσεις, γιατί εσύ η ίδια  δεν αισθάνεσαι καλά, ισχυρίζεσαι στην άλλη ότι κατηγορήθηκες άδικα, θυμώνεις, προκαλώντας μάλιστα την οργή των μεν εναντίον των δε, είτε μ’ εσένα τελικά που είναι και το σωστότερο άλλωστε. Το να συμβεί όμως σε εμένα και σε αγαπητή κοινή φίλη... με κάνει να αναρρωτιέμαι πού θα πάει αυτή η βαλίτσα. 

          Η φιλία δεν είναι σημείωμα που αχρηστεύεται ύστερα από τη χρήση του.  Είναι ανθρώπινη σχέση και μόνο όταν εκτιμάται ο άνθρωπος  εκτιμάται  και η φιλία μαζί του.  Λυπάμαι τελικά και θα πω πως είναι καλύτερα να μη συνεχιστεί ετούτη η άκαρπη σχέση!..»

          Αυτά είχε σκεφτεί η Μάρσια κάποια στιγμή που το ποτήρι είχε ξεχυλίσει. Δεν ενδιαφερόταν καθόλου να επικοινωνήσει στην Ρέα τις  απόψεις της για εκείνη.  Έγραψε λοιπόν τις μετρημένες σκέψεις της στο ημερολόγιό της, έτσι  για να ανακουφιστεί και για να ταχτοποιήσει τον αισθηματικό της κόσμο. 

          Η Μάρσια είχε διαπιστώσει την αποχαλίνωση της Ρέας, όταν εκείνη είχε κατηγορήσει συνειδητά ή και ασυνείδητα ίσως, μερίδα των φίλων της σε άλλη,  πετώντας τη μάσκα της και το γάντι της αντιπαλλότητας κατά πρόσωπο, παύοντας να προσπαθεί να παρουσιάζεται ως ειλικρινής. 

          «Πόσο λυπάμαι μα την αλήθεια!» είχε γράψει στην Άλκιστη, όταν και εκείνη της είχε εξιστορήσει ένα περιστατικό ανάμεσα σε εκείνη και στη Ρέα.  Η Μάρσια είχε πει ένα ή δύο πράγματα στη Ρέα, μιλώντας γενικά μάλλον και χωρίς την αλλοτινή διάθεση για μακρύτερη συζήτηση, που ούτως ή άλλως θα ήταν εντελώς άκαρπη όπως είχαν εξελιχτεί τα πράγματα ανάμεσά τους.  Πώς ήταν δυνατόν άλλωστε ενόσω επικρατούσε η παρανοϊκότητα να συζητάει κανείς αντικειμενικά; Για τι πράγμα θα μιλούσαν και τι θα έλεγαν επιτέλους; 

          Ήταν γεγονός ότι η Μάρσια δεν είχε μιλήσει εναντίον καμιάς ή κανενός.  Παλαιότερα μπορεί και να είχαν ειπωθεί κάποια αστεία ή και κάποια σχόλια για διάφορα άτομα μεταξύ της και της Ρέας, πάνω στις συζητήσεις τους, που βασικά είχαν προκληθεί από την ίδια τη Ρέα καθώς είχε τη μανία να σχολιάζει διαρκώς τις φίλες της, συγκεκριμένα δύο ή τρεις από αυτές. 

          Η Μάρσια είχε αποφασίσει ύστερα από ένα παρανοϊκό σημείωμα της Ρέας να σιωπήσει. Τα λόγια είχαν μονομιάς στερέψει ούτως ή άλλως.  Loyalty...  Ναι αυτό ακριβώς το μπαχαρικό έλειπε τελικά από τη σχέση εκείνη και καλά θα ήταν να κοπεί ως δια μαχαίρας!  

          Έτσι λοιπόν... Η σχέση διεκόπη εκ μέρους της Μάρσιας οριστικά.  Ήταν άλλωστε και το δικό της streak: την κατακυρίευε και δεν μπορούσε να σχετίζεται με έναν άνθρωπο που την είχε προδώσει, σε οποιοδήποτε άλλο επίπεδο από εκείνο στο οποίο είχε τοποθετηθεί η πρωταρχική σχέση.  Η Ρέα παρά τις μεγαλόστομες  αποφάσεις που είχε εκθέσει σε μία επικοινωνία τους, τελικά βρίσκοντας μία δικαιολογία έστειλε ένα άλλο, που δεν άγγιζε σε κανένα σημείο την πληγωμένη Μάρσια. Η τελευταία έστειλε τελικά ένα σκέτο ευχαριστώ και μία ευχή. «Τέρμα λοιπόν!» είχε σκεφτεί αναστατωμένη.

          Ο άντρας της Μάρσιας είχε επιχειρήσει να τη συμβουλέψει ότι ακόμη και ύστερα από αυτή τη σπουδαία  διαφορά, υπήχαν κοινά ενδιαφέροντα ανάμεσα σε εκείνη και τη Ρέα και ότι δεν θα ήταν άσχημα να κρατήσει κάποια έστω ελάχιστη σχέση, μαζί της. Η Μάρσια που αισθανόταν προσβεβλημένη και ταπεινωμένη από την αθυροστομία της Ρέας είχε αποφασίσει και είχε δηλώσει εκνευρισμένη: «Τέρμα Ναπολέον! Πρόδοσε την εμπιστοσύνη μου.  Όταν θα της μιλάω θα πρέπει να προσέχω να μη λέω εκείνα που σκέφτομαι.  Τι σόϊ σχέση είναι ετούτη; Φιλία την αποκαλείς εσύ αυτή τη σχέση;  Εγώ υπήρξα τάφος κι εκείνη κατηγορώντας κοινή φίλη, με κατηγόρησε ταυτόχρονα ως προδότριά της.  Καταλαβαίνεις τι έκανε; Μ’ ένα σμπάρο δυο τριγόνια: δυο φίλες της. Με Πρό-δω-σε! Αν ήξερα ότι ύστερα από τόσα που είχαν ειπωθεί κυρίως εκ μέρους της... θα συνέβαινε ετούτο... ειλικρινά θα κρατούσα τη σχέση ετούτη, στο σκέτο «γεια σου!»  

          Πήρε καιρό για τη Μάρσια να ξεφύγει από εκείνο τον κλοιό των συναισθημάτων της.  Τελικά ένιωθε μία ηρεμία και μία ικανοποίηση που είχε κλείσει εκείνο το δυσάρεστο κεφάλαιο.  Ο χρόνος είχε κάνει και πάλι τη δουλειά του. Συγκεντρώθηκε λοιπόν σε άλλα προσωπικά της.

          Κάποιο πρωΐ χτύπησε το τηλέφωνό της.

          -Ναι! είπε ήσυχα.

          -Εγώ είμαι... η Ρέα! Ακούστηκε η φωνή στην άλλη άκρη του τηλεφώνου.

          -Ναι Ρέα, είπε η Μάρσια έχοντας αναγνωρίσει τη φωνή της πρώην φίλης της και καταβάλλοντας προσπάθεια να μην υποκύψει στον πειρασμό να της κλείσει το τηλέφωνο.

          -Μπορούμε να συναντηθούμε κάπου;  ρώτησε.

          -Συγγνώμη, αλήθεια δεν μπορώ. Εκτός του ότι μαγειρεύω, δεν είμαι προετοιμασμένη για κάτι τέτοιο!  είπε η Μάρσια, εκνευρισμένη από την επιμονή της Ρέας.

          -Καταλαβαίνω... όμως, σε παρακαλώ! Είναι ανάγκη!

          -Όχι Ρέα, όχι σήμερα. Λυπάμαι, επέμενε η Μάρσια.

          -Καλά, δεν πειράζει, είπε σιγανά η Ρέα κι έκλεισε το τηλέφωνο.

          Η Μάρσια είχε χάσει τη διάθεσή της ύστερα από εκείνο το τηλεφώνημα.  Βγήκε στον κήπο της και βάλθηκε να ποτίσει. Τη θέση της άρνησης την είχε πάρει η αμηχανία. Δεν ήξερε τελικά πώς θα αντιμετώπιζε τη Ρέα αν τύχαινε να συναντηθούν ξαφνικά κάπου και ίσως και ενώπιον γνωστών τους.  Η επιμονή της Ρέας να τη συναντήσει, το λιγότερο την είχε ανησυχήσει.         

          Δεν είχε περάσει μία ώρα, και το τηλέφωνο χτύπησε ξανά. Η Μάρσια το κύτταξε με υποψία. «Λες να είναι πάλι η Ρέα;» Σκέφτηκε. Δεν το απάντησε, δεν τολμούσε.  Δεν πρόλαβε να σταματήσει και ξαναχτύπησε.  «Αυτή θα είναι!» σκέφτηκε με πανικό. «Τι θα κάνω τώρα;» αναρρωτήθηκε αστραπιαία αλλά τελικά σήκωσε το τηλέφωνο.

          -Ναι;

          -Μάρσια... η Άλκιστη είμαι. 

          Η Μάρσια ανάπνευσε με ανακούφιση.

          -Έλα παιδί μου, γεια σου.  Τι κάνεις;

          -Θα ήμουν καλύτερα αν δε με είχε πάρει η Ρέα.  Δεν ακουγόταν καλά ξέρεις! είπε η Άλκιστη στεναχωρημένη.

          -Α! Σε πήρε κι εσένα; ρώτησε η Μάρσια, αγχομένη τώρα.

          -Α, Κατάλαβα! Τηλεφώνησε σε όλες μας!.. ανταπάντησε η Άλκιστη.

          -Μάλλον! Αν όχι σε όλες... εμένα κι εσένα... ποιος ξέρει όμως γιατί; Στεναχωριέται; Έχει «τύψεις;» ρώτησε ενοχλημένη η Μάρσια.

          -Τι σε ήθελε λοιπόν; ρώτησε η Άλκιστη.

          -Ήθελε να πάμε για καφέ, απάντησε η Μάρσια.

          -Το ίδιο και μ’ εμένα! είπε η Άλκιστη.

          -Ποιος ξέρει τι είχε στο μυαλό της; ρώτησε η Μάρσια.

          -Έχει τόσα πολλά προβλήματα που πολύ φοβάμαι ότι θα μας κολλήσει τελικά! Μακριά λοιπόν από τη Ρέα και τα προβλήματά της! πρότεινε η Άλκιστη.

          Μεσολάβησε σιωπή.

          -Να σου προτείνω κάτι; ρώτησε η Μάρσια.

          -Πάμε για καφέ; αντιρώτησε γελώντας η Άλκιστη.

          Γέλασαν.

          -Και δεν πάμε; Συμφώνησε η Μάρσια, αποβάλλοντας τις σκέψεις της για τη Ρέα.  

          Σε μία ώρα βρέθηκαν στο γνωστό τους κεντράκι.  Μετά τους απαραίτητους χαιρετισμούς και το αντάλλαγμα φιλιών, κάθησαν και παρήγγειλαν τον καφέ τους. Δεν άργησαν να αρχίσουν την συζήτηση γύρω από το πρόσωπο της Ρέας.

          -Τώρα πια δε νομίζω ότι μπορώ να καθίσω και να συζητήσω μαζί της,  εξομολογήθηκε η Μάρσια.

          -Παρόμοια... κι από ‘δω μεριά... είπε η Άλκιστη συνοφρυωμένη.  Έχασα πάσα ιδέα για τη γυναίκα!

          Η άφιξη του καφέ  διέκοψε τη συζήτηση. Έπιναν τον καφέ τους σιωπηλές ως τη στιγμή που ξαφνικά και εντελώς απροσδόκητα άκουσαν κάποιον να καλεί τα ονόματά τους.    Ήταν η Αύρα. Την παρακολούθησαν με χαμόγελο να πλησιάζει στο τραπέζι τους.

          -Γεια σας κορίτσια!  Πόσο χαίρομαι που σας βρίσκω εδώ!

          -Καλώς την, καλώς την. Κάθησε παιδί μου να σε κεράσουμε! είπε η Άλκιστη ενώ φιλιόντουσαν.

          Ήρθε και η σειρά της Μάρσιας.

          -Τι κάνεις;  Πώς κι από δω; τη ρώτησε.

          Η Αύρα κάθησε μια στιγμή σιωπηλή και αποβάλλοντας το χαρούμενο ύφος της ανήγγειλε ξαφνικά:

          -Κορίτσια... η Ρέα... η Αύρα δεν πρόλαβε να μιλήσει.

          -Α! Σου τηλεφώνησε κι εσένα; ρώτησε η Μάρσια.

Η Άλκιστη περίμενε ν’ ακούσει χωρίς να λέει κάτι.  Η Αύρα τις κύτταξε προσεκτικά.  Ύστερα είπε με ύφος βαρύ.

          -Η Ρέα... είναι άρρωστη!

          Η Μάρσια και η Άλκιστη κυττάχτηκαν μεταξύ τους με απορία.

          -Παράξενο.  Της μιλήσαμε σήμερα, είπε η Άλκιστη.

          -Τι ώρα;  ρώτησε με  ενδιαφέρον  η Αύρα.

          -Κατά τις δέκα, είπε πάλι η Άλκιστη.

          -Στις 10.30 π.μ. πρόσθεσε η Μάρσια, παρακολουθώντας με προσοχή το πρόσωπο της Αύρας.

          -Εγώ την είδα μόλις μία ώρα ενωρίτερα από τώρα.  Μου τηλεφώνησε γύρω στις 10.45, φανερά ύστερα από την τηλεφωνική επικοινωνία μαζί σας. Μου ζήτησε να συναντηθούμε.  Ακουγόταν απελπισμένη και της έκανα το χατίρι. Συναντηθήκαμε στο σπίτι της.  Δεν μου φάνηκε και τόσο χάλια όπως φανταζόμουν.  Μιλήσαμε.

          -Και λοιπόν;  Τι έχει επιτέλους; ρώτησε με ειρωνεία η Μάρσια.

          Η Αύρα τις κύτταξε πότε τη μία και πότε την άλλη συνοφριωμένη.  Οι δύο γυναίκες κυττάχτηκαν μεταξύ τους.

          -Αύρα... μας δουλεύεις; ρώτησε η Μάρσια εκνευρισμένη από το ύφος μάρτυρα της Αύρας.

          Η Αύρα ξεροκατάπιε και ύστερα καθάρισε τη φωνή της:

          -Έχει όγκο στο κεφάλι, έτσι μου είπε.

          -Σιγά τώρα! Δε το πιστεύω!  είπε η Άλκιστη.

          Η Μάρσια σιωπούσε. Κύτταξε την Αύρα και ρώτησε χαμηλόφωνα.

          -Εσένα σε διάλεξε για να επικοινωνήσεις αυτό το «τρομακτικό νέο» στους λοιπούς γνωστούς της; Απορώ γιατί δεν μας είπε κι εμάς κάτι.  Ακουγόταν συναισθηματική όπως τις περισσότερες φορές.  Τίποτα περισσότερο.  Ήθελα να ξέρω το γιατί.

          -Πού να ξέρω εγώ; Σας είπα ότι μου τηλεφώνησε και πήγα στο σπίτι της.  Κι όταν μιλήσαμε...

          -... Σου είπε ότι έχει όγκο στο κεφάλι! πρόσθεσε η Μάρσια.

          -Ναι παιδί μου! Τι πάθατε επιτέλους; Έκανα κάτι και δεν το ξέρω;  είπε χάνοντας την υπομονή της η Αύρα.

          -Δεν την πιστεύω παιδί μου, τη γυναίκα! Μέσα σε λίγη ώρα -από τη στιγμή που μου τηλεφώνησε- σε πήρε τηλέφωνο και αφού συναντηθήκατε, σου είπε ότι είναι άρρωστη. Ξέρετε κάτι; Είναι τόσο πολύ παράξενη, που πιστεύω πως αλήθεια είναι άρρωστη τελικά. Ψυχολογικά άρρωστη, όμως. Είναι πολύ λυπηρό! είπε η Μάρσια κουρασμένα.

          -Αλλά αν είναι αλήθεια Μάρσια; ρώτησε η Άλκιστη ταραγμένη.

          -Δεν ξέρω.  Το έμαθε όπως είπε, εδώ και δυο-τρεις ημέρες και ότι ήταν σε σιοκ, αυτή και η οικογένειά της. Θα αρχίσει χημειοθεραπεία την ερχόμενη Τρίτη στο Νοσοκομείο Α’.  Έχουν ήδη προγραμματιστεί τα ραντεβού της, είπε πάλι η Αύρα σιωπώντας τελικά.         

          λα Δανάη! Τι κάνεις κορίτσι μου;

          -Η Μάρσια! Βρε... βρε...βρε... πού χάθηκες εσύ; Έτσι κάνει ο κόσμος;

          -Δανάη μου, ξέρεις πολύ καλά ότι πνίγομαι.  Η δουλειά μου, τα παιδιά μου... ο άντρας μου... Χαμός!  Κι εσύ πώς είσαι;

          -Εγώ όπως τα ξέρεις.  Στο Νοσοκομείο καθημερινά... και ύστερα... όπως όλες οι παντρεμένες, οι μητέρες, καταλαβαίνεις.

          -Ναι, ναι, καταλαβαίνω, είπε η Μάρσια.

          -Αλλά δεν με πήρες για να ρωτήσεις μόνο πώς είμαι; ρώτησε γελώντας η Δανάη.

          -Οφείλω να ομολογήσω ότι ήθελα μια μικρή χάρη από σένα, φιλενάδα!

          -Αν μπορώ να σε  εξυπηρετήσω... γιατί να μην το κάνω; Η Δανάη φερνόταν αρκετά άνετα. Είχε τη θέση της στο Νοσοκομείο και μπορούσε και εφόσον δεν εξέθετε κάποιον, γιατί όχι;

          -Μία...  φίλη... η Ρέα Ζυγού, αρχίζει χημειοθεραπεία σύντομα στο νοσοκομείο σας μου είπαν.  Μπορεί να μου πεις πότε θα έρθει για την πρώτη επίσκεψή της;

          -Ένα λεπτάκι να κοιτάξω στον υπολογιστή, είπε ξανά η Δανάη. 

          Η Μάρσια περίμενε στο άλλο άκρο της τηλεφωνικής γραμμής υπομονετικά.  Δεν είχαν περάσει ούτε πέντε λεπτά και νά ‘σου η Δανάη πίσω στο τηλέφωνο.

          -Μάρσια! Μ’ ακούς;

          -Λοιπόν;

          -Δεν υπάρχει τέτοιο όνομα στον υπολογιστή. Αν θες μπορώ να κυττάξω σε άλλα τμήματα νοσηλείας του Νοσοκομείου.  Γίνονται και λάθη βέβαια, αν και το ιστορικό του Νοσοκομείου μας διαψεύδει κάτι τέτοιο. Θα το εξακριβώσω τέλος πάντων.

          -Νομίζεις ότι μπορείς; ρώτησε η Μάρσια.

          Η Δανάη είπε ένα σκέτο «περίμενε» και άφησε τη Μάρσια να περιμένει στο τηλέφωνο, άλλη μία φορά. Δεν άργησε να επιστρέψει.

          -Μάρσια, δεν ξέρω το πώς και το γιατί, αλλά σύμφωνα με το ιστορικό της... -η φίλη σου εννοώ- έχει άλλο πρόβλημα, για το οποίο δεν μπορώ να σου μιλήσω εκτεταμένα.  Να σου πω μονάχα, για να σε βοηθήσω –και θέλω την εχεμύθειά σου γι’ αυτό- ότι  τ’ όνομά της είναι καταχωρημένο στους πελάτες μας του... (κομπιάζει) ψυχιατρικού τμήματος του νοσοκομείου μας, είπε σιγανά η Δανάη.

          -Δανάη μου... δεν ξέρω τι να πω.  Έτσι μου είπαν και γι αυτό πήρα τηλέφωνο. Σκεφτόμουν αν μπορούσα να βοηθήσω... καταλαβαίνεις το πνεύμα πίσω από την επικοινωνία μου μαζί σου, είπε στεναχωρημένη η Μάρσια.

          -Την γνωρίζεις καλά αυτή τη  Ρέα;

          -Νόμιζα ότι τη γνώριζα.  Τώρα πια... αμφιβάλλω για την ικανότητά μου να δω πίσω από τα φαινόμενα.

          -Μην το λες αυτό.  Κάποιοι ασθενείς όταν παίρνουν τα φάρμακά τους φαίνονται και είναι καλά.  Αν δεν τα πάρουν όμως έστω και για λίγο... τότε... αλλάζουν και γίνονται εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι από εκείνους που νομίζαμε ότι γνωρίζουμε, υπογράμμισε η Δανάη με μαλακό τρόπο τα λόγια της.

          -Δε θα έπρεπε να το ξέρω αυτό και όλες οι φίλες της τέλος πάντων; ρώτησε σοκαρισμένη από εκείνη τη φοβερή αποκάλυψη η Μάρσια.

          -Σε καταλαβαίνω Μάρσια... όμως υπάρχει και το στίγμα, το οποίο καταγράφεται στο περιβάλλον του ασθενούς και που το αισθάνεται για να μην πω ότι το εισπράττει τελικά.  Γι αυτό και πολλοί ασθενείς δε μιλούν για την αρρώστια τους. Λυπάμαι που ανακαλύπτεις κάτι τόσο σοβαρό, έτσι απότομα.  Ελπίζω να μη σου κοστίσει περισσότερο από ό,τι πρέπει.  Χρειάζεται κατανόηση... κάποια εκπαίδευση τελικά...

          -Καταλαβαίνω... Τώρα εξηγούνται κάποια πράγματα και ιδιαίτερα τα τελευταία.            Η συμπεριφορά της και τα υπόλοιπα.

          Μεσολαβεί σιωπή.

          -Σε ευχαριστώ Δανάη μου για όλα.  Σε ευχαριστώ και ελπίζω να τα πούμε από κοντά, σύντομα.

          -Δώσε την αγάπη μου στην Άλκιστη και στην Αύρα... Θα σας δω κάποια στιγμή... θα πιούμε καφέ και θα μιλήσουμε...  Φιλάκια σε όλες σας.

          -Γεια σου Δανάη μου, γειά σου! είπε η Μάρσια λυπημένη από την ανακάλυψή της.  

          υμβαίνει κάτι φοβερό,  ακούστηκε άψυχη η Άλκιστη

          -Έλα τώρα. Όλα τα φοβερά εμείς τα ακούμε, Άλκιστη...  είπε η Μάρσια κουρασμένα.      

          -Ακριβώς! Πρόκειται για την Ρέα, είπε η Άλκιστη με σπασμένη φωνή.

          –Μάλιστα... για τη Ρέα... Μήπως μιλάμε και για κανέναν άλλον τώρα τελευταία;

          Η σιωπή από την άλλη πλευρά του τηλεφώνου είναι παράξενη.

          -Εμπρός!.. Άλκιστη;  Με ακούς;

          Τσιμουδιά! Ένας παράξενος ήχος σαν πιασμένη αναπνοή, σαν λυγμός.

          -Άλκιστη! Έλα παιδί μου με ακούς; Ακούγεται στεναχωρημένη η φωνής της Μάρσιας.

          -Αυτοκτόνησε Μάρσια! Αυτοκτόνησε! η Άλκιστη κλαίει.  Το τηλέφωνο κλείνει.

          -Δεν είναι δυνατόν! ψιθυρίζει η Μάρσια και το τηλέφωνο ξεφεύγει από τα χέρια της.  

cc

Σπίτια σπιτάκια... άνθρωποι...

Αφήγηση

         

          Πάντα μ’ εντυπωσίαζαν τα σπίτια -ως προς την  εξωτερική τους ή την εσωτερική τους εικόνα- κυρίως όμως οι άνθρωποι που ζούσαν σ’ αυτά: ιδιοκτήτες ή ενοικιαστές, άσχετου φύλου βέβαια.

          Όταν ήμουν μικρή πρόσεχα τον τρόπο που άνοιγε η είσοδος ενός σπιτιού, τον άνθρωπο που έβγαινε, το ύφος του, τη συμπεριφορά του, το βάδισμά του, το ντύσιμό του... όταν άφηνε πλέον  το κατώφλι της κεντρικής θύρας του και απομακρυνόταν από αυτό.

          Οι άντρες είχαν ένα τρόπο αλλιώτικο από εκείνον των γυναικών.  Ήταν συνήθως σοβαροί, και από τη συμπεριφορά τους, θά έλεγε κανείς ότι ήταν ψυχολογικά έτοιμοι για την ημέρα που ανοιγόταν μπροστά τους ή μάλλον συντονισμένοι με την καθημερινότητα της ενασχόλησής τους, για την εξασφάλιση οικονομικών  πόρων, των απαραιτήτων για το «ζην». Αναμφίβολα το ντύσιμό τους, το φέρσιμό τους... αποκάλυπταν πολλά για  την εργασία τους, είτε επρόκειτο  για κάματο, για ιδιωτική επιχείρηση ή κάποια δημόσια υπηρεσία. 

          Εκείνο που δεν μπορούσα όμως να καταλάβω ήταν, πώς ακόμα και ο κατακαϋμένος ο κυρ-Κώστας της κυρά-Μαρίας, που με τα δύο παιδιά τους κατοικούσαν στο σαράβαλο διώροφο της γωνίας πίσω από την Καλάρη, έβγαινε γελαστός και χαρούμενος τα πρωϊνά, έπιανε το χειρονακτικό ξύλινο καρότσι ή κάρο, για να πάει να βγάλει το μεροκάματο.  Το φαντάζεστε; Το φόρτωνε με αγώγι λογής-λογής και το έσπρωχνε με τα χέρια του, με κινητήρια δύναμη το σώμα του, ο ταλαίπωρος. Ρακένδυτος θα έλεγα και πολύ αδύνατος,  μ’ έκανε ν’ αναρρωτιέμαι και να θαυμάζω: πώς μπορούσε;  Σκεφτόμουν πώς θα πρέπει να ήταν ευτυχισμένος με την νταρντάνα –αντρογυναίκα σχεδον- κυρά-Μαρία του, που ήταν πάντα γελαστή και δουλευταρού, μίλαγε δυνατά και δε δίσταζε να δουλεύει από το πρωΐ μέχρι που έδυε ο ήλιος, κάνοντας διαφορετικές δουλειές. Συχνά τα καλοκαίρια, δίπλα στην πόρτα του σπιτιού τους και πάνω στο στενό πεζοδρόμιο,  άφηναν κόφες με χοντρόφλουδα καρπούζια για την κυρά-Μαρία, κι εκείνη αφαιρούσε τη φλούδα τους με προσοχή για να την κάνουν οι ζαχαροπλάστες, ζαχαρωτό φιντάνι.

          Βλέπετε, η ψυχολογία ενός  ανθρώπου, διαμορφώνεται από τις επιδράσεις θετικές ή αρνητικές που δέχεται -ή μάλλον βομβαρδίζεται απ’ αυτές, ιδιαίτερα τις δυσμενείς- από το άμεσο και έμμεσο περιβάλλον του, εντός του κοινωνικού πλαισίου στο οποίο ανήκει. Και εδώ, σαφώς εννοείται, ότι συμπεριλαμβάνεται  η καθημερινότητά του έξω από το βασίλειό του, από το σπίτι του δηλαδή, αλλά κατά τα μέγιστα και από τη διατριβή του μέσα σ’ αυτό. Το τονίζω αυτό, γιατί η ζωή τους μέσα στο βασίλειό τους,  ρυθμίζει τη διάθεσή τους. Αυτό αφορά τους περισσότερους εργαζόμενους, κυρίως τα όχι και τόσο ένδοξα, πρωϊνά των ημερών τους. 

          Μπορεί λοιπόν να είναι υπερφορτισμένη από τις σχέσεις τους με τα μέλη της οικογένειάς τους, αρχίζοντας φυσικά μ’ εκείνη την ιδιαίτερα σημαντική: με τη μητέρα τους, αν είναι ελεύθεροι, ή με τη γυναίκα τους, αν είναι παντρεμένοι. Ακολουθεί στη σειρά η σημαντικότατη σχέση με τα παιδιά τους, που συχνά δυνάστες και δήμιοι, δεν  αντιλαμβάνονται τίποτα και ποτέ!..  Στις σχέσεις αυτές η ηλικία των παιδιών υπήρξε ανέκαθεν καθοριστικός παράγων.  Με μικρές εκφρασούλες υπονοούνται τα μεγάλα πράγματα: Μικρά παιδιά... μικρά βάσανα,  μεγάλα παιδιά... μεγάλα βάσανα! Όσοι είναι γονείς καταλαβαίνουν κάλλιστα το νόημα των παραπάνω.

          Και βέβαια -κάπου και που- οι άντρες ξεπέφτουν και στα χέρια μιας πεθεράς, που όσο άγια κι είναι, έχει πάντα εκείνο το πρόβλημα που την μανιοποιεί: το δικό της παιδί είναι καλύτερο από το άλλο που το ζευγαρώθηκε, από το ταίρι του δηλαδή. Έχει λοιπόν ιδιαίτερη σημασία η απουσία - παρουσία αυτού του παράγοντα και πολλά κωμικοτραγικά έχουν λεχθεί και λιγότερα έχουν γραφτεί σχετικά.

          Η καθημερινότητα λοιπόν ενός εργαζόμενου άντρα, «ευδαίμων ή δυσδαίμων» και παρομοίως η καθημερινότητα της επαγγελματικής ενασχόλησής του, αντικατοπτρίζονται στις κινήσεις του σώματός του, αυτό που λέμε στην αγγλική body language. Καϋμένοι άντρες! Μόλο που ο Θεός τους έπλασε κατ’ εικόνα και ομοίωσή Του, επηρεάζονται ανάλογα από την επέκταση του σακατεμένου πλευρού τους, θα έλεγα.   ΄Ετσι άλλοτε είναι βραδείς, κατσούφηδες, αγέλαστοι, μισοθυμωμένοι, κακομοίρηδες, δυστυχείς... και βάλε! Όλες αυτές οι καταστάσεις ερμηνεύονται αδιαμφισβήτητα.  Οφείλονται εκατό τα εκατό και στους δύο βασικούς παράγοντες: τους εντός του σπιτιού τους και τους εκτός αυτού... σε μία άλλη διεύθυνση, όποια διεύθυνση τέλος πάντων χαμερπή ή γαληνότατη...  Υπάρχουν βέβαια και οι ευδαίμονες... χαριτωμένοι, ανάλαφροι τόσο πολύ μάλιστα που η ελάχιστη πνοή της δύναμης τους παρασέρνει προς τη δική της φορά, όποια κι αν είναι αυτή.   Αυτοί, οι τύποι είναι  οι μάλλον επικίνδυνοι καθώς είναι έτοιμοι να συμβιβαστούν με όλους και με όλα... να ξεχάσουν παρελθόν και αξίες, να ποδοπατήσουν, να καταπατήσουν  για να μην υποφέρουν οι ίδιοι τελικά!

          Τελικά δε θέλω να πω ότι οι άνθρωποι παύουν να είναι άνθρωποι όμως κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες δεν είναι και αδύνατον.  Όλα έχουν το τίμημά τους και η τιμή που άλλοτε παζαρευόταν σε πολύ υψηλά επίπεδα στο ταμιευτήριο της ζωής τώρα πια -κακά τα ψέματα- έχει εξευτελιστεί κι έτσι είναι εξίσου απλή η διαδικασία του ξεπουλήματός της.          

          Για να επανέλθω στα του πρωϊού..., η καλημέρα των αντρών ήταν συνήθως βιαστική και ο τρόπος με τον οποίο απομακρύνονταν από το σπίτι τους μάλλον αποφασιστικός για να μην πω και με μία υπολήψιμη δόση όρεξης.  Αν συναντούσαν κάποιο γνωστό, γείτονα ή μη, μασούσαν την «καλημέρα» τους, αφού τέτοιες ώρες δεν υπήρχε ούτε χρόνος,  ούτε διάθεση για κάτι παραπάνω. Εξάλλου η σοβαροφάνεια είναι το πιο δοκιμασμένο κόλπο, με υψηλό ποσοστό επιτυχίας.

          Τον χειμώνα τον συνόδευαν ως επί το πλείστον, τα σκούρα ρούχα.  Κάποιοι είχαν και φορούσαν ένα παλτό, το  επιπλέον κασκόλ ή ένα «καβουράκι», ενώ οι δήθεν εκκεντρικοί ένα μπερέ. Τα γάντια -όλων των ειδών- ήταν απαραίτητα. Καθοριστικό ρόλο έπαιζε πάντα η απασχόληση.

          Περπατούσαν λοιπόν βιαστικοί,  σκυφτοί από τον όγκο των σκέψεών τους, μαζεμένοι από το κρύο της φύσης και το άλλο... της ανάγκης. Κάποιοι είχαν ρόδα: ποδήλατο, μηχανάκι και ελάχιστοι, οι τυχερότεροι των τυχερών, αυτοκίνητο.            

          Σκεφτόμουν με δέος συχνά, πόσα εκατομμύρια χρόνια πήρε τον άνθρωπο -αρσενικόν ή θηλυκόν- ν’ αλλάξει κι από κυνηγός ζώων να γίνει κυνηγός της όποιας νομισματικής μονάδας, στερημένος τον καθαρό αέρα και την ελευθερία κινήσεων.  Τώρα, όλα έχουν μπει σε λούκι και ο φουκαράς ο άνθρωπος –φαινομενικά κολλημένος- τραβάει με καταπληκτική ταχύτητα κατά το  χαμό.

          Οι γυναίκες όμως;  Αυτές... και τότε  όπως σήμερα, ήταν διαφορετικές.  Έβγαιναν συνήθως αργότερα έξω, εκτός βέβαια αν εργάζονταν, οπότε  όπως οι άντρες, ακολουθούσαν τα ωράρια που επιβάλλονταν.  Πάντως ακόμη και στην δεύτερη περίπτωση –της εργασίας-, έβγαιναν περιποιημένες, συνήθως ευδιάθετες και απ’ όπου περνούσαν, σοκκάκι ή δρόμο αρωμάτιζαν τον περιπλανώμενο αιθέρα...  Άσε πια την καλημέρα, τη χρωματισμένη με φρέσκο χαμόγελο, ή... τα «πώς είστε; πώς την έχετε την οικογένεια και τα παιδιά;» κτλ. Σπάνια άκουγες: «έφτιαξε ο καιρός, δε νομίζετε;» ή και το αντίθετο: «παλιόκαιρος μα την αλήθεια!» Άκουγες αρκετά συχνά ένα «μπράβο!» που σ’ έκανε να σκέφτεσαι πως η κριτική των γυναικών δε χρειάζεται καθόλου χρόνο συλλογισμού, για να εκφραστεί! Αυτό το τελευταίο με κάκιζε λιγάκι γιατί πάντα πίστευα πως η γυναίκα, οφείλει επιτέλους να έχει και κάποιο ελάχιστο «ύφος», αν όχι ένα κάποιο... «ύψος»!         

          Για την αφεντιά μου, πέρα από αυτές τις παρατηρήσεις μου για τις ανθρώπινες συμπεριφορές, ιδιαίτερη σημασία είχε και το εσωτερικό του όποιου σπιτιού.  Αυτό, από μόνο του, κι όταν ακόμη δεν είχα τρόπους να γνωρίζω τους ανθρώπους που το μεταμόρφωναν σε «ζεστή οικογενειακή γωνιά» ή και κάτι άλλο λιγότερο εύφημο, τουλάχιστον τους ζωγράφιζε και υπογράμμιζε τον  τρόπο με τον οποίο το έκαναν «κουμάντο».  Η λέξη αυτή δεν είναι τόσο απλή όσο ακούγεται.  Πιστέψτε με. Κουμάντο σημαίνει ικανότητα, που ενώ υποτίθεται ότι αιτείται η παρουσία της παντού και πάντα, η απουσία της σημειώνεται περισσότερο συχνά από ότι θα περίμενε κανείς, κι  έχει σα συνέπεια επικίνδυνες επιπτώσεις. Παρατηρώντας και σημειώνοντάς το έξω και λιγότερο το μέσα διαισθανόμουν αρχικά και συχνά, το διαπίστωνα τελικά, αν ήταν άνθρωποι καλοβαλμένοι, ήσυχοι νοικοκυραίοι, σχολαστικοί ή αργοί και τσαπατσούληδες... Αν ήταν φανατισμένοι με την καθαριότητα, αναμφίβολα δεν ήταν απλά τελιομανείς αλλά μανιακοί... με μία άρρωστη επιμονή και προσκόλληση σ’ αυτό που καλούμε ανθρώπινα νοικοκυρεμένο περιβάλλον. Αυτό αποκάλυπτε ότι δεν υπήρχαν άλλα πιο ουσιώδη πράγματα ν’ απασχολούν το μυαλό τους,  κι αυτό ήταν αλήθεια λυπηρό.

          Μία γυναίκα που εργαζόταν καθημερινά, αναμφίβολα δεν είχε πολύ χρόνο στη διάθεσή της, και αναγκαστικά περιοριζόταν στα βασικότερα,  αφήνοντας τον όγκο του πλυσίματος, του μαγειρέματος και της ξεκούρασης για το Σαββατοκύριακο.  Τα πράγματα δυσκολεύονταν με τα παιδιά, τις ιδιάζουσες ανάγκες τους και την επίβλεψή τους. Το Σαββατοκύριακο και οι αργίες  έδιναν  την ευκαιρία σε όλα τα μέλη της οικογένειας  να κάνουν κάτι διαφορετικό και ν’ απολαύσουν  από κοινού, κάποιες ευχάριστες στιγμές.  Για το τελευταίο αυτό μάλλον δεν είμαι και τόσο βέβαια.  Γι αυτό και τους λυπόμουν τους ανθρώπους. Παντρεμένος σημαίνει δεμένος, σκλαβωμένος, με μειωμένη την προσωπικότητά σου, καθώς με το να συμβιβάζεσαι αρχίζεις και παίρνεις κάποια χαρακτηριστικά του συντρόφου σου...  κι εκείνος από τα δικά σου και τα παιδιά σας είναι μείγμα αυτού του συμβιβασμού καλού ή κακού...

          Αλλά οι παρατηρήσεις μου με είχαν πείσει πως οι εργαζόμενες γυναίκες ακόμη και όταν  κουράζονταν και υπέφεραν, ήταν ίσως περισσότερο προσγειωμένες στην πραγματικότητα του περιβάλλοντός τους: το οικογενειακό. 

          Οι γυναίκες «νοικοκυρές» ή ανεπάγγελτες, ήταν συχνά δύσκολες, παράξενες, ασχολούνταν με πολλά και με τίποτα, και ταλαιπωρούσαν το χρόνο τους, ξοδεύοντάς τον στο καλώπισμα του σπιτιού, στη σχολαστική καθαριότητά του, που και τα δύο είχαν σαν επακόλουθο τα πολλά «μη», προς τα λοιπά μέλη της οικογένειας. Είχαν άφθονο χρόνο για σχόλια και κουβέντα, που ατυχώς περιστρέφονταν αέναα σε πράγματα κοινά και τετριμμένα. Κάποτε  η συζήτηση αφορούσε το μαγείρεμα και τις μαγειρικές συνταγές, που συνήθως πλούσιες στα λιπαρά ανέβαζαν την υπέρταση ή τη χοληστερίνη. Άσε πια την έλλειψη προσοχής στο άτομό τους! Το «τσεμπέρι» πάνω από τ’ ατημέλητα μαλλιά και η ποδιά δεμένη στη μέση τους, ήταν ο κανόνας. Παρά το χρόνο που διέθεταν ταλαιπωρούνταν με χίλια δυο εξωφρενικά πράγματα. Το τίναγμα σεντονιών και άλλων  καθώς και το σκούπισμα ήταν σε ημερίσια διάταξη. Το άδειασμα της ντουλάπας των ρούχων δεν πήγαινε πίσω και μάλιστα αφού τελείωναν με τη μία, φτου κι απ’ την αρχή με το άδειασμα άλλης. Τα ράφια στα ντουλάπια της κουζίνας, ακόμη και όταν είχαν λεία επιφάνεια, επέμεναν να τα ντύνουν με ειδικό χαρτί.  Όσο   για το φούρνο -αν είχαν-  τον ρεζίλευαν με τα τριψίματα. Την επομένη... δόστου και πάλι από την αρχή: δωμάτια, κρεββάτια, τινάγματα σεντονιών... και πλυσίματα. Άσε πια το σιδέρωμα...  Ουφ, τι απελπισία!.. Αναρωτιόμουν λοιπόν πώς ήταν δυνατόν μία μυαλωμένη γυναίκα να περιορίζεται σ’ αυτού του είδους τη ρουτίνα; Φρίκη, φρίκη, φρίκη! Άσε πια το μαρτύριο της αγοράς και τα ψώνια... Α, δε νομίζω ότι θα αναφερθώ σ’ αυτό το βάσανο.  Προχωράω λοιπόν...         

          Μ’ όλα αυτά και πολλά άλλα για τα σπίτια και τους ανθρώπους –ενδιαφερόμουν κυρίως για τα πεπραγμένα των εκπροσώπων του  φύλου μου: τα «ακαταλαβίστικα»- που σαν παιδί δεν μπορούσα να συλλάβω, όφειλα να κάνω κάτι θετικό. Για να γλυτώνω λοιπόν από την παιδική μου τρέλα, έκανα κάποια ανορθόδοξα πράγματα.  Ένα απ’ αυτά ήταν οι σχέσεις μου με την κυρά-Χρυσούλα, μια γριούλα απέναντι από το σπίτι μας, στην οδό Χρίστου Ευθυμίου.  Είχα τη μανία να την επισκέπτομαι την «γηραιά» κυρά-Χρυσούλα.  Ήμουν τόσο μικρή τότε, που ούτε στο σχολείο δεν πήγαινα ακόμα. 

          Η κυρά-Χρυσούλα κι εγώ είχαμε μία σχέση ιδιαίτερη, κάτι  σαν γιαγιάς κι εγγονής, χωρίς ωστόσο να την αγαπάω με τον ίδιο τρόπο που αγαπούσα την αληθινή γιαγιά μου.  Η επικοινωνία μου με την γριούλα γειτόνισσα ήταν κάτι ιδιαίτερο, δημιουργούσε μία άλλη αίσθηση, εκπληρούσε μία ανάγκη, ν’ ακούω κάποια άλλα, διαφορετικά πράγματα, από εκείνα που άκουγα στο σπίτι μου. Από εκείνα που συνήθιζαν να κουβεντιάζουν οι δικοί μου. Να νιώθω ότι ταξιδεύω, πέρα από τον οικείο χώρο, των δικών μου, ένα αίσθημα που αργότερα, σα μαθήτρια πλέον, το ικανοποίησα διαβάζοντας δεκάδες βιβλία με ιστορίες και μυθιστορίες. Η κυρά-Χρυσούλα δεν ήξερε να πει ιστορίες, σαν εκείνες που αφηγείτο η γιαγιά μου, που τις έλεγε σα να ήταν προσευχές, όταν αναθυμιόταν γεγονότα, περιστατικά που σχετίζονταν με τους ανθρώπους της, με την οικογένειά της, με τον άντρα της. Έλυνε τη μαύρη μαντήλα της λες και κάτι την ενοχλούσε, και την ξαναέδενε με τάξη, κάθε φορά που  τις κουβέντιαζε με τα παιδιά της, έτσι για να τους φυτέψει μέσα τους εκείνα, όσα καλά-καλά δεν είχαν μαρτυρήσει και δεν είχαν κατανοήσει, καθώς είχαν φύγει από την παλιά πατρίδα σε τρυφερή ηλικία -κάποια μόλις είχαν ξεπεράσει τη βρεφική ηλικία, κι ένα ήταν αγέννητο ακόμη κι όταν είχαν αποβιβαστεί στην Κύπρο. Στη Κύπρο είχε γεννηθεί ένας, είχαν χαθεί δύο: ο προπάππος μου Λοΐζος Ιωαννίδης και ο παππούς μου Ηλίας Μπαϊράμογλου. 

          Σε κάποιες από τις ιστορίες της γιαγιάς μου ανάβλυζαν η νοσταλγία και ο πόνος σα Μεγαλο-Παρασκευιάτικα μύρα, για να μεθύσουν, να ερεθίσουν και να γεννήσουν αμέτρητα ερωτήματα για την Ανατόλια, για τις μνήμες της γιαγιάς μου και για τις άλλες, των δικών της... Κι εγώ καθόμουν εκεί στα πόδια της γιαγιάς μου, κουρνιασμένη σα γατούλα, κι αλήθεια περίσσευα στην ομήγυρι, έτσι άσχετη –φαινομενικά όμως- που ήμουν εκ των πραγμάτων.  Και όμως, όλα εκείνα χαράχτηκαν ανεξίτηλα μέσα μου και έφτιαξαν έναν όγκο που είναι αδύνατον να μ’ εγκαταλείψει, που τον κουβαλάω μέσα μου με την περίσσια πίκρα που μου κληροδότησε η γιαγιά μου, η Σουλτάνα.  Τα μικρά παιδιά δε μιλάνε, δεν εκφράζουν γνώμη, απορροφούν μόνο την πληροφορία που τους παρέχεται, σαν τα σφουγγάρια, τα διψασμένα για την υγρασία που στερήθηκαν.  Κάποια στιγμή όμως τα χτυπάει κατακούτελα εκείνο το παρελθόν που άθελά τους, στη φούρια της ζωής το είχαν παραμερίσει, λες και πρόχειρα, αφού σε ανίδεο χρόνο στο μέλλον, ορθώνεται για να επιβληθεί με το «έτσι θέλω» του. 

          Η διαφορετικότητα της φύσης της κυρά-Χρυσούλας ήταν σαν το βότανο που ανακουφίζει. Ήταν η άλλη όψη της ζωής... η ήρεμη, που είχε διανύσει την πορεία της χωρίς πολλά σκαμπανεβάσματα ή τουλάχιστον όχι μαρτυρικά σαν εκείνα της αληθινής γιαγιάς μου. Η κυρά-Χρυσούλα δεν είχε δοκιμαστεί όπως η γιαγιά Σουλτάνα.  Ο λόγος της  κυρά-Χρυσούλας ήταν σαν βότανο σε μία αόριστη, αισθηματική, νοητική πληγή, που είχε δημιουργήσει από τη γέννησή της, πολλά αναπάντητα ερωτηματικά.  Δόξα τω Θεώ που όλοι οι άνθρωποι δεν έχουν την ίδια μοίρα!  Γιατί αυτό μας κάνει να πιστεύουμε ότι είναι δυνατόν κι εμείς να είμαστε εξίσου τυχεροί, όπως τυχεροί υπήρξαν και «εκείνοι οι κάποιοι άλλοι».  

          Το ένιωθα πως η κυρά Χρυσούλα με συμπαθούσε σα δικό της παιδί.  Ίσως γιατί καθόμουν φρόνιμα στις χαμηλές καρέκλες της και της τραγουδούσα με το μπρίο των πέντε χρόνων μου κάποια τραγουδάκια, όπως το τόσο προσφιλές για εκείνη την εποχή...

 

«Κίνησε η γερακίνα για νερό...

κρύο να φέρει,

ντρουμ ντρουμ ντρουμ,

ντρουμ ντρουμ ντρουμ,

τα βραχιόλια της βροντούν...»

 

          Εκείνη ευχαριστημένη για τη συντροφιά που της κρατούσα, με κερνούσε πότε μελιτζανάκι γλυκό και πότε μελιτζάνες γεμιστές με ρύζι και κιμά. Η κυρά-Χρυσούλα είχε κάποια ιδιαίτερη συμπάθεια στις μελιτζάνες. Ίσως γιατί κάποιοι, της  έφερναν για πεσκέσι μελιτζάνες παντός μεγέθους! Ποιος ξέρει; όμως δεν ξεχνώ την πεντανόστιμη γεύση τους.

          Η έλλειψη κανονικού βάρους της κυρά-Χρυσούλας έκανε το πηγούνι της  να τσιτώνεται προς τα έξω.  Ο προγναθισμός την έκανε χαριτωμένη. Έμοιαζε παραμυθένια έτσι κοντούλα που ήταν και με γερμένη πλάτη. Κι ενώ εγώ τη διασκέδαζα  τραγουδώντας της, εκείνη μου έλεγε ιστοριούλες. Μια μέρα μου μίλησε για τον περίφημο «Μελτζαναράπη» με το ύφος του ανθρώπου που πιστεύει ότι δημιουργεί φοβερές εντυπώσεις. Περισσότερο εντυπωσιακή όμως ήταν η προσπάθειά της να με πείσει. Το επεδίωκε με πολύ γούστο: έκανε ένα σωρό γκριμάτσες και άλλαζε τον τόνο της φωνής της.  Όμως  το δικό μου αυτί δεν ίδρωνε με την περιγραφή  δράκων ή τα παρόμοια, γιατί είχα μια ανεξάντλητη φαντασία και έπλεκα την όποια στιγμή τα δικά μου παραμύθια, που τα λάτρευε και η νιόπαντρη συγκάτοικός μας: η Νίνα του Ναούμ.

          Κάποια στιγμή λοιπόν που η κυρά-Χρυσούλα είχε τελειώσει το παραμύθι της για τον φοβερό Μελτζαναράπη, βάλθηκα με τη σειρά μου να πω κι εγώ ένα. Το φοβερό παραμύθι μου, έκανε την κυρά- Χρυσούλα να εκπλαγεί: «Με κοροϊδεύεις μικρούτσικο! Δεν είναι δικό σου αυτό το παραμύθι!» είπε χαριτωμένα. «Όχι κυρά-Χρυσούλα, μα την αλήθεια είναι δικό μου παραμύθι! Να!» είπα με παράπονο και σταυρώνοντας τους δείκτες των χεριών μου  σε σχήμα σταυρού το φίλησα. Αμέσως ύστερα δήλωσα με την ίδια ορμή: «Αν δεν με πιστεύεις μπορώ να σου πω κι άλλα!» Η υπερηφάνεια μου μ’ έκανε ξαφνικά ν’ αγωνιώ. Η συμπαθέστατη γριούλα δυσπιστούσε την ειλικρίνειά μου. Ήθελα τόσο πολύ ν’ αναγνωρίσει την ικανότητά μου! Το ένιωσε... «Αν είναι έτσι παιδάκι μου, τότε έχουμε μία καινούργια παραμυθού στη γειτονιά!» είπε ήσυχα και χάϊδεψε τα μαλλιά στην κορφή του κεφαλιού μου, σα να μ’ ευλογούσε.  Αυτό με είχε κάνει να ηρεμήσω και να καθίσω λιγάκι ακόμη κοντά της. Το αχνό χαμόγελό της επεβεβαίωνε τα λόγια της.  Ήταν μοιραίο:  η σχέση μας τραβούσε μπροστά στηριγμένη τώρα στην αμοιβαία εκτίμηση και στο σεβασμό... παραμυθούς προς παραμυθού!..         

          Το σκοτεινούτσικο και χαμηλοτάβανο δωματιάκι της κυρά-Χρυσούλας με το ένα μικροσκοπικό παραθυράκι του προς το δρομο, δεν είχε άλλη  πολυτέλεια από  το ντιβάνι που  το βράδυ το  έστρωνε για ύπνο και την ημέρα το ξανάστρωνε για να γίνει καναπές  για την ίδια και τους επισκέπτες της.  Στη μία σκοτεινή γωνιά  του υπήρχε ένα τραπεζάκι με ένα καμινέτο απάνω για το μαγείρεμα. Η γριούλα κάλυπτε τα πόδια του με ένα λουλουδάτο κίτρινο ύφασμα καθώς κάτω από αυτό είχε το λάδι κι άλλα πράγματα, σχετικά με τη μαγειρική της. Πάνω από το συγκεκριμένο τραπεζάκι, βρισκόταν ένα μακρύ ξύλινο ράφι όπου ακουμπούσε μια-δυο κατσαρόλες, πιάτα, ποτήρια και φλυτζάνια. Σε μία άλλη γωνιά του δωματίου-σπιτιού είχε τοποθετήσει ένα τρίγωνο ραφάκι για το πάντα αναμμένο καντηλάκι, την εικόνα της Παναγιάς-μητέρας, την εικόνα του Αη-Νικόλα και τις εικόνες του Αη-Σπυρίδωνα και του προφήτη Ηλία. Ήταν πιστή στην ορθοδοξία η γριούλα μας.  Κάτι παρόμοιο -ένα μικρό εικονοστάσι- ζέσταινε και μία γωνιά του τοίχου στο δικό μας καθιστικό.  Ήταν οι καιροί που η ελληνική κοινωνία ήταν προσκολλημένη στην ορθοδοξία και υπήρχαν σοβαροί λόγοι γι αυτή την αφοσίωσή τους.  Ήταν περίοδοι μεταπολεμικοί, και οι Έλληνες προσπαθούσαν να ανασυγκροτηθούν, να μετρήσουν τις αδυναμίες τους και να προσπαθήσουν να επουλώσουν τις πληγές τους, που παρέμειναν ανοιχτές  από την μακροχρόνια εμπόλεμη κατάσταση και τη φθορά. Η θρησκεία ήταν η μάνα που ζέσταινε στην κρυαμάρα της ανημπόριας και της φτώχειας. Δεν γεννιούνταν λοιπόν ερωτηματικά για την καταγωγή του Χριστού, για την Μαρία τη Μαγδαληνή ή για  το ρόλο του Ιούδα στην ρωμαϊκή κατοχή του Ισραήλ, όπως στις μέρες μας.  Δεν υπήρχαν δισταγμοί για τη θέση της ορθοδοξίας και την αντιπαράθεσή της με τον Καθολικισμό.  Δεν ανασκάλευαν την πίστη τους.  Ήταν μέγα αμάρτημα. «Πίστευε και μη ερεύνα!» ήταν το σύνθημα. Η έλλειψη εκπαίδευσης είχε και τα καλά της.  Οι άνθρωποι δεν εξελίσσονταν σε πνεύματα κατειλημμένα από τις διάφορες φιλοσοφικές θεωρίες που γεννούσαν όλα εκείνα τα αμέτρητα, τα απίστευτα κάποτε ερωτηματικά: από πού, πώς και γιατί... και τι είναι εκείνο το χάος επιτέλους που ακολουθεί τη ζωή, κι αν αξίζει να ζει κανείς ή να μη ζει!.. Κι αν ακόμη υπήρχαν όλα αυτά τα ερωτηματικά -γιατί απασχόλησαν τον άνθρωπο ανέκαθεν- οι απλοί άνθρωποι είχαν το δικό τους τρόπο να πορεύονται στη ζωή: μεροδούλι-μεροφάϊ και δόξα τω θεώ!.. 

          Η θρησκεία λοιπόν ήταν παρηγοριά και ελπίδα και η δύναμή της άγγιζε και εμψύχωνε. Άλλοι προσεύχονταν στο Θεό για το καλό και έκαναν ευχές και άλλοι καταριόταν μέσα στα αδιέξοδά τους, λες και ο Θεός μπορούσε να γίνει «χθαμαλός» σαν τον χαμαιρπή άνθρωπο, που για να ικανοποιήσει την επιθυμία του ο Θεός, του  πρόσφερε λίγο λαδάκι, κρασάκι ή άρτο...                

          Η κυρά-Χρυσούλα  κρατούσε κι άλλα πράγματα σ΄ εκείνο το μέρος του δωματίου, αλλά εγώ σαν μικρή που ήμουν δεν πήγαινα εκειδά απρόσκλητη.  Προς το κέντρο του φτωχού χώρου υπήρχαν επίσης ένα μικρό μαγκάλι για το χειμώνα κι ένα ακόμη τετράγωνο τραπέζι στρωμένο νοικοκυρεμένα, και με τέσσερις καρέκλες γύρω του.

          Όμως, έτσι ολομόναχη που ζούσε σ΄εκείνο το σκοτεινό, γυμνό δωμάτιο, φοβόμουν πως κάποιο βράδυ θα την έτρωγε κανένας «Μελτζαναράπης» την καϋμένη την κυρά-Χρυσούλα.  Αν είχε τουλάχιστον τον γέρο της! Αυτός όμως φαίνεται ότι την είχε αφήσει πολλούς χρόνους πριν.

          Ντυμένη πάντα στα μαύρα η κυρά-Χρυσούλα, φορούσε ανελλιπώς  μία επίσης μαύρη μαντήλα στο κεφάλι και μία ποδιά μπροστά της, όπως η γιαγιά μου. Η κυρά-Χρυσούλα ήταν μία ανεξάρτητη γυναίκα που ατυχώς είχε πια γεράσει... έτσι τουλάχιστον την έβλεπα εγώ. Ίσως όμως και να μην ήταν έτσι, γιατί  είχε και άλλους, δικούς της  ανθρώπους, που έρχονταν και την έβλεπαν μια-δυο φορές την εβδομάδα. Είχε μια κόρη συμπαθητική που της έμοιαζε και  τρεις όμορφες εγγονές. Ίσως να είχε και άλλα παιδιά και εγγόνια, όμως αυτοί ήταν οι μόνοι που την επισκέπτονταν μέχρι που αποδήμησε στον κόσμο των ονείρων.

          Το δωματιάκι της κυρά-Χρυσούλας ήταν για την αφεντιά μου μία συμπαθητική γωνιά, χάριν στο αξιαγάπητο του χαρακτήρα της.  Αναμφίβολα σημαίνον ήταν και το γεγονός   ότι οι δικοί μου, μου επέτρεπαν να την επισκέπτομαι, κάποτε μάλιστα η μάνα μου με πήγαινε η ίδια και με άφηνε στα χέρια της γριούλας γειτόνισσας.  

          Ήταν κι άλλα σπίτια στη γειτονιά μου που τα επισκεπτόμουν στην προσχολική μου ηλικία, καθώς έπαιζα με τα παιδιά που ζούσαν σ’ αυτά.  Ένα από αυτά ανήκε σ’ έναν υπαξιωματικό του στρατού. Θυμάμαι την ταλαιπωρημένη γυναίκα του με την μαντήλα και τα ξένα δόντια της, όταν μιλούσε φωναχτά. «Έχει γεράσει πριν την ώρα της η χριστιανή. Τόσα κουτσούβελα που έχει!» είχε πει η μάνα μου, στη θεία μου σχολιάζοντας τα «τρεχάματα της γειτόνισσας».

          Το καθιστικό τους -ένα τεράστιο δωμάτιο όπου μαζεύονταν ολημερίς η οικογένεια- ήταν κατά κανόνα άνω-κάτω. Υπήρχαν πολλά παιδιά, όλα κορίτσια, άκρως τραγικό φαινόμενο για την ελληνική οικογένεια της εποχής, εξαιτίας του θεσμού της προίκας. Από αυτά, κάποια ήταν μεγάλα και πήγαιναν στο σχολείο, ενώ τα άλλα τα μικρότερα, ανακάτευαν τον κόσμο, μέσα κι έξω από το σπίτι. Δεν υπήρχαν πολλά πράγματα που μπορούσαν να κάνουν, από το να παίζουν όλα τα γνωστά είδη παιχνιδιού, με φωνές, φιλονικίες και κλάματα, όταν ενός από αυτά, δε περνούσε «το δικό του». 

          Στο μεγάλο χαμηλοτάβανο δωμάτιο δεν έβλεπες τίποτα άλλο από τα μέλη της πολυπληθούς οικογενείας.  Δε θυμάμαι  τα πρόσωπά τους -πλήν της συνομήλικής μου Τούλας-, πόσοι ήταν, πού κάθονταν ή πού έτρωγαν.  Το μόνο που θυμάμαι καλά είναι, ότι κάποια από τα μεγαλύτερα κορίτσια τους, κάθονταν στο μοναδικό παράθυρο προς το δρόμο –πίσω από την Καλλάρη- και χάζευαν άγνωστο με τι, αφού δεν υπήρχε απολύτως τίποτα για χάζεμα, μα την αλήθεια.

          Από τα σπίτια που επισκεπτόμουν με τη μαμά μου και τη θείτσα μου Ελιζαμπέτα ξεχώριζα δύο που μου άρεσαν: της Νίνας του Ναούμ και της Ερασμίας του Αβραάμ, που είχαμε κουμπαριό.  Η μία, η Νίνα, ζούσε στο ίδιο σπίτι μ’ εμάς, όπως είπα παραπάνω και η Ερασμία κάπου στο δρόμο προς την Καλούτσιανη.  Και τα δύο σπίτια ήταν πάντα περιποιημένα. Η μέν Νίνα ήταν πάντα ομορφοντυμένη, βαμμένη και μοσχοβολούσε, ενώ η Ερασμία -σα μαμά που ήταν, γλυκύτατη και νέα- είχε τις πιο ωραίες ανθοστήλες που έχω δει μέχρι στιγμής.  Πάντα τις είχε φορτωμένες με λουλούδια από τον κήπο τους, και θα θυμάμαι για πάντα τα ωραιότατα πασχαλινά κουλουράκια, τα ζαχαρωμένα με ζάχαρη άχνη, που μοσκοβολούσαν ανθόνερο.  Ο άντρας της ο Αβραάμ,  ήταν μάγειρος στο δικό τους εστιατόριο απέναντι από το Ταχυδρομείο της Πόλης μας, λίγο πιο πάνω από το ζαχαροπλαστείο του πεθερού του: Σταύρου Σταύρου. Έφτιαχνε τον πιο ωραίο γύρο στα Γιάννινα, τις πιο γεύσιμες μπριζόλες και τις πιο εύγευστες, τραγανές, τηγανιτές πατάτες.  Τα παιδιά τους ο Θόδωρος –συνομήλικός μου-, ο Νικολάκης και ο Ανέστης ήταν πανέμορφα παιδιά, αλλά παχουλούλια...  

          Το δικό μας σπίτι ήταν απλό.  Μέσα στο ατέλειωτο καθιστικό θυμάμαι σαν τώρα, τους δύο καναπέδες με τα λουλουδάτα καλύμματα και τις μεγάλες μαξιλάρες ν’ ακουμπούν στους τοίχους ολόγυρα.  Ένα μεγάλο τραπέζι στεκόταν στη μία πλευρά, παράλληλα με το ένα από τα δύο παράθυρα, και παραδίπλα κολλημένος στον τοίχο ένας μπουφές με δύο ορόφους.  Στον απάνω όροφο, τοποθετούσαν  οι νοικοκυρές του σπιτιού ποτήρια και άλλα. Ο κάτω  όροφος απαρτιζόταν από ένα τμήμα με συρτάρια για  τα κεντήματα και τα μαχαιροπήρουνα και από ένα δεύτερο για τα πιατικά και τα συναφή.  Ανάμεσα από τα δύο κύρια μέρη του μπουφέ, υπήρχε αρκετός χώρος για το  μεγάλο  κάρινο ραδιόφωνο.  Το ραδιόφωνο άνοιγε στις ώρες των ειδήσεων, και κυρίως όταν κατέφθαναν οι άντρες της εκτεταμένης οικογένειάς μας στο σπίτι. Όλες τις άλλες ώρες οι γυναίκες του σπιτιού είχαν τις δουλειές τους κι εμείς τα μικρά παίζαμε.

          Οι κουρτίνες στα δύο παράθυρα που κύτταζαν στην τοιχόκλειστη αυλή, ήταν από ασπροκέντι -όπως συνηθιζόταν-  και πάνω στα εσωτερικά περβάζια τους σκαρφάλωνα και έπαιζα ή ζωγράφιζα μουτζουρώνοντας, μια κι ακόμα δεν είχα τα κατάλληλα μέσα για να επιδεικνύω την ικανότητά μου στο γράψιμο ή στη ζωγραφική στα πέντε-έξι χρόνια μου. Στις αρχές του καλοκαιριού, πάνω στη βάση της κορνίζας τους μεγάλωναν η Μαντζουράνα, μαζί και ο Βασιλικός που ήταν έτοιμος για τρύγο στη γιορτή του Σταυρού, το Σεπτέμβρη. 

          Το πάτωμα ήταν ξύλινο, στρωμένο με χοντρά κιλίμια και κουρελούδες όπως συνηθίζονταν από ανθρώπους με μέτριο βαλάντιο και η θέρμανση ήταν προϊόν  κάρβουνου που έκαιγε στο μαγκάλι αρχικά και αργότερα ξύλων μέσα στη θερμάστρα. Μόνιμα, υπήρχε ένας γιούκος στα δεξιά, όπως έμπαινε κανείς από τη μεγάλη σάλα, στο καθιστικό.  Ανάλογα με την εποχή ψήλωνε ή χαμήλωνε. Εκεί βρίσκονταν στιβαγμένα πλήθος από κουβέρτες, παπλώματα και μαξιλάρια για τη γιαγιά μου και τους ανύπαντρους θείους μου, αλλά και για τους επισκέπτες μας  εκτός Ιωαννίνων.  

          Τα μεγάλα σπίτια–μονοκατοικίες για κάποιο λόγο δε μ’ εντυπωσίαζαν. Άλλωστε ήταν ελάχιστα εκείνη την εποχή στα Γιάννινα.  Το περιεχόμενό τους μπορούσα να το φανταστώ καθώς οι σχέσεις της οικογένειάς μας που ήταν ποικίλες, περιελάμβαναν κι ανθρώπους αυτής της κατηγορίας. 

          Οι κινηματογράφοι έπαιζαν σπουδαίο ρόλο σ’αυτό το ζήτημα. Προέβαλαν τα σπίτια, τη διακόσμηση και την επίπλωση των καλοβαλμένων, βολεμένων ανθρώπων. Η ενημέρωση, προκαλούσε θαυμασμό μάλλον, παρά ζήλεια.  Απλά γιατί στην πόλη μας στην  ηλικία μου των πέντε ή έξι χρόνων, δεν υπήρχαν ετούτα τα καλούδια, κι αν υπήρχαν ήταν μικρής κλίμακας. Υπήρχαν τρεις τέσσερις γιατροί και ισάριθμοι έμποροι, που μπορούσαν και εισήγαγαν  έπιπλα και άλλα, ήταν όμως άσχετοι με τη συνείδηση της πλειοψηφίας.   Και οι δικηγόροι; Καθώς σπάνια ήταν χρειαζούμενοι -ήταν πιο τυχεροί οι άνθρωποι τότε- ήταν ελάχιστοι ως ανύπαρκτοι. Ίσως και να λιμοκτονούσαν στην κυριολεξία.

          Τα θλιβερά σπίτια του χειμώνα, μεταμορφώνονταν με την άφιξη της Άνοιξης καθώς ντύνονταν και στολίζονταν χάριν στους κήπους που τα περιέβαλαν.  Τρέλα ήταν τότε οι γειτονιές μας.  Το αγιόκλιμα, το γιασεμί ή το αναρριχώμενο τριανταφυλλάκι -σε ροζ, κόκκινο ή λευκό- μοσχομύριζαν ομορφαίνοντας τη ζωή. Τότε ήταν που χαιρόσουν τα πρόσωπα των ανθρώπων, καθώς ξανάνιωναν σ΄ εκείνη τη γιορτινή ατμόσφαιρα της πλανεύτρας φύσης.

          Την φωτεινή και χαριτωμένη αυτή περίοδο του έτους τα σπίτια ανανεώνονταν εσωτερικά ανάλογα με τα οικονομικά του καθενός.  Φρεσκάριζαν τα καλοκαιρινά τους.  Μαζεύονταν τα χειμερινά, και τα παπλώματα. Οι φλοκάτες και οι στείρες βελέντζες χτυπιόνταν στη νεροτριβή ή και στη λίμνη με τον κόπανο κι άφθονο σαπούνι. Ακολουθούσε το στέγνωμά τους πάνω στα τείχη των περιφραγμένων αυλών και το στίβαγμά τους στα μπαούλα ή στους γιούκους με «μπόλικη» ναφθαλίνη.

          Τα δωμάτια γέμιζαν καλοκαιριάτικο ήλιο. Μεγάλη η χάρη του! Δίκαιος και δικαιούχος μοίραζε αδιάκριτα το χρυσάφι του σε όλα τα σπίτια: φτωχά και πλούσια, ελεώντάς τα ευεργετικά  και απολυμαίνοντας τις γωνιές τους από την ανεπιθύμητη υγρασία, τη μούχλα και τις τοξίνες της. Όλα αναβαπτίζονταν γενναιόδωρα στη ζωή, παραχωρείτο η άνεση του ουσιαστικού πλούτου «εντελώς δωρεάν»...               

          Πολύ αργότερα, στα έντεκά μου, όταν ήμουν μαθήτρια στην Πέμπτη-Έκτη  τάξη στο Τετρατάξιο Δημοτικό Σχολείο της Ζωσιμαίας Παιδαγωγικής Ακαδημίας, είχαμε έναν δάσκαλο, που κάποια πρωϊνά ερχόταν σκουντουφλός ή έτσι νομίζαμε τέλος πάντων.  Ήταν νέος άνθρωπος, εμείς όμως, αληθινά ζιζάνια, θέλαμε, «σώνει και καλά», να βρούμε κάτι στραβό για να το συσχετίσουμε με το ύφος του.  Ένα πρωϊνό κάποια μαθήτρια της Έκτης ψιθύρισε στην ομήγυρι: «κακοκοιμήθηκε με τη γυναίκα του, απόψε!» Ξεκαρδιστήκαμε στα γέλια οι υπόλοιπες.  «Νομίζω ότι έπιασε λειχήνες από τα φιλιά της, γι’ αυτό είναι σκουντουφλός!» είπε μία άλλη για τις κοκκινίλες που είχαν φουντώσει στο προσωπό του, το συγκεκριμένο πρωΐ.  Δεν μας έμεινε έντερο στη θέση του από το γέλιο. Συνδυάζαμε την έκφραση του προσώπου του με την οικογενειακή του κατάσταση και δη με τη γυναίκα του.  «Πού μένει άραγε;» ρώτησα.  «Τι σημασία έχει αυτό;» ρώτησε κάποια. «Δεν ξέρω!»  απάντησα. «Πιστεύω ότι τα σπίτια «κολλάνε» από το χαρακτήρα των ανθρώπων τους, κι εκείνοι από αυτά» είπα. Τα κορίτσια με κύτταξαν παραξενεμένα.  Δεν με καταλάβαιναν.  

          Όμως και σήμερα πιστεύω τα παρόμοια.  Τα σπίτια μοιάζουν με τους ανθρώπους που τα κατοικούν. Γιατί σπίτια και άνθρωποι, άψυχα και έμψυχα, συμμετέχουν στις χαρές και στις λύπες. Χαρούμενοι άνθρωποι, χαρούμενα σπίτια... ή οτιδήποτε άλλο μπορεί κανείς να φανταστεί! «Τρελή σκέψη, τρελή πίστη» θα πείτε, εγώ όμως χαρακτηρίζω ετούτη την πίστη μου: υποπροϊόν   του ψυχισμού μου!

 

 jj

Ένας Άνθρωπος

Αφήγηση

από την Τριλογία:

      Άνθρωποι μονάχοι!  

 

          «Έτσι λοιπόν ζούσε ο Μάρκος.... Μόνος, εκεί στο μικρό διαμέρισμά του παρέα με τα βιβλία του, όταν δεν εργαζόταν, κι όταν εργαζόταν, έγραφε.  Ήταν δημοσιογράφος, συγγραφέας, ποιητής...»          

          Ο Μάρκος ήταν ιδιόρυθμος. Το πίστευε και ο ίδιος δίπλα στους άλλους που τον γνώριζαν και επικοινωνούσαν μαζί του.  Είχε ευαισθησίες, πολλές ευαισθησίες και  μάλιστα σε βαθμό που ενοχλούσε. Αυτόν με τη σειρά του τον ενοχλούσε αφάνταστα το πρόσωπο της κοινωνίας, τον έτρωγε το άγχος για το μέλλον της κι έτρεχε να δημοσιεύσει άρθρα όπου μπορούσε, κάθε φορά που συνέβαιναν ανορθόδοξα κατά την άποψή του, γεγονότα. Τα κατέγραφε και τα χρωμάτιζε με το δικό του χαρακτηριστικό τρόπο.       

          Τον πείραζε κατά κόρον το γεγονός ότι οι άνθρωποι ήταν απρόσεκτοι, άδικοι, άπονοι, σκληροί με τον συνάνθρωπό τους αλλά και με  τη «μάνα τη Φύση». «Θα μας τιμωρήσει κάποια στιγμή, θα μας τιμωρήσει πανάθεμά μας!» μονολογούσε και σχεδίαζε πάνω στο μπλοκ ένα  κύμα τεράστιο να σαρώνει τα πάντα μπροστά του. «Μ’ ένα τσουνάμι... έναν κυκλώνα...  ένα σεισμό ίσως, που είναι εξίσου φοβερός... Με την πρόσκρουση της γης με άλλο πλανήτη... ίσως και να είναι ζήτημα χρόνου ο αφανισμός μας. Μπορεί  να επέλθει ακόμη και από έναν μετεωρίτη!» σκεφτόταν αγχομένος και σαν να αφυπνιζόταν μέσα του ένας δαίμονας, καθόταν κι έγραφε ένα νέο άρθρο.  

          Γνωστοποιούσε, προειδοποιούσε επιστήνοντας την προσοχή των αναγνωστών του στην καλή μεταχείρηση της φύσης, την προστασία της από την παντός είδους φωτιά: την αδηφάγα, την άδικη «φωτιά» του πολέμου, την αλλόκοτη «πυρηνική» φωτιά, τη φωτιά του εμφυλίου, τη φωτιά που βάζει το χέρι ενός πυρομανή... 

          Παρακινούσε  ως προς την εκτέλεση των παραινέσεων στην περίοδο ειρήνης στην οποία πορεύονταν και μεταξύ αυτών την πρόληψη και την αναδάσωση για την σωστή διατήρηση και ισορροπία του οικολογικού συστήματος.  Το δάσος με την απορρόφηση των υδάτων, με την προστασία που παρέχει  στην πανίδα, αποτελεί βασικό δώρο της φύσης στον άνθρωπο. Κι αν τους αποκαλούν «πνεύμονες», είναι μονάχα λόγια... και τίποτα άλλο μα τω Θεώ!» Ας όψονται οι ιθύνοντες.

          Κήρυττε  λοιπόν την αγάπη προς τα δέντρα, τα φυτά και τα ζώα, το σεβασμό προς τη θάλασσα και το περιεχόμενό της, αλλά κυρίως τα θαλάσσια κήτη.  «Φαντάσου ακόμη και οι Ιάπωνες μας δουλεύουν! Τάχα κάνουν έρευνες και μόνο έρευνες δεν κάνουν.  Σε λίγο δε θα υπάρχει φάλαινα στον Ειρηνικό! Δεν υπήρχαν μόνο οι  άνθρωποι στον πλανήτη!» Τρωγόταν ο Μάρκος με τα παράλογα και με τα άδικα. Όμως όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, ήταν φωνή πνιγμένη στην κουφαμάρα των ενδιαφερομένων που στόχευαν πάντα στο να αγνοούνται οι «επαναστάτες» του είδους του. Έτσι ήταν και έτσι τα είχε βρει ο Μάρκος και η γενιά του, και τα παρόμοια θα εξακολουθούσαν να συμβαίνουν στο μέλλον, αναμφίβολα. Όπως το επέβαλε το κατεστημένο της δύναμης επικρατούσαν τα μεγάλα συμφέροντα.  Και επομένως και τα σχετικά με κάποιες πολύ σημαντικές δασικές περιοχές, όπως εκείνες πάνω στις πλαγιές των λόφων της πολιτείας τους.  «Κι εκείνο το διώροφο, από τον πατέρα του το βρήκε ο κύριος Ι..........ής;» είχε ρωτήσει τον Νομάρχη σε μία επίσκεψή του στη Νομαρχία ο Μάρκος, κι εκείνος  πέρα από το γεγονός ότι «είχε κοκκινήσει σαν παντζάρι», προσποιήθηκε πως δεν καταλάβαινε τι εννοούσε.  Ο Μάρκος είχε «τσατιστεί» με τον Νομάρχη -δεν το είχε κρύψει- και είχε γράψει ότι «όταν οι ιθύνοντες ευλογώντας τους αχρείους, ευλογούν τα γένια τους, οπότε οι πρώτοι... είναι δύο φορές αχρείοι!»

          Μία ακραία εφημερίδα είχε δημοσιεύσει το «καυτό» άρθρο. Ήταν εφημερίδα της αντιπολίτευσης. Προστέθηκαν πλάγιες κατηγορίες για έναν από τους «σπουδαίους»  της «εν δυνάμει» παράταξης, ότι ρουσφετολογούσε λέει σε βάρος της πόλης και κατέστρεφε «τους πνεύμονές της».  Έκανε  λέει χατίρια για να κερδίζει ψήφους. «Κατακαϋμένη πατρίδα!» πάντα ωχριούσαν «τα δίκαια» μπροστά «στα δίκαια των δυνατών»!         

          Εκ των πραγμάτων κάποιοι αγανακτούσαν με  την αθυροστομία του άντρα και αντιδρούσαν αγανακτησμένοι.  «Κόφτου τη γλώσσα για να μάθει!» είχαν πει κατά καιρούς οι πειραγμένοι. «Φταίνε οι εφημερίδες που δημοσιεύουν τα λυβελογραφήματά του! Αυτές πρέπει να τιμωρηθούν!» έλεγαν άλλοι, απαντώντας στους πρώτους.  Είχαν βέβαια τα δικά τους συμφέροντα να προασπίσουν, που συνδεδεμένα με τον Τύπο, τα έβλεπαν να ζημειώνονται με την μείωση ζήτησης των δικών τους φύλων.

          Οι εφημερίδες τον αγαπούσαν εν γένει τον Μάρκο... αν και στα κρυφά.  Ο «ανήρ είχε θράσος», ανατάραζε τα «λιμνάζοντα», πείραζε κάποιους «δυνατούς», υπέσκαπτε κάποιους άλλους, μεμφόταν κάποια κοινωνικά στρώματα και υποδαύλιζε τη φαντασία των νέων, που ήταν και  το σημαντικότερο.   Δεν ήταν..... φίλος καμμιάς χώρας «πέρα από το συνάφι του», απλά γιατί ήξερε  πως η αδυναμία κοστίζει και αν η πατρίδα του έμπαινε και κάποια άλλη στιγμή στο μέλλον, στο στόχαστρο, όπως είχε συμβεί «πολλάκις εις το παρελθόν,  Θεός φυλάξοι την!» Δεν υπάρχει μπέσα όταν κυβερνούν τα συμφέροντα, τα όποια συμφέροντα τέλος πάντων.

          Ο Μάρκος ήταν μοναδικός στο είδος του. Δεν ανήκε σε κανένα πολιτικό κόμμα.   Ήταν ένας ιδιόρρυθμος τύπος, ένας επαναστάτης. Αυτό ήταν. Πώς θα μπορούσε λοιπόν να μπει στα γρανάζια μιας όποιας μηχανής;  Αν το έκανε δε θα τολμούσε να μιλάει όπως μιλούσε.  Θα δενόταν  χειροπόδαρα, θα του κολλούσαν φίμωτρο στο στόμα του, «σκυλί υπόδουλο» στα συμφέροντα κάποιων, πάντα. Αστείο πράγμα και να το σκεφτόταν κανείς αυτό για τον Μάρκο.  Όταν μάλιστα κάποιοι μέσω γνωστών του, του είχαν προτείνει να μη γράφει εναντίον συγκεκριμένων, συγκεκριμένου κόμματος «με το αζημείωτο βέβαια», ο Μάρκος είχε γελάσει ειρωνικά: «Ν’ αλυσοδεθώ από μόνος μου;  Πού ακούστηκε τέτοιο χωρατό;»          

          Ο Μάρκος ήταν η εξαίρεση. Έγραφε λοιπόν και δεν τον ένοιαζε αν θα τον κατέτρεχαν, ή τον τιμωρούσαν τελικά για τα «τρελά του». Αδέκαστος, τρομερός γραφιάς, δεινή, καυτή πένα, δριμύ πνεύμα, ένας «αθεόφοβος τρελός» που στην ουσία κανείς δεν τολμούσε να πειράξει, καθώς τα γραπτά του ήταν της αλήθειας και όλοι το ήξεραν, μόνο που οι ίδιοι δειλοί, δεν θα τολμούσαν ποτέ τα παρόμοια.

          Η συγκεκριμένη εφημερίδα που τον φιλοξενούσε σε τακτική βάση, τον χρησιμοποιούσε για τους δικούς της σκοπούς:  Τη δημοσιότητά της, την πώληση των φύλων της, τη φήμη της...  Όμως τον Μάρκο δεν τον ενδιέφερε. Επεδίωκε να περνάει τα μηνύματά του, όπως μπορούσε, άσχετα με τα όποια παρεμφερή συμφέροντα της εφημερίδας.          

          Κάποιος, προσωπικότητα της πολιτείας, που φρόντιζε να μένει ανώνυμος συγκαλύπτοντας  τις προσπάθειές του για το καλό του τόπου, είχε συμπαθήσει τον «άνθρωπο-Μάρκο»  και έχοντας αντιληφθεί τις αντιδράσεις πολλών συντοπιτών τους εναντίον του, τον είχε συμβουλέψει. 

          «Άκου φίλε κι αδερφέ.  Φοβάμαι για σένα.  Ενοχλείς. Γράφεις πολλά που αναμοχλεύουν το μίσος.  Οι μισοί άρχισαν να κυττάζουν τους άλλους μισούς, με υποψία.   Οι δασονόμοι τρέμουν για τις θέσεις τους. Μερικοί φοβούνται μήπως κατηγορηθούν ότι κλείνουν τα μάτια σ’ εκείνους που καταπατούν δασικές περιοχές, κι άλλοι μήπως στην περιοχή τους γίνει καμιά πυρκαγιά και θεωρηθούν συνυπεύθυνοι». Ο Μάρκος τον είχε ευχαριστήσει και κυττώντάς τον στα μάτια είχε πει λυπημένα: «Μήπως έχεις την εντύπωση αδερφέ μου ότι τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι; Και κάτι ακόμα: αν σταματήσω να γράφω εγώ, νομίζεις ότι δε θα βρεθεί άλλος να πάρει τη θέση μου; Πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που κρατούν τα μάτια τους ορθάνοιχτα για να παρατηρούν, να καταγράφουν και να προειδοποιούν με το όποιο κόστος, ή το όποιο τίμημα.  Πώς θα προχωρήσει η ζωή χωρίς αυτόν «τον κάποιο» ν’ ανασκαλεύει την ανθρώπινη συνείδηση; Ακόμη κι όταν λένε γι αυτόν ότι είναι «Φωνή βοώντος εν τη ερήμω!»          

          Ένα πρωί βρήκαν το Μάρκο καθισμένο σε ένα παγκάκι. Είχε παγώσει.  Μία μικρή, μαυριδερή τρύπα στο μέτωπό του αποτελούσε τη μοναδική μαρτυρία της εκτέλεσής του. Ένας νεαρός φοιτητής της δημοσιογραφίας είχε παρατηρήσει στο άρθρο του για την εκτέλεση του «επαναστάτη»: «...θύμα στο βωμό της ανικανότητας των ανθρώπων να απολυμάνουν τη φύση από τους θύτες που τη μυαίνουν!»  


uu
Θεατής

 Αφήγηση

 

Τα αυτοκίνητα ασταμάτητα, περνούν βιαστικά, εκπνέοντας πίσω τους ακόρεστες ποσότητες  μονοξείδιου του υπ’ αριθμόν 1 εχθρού της ατμόσφαιρας του Σύδνεϋ, της μεθυσμένης σειρήνας του Νότου, 24ις ώρες το εικοσιτετράωρο. Καταστρεπτικό παράγωγο των αεί απαραιτήτων καυσίμων κι ετούτο, ευθύνεται άμεσα για την κατάσταση των πνευμόνων εκείνων, και δη των ασθματικών ή και των άλλων με αναπνευστικά προβλήματα, που κι αν δεν τα είχαν... τα απέκτησαν στην πορεία, καθώς έχουν την ατυχία να εργάζονται στα γραφεία των διαφόρων εταιρειών και ποικίλων υπηρεσιών που στεγάζονται κατά κόρον στο κέντρο του Σύδνεϋ. Ο μόλυβδος που συσσωρεύεται  στον ουράνιο θόλο του CBD, της εμπορικής καρδιάς της αχανούς πολιτείας, όχι σπάνια, παίρνει τη μορφή γκριζωπού σύννεφου, που απειλητικό κρέμεται απάνω της.

 

Στην πόλη του Σύδνεϋ, ανάμεσα από τους ουρανοξίστες που παρατεταγμένοι  στις δύο πλευρές των οδών της, θαρρείς γέρνουν τις κορυφές τους για να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, τα ατελεύτητα συμβάντα της καθημερινότητας,  μπορεί κανείς να δει τη βαθυγάλανη ή την γκρίζα κορνίζα της ουράνιας σκέπης της, να κρέμεται πάνω από τη άνιση επιφάνεια των τσιμεντένιων κτιρίων της, μαλακώνοντας το ψυχρό περίγραμμά τους. Τα πολλαπλά παράθυρα, σφραγισμένα με πλαστικά ή γυάλινα καλύμματα, αντικατοπτρίζουν το γύρω τους μωσαϊκό, επιδεινώνοντας την εικόνα του τσιμέντου, του συνθετικού και της «υάλου»,  που μονοπωλούν κατ’ απόλυτο σχεδόν τρόπο την κατασκευή των κολοσσιαίων  κτηριακών συγκροτημάτων της στα τέλη του 20ου αι. και στις αρχές του 21ου. 

Και όμως έστω και έτσι, η καρδιά του Σύδνεϋ μαγεύει, καθώς σφίζει από ζωή.  Άλλωστε η εναλλαγή των χαρούμενων αποχρώσεων του γαλάζιου και του πράσινου, είναι τόσο αναπάντεχα κοντά, που απορείς πώς μέσα σε ένα τέτοιο πολυθόρυβο και μολυσμένο κέντρο, εξακολουθούν να υπάρχουν αυτοί οι πνεύμονες, να ανακουφίζουν και να μαγεύουν.

 

Αλλά πέρα από αυτά τα χαρακτηριστικά στοιχεία της πολιτείας του Σύδνεϋ, εντυπωσιάζει η ανθρωποθάλασσά της που κινείται σαν αμφίρροπο κύμα από τη μια μεριά του δρόμου στην  άλλη και τανάπαλιν, με τη ες αεί παρούσα βοήθεια του πράσινου ή του κόκκινου σηματοδότη.

Το μωσαϊκό που συνθέτει η απέραντη πολιτεία, ξεχωρίζει για την πολυχρωμία και την πολυφυλετική σύνθεσή του. Λευκοί, χλωμοί, ροδοκόκκινοι, μελαψοί, μαύροι, κίτρινοι... Και από μάτια... φαντασθείτέ τα, σύμφωνα με το χρώματα που παρήλασαν στην προηγούμενη πρόταση. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να προστεθεί μία ακόμη αξιοσημείωτη παρατήρηση: οι άνθρωποι σε ετούτη τη μεγαλούπολη, όχι μόνο είναι πάντα βιαστικοί, αλλά και πολύ συγκεντρωμένοι και απόμακροι από τον συνάνθρωπο που τυχαίνει να είναι ο διπλανός τους. Περπατούν μηχανικά, παρακολουθώντας τους οδικούς  σηματοδότες και σχεδόν πάντα  το ωρολόγι τους. Ακόμη και αν έχουν δίπλα τους συναδέλφους ή παρέα, στις ώρες της εργασίας, ο χώρος επιβάλλει συγκέντρωση και πρόγραμμα. 

Διαισθάνεσαι λοιπόν αέναα τα  κύματα  πίεσης που εκπέμπουν οι άνθρωποι που κυκλοφορούν εδώ στις ώρες της εργασίας, και τον πυρετό της.  Δε θέλω να διανοηθώ μία πυρκαγιά, έναν σεισμό ή κάποιο τρομοκρατικό χτύπημα, εδώ σε αυτό το συγκεκριμένο σημείο του Σύδνεϋ: στην καρδιά του. Όχι, προς Θεού! Θα ήταν ό,τι πιο φρικτό, ό,τι πιο τραγικό και θα ήταν ικανό να παραμορφώσει ανεπανόρθωτα τη ζωή αυτής της μηχανούπολης. Γιατί αυτό το ασφυκτιογόνο περιβάλλον της πολιτείας αποβάλλεται κάποια στιγμή... και το πρόσωπο του Σύδνεϋ παύει να είναι απρόσωπο, ψυχρό... Το θαύμα ετούτο επιτελείται τα Σαββατοκύριακα ή στις όποιες αργίες, τις ημέρες δηλαδή που η πόλη αδειάζει από το αγχομένο υπαλληλόκοσμο ή και εκείνους που καθημερινά καταφθάνουν από τα διάφορα προάστεια του Σύδνεϋ, καθώς αναγκάζονται να προστρέχουν σε κάποιες μοναδικές υπηρεσίες για να εξυπηρετηθούν. 

Αυτές τις «ευλογημένες ημέρες της αργίας» το Σύδνεϋ γεμίζει από Συδνεάτες των προαστείων και τουρίστες Αυστραλούς ή ξένους, που ξεχωρίζουν από τους ρυθμούς των βημάτων τους, από τη λάμψη στα πρόσωπά τους, συστατικά που όλα μαζί, συντελούν στην ξεκούραση και στην χαλάρωση. Οι περίπατοι στο Rocks area, στο Harbour Bridge,  στο Hyde Park, στο Βοτανικό Κήπο, στο Opera House, στο Gallery, ή στα περίφημα μουσεία της πόλης, ανανεώνουν και βοηθούν τον επισκέπτη να ξεκουραστεί και να χαλαρώσει.

Τελικά όμως -με όλα τα συν και πλην της- η πόλη του Σύδνεϋ είναι πανέμορφη και για του λόγου το αληθές, η αεροφωτογραφία της δεν έχει ταίρι. Αυτό είναι πέρα για πέρα αδιαμφισβήτητο!

 

Βρίσκομαι απέναντί από το Hyde Park, στο Elizabeth Street. Απέναντί μου, στην καρδιά της πόλης η Εβραϊκή Συναγωγή....  Λειτουργεί σήμερα.  Κάθομαι σε ένα  πεζούλι του Hyde Park και παρακολουθώ με ενδιαφέρον, καθώς περιμένω τον άντρα μου, που έχει "πεταχτεί" σε μαγαζί, απέναντι ακριβώς από το πάρκο, για να δει μία Olympus Pen.

Τρίτη, και ώρα 12.50 μ.μ. Οι εκκλησιαζόμενοι είναι, κατά κανόνα θα έλεγα, λίαν ευπρεπώς ντυμένοι. Οι άντρες φορούν λευκά παραδοσιακά φεσάκια και κρατούν χοντρά βιβλία.  Οι κυρίες είναι πολύ περιποιημένες με μικρά όμορφα καπέλα και συζητούν με πολύ συγκρατημένη συμπεριφορά. Να και δύο-τρία παιδιά, αγόρια και κορίτσια, που συμπεριφέρονται παρόμοια και ανάλογα προς τους μεγάλους: πολύ σεβαστικά και ώριμα για το νεαρό της ηλικίας τους.  "Κάποια γιορτή" σκέφτηκα και θυμήθηκα τη δική μας εβραϊκή Συναγωγή στο Κάστρο της μικρής μας πολιτείας, στα Γιάννινα, πίσω στην πατρίδα.

Ο Γιώργος άργησε "ξανασκέφτηκα".  Είχα προτιμήσει να καθήσω στο πεζούλι, κάτω από την τεράστια σκιά δέντρου που κάλυπτε όλο το πεζοδρόμιο. Τον περίμενα λοιπόν.  Δεν βαρυγκομώ περιμένοντάς τον. Ετούτη η πολιτεία που καταπίνει τα πάντα στην καθημερινότητά της, σ' απορροφάει με τον ρυθμό της. Βγάζει από μέσα σου τον καλλιτέχνη, τον λογοτέχνη, τον δημοσιογράφο. Σου ανοίγει γαργαλιστικά τη διάθεση να δημιουργήσεις. Δεν είναι δυνατόν να βαρεθεί κανείς μέσα σ' αυτή την κίνηση, αυτή την ποικιλία εικόνων και πολυδιάστατων αντιθέσεων.

 

Αισθάνομαι το διοξείδιο ξαφνικά να μ' ενοχλεί στα μάτια, στο λαιμό... Αναγκαίο κακό κι αυτό, όπως το τσιγάρο, όπως άλλα παραπροϊόντα που παράγουν καπνό. Το αυτοκίνητο θεωρείται ότι αποτελεί μέσον προς την ελευθερία, σε μία πόλη μεγέθους όπως είναι το Σύδνεϋ. Γιατί εδώ, μόνο να τρέξεις μπορείς, για να προλάβεις. Κάποτε η μητέρα μου ύστερα από μακρά παραμονή της στην Αθήνα, είχε πει κάτι παρόμοιο για τους Αθηναίους: "Τρέχουν παιδί μου, και πολλοί από αυτούς παραμιλάνε θαρρείς, τόσο είναι απορροφημένοι από τα προβλήματά τους.  Το άγχος αυτής της πολιτείας τους έχει καταντήσει νευροσπάσματα".   Έτσι είχε πει η μητέρα μου και εγώ είχα σκεφτεί πως η ράτσα μας ούτως ή άλλως είναι αυθόρμητη, εκδηλωτική και αθυρόστομη ακόμη ίσως και εκεί που δεν πρέπει ή δεν χρειάζεται. Γιατί το λέω αυτό; Γιατί... κάποια στιγμή το 1981 όταν είχα έρθει για διακοπές στην Ελλάδα, καθώς τα μικρά τότε, παιδιά μου χρησιμοποιούσαν αρκετές αγγλικές λέξεις, μας πέταγαν κατά πρόσωπο, ακόμη και άγνωστοι -και μάλιστα κατηγορηματικά- την παρατήρηση γιατί δεν διδάξαμε στα παιδιά μας τα ελληνικά.  Σίγουρα οι συμπατριώτες μας δεν είχαν και δεν έχουν ιδέα για τον αγώνα των Ελλήνων του εξωτερικού και την αγχώδη προσπάθειά τους να κρατήσουν τα παιδιά τους κοντά στα ελληνικά πράγματα, πρωτίστως με τη γλώσσα και με όλα τα υπόλοιπα, δεύτερα. Η γλώσσα αναμφίβολα είναι αυτή καθαυτή η κουλτούρα.  Πώς να τη μάθεις αν δεν είναι ζωντανό κύτταρο; "Έτσι είναι ο Έλληνας, έτοιμος να πει τη δική του γνώμη, που μάλλον συχνά, είναι μεροληπτική και απόλυτη".

Και... στο Σύδνεϋ βέβαια κυκλοφορούν «πολλοί τρελοί» -το λέω ετούτο ως αντιστάθμισμα στα λόγια της μητέρας μου για τους κατοίκους της Αθήνας. Ίσως μάλιστα τόσοι πολλοί που δεν είναι καθόλου αστείο. Απλά δε φαίνονται ούτε ως πεζοί, ούτε ως οδηγοί... Γιατί όπως θα γνωρίζετε οδηγούν κιόλας, με τη σύσταση βέβαια του θεράποντος ψυχιάτρου τους να παίρνουν ανελλιπώς τα φάρμακά τους.  Μάλιστα!  

Εδώ στο Σύδνεϋ, τα σημαίνοντα θέματα είναι γαλάζια ή πράσινα: οι ουρανοί, οι θάλασσες τα πάρκα... Τα άλλα θα έλεγε κανείς ότι παραγκωνίζονται στη μεγάλη πολυπρόσωπη και συνεπώς απρόσωπη μεγαλούπολη του Νότου. Ξέρετε γιατί όλα τα άλλα παραμερίζονται, λες και ξεχνιούνται, επειδή δήθεν είναι ασήμαντα; "Γιατί έτσι το θέλουν οι Συδνεάτες για να μη τους τη δίνει", είχε πει ένας δικός μας άνθρωπος. Γιατί όλοι, ακόμη και στην ίδια γειτονιά, είμαστε και παραμένουμε ξένοι, και τα παιδιά μας μπερδεύονται και δεν ξέρουν με ποιούς τέλος πάντων να ταυτιστούν: με τους μάλλον "συντηρητικούς"  γονείς τους, τη φυλή τους που δεν ξέρει τι κάνει πολλές φορές έτσι συγχισμένη που είναι και μοιρασμένη για τον ίδιο λόγο, ανάμεσα σε κάποια αδιάφορη προς την ουσία, Κοινότητα (=κενότητα), και σε μία «μεγαλόστομη» και ακατάδεκτη Αρχιεπισκοπή ή να ταυτιστούν με τους φίλους τους, τις φίλες τους... τους δασκάλους, τους καθηγητές τους...  που προέρχονται από όλες τις ράτσες που μπορείς να διανοηθείς, που πιστεύουν στο Βούδα, στο Ινδικό πάνθεο, στο Μωάμεθ ή στον Χριστό... που τρώνε με τα χέρια ή με τα δάχτυλα, που έχουν πολλά χρώματα και μιλούν άλλες τόσες γλώσσες, και δόξα τω Θεώ, πέρα από την κοινή ομιλουμένη την Αγγλική;   Κουρασμένα, ταλαίπωρα τελικά από αυτή την άτυπη Βαβέλ, σιωπαίνουν και φορούν παρωπίδες για να συνεχίσουν την πορεία τους στη ζωή.  Στο σπίτι τους μιλάνε τη γλώσσα των γονέων τους -αν είναι τυχεροί να είναι ομοεθνείς-, στο σχολείο την αγγλική ως μητέρα γλώσσα και οπωσδήποτε προκύπτουν δύο "μητρικές γλώσσες" και άντε τώρα να εξηγείς στα παιδιά τα περί "πατρίδας των γονέων"!.. Θα σου απαντήσουν και δικαίως: "Και η δική μας; Μα εσείς μας δώσατε αυτή την πατρίδα!" 

Σίγουρα τα παιδιά μας έχουν δίκιο και έχουν επίσης το δικαίωμα να εξάπτονται και να αγωνίζονται να μην είναι διαφορετικοί... στη γλώσσα τουλάχιστον, από τους άλλους -όσοι τελοσπάντων ζούνε στην Αυστραλία, αφού τα άλλα είναι εξίσου βασανιστικά. Και εδώ... αλήθεια ας είναι καλά ο Χώκ και οι Κινέζοι που τα έφτιαξαν μεταξύ τους τόσο καλά, που σήμερα η Αυστραλία έχει γεμίσει από δαύτους και άλλους Ασιάτες, έτσι  οι παλιοί μετανάστες –εμείς και οι παλαιότεροί μας- αποκαταστάθηκαν κάπως και ηρέμησαν, καθώς οι Κινέζοι με τα ίδια και χειρότερα προβλήματα διάκρισης ανάμεσα στις ευρωπαϊκές εθνικότητες, κατάφεραν να σπάσουν αυτό που λέγεται διάκριση και κακή συμπεριφορά κατά του μετανάστη... Γιατί; Γιατί οι Κινέζοι έρχονται εδώ με τα λεφτουδάκια τους, για επιχειρηματικούς λόγους... Έτσι τουλάχιστον δικαιολογείται η πληθώρα αυτών και η είσοδός τους στην κατά τα άλλα γοητευτικότατη μεγαλοκυρία του Νότου, την Αυστραλία.  

Κάνω εδώ μία παρένθεση για το φλέγον θέμα που η σύνθεσή του την τελευταία πενταετία, σαρώνει κάθε άλλο. Δε θα μιλήσουμε λοιπόν εκτεταμένα για την ανείπωτη μανία και την ακατανόητα δυσμενή συμπεριφορά κάποιων Αυστραλών πολιτευομένων και των ακολούθων τους, εναντίον της μουσουλμανικής μειονότητας. Οι πληγές που άνοιξαν μεθοδικά τα τελευταία χρόνια παραμένουν ανοιχτές και είναι πολύ δύσκολο να δεις την άκρη αυτού του φοβερού και αδηφάγου λαβύρυνθου μίσους και αντιπαράθεσης που έσκαψαν με τα νύχια τους και με τα δόντια τους κάποιοι πανίσχυροι...  

Τα παιδιά μας κάποια στιγμή αργότερα, έχοντας περάσει από το κόσκινο της κουλτούρας, αντιλαμβάνονται τις ομοιότητες, τις διαφορές, τα κοινά ή μη, με τους συνανθρώπους τους, τους συγκατοίκους τους, τους συναδέρφους τους στην εργασία τους.  Τελικά μιλάμε για μία άλλη  στ’ αλήθεια Βαβέλ, όπου οι μέτοχοι συμβιβάζουν τα ασυμβίβαστα, κάτω από το σύστημα της αγγλικής επικράτειας. Κι ανάμεσα σε όλες αυτές τις εθνικότητες, οι γηγενείς, αποβαίνουν αόρατοι, ανεπιθύμητοι για τη συντηρητικότητά τους και επιμένουν στη συγγνώμη, που δε θα έρθει εύκολα, αν ίσως ποτέ, καθώς όλοι οι μετανάστες που γράφουν, περισσότερο από δύο αιώνες, τη νέα ιστορία της Αυστραλίας, πιστεύουν ότι η ιστορία των αμπορίτζινις, ανήκει στο παρελθόν και ότι η επιστήμη της ιστορίας θα μεριμνήσει μάλλον για τον τίτλο του κεφαλαίου, που θα ασχολείται με την κατάληψη της Ωκεανίας και την προσπάθεια αφανισμού των γηγενών.     

Ένα ακόμη πολύ σοβαρό θέμα που απασχολεί τους μετανάστες είναι το να προσπαθούν σα γονείς, να υποδείξουν στα παιδιά τους όχι μόνο το "σωστό δρόμο", αλλά και το σωστό σύντροφο. Και αυτό είναι αλήθεια πολύ αδιάκριτο ως ένα σημείο.  Επιχειρούμε λοιπόν πλύση εγκεφάλου αρχικά, χωρίς επιτυχία και με λίγες εξαιρέσεις, όπως καταλαβαίνετε. Στην περίπτωση ωστόσο επιτυχόντων γονέων θα έπρεπε να ληφθεί πρόνοια από την εκάστοτε παροικία ώστε να φιλοτεχνείται ένα ειδικό βραβείο και να τους απονέμεται.  Ίσως όμως είναι καλύτερα να απομακρυνθούμε από ετούτο το θέμα, καθώς η επίμονη συζήτηση επ’ ευτού, ενδέχεται να στεναχωρήσει κάποιους από εμάς!          

Ύστερα απ' όλα όσα είπα νομίζω ότι θα καταλάβετε γιατί οι Άγγλοαυστραλοί δίνουν τόση έμφαση στις καιρικές συνθήκες της ημέρας όταν εύχονται και ταυτόχρονα δηλώνουν: "good morning dear, what a lovely day to-day!" Και δόξα τω θεώ ο καιρός στο Σύδνεϋ είναι αρκετά καλός, άσχετα αν τα άλλα δεν είναι τόσο ευοίωνα, και με τα τελευταία εννοώ τα οικονομικά, τα κοινωνικά κ.τ.λ. Γιατί οι Αγγλοαυστραλοί είναι κομμάτι ατομιστές και δεν πολυσκοτίζονται με τις λεπτομέριες στη ζωή των παιδιών τους, ούτε και για τα γύρω τους.  Και όταν συμβαίνει αυτό, ίσως θα πρέπει να σημειώνεται σε κάποιες καταθέσεις... "Δε βαρυέσαι αδερφέ! Μια χαρά άνθρωποι είναι καλά κάνουν! Γιατί εμείς οι Έλληνες τρωγόμαστε με τον εαυτό μας, για ψύλλου πήδημα. Και συνεχώς τονίζουμε: "έτσι είμαστε εμείς οι Έλληνες!" με μια μοιραία υποχώρηση, λες και τίποτα μα την αλήθεια δεν μπορεί να αλλαχτεί και επομένως θα πρέπει να γίνεται αποδεκτό.  

          Παύω να συλλογιέμαι και ξανακυττάζω. Μπα! Ο κόσμος κινείται όπως μερικά λεπτά πριν... βιαστικός, ρίχνοντας πάντα λοξές ματιές εδώ ή εκεί, και πάντα παρακολουθώντας το ωρολόγι... Βιάζονται, τρέχουν να μην αργήσουν στο γραφείο τους... Έχει περάσει το... lunch... time is over!... "  

ρθα! Πώς τα πέρασες;" Άκουσα την αγαπημένη φωνή... και χαμογέλασα. Πώς τα πέρασα; "Ωραία... ούτε και που κατάλαβα πόση ώρα έλειπες!" είπα χαμογελώντας παράξενα. Όμως ο Γιώργος είχε συνηθίσει σε τέτοιου είδους απαντήσεις. Ήξερε πως κάτι θα σκάρωνα όση ώρα περίμενα την επιστροφή του. Αν όχι τίποτα άλλο, το ελάχιστο που θα μπορούσα να κάνω ήταν να περάσω την ώρα μου χαζεύοντας, παρατηρώντας, κάνοντας σκέψεις και ζυγίζοντας εντυπώσεις.  Από εδώ και πέρα όμως τις  εκκολαπτόμενες σκέψεις μου περιμένει να τις αναλάβει μία άλλη διαδικασία... ας την πούμε έτσι τέλος πάντων... την καταγραφή τους στο χαρτί. Έτσι... για να θυμόμαστε κάποια πράγματα, όσο ζούμε...  

 

Τέλος

 

 

 

 





Βιογραφικό της 
Πιπίνας-Δέσποινας 
Ιωσηφίδου-
Elles
 

Η μαγική αυλή του μπάρμπα-Ζήση

(ιστοριούλα
σε ρίμα)

Από τη συλλογή της Πιπίνας Δ. Ιωσηφίδου Elles

Αλκυονίδες

 

Στην αυλή του μπάρμπα-Ζήση,

βρίσκονταν μια αποθήκη

κλειδωμένη, ξεχασμένη…

Σαν περνούσες ή στεκόσουν

στο παλιό της το κατώφλι

άκουγες λογιών θορύβους

ροκανίσματα, ψιθύρους,

φτερουγίσματα, τριγμούς…

Ένας κόσμος θαυμαστός

ζούσε στο σκοτάδι της.

Ζωντανεύαν τ’άδεια ράφια

τα έπιπλα χωρίς ποδάρια!

 

Οι αράχνες, οι υφάντρες

στήναν χρόνους και καιρούς

μια μικρή βιοτεχνία

θαυμαστή, όλο φινέτσα

μια μικρή αυτοκρατορία

που σακκούλιαζε απ’ τα ύψη

κι απ’ τα ξύλινα καδρόνια.

 

Στις γωνιές της αποθήκης

όπου υπήρχε μια πτυχή

είχαν στέκι οι κατσαρίδες

σίγουρα κι ασυζητητί!

Μαύρες, καφετιές, ξανθές

γιγαντιαίες ή μικρές

γρήγορες και φτερωτές

τέλεια θωρακισμένες

νιώθανε ασφαλισμένες.

 

Στις φιλόξενες τρυπούλες

που ο χρόνος είχ’ ανοίξει

στήσαν το νοικοκυριό τους

οι φτωχοί οι ποντικοί

που τα δόντια τους τροχίζαν

στα πατώματα που τρίζαν!..

 

Ο φτωχός ο μπάρμπα-Ζήσης

είχε μείνει μοναχός

και το λιγοστό φαγί του

το μοιράζονταν μαζί του

το σκυλάκι του, ο  Γιαννιός.

 

Ο σκουπιδοτενεκές του

σπάνια είχε καλούδια.

Γέμιζε κατά κανόνα

με σακκούλες και με φλούδια.

Στη μιζέρια του αυτή

μια γειτόνισσα καλή

η Αμέρσα, η δασκάλα

τού ‘φερνε  ζεστό φαγάκι

κόκκαλα για το σκυλάκι.

Τού ‘φτιαχνε και τη ντουλάπα

κι όλα τα απομεινάρια

μιας αλλοτινής ζωής

του γεράκου του φτωχού

φρόντιζε να καθαρίζει.

 

Άλλη μια φορά λοιπόν

η Αμέρσα, η καλή

βρήκε μέσα στη ντουλάπα

στεγνές κόρες το ψωμί

και τυρί αφυδατωμένο

σε γωνιά παρατημένο.

 

Σαν καλή νοικοκυρά

ρίχνει τ’ αποφάγια όλα

μεσ’ το σκουπιδοτενεκέ

σαν περάσει ο σκουπιδιάρης

την αυλή να καθαρίσει

κι έτσι θα μοσχομυρίσει

το αγιόκλιμα στο φράχτη.

 

Ο κυρ-Εξηνταβελόνης

μέρμηγκας με τ’ όλα του

πέρασε κάποια στιγμή

βιαστικά να ερευνήσει.

Ήταν σε αποστολή.

Λίγα τρίμματα ζητούσε

τη δουλίτσα του κυττούσε.

 

Νά ο σκουπιδιτενεκές!..

Ήξερε από εμπειρία

οτι είναι αδειανός.

Μήπως όμως… κατά τύχη

έκρυβ’ ένα… θησαυρό;

Μπα!..

Μήνες και σαν τριγυρνούσε

‘κει στο σκουπιδοτενεκέ;

Τον καιρό του σπαταλούσε.

Δεν υπήρχε ΕΝΑΣ ΜΕΖΕΣ!

 

Σήμερα καθώς περνούσε

γνώμη άλλαξ’ ο φτωχός.

 

“Άϊντε ακόμη μια φορά…

κι ίσως είμαι Ο ΤΥΧΕΡΟΣ!”

 

Ω! του θαύματος λοιπόν.

Βγήκε στ’ αλήθεια τυχερός!

Βρήκε κόρες το ψωμί

μα… κι  εκείνο το τυρί!

Βγήκε σαν κυνηγημένος.

 

“Τούτο κι αν δεν είναι τύχη!..”

 

Το θεό του ευλογούσε

το μπάρμπα-Ζήση, ευχαριστούσε.

Έφυγε λοιπόν με βιάση.

Βρίσκει κάποιους συνεργάτες

και κινώντας τις κεραίες

διηγείται λεπτομέρειες!..

 

“Σύντροφοί μου εργατικοί

έχουμε δουλειά πολλή…

Πρέπει να συγκεντρωθούμε

και ας μην αργοπορούμε!

Πάω να ειδοποιήσω

όοολο το συνοικισμό

γρήγορα να κινηθούμε

στου μπάρμπα-Ζήση το χωριό!..

Να φροντίσουμε θα πρέπει

πάντα όλοι μας μαζί.

Αφθονία μεν υπάρχει…

-και δεν είναι… ότι λάχει-

χρόνος όμως, πολύ λίγος!”

 

Αυτά λέει ο μέρμηγκας

σ’ όποιους τώρα συναντάει.

Τρέχει-τρέχει βιαστικός

δώθε πάει, ‘κείθε πάει,

ήρωας πραγματικός.

Καθώς τρέχει μ’ αγωνία

πέφτει σε μια κατσαρίδα.

 

“Γεια σου Εξηνταβελόνη.

Για πού τόσο βιαστικός;

Βρήκες τίποτα τριγύρω…

Ψάχνω-ψάχνω και μυρίζω

χωρίς προκοπή γυρίζω!..

Πείνες πού ‘χω αδερφέ μου

μ έφαγε η αγωνία…”

 

“Ναι κυρά μου Κατσαρίδα…

Συμφωνώ κι εγώ μαζί σου!..

Βιάζουμαι όμως να φύγω

τρέχω στο συνοικισμό!”

 

Η κυρία Κατσαρίδα

λίαν ενεργητική

κατευθύνεται κι αυτή

πού αλλού; στον τενεκέ

την ελπίδα των ενοίκων

στου μπάρμπα-Ζήση την αυλή.

 

Χώνεται ολάκερη

και δεν ψάχνει και πολύ.

Βρίσκει αρκετό φαγί:

το ψωμί και το τυρί.

Πεινασμένη καθώς ήταν

τρώει-τρώει βιαστική

κι όταν έχει αποχορτάσει…

γίνετ’ ευεργετική.

Βγαίνει αποφασιστική

τρέχει μεσ’ την αποθήκη

να διαδώσει τα στερνά.

 

Ξάφνου βγαίνει ο Λυχούδης

ο γείτονας της ποντικός

που χωμένος στη γωνία

μασουλούσε μ’ αγωνία.

 

“Ω!.. Κυρία Κατσαρίδα!..

Όπως πάντα βιαστική…

Πώς τα πας από προμήθειες…

Ψώνισες για σήμερα;

Κι έχω πείνα τρομερή!..”

 

“Κυρ Λυχούδη, φεύγω-φεύγω…

Είμαι αλήθεια βιαστική!”

 

Ο Λυχούδης ξέρετε,

-μην τον βλέπετε ετσι δα!-

γίνεται πολύ σπουδαίος

κάπου- κάπου, ειλικρινά!

Όπως τούτη τη στιγμή…

Κι εξηγώ:

όταν είναι λιγωμένος

αντρειώνεται ο καϋμένος!

Έχει σοβαρές αιτίες

σοβαρές υποχρεώσεις.

Στη μικρή του τη φωλιά

βρίσκεται η Μουσουδίτσα,

η πιστή του η ποντικίνα

και τα πέντε τους μικρά.

Η φτωχή συντρόφισσά του

που την έσφαζε η πείνα

τα μωρά της τα καϋμένα

είχε έγνοια η κακομοίρα.

 

“Μουσουδίτσα…

γρήγορα κυρά μου κάνε,

άσε τα μωρά και πάμε.

Την κυρία Κατσαρίδα

μόλις είδα βιαστική.

Σήμερα κάτι θα φάμε.

Οι μεγάλες της κεραίες

μύριζαν ψωμί… τυρί!..

Στου μπάρμπα-Ζήση…

Ο τενεκές…

Εκεί θά ’ναι Ο ΜΕΖΕΣ!..”

 

Η κυρά η Κατσαρίδα

συμβουλεύει τους δικούς της

παίρνοντάς τους στην αράδα.

 

“Να βιαστείτε…με ακούτε;

μην αργείτε… ούτε στιγμή…

για να φάτε, αν πεινάτε!..”

 

Μα στο διάστημα αυτό

το ζευγάρι ποντικών

αμπαρώσαν τα παιδιά τους

στη μικρή-μικρή φωλιά τους

τρέχουν-τρέχουν βιαστικοί

στου μπάρμπα-Ζήση την αυλή.

Στέκονται για μια στιγμή

και κυττάζουν μ’ απορία

την ατέλειωτη πορεία

των ξανθών των μερμηγκιών.

Τα καλά σου περπατούσαν

κάθε τόσο σταματούσαν

και μ’ ευγένεια περίσσεια

τις κεραίες τους κουνούσαν

τους συντρόφους χαιρετούσαν

και οσμές ακολουθούσαν…

 

Ήταν μια σωστή στρατιά

τα μερμήγκια τα ξανθά.

Καταλάβατε… σωστά

στόχος τους  ποιος ήταν:

τα σκουπιδοφαγητά!..

 

“Μουσουδίτσα μου γλυκειά…

αντιλήφθηκες… νομίζω!

Συνοδεία έχουμε.

Ας βιαστούμε το λοιπόν

πριν να γίνει μακελειό!”

 

Τρέχουν σαν την αστραπή

και βουτάν στον τενεκέ.

Μέσ’ στην αγωνία τους

μασάνε ραφινέ…

Τρώνε όλο το ψωμί

τρώνε κι όλο το τυρί.

Με γεμάτη την κοιλιά τους

-φανερά στρογγυλεμμένοι-

τρέχουν-τρέχουν στη φωλιά τους.

 

“Αχ παιδάκια μου μικρά

έχετε έναν πατέρα…

Ήρωα πραγματικόν!..

Απ’ την αγάπη την πολλή

φροντίζει όλη μέρα.

Γάλα φρέσκο κι αρκετό

θά ‘χετε  για βραδυνό

Θά ‘χετε για πρωινό…”

 

Στο μεταξύ… ο αγώνας

για το βιοπορισμό

στο ίδιο πάντα μέτωπο

συνεχίζεται σφοδρός!

 

Έτσι…

πριν προφτάσουν τα μερμήγκια

σπρώχνονται οι κατσαρίδες

γρήγορες οι καψερές.

Τρέχουν δώθε, τρέχουν κείθε

κι είναι αλήθεια νευρικές.

Μα πού πήγε το ψωμί

και πού νά ‘ναι το τυρί;

Μήτε καν κάποιες τριφτάδες…

Φύγαν όλες οι ρημάδες;

Η κυρία Κατσαρίδα

πού ‘χε όλη τη φροντίδα…

κρύβεται πάει η καϋμένη.

Είναι πια κυνηγημένη!

 

Τρίτα ήρθαν τα μερμήγκια

στη μεγάλη εκστρατεία.

Πάνοτε μεθοδικά

σίγουρα, σχολαστικά

άκρως οικονομικά

ψάχνουν… ψάχνουν…

κι όλο ψάχνουν!

Μα πού πήγαν τ’ αγαθά;

Με φτωχά απομεινάρια

πέντε-δέκα ψιχουλάκια

θα γεμίσουν τα κελάρια

αποθήκες, προμηθάρια;

Είναι αποκαρδιωμένα…

Νιώθουν -το χειρότερο!-

πως είναι προδομένα!

Αχ! Ο Εξηνταβελόνης!

Πού να κρύφτηκε λοιπόν

που ‘κανε το σαματά

κι έλεγε λόγια παχιά;

 

Δεν αργούνε να τον βρούνε

στη γωνία τον στριμώχνουν

κι εξηγήσεις του ζητούνε.

…………………………..

 

Του μπάρμπα-Ζήση η αυλή

φτωχική μα… μαγική

σφίζει… σφίζει από δράση

απ’ το βράδυ ως το πρωί.

 

Μεσ’ τον κόσμο των εντόμων

τρωκτικών κι άλλων αρχόντων…

σίγουρα θ’ ανακαλύψεις

πλήθος μικροκοινωνίες

άλλους κόσμους θαυμαστούς

που η φύση έχει πλάσει

με την ίδια τη φροντίδα

και πολλή-πολλή στοργή

όπως και την αφεντιά μας!..  


 

 

 

 
       
Disclaimer
While every effort has been made by ANAGNOSTIS to ensure that the information on this website is up to date and accurate, ANAGNOSTIS  does not give any guarantees, undertakings or warranties in relation to the accuracy completeness and up to date status of the above information.
ANAGNOSTIS will not be liable for any loss or damage suffered by any person arising out of the reliance of any information on this Website

.Disclaimer for content on linked sites
ANAGNOSTIS accepts no responsibility or liability for the content available at the sites linked from this Website.
Το περιοδικό δεν ευθύνεται για το περιεχόμενο άρθρων των συνεργατών.

Anagnostis  P.O.Box 25 Forest Hill 3131 Victoria Australia
 enquiry@anagnostis.info