ΤΙΜΕ ΙΝ ΑΤΗΕΝS            

    

 

 

 

 






 

Από το χωριό η Ευφροσύνη είχε αλλάξει το όνομά της σε Φρόσω. Μα όταν ήρθε εδώ το παράκανε. Ήθελε να τηνε φωνάζουν όλοι Ρόουζ. « Για έλα» της λέω μια μέρα. «Πες μου πώς βγαίνει από το Φρόσω το Ρόουζ;» «Αυτό το ρου το βλέπεις;» ρώτησε. «Ναι, είναι καθαρό» «Το ο το βλέπεις;» «Ναι το βλέπω κι αυτό.» «Ε, αυτά τα δυο αρκούνε για να γίνει από το Φρόσω το Ρόουζ.»
Δεν μπορούσες να της πεις κουβέντα για τ’ όνομά της. Αν τη φώναζες Φρόσω θα σε διόρθωνε, «Ρόουζ, παρακαλώ»... ασχέτως αν μια μέρα ήρθε στο φράχτη κρατώντας μια μαύρη τετράγωνη τσάντα και μου είπε ένα μυστικό, πως και η Ευσταθία άλλαξε το όνομά της σε Έστα και πως η Ευρυδίκη το έκανε γελοίο, σε Γιου-ρίντικιουλ.

Όχι και Γιου-ρίντικιουλ Φρόσω μου. Γιουρίντισι λέγεται η Ευρυδίκη στ’ Αγγλικά! 

 

Η Φρόσω εργάζεται σ’ ένα αγρόκτημα που παράγει φράουλες. (Από μικρή εγώ τις λέω φραίζες τις φράουλες.) Ο άντρας της είναι στα δημόσια  έργα, εργάτης στους δρόμους, στην επαρχία. Βγάλαν πολύ καλά παιδιά οι δυο τους. Η Φρόσω, συγγνώμη, η «Ρόουζ παρακαλώ» που ήταν πάντα έξυπνη και καπάτσα κατάφερε να πάρει και προαγωγή. «Δεν μαζεύω πια φράουλες!» μου είπε χαρούμενη. «Θυμάσαι τη μέρα που δεν ήρθα για καφέ;» Πώς να μην θυμάμαι! Χωρίς την «Ρόουζ, παρακαλώ» η εβδομάδα μου σκουντιέται με το ζόρι. Το εννοώ. «Ε, λοιπόν. Έμαθα πολλά για τις φράουλες. Είμαι ειδική τώρα, μιλώ στα σουπερμάρκετ, έλα να μ’ ακούσεις.»

Και πήγα, γιατί την αγαπώ, τη χαίρομαι. Μα αυτή η δόλια η τσάντα η μαύρη! Σας είπα για τη μαύρη τσάντα της; Αυτή η τσάντα έκανε τη Φρόσω να φαίνεται έτοιμη για τα δικαστήρια...για αγόρευση. Την έπαιρνε παντού. Κι αν κρατούσε την πράσινη για τα ψώνια, εκεί και η μαύρη. Κι αν ερχόταν για καφέ και η μαύρη τσάντα μαζί της... Ήταν το μεγάλο της αξεσουάρ της. 

-Τι έχει μέσα η τσάντα; τόλμησα ν’ αρθρώσω.

-Είναι της καριέρας μου. Έχει...συγγράμματα, πώς τα λένε. Είμαι γυναίκα καριέρας! Δες με! Ξέρω τα πάντα για τις φράουλες. Ακόμα και για τις πανάδες τους, για τα σπυράκια που βγάζουν και για τα λακκάκια τους.

-Οι φράουλες έχουν λακκάκια;

Ήταν σε κατάσταση μέθης η Φρόσω όταν έλεγε τη λέξη καριέρα. Τόσο πολύ μάλιστα που μια μέρα έπρεπε κάτι να κάνω.

-Φρόσω!

-Ρόουζ, παρακαλώ

-Ρόουζ παρακαλώ μου! Από όλους μας εδώ σ’ αυτή τη χώρα από πρωθυπουργό μέχρι δικαστή, από αρτίστα μέχρι αθλητή, ο μόνος που δικαιούται να πει πως ακολουθεί μια καριέρα είναι ο άντρας σου. Δεν είναι πως έχει μόνο καριέρα μα βρίσκεται κάθε μέρα στην καριέρα, μέσα της, επάνω της. Εμείς οι υπόλοιποι είμαστε στο αλλού.

 -Τι;

Η Φρόσω το ξέρει πως έχω λόξα,πως διαβάζω πολύ. Την άκουσα που το έλεγε στον άντρα της, μα δεν είπα τίποτε.

Άρχισαν ν’ αραιώνουν οι επισκέψεις της και τη μαύρη τσάντα την έβαζε σε μια πράσινη πριν μπει στ’ αυτοκίνητο, εξείχε όμως, φαινόταν. Αισθανόμουν τύψεις που της μίλησα για την καριέρα της. Της έκοψα τη χαρά να λέει πως είναι της καριέρας, και να χαρεί πως κάποια μέρα θα έκανε έρευνα, να βρει τι κάνει τις φράουλες να κοκκινίζουν.

Πήγα και της μίλησα. «Φρόσω!». Δεν με διόρθωσε. «Έλα να σε κεράσω.»

Ήρθε χωρίς την τσάντα.

«Βρε κουτό! Η λέξη καριέρα έχει πολλές έννοιες. Η πρώτη της έννοια είναι το χωράφι...ο δρόμος ο κλειστός, όπως αυτός που εργάζεται ο άντρας σου, όπου τρέχουν τ’ άλογα, οι άμαξες που έχουν τροχούς, τα κάρα. Είναι παλιά λέξη, η καριέρα και είναι ξένη. Το ξέρεις πως κι ο ήλιος έχει καριέρα; Έχει πορεία, έχει δρόμο. Ήταν παλιά ο πέτρινος δρόμος, το via cararia, όπου επιτρεπόταν να τρέξουν τα άλογα μια συγκεκριμένη απόσταση χωρίς να κουραστούν. Είναι η ελευθερία που αφήνεις σε κάποιον, η καριέρα. Είναι και ο χρόνος που τελειώνουμε μια δουλειά. Από το κάρο...»

 

Το ξέρω πως δεν έπεισα την Φρόσω γιατί με ρώτησε τι σχέση είχε η via  με την καριέρα. Και το λιγότερο που θα είχα να κάνω ήταν να της πω γιατί τις φράουλες τις λέω φραίζες, να την αποζημιώσω. Δεν άργησε να με ρωτήσει, μάλιστα ήταν την ίδια εκείνη μέρα. 

-Θα μου πεις για τις φραίζες;

Δεν είχα όρεξη. Ένα μάθημα τη μέρα ήταν πολύ. Ίσως μια άλλη φορά.

-Λοιπόν; Θα μου πεις; ξαναρώτησε

-Το βλέπεις αυτό του φου;

Έκανε «ναι!», με το κεφάλι

-Το ρου το βλέπεις;

-Ε, ναι είναι ολοφάνερο, είπε.

-Ε, αυτά τα δυο αρκούνε για να γίνει από την φράουλα η φραίζα...

Έχουμε κολλητές κουζίνες με τη Φρόσω. Και σα να πήρε τ’ αυτί μου που έλεγε στον άντρα της πως ...δεν ήταν απόλυτα σίγουρη... μα μπορεί, μπορούσε και να τον είχα αποκαλέσει κάρο. Α, και πως ανησυχούσε πολύ για το μυαλό μου. Κι αυτό το άκουσα να το λέει. Ε, μπορεί να έχει και δίκιο, η γυναίκα!

OO


pp

Έμοιαζε πολύ με τη θεά Λανώ. Όχι πως υπήρχε τέτοιο όνομα, αλλά κάθε που έχουμε πρόγραμμα στο στούντιο αισθανόμαστε δημιουργικοί. Αυτό θα ’ταν ένα όνομα που θα ’θελε πολύ ο πατέρας της να ’χει, κάτι πιο εξωτικό κι απρόσιτο από την κορμοστασιά, τα νιάτα και τη μόρφωση που της είχε χαρίσει.

Φορούσε μαύρα ρούχα κι είχε κόκκινα μαλλιά που έφταναν ως τη μέση. Το στούντιο ήταν άδειο. Ένα στούντιο της Δημόσιας Ραδιοφωνίας όπου μόνο εθελοντές το χειρίζονται, αμανάτι της κυβέρνησης πως μπορούμε τα δικά μας να τα συζητούμε ακόμα και δημόσια1. Στην υγεία σου, Αυστραλία.

Το κορίτσι είχε έρθει με το βιολί, ο πατέρας με τα ρούχα της δουλειάς. Μετά τη μικρή παράσταση μέσα στο αποπνικτικό κουτί, εκείνη, με τις μαγικές κινήσεις κι ένα λεξικό προς τα ελληνικά, αφημένο στον πάγκο, εμείς, με την καρτερία να σπάσει τη μεταναστευτική μας ύπαρξη μια άλλη που μπορεί να σταθεί στ’ αφράτα χαλιά, τα μεγάλα σαλόνια, μ’ ένα βιολί, τώρα πια εμείς οι Έλληνες να παίζει σπουδαία κομμάτια, όχι μόνο ανατολίτικα. Ο πατέρας μ’ ένα χαμόγελο. Μέρες το θυμόμουν, το ψηλάφιζα. Για νάβρω τι; Πέρα από μιαν άσκηση των μυών στο κάτω μέρος του προσώπου, τι άλλο;

- Ξέρεις πόσο πολύ καλά μιλάει τα ελληνικά;

Φάνηκε ένα δόντι του χρυσό. Σταυρωμένα χέρια στη μέση. Μια σιδερένια τυλικτή μεζούρα εξείχε απ’ την τσέπη του.

-Θα παίξω μια ουβερτούρα, είπε η θεά Λανώ.

Ο πατέρας πλησίασε. Μιλούσε με το ίδιο χαμόγελο, κοντοστάθηκε και ρώτησε σχεδόν με ντροπή. Έσκυψε στ’ αυτί μας.

-Τι είναι η ουβερτούρα;

-Ξέρεις; Ρώτησα τον τεχνικό.

-Άνοιγμα, αρχή, αυτή είναι η ουβερτούρα. Δεν έχουμε ώρα για τέτοια τώρα.

Ύστερα ο πατέρας ξανάπε.

- Μιλάει πολύ καλά τα ελληνικά. Δεν το χρειάζεται αυτό το λεξικό, αλλά έτσι το έφερε, δεν είναι κορίτσι μου;

Η ώρα πλησίαζε. Ήταν έτοιμη ν’ αρχίσει η θεά Λανώ. «Είναι το όπους αριθμός…».

Η μεζούρα έπεσε από την τσέπη του πατέρα. Έσκυψε να τη σηκώσει.

«Είμαι μαραγκός». Ο τεχνικός έλεγε τώρα πως την ώρα που θα ’ναβε ένα κόκκινο φως θα ’πρεπε να… Είχε μείνει μια απόδειξη στο πάτωμα, απ’ όσα είχαν πέσει από την τσέπη του πατέρα. Εκείνη με το βιολί έτοιμο, έσκυψε, πήρε την απόδειξη.

-Δάνειο; Δάνειο από το μπανκ; Ποτέ δε μου ’πες πως έχουμε κάνει δάνειο από το μπανκ. Ο τεχνικός ξανάπε. «Δέκα δευτερόλεπτα». Ο πατέρας την πρόφτασε2.

-Μα…

Το φως είχε ανάψει. Εκείνη άρπαξε το λεξικό την τελευταία στιγμή ανάμεσα στο βιολί και το δοξάρι. Έψαχνε για μια λέξη στην ελληνική, που ήταν ελληνική αλλά που εκείνη δεν το γνώριζε.

-Μη γίνεσαι απολετζέτικ… απολογητικός, αυτή είναι η λέξη.

Πολύ αργά τώρα πια. Η τελευταία λέξη βγήκε στον αέρα σαν να ’ταν τίτλος από το όπους που θα έπαιζε.

Μάγευε η μουσική, το κόκκινο φως αναμμένο, ο πατέρας, το χαμόγελο, το χρυσό δόντι, η μεζούρα, η ανάμνηση του πλοίου που τον έφερε, ο Πόντος. Προ πάντων ο αθάνατος Πόντος3. Ποιος του το παραλάλησε! Ποιος του το παραλάλησε το μακρινό να ’χει γίνει τώρα τόσο κοντινό, να ’χει τώρα ένα κορίτσι που να παίζει βιολί σ’ ένα ραδιοφωνικό σταθμό φορτωμένο με όνειρα! Η κοπελιά απόμακρη4. Η κοπελιά του η Λανώ, κομμάτι από ύφασμα φωνής παραδεισένιας. Να ’κουγε η μάνα της; Ποια να ’ναι η τιμωρία η δική του; Ποιο Νυμπελούγκεν να ’ναι πιο δυνατό απ’ αυτό;

Όση ώρα έπαιζε το κορίτσι εκείνος έκανε νόημα με τα χέρια του σαν να μας έλεγε ν’ αφήσουμε το ατόφιο μέτρημα 5με το οραματισμένο να παραμείνει άσπιλο. Σταύρωσε τα χέρια. Πίεσε με την παλάμη, μια δεξιά μια αριστερά στις τσέπες. Ήταν όλα εκεί. Δεν θα ’φηνε να πέσει τίποτ’ άλλο. Αποδείξεις, χρέη, συνταγές του γιατρού. Όταν ήταν εκεί.

Ήρθε η ώρα για τη συνέντευξη. Η θεά Λανώ είπε: «Μου ’δωσαν μια υποτροφία να πάω στο Χόλλαντ».

Ο πατέρας άνοιξε τα μάτια. Ποτέ δεν είδαμε πιο μεγάλα.

-Ευχαριστώ την κυβέρνηση, είπε η κοπελιά, που μου ’δωσε αυτή την ευκαιρία.

Το χαμόγελο παρέμεινε το ίδιο. Στο ίδιο πλάτος, στο ίδιο μήκος, σε άλλο υπόβαθρο.

Γύρισε σ’ εμάς όταν έσβησε το κόκκινο φως.

-Η Ολλανδία δεν είναι το Χόλλαντ;

Του νέψαμε πως ναι, του είπαμε πως καλύτερη συνέντευξη δεν γινόταν. Του είπαμε πως έπρεπε να ’ναι περήφανος. Είπαμε και στη μικρή «καλή επιτυχία». Έφευγαν τώρα. Ακούστηκαν στο διάδρομο.

-Δε σου το ’πα; Δεν το χρειάστηκες το λεξικό. Ελληνίδα μου, εσύ! Πέρασε τη σιδερένια παλάμη του στα μαλλιά της.

- Πρέπει να φύγω τώρα. Έχω να βάλω κάτι σκαλωσιές στο δέκατο πέμπτο πάτωμα, κάπου στο Σίτυ. Μικροδουλειές. Να ζήσεις, κορίτσι μου. Να ζήσει, μικρό μου κορίτσι.

Έτρεξα στο παράθυρο. Φαίνονταν ακόμα τόσο καθαρά. Εκείνη ανέβηκε σ’ ένα τραμ. Εκείνος έμεινε στο πρωινό τ’ αγιάζι για κάμποση ώρα με το χέρι τεντωμένο στο φως, σημαδεύοντας στις κάθετες ακτίνες του ήλιου την πορεία ενός άστρου που είχε πέσει χωρίς να έχει προφτάσει καν να ολοκληρώσει την ευχή του6, φωνάζοντας σαν τρελός, «γιατί να μένουν πάντα μισές οι ευχές;»

 Eρμα Βασιλείου
μεταδιδακτορική ερευνήτρια
Australian National  Unive
rsity

 


 



 


1
Eρμα Βασιλείου
μεταδιδακτορική ερευνήτρια
Australian National  University

  ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΕΡΜΑ      erma.vassiliou@anu.edu.au  
 

Ο κυρ-Καλλιγάς
ο κύρης μου

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΟ ΒΙΟΛΙ


 

 

    
 

Anagnostis  P.O.Box 25 Forest Hill 3131 Victoria Australia
 enquiry@anagnostis.info