ΤΙΜΕ ΙΝ ΑΤΗΕΝS            

    

 

 




 

Το κεράσι

                                                           της  Έρμας Βασιλείου

 

Ο Λέων δεν θέλει να τον φωνάζουμε κύριο. Είναι κι αυτό μια από τις παραξενιές του. Λήο τον λέμε όλοι . Πίσω από το φράκτη του έχω ένα μικρό μπαξέ. Όταν μ’ ακούσει να κρατώ το φτυάρι, βγάζει το κεφάλι του από μια μεγάλη χαραμάδα και γίνεται κοινωνικός. Η χαραμάδα είναι μικρή, και άβολα όπως αισθάνεται λέει ένα καλημέρα νέτο. Τις περισσότερες φορές ανεβαίνει σ’ ένα δέντρο της αυλής του, κι από ένα κλαδί που βλέπει στη δική μου ανοίγει την καρδιά του. «Θέλω να ζήσω ήρεμα», λέει.  Ύστερα χάνεται, για μήνες ή για το υπόλοιπο της χρονιάς. Και γίνεται ολοένα παράξενος, κάνει εκπλήξεις ρωτώντας άσχετα πράματα σε ακατάλληλες ώρες, «Βγήκε κανένα καλό απορρυπαντικό στην αγορά;»

 

Στην αρχή είχα συχνά την έννοια του, με όλη αυτή τη σιωπή. Για να φτάσω στο σπίτι του χρειάζεται να κάνω ολόκληρο γύρο από το αδιέξοδο σημείο του δρόμου που μένω. Μα τον έμαθα καλύτερα κι η σιωπή του δεν μ’ ανησυχεί, ούτε οι ερωτήσεις του. 

 

Βρεθήκαμε στην υπεραγορά μια μέρα. Είχε γεμάτο το καλάθι του με τρόφιμα, και όταν τα πλήρωσε έβγαλε από την τσέπη του ένα κεράσι, ένα τραγανιστό κεράσι και το έβαλε στην μπιλάντζα. 

 

-Το ζυγίζετε παρακαλώ; Θέλω να το δοκιμάσω, μα θέλω να το πληρώσω.

 

Δεν παρεξηγούσα τον Λήο. Και δεν θα ήθελα να δω αν τον παρεξηγούσαν οι άλλοι. Βιάστηκα να φύγω.

 

Πέρασε ο χειμώνας. Με την άνοιξη βγήκα με το φτυάρι στον κήπο. Δεν φαινόταν. Ήθελα να του πω πολλά. Πως πιστεύω πως ένα καινούργιο αστέρι βγήκε στο στερέωμα, μάλιστα θα του το έδειχνα, να, έτσι με το δάκτυλο, κι ας το έβρισκε μόνος του. Πως ένα νέο προϊόν βγάζει τους λεκέδες από τα χέρια χωρίς να ρυπαίνει, πως κάπου διάβασα πως ο μεγάλος ζωγράφος Λουίτζι Φον Μπορκ και πάλι βραβεύτηκε και είναι στην πόλη μας. Αυτός ο Φον Μπορκ! Τι ταλέντο, τι σπάνιο ταλέντο! Αυτό το τελευταίο θα τον ενδιέφερε. Αν και εκκεντρικός και τόσο απόμακρος, ο Λήο τα παρακολουθούσε κάτι τέτοια.   

 

Αποφάσισα μια μέρα να του κτυπήσω την πόρτα. Ντύθηκα στα καλά μου. Δεν είναι κάθε μέρα που επισκέπτεται κανείς ένα ποιητή. Α, ναι, γράφει ο Λήο. Γράφει κάτι απλά στιχάκια. Κτύπησα μια, κτύπησα δυο κι ήμουν έτοιμη να φύγω, με το πιάτο με τα διάφορα μπισκότα, όταν άνοιξε.

-Το περίμενα πως θα ερχόσουν. Τσάι ή καφέ;

-Αν θα κάνετε τσάι να είναι δυνατό, παρακαλώ.

Πρώτη φορά στα είκοσι χρόνια που ήμαστε γειτόνοι έμπαινα σπίτι του.

-Βάζω στοίχημα πως θα με νόμιζες φευγάτο, δηλαδή...τελειωμένο. 

Το σπίτι ήταν πεντακάθαρο.

-΄Οχι δα, είπα.

 

Το τσάι ήταν πολύ καλό, το ίδιο και το ασορτιμέντο από τα μπισκότα που είχα πάρει. Όταν δεν έμεινε ένα στο πιάτο πήγε στο μπάνιο και πλύθηκε και έτσι φρεσκοχτενισμένος με την ριγέ ρόμπα του μου θύμισε τις μέρες του στο δέντρο.

-Να είσαι ειλικρινής μαζί μου. Θα ήρθες για το κεράσι.

Ποιο; Το είχα σχεδόν ξεχάσει.

-Όχι δα, ξανάπα.

-Αν δεν ήρθες για το κεράσι τότε σε μέτρησα λάθος. Κι εγώ σπάνια μετρώ λάθος. Δεν θα ήθελες να μάθεις γιατί το πήρα;

Ναι το ήθελα αλλά δεν θα του το έλεγα. Και δεν θα τον ρωτούσα ούτε για τα ποιήματά του.

-Λοιπόν! Δεν ήλθες για το κεράσι και ήρθες να δεις αν είμαι καλά. Κι εγώ σου λέω πως είμαι καλά. Είμαι πολύ καλά!

Η σιωπή βάραινε το δωμάτιο, ήμουν έτοιμη να φύγω όταν άκουσα τον εαυτό μου να ρωτά.

-Το κεράσι...Τι το θέλατε;

-Μα...για να το δοκιμάσω. Όπως και το δοκίμασα. Αυτό ήταν όλο.

Γελούσε άβολα. Δεν είπαμε πολλά, βιαζόμουν να επιστρέψω σπίτι. Είχα συνηθίσει να του μιλώ με το φράχτη ανάμεσά μας. Πήρα το πιάτο υπό μάλης.

 

Σαν έφευγα, από μιαν ανοικτή πόρτα στο διάδρομο είδα σ’ ένα τριπόδι ένα πίνακα. Φαινόταν πως ήθελε ακόμα δουλειά. Θα έλεγε κανείς πως ήταν από τους σπάνιους πίνακες του Φον Μπορκ! Ένα πελώριο κεράσι! Θα έβαζα στοίχημα πως ήταν αληθινό. Πως ήταν του Φον Μπορκ! Ο Λήο βιάστηκε να κλείσει την πόρτα του μικρού δωματίου, τρίβοντας ασυναίσθητα τα χέρια.

Δεν μίλησε. Όπως δεν είπε τίποτε για χρόνια. Είχε, όπως έλεγε πάντα, την ανάγκη να ζήσει με λίγα. Λίγα πράγματα, λίγα λόγια.

 

Ιστορίες της πόλης μου

        ( ...διαβάζονται στο τραμ, στο τραίνο, στο πόδι...)

 

Μελβούρνη, 2007

 

 

 

eeΠενήντα χρόνια μετά τις Σεϋχέλλες

 Ο Μακάριος μέσα από τα μάτια του φρουρού του!  

                                       Της  Έρμας Βασιλείου  

Μετά από μισό σχεδόν αιώνα, η συνέντευξη αυτή με τον Αλμπέρ Οαρώ (προφέρεται Ουαρώ) (Albert Hoarau, και γράφεται και Ho(u)ar(e)au), τον φρουρό του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στις Σευχέλλες αποδεικνύει ολοφάνερα πόσο η ιστορία της Κύπρου και της εξέγερσης του λαού της κατά των Άγγλων είναι ακόμα άγνωστη και σε επέκταση παρεξηγημένη. Πόσο χρειάζεται μια συνειδητή εκπαίδευση στους λαούς, για τα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν το νησί τον εικοστό αιώνα! Η Αγγλία τα σέρβιρε  όπως ήθελε. Εκτός από όλα αυτά, από τα λεγόμενα της αφήγησης του Ουαρώ αναδημιουργείται στη μνήμη μας ο γνωστός αγνός και φιλήσυχος Μακάριος, όπως ακριβώς τον γνωρίσαμε αργότερα και όπως τον γνώρισε τότε ο φρουρός του, τους δεκατρείς μήνες της εξορίας τους στις Σευχέλλες. Πενήντα χρόνια μετά, η είσοδος στο παρελθόν θα ανοίξει τυχαία σ’ ένα προάστιο της Μελβούρνης, όπου έχω την τύχη να μένω και όπου το ίδιο τυχαία γνώρισα τον Αλμπέρ.  

Το πόσο οι Άγγλοι ήθελαν να έχουν τον Μακάριο μακριά από το λαό του θα φανεί όχι μόνο από το ότι τον εξόρισαν στα μακρινά αυτά νησιά του Ινδικού αλλά και από ένα περιστατικό που θα μάθαινα τον Ιούνιο του 2007 από τον Αλμπέρ Ουαρώ. Πενήντα χρόνια μετά, το αφηγείται και γελάει ακόμα, αλλά στην ψυχή μου η εικόνα προκαλεί θλίψη.   

«Είχα επιστρέψει από διάφορα κράτη στα οποία υπηρέτησα σαν στρατιώτης του Αγγλικού στρατού. Από το 1946 ήμουνα στο στρατό. Στην Αίγυπτο, στην Παλαιστίνη και μετά στην Κένυα. Όταν επέστρεψα θέλησα να φύγω από το Μαχέ, το κύριο νησί των Σεϋχελλών και να πάω στο Felicitι, ένα κοντινό νησί, όπου έμενε ο γαμπρός μου και να τον βοηθήσω με τις δουλειές του, ξεχνώντας έτσι  τα δύσκολα χρόνια που πέρασα στον πόλεμο. Έτσι κι έκανα. Εκεί παραμέλησα λίγο τον εαυτό μου και μέχρι να επιστρέψω στο Μαχέ, είχε μεγαλώσει η γενειάδα μου σε τέτοιο βαθμό που δεν με αναγνώριζε κανένας. Στο λιμάνι μάλιστα του Μαχέ, μόλις ξεμπάρκαρα και με είδαν στην προκυμαία, φώναζαν όλοι πως ήμουν ο Μακάριος, που είχαν μόλις φέρει οι Άγγλοι στην εξορία του, μ’ ένα πολεμικό πλοίο. Το πολεμικό πλοίο ήταν ακόμα στο νησί. Μόλις τον είχαν φέρει. Του έμοιαζα, μου είπαν, έτσι όπως είχα μακριά τη γενειάδα μου. Και μου έμεινε το παρατσούκλι «Μακάριος».  

Όμως αφήστε να περιγράψω πρώτα το απίθανο μέρος μέσα από το οποίο γνώρισα τον Ουαρώ. Νομίζω πως είναι ουσιώδες. Γιατί μια τέτοια συνέντευξη δεν θα γινόταν σίγουρα σε χώρους υποδοχής των μεγάλων ξενοδοχείων ή σε προεδρικά γραφεία.  Τίποτε τέτοιο. Ήταν πολύ ταπεινός ο Μακάριος γι’ αυτά. Αυτή εδώ ήταν μια ασχεδίαστη συνέντευξη και δόθηκε σε άτομο που,  από τη μια, θα μπορούσε να την πάρει επιτυχημένα κι από την άλλη δεν ήταν πια στο επάγγελμα του (της) δημοσιογράφου. Κατά την αγγλική έκφραση “it fell into my lap”. Και ήρθε απρόβλεπτα στο μακρινό, άσημο αλλά όχι ασημάδευτο μέρος που μένω, στο Hampton Park, που είναι κοντά στην περιοχή του ανατολικού προαστίου Dandenong της Μελβούρνης. Το Ντάντενονγκ (και γενικά τα εξωτερικά ανατολικά προάστια της Μελβούρνης), θεωρείται το πρώτο προάστιο στον κόσμο όπου κατοικούν οι περισσότερες εθνικές μειονότητες. Εκατόν πενήντα δύο διαφορετικές μειονότητες, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία! Εδώ κοντά στο σπίτι μου είναι και το όμορφο Narre Warren (κοινώς Νάρη, από μας τους κατοίκους της περιοχής), όπου θα γνώριζα τυχαία, εκείνη τη Δευτέρα του Ιούνη την Τζόαν, μια γυναίκα από τις Σεϋχέλλες. Σκέφτηκα πολύ αν θα έγραφα με ποια ιδιότητα βρισκόμουν στο Νάρη εκείνη τη μέρα. Μα είναι σωστό να ειπωθούν όλα όπως έγιναν χωρίς σεμνοτυφίες. Εδώ, για να ζήσουμε όλοι αρμονικά, το οφείλουμε ο ένας στον άλλον. Στον εθελοντισμό μας. Άλλοι προσφέρουμε μια ώρα, άλλοι δυο, κι άλλοι δέκα...ό,τι μπορούμε να δώσουμε στην όμορφη κοινότητα που δημιουργήσαμε.  Γράφτηκα λοιπόν εθελόντρια να παραδίδω Γαλλικά μαθήματα στο Κέντρο Μάθησης του Νάρρε Ουώρρεν. Η Τζόαν Σάβυ (Joan Savy) έρχεται δυο φορές την εβδομάδα σ’ ένα μικρό μαγαζάκι με bric-a-bracs και έργα χειροτεχνίας, σαν εθελόντρια. Οι εισπράξεις πάνε στο Κέντρο. Η σκηνή λοιπόν στο μικρό κατάστημα, σ’ ένα παλαιοπωλείο ουσιαστικά. Σ’ ένα στρογγύλο παλιό τραπέζι έχει κι άλλες εθελόντριες. Είναι χειμώνας κι έξω ψιλοβρέχει. Στην παλιά τσαγιέρα αχνίζει το νερό για το τσάι. Είναι απίθανο σε ένα τέτοιο περιβάλλον να φανερωθεί το παρελθόν της Κύπρου. Και όμως! Σ’ ένα παλιατζίδικο... το παρελθόν για μια αγνή φιγούρα που σημάδεψε με την πορεία της την ιστορία του νησιού δεν ήταν αδύνατο να βγει. Θα ξεπηδούσε μόνο μέσα από τέτοιο ταπεινό περιβάλλον το προφίλ ενός ηγέτη. Και περίμενε να συμπληρωθούν όλα τα κριτήρια. Κι επειδή οι προϋποθέσεις για να γινόταν κάτι τέτοιο είναι πολλές θα αρκεστώ να πω απλά πως τις πληρούσα μέχρι την έσχατη. Και ασυναίσθητα άνοιξα το δρόμο στην συνέντευξη.  «Έχουμε κάτι κοινό» είπα «οι Σεϋχέλλες και η Κύπρος». «Ναι!» απάντησε, «τον Μακάριο». Και τότε έπεσαν από απόσταση πενήντα χρόνων τα λόγια της. «Ξέρεις ένας γνωστός μου, μια φιλική μου οικογένεια ο Αλμπέρ ήταν φρουρός του Μακάριου στις Σευχέλλες». Τα υπόλοιπα έγιναν σε λίγες ώρες. Η οικογένεια Ουαρώ που μένει στο Cranbourne θα ερχόταν να με συναντήσει στο σπίτι της Τζόαν στο Νάρη. Εκεί είναι που γνώρισα τον Αλμπέρ. Ένα ψηλό άντρα 78 ετών, (γέννημα του 1929). Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς γιατί με αυτό το μπόι οι Εγγλέζοι του ανέθεσαν τη φρούρηση του Μακάριου στη μακρινή γεμάτη πόνο εξορία του.  

«Είστε ο Αλμπέρ;»

Ο Αλμπέρ απάντησε ναι και πρόσθεσε μια γλυκιά ελληνική φράση και άνοιξε τα χέρια του για να με καλωσορίσει.

Ερ.       Αλμπέρ, εδώ και πενήντα χρόνια σχεδόν που μένεις στη Μελβούρνη, δεν έτυχε να πεις την ιστορία σου σε άλλον  Έλληνα και μάλιστα σε Κύπριο αφού έχουμε τόσους στην πόλη μας;

Απ.       Και βέβαια την είπα. ’Όταν μάλιστα εργαζόμουν στο South Yarra, πιο παλιά, με πολλούς Έλληνες την έλεγα συνέχεια, την είπα και σε κάποιον Κύπριο ονόματι Λουκά. Εκεί στο South Yarra είναι που έμαθα και τη φράση «αγάπη μου».

Ερ. Πώς γνώρισες τον Μακάριο, Αλμπέρ

Απ. Στο Σαν Σουσί, την έπαυλη όπου κρατείτο. Υπηρέτησα μετά σαν αστυνομικός. Ήμουν ψηλός και νέος και αυτό ήθελαν νέο και ψηλό και δυνατό. Και υπέγραψα κοντράτο με την αστυνομία για τρία χρόνια στο σώμα. Ήταν απλή δουλειά μα για να είσαι καλός αστυνομικός πρέπει συχνά  να κάνεις και το dirty work της δουλειάς. Μας είχαν πει πως θα κρατούσαν τον Μακάριο για τρία χρόνια στο νησί. Τον άφησαν όμως πιο νωρίς, δεν ξέρω γιατί.

Ερ. Ανήκε στο κράτος η έπαυλη αυτή;

Απ. Όχι. Ανήκε σε κάποιο πλούσιο κάτοικο του νησιού και την είχε παραχωρήσει για τους εξόριστους. Υπήρχαν κι άλλοι εξόριστοι  στις Σευχέλλες δεν ήταν μόνο ο Μακάριος. Είχαμε από την Αβησσυνία και Αίγυπτο και άλλα μέρη. Ακόμα και ένα μεγάλο σπίτι που είχε η γιαγιά μου της το ζήτησαν και στέγασαν κάποιους εξόριστους ηγέτες.

( Να πω εδώ πως από το 1875 οι Σεϋχέλλες γίνονται μέρος εξορίας για εκθρονισμένους βασιλιάδες και άλλους ισχυρούς ανθρώπους, μεταξύ των οποίων ο σουλτάνος της Μαλαισίας Abdullah Khan. Να πω ακόμα πως είναι από τα λίγα κράτη όπου ο λαός ψήφισε πως δεν θέλει ν’ απελευθερωθεί από τους ...Εγγλέζους! (1967)

Ερ.       Πες μας για το διάστημα αυτό. Τι θυμάσαι;

Απ.       Είχε αρχικά γίνει μια παρεξήγηση μέσα στο ίδιο το αστυνομικό σώμα γιατί διάλεξαν δώδεκα μόνο άτομα που θεώρησαν καλύτερα για τη φρούρηση του Μακάριου. Ο μισθός αυτών των αστυνομικών ήταν πολύ ψηλότερος από το μισθό ενός απλού αστυνομικού και δεν άρεσε στους υπόλοιπους.

Ερ.       Μίλησες καμιά φορά στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο έξω  από την ιδιότητά σου σαν φρουρός του;

Απ. Ναι, βέβαια του μίλησα.

Ερ. Κάθε μέρα μπορούσες, αν ήθελες να τον πλησιάσεις;

Απ. Όχι, ήταν δύσκολο αυτό. Εμείς ήμασταν κάτω σ’ ένα φυλάκιο. Εξάλλου δεν ήταν κάθε μέρα η βάρδια μου. Αλλάζαμε βάρδια. Ο Μακάριος ήταν στον πρώτο όροφο, αλλά φαινόταν η κάμαρα, η βεράντα του ήταν πάνω από το φυλάκιο. Τον βλέπαμε. 

Ερ.       Ήταν μόνος του;

Όχι . Ήταν ο αρχιεπίσκοπος Mακάριος και ένας άλλος επίσκοπος που τον έλεγαν Παπα-Γκάτση (θα πρόκειται για παρατσούκλι ή σύντμηση ονόματος που ταιριάζει στον  Παπασταύρο Παπαγαθαγγέλου που εξορίστηκε μαζί με τον Μακάριο στις Σευχέλλες). Ήταν κι ένας άλλος παπάς και ακόμα ένα τέταρτο άτομο που εργαζόταν μαζί τους που δεν ξέρω το όνομά του. Ο Παπα Γκάτση ήταν γεμάτος (παχύς). Ο Μακάριος ήταν όπως είμαι εγώ τώρα σ’ αυτό το μέγεθος, ούτε μεγάλος ούτε και αδύνατος. Ο Παπα Γκάτση μπορεί να ήταν και 22 stones.

Ερ.       Σε τι γλώσσα μιλούσατε;

Απ.       Εγώ δεν ήξερα τότε πολύ καλά Αγγλικά γιατί μιλάμε μεταξύ μας την κρεόλ, τη γλώσσα του τόπου μου. Κάποια  Αγγλικά βέβαια γνώριζα από τον πόλεμο. Αλλά και του Μακάριου τα Αγγλικά δεν ήταν τόσο σπουδαία τότε. Καταλαβαινόμασταν όμως Εξάλλου δεν μπορούσαμε να πούμε πολλά.

Ερ.       Ήρθες καμιά φορά σε μια πιο στενή επικοινωνία μαζί του σε σημείο που να σου μιλήσει για κάποια πράγματα;

Απ.       Να όπως μιλάμε εμείς οι δυο, τόσο κοντά αλλά λίγα λέγαμε.

Ερ.       Ποιος τους περιποιόταν.

Απ.       Ήταν δύο γυναίκες, δύο αδελφές η Φλώρα και η Ζοσλύν, παντρεμένες και αυτές με αστυνομικούς. Αυτές περιποιόνταν του τέσσερις εξόριστους. Ήταν τέσσερις οι βοηθοί αλλά θυμάμαι αυτά τα ονόματα. Εμείς δεν μπορούσαμε ν’ ανέβουμε πάνω. Απαγορευόταν. Μόνο οι μαύρες μπορούσαν να είναι εκεί. (Να σημειώσω εδώ πως στις Σευχέλλες της εποχής εκείνης υπήρχε ακόμα αυτή η διάκριση του δέρματος. Αλλά να προσθέσω ακόμα πως στην Αφρική η λέξη «μαύρος» είναι πολιτικά ορθή, επιτρέπεται..)

Ερ.       Τι σου είπε για την ιστορία της εξορίας του εκεί;

Απ.       Είπε ότι όταν προσπάθησε ο λαός να διώξει από την Κύπρο του Εγγλέζους και που ήταν τότε κάτι σαν ηγέτης στο νησί του, είχε πει στους Εγγλέζους  «Δεν μπορείτε να κάνετε αυτό κι εκείνο» (ό,τι θέλετε δηλαδή). Οι Εγγλέζοι θύμωσαν και είπαν «θα σε στείλουμε κάπου μακριά για να σταματήσεις να προκαλείς φασαρίες στο νησί». Και για τούτο τον έστειλαν στις Σεϋχέλλες.

Ερ.       Τον είδες σαν ηγέτη εσύ ή σου φάνηκε σαν παπάς, σαν κληρικός περισσότερο.

Απ.         Δεν είχε την όψη ηγέτη, δεν φαινόταν καν πως ήταν ηγέτης. Έδειχνε περισσότερο την εικόνα ενός παπά, ενός φιλήσυχου καλού παπά. Δεν ήταν show off άνθρωπος.

Ερ.       Πώς ήταν κάθε μέρα, πώς συμπεριφερόταν;

Απ.       Ήταν καλός με όλους και λιγομίλητος. Όλοι οι κρατούμενοι μιλούσαν λίγο ή πολύ ο Μακάριος όμως ήταν μετρημένος πάντα.

Ερ.       Διάβαζε πολύ δεν είναι;

Απ.       Δεν μπορώ να σου πω τι έκαναν όταν ήταν μέσα. Εγώ μόνο φρουρός του ήμουν.

Ερ.       Δηλαδή τι φρουρούσες; Πού θα πήγαινε αν έφευγε;

Απ.       Δεν τον φρουρούσαμε επειδή ήταν φυλακισμένος (!). Τον φρουρούσαμε επειδή τον προστατεύαμε από άλλους (!) να μην έρθουν να του κάνουν κακό. Ήταν κάτι σαν detainee (κρατούμενος;).

Ερ.       Το ίδιο δεν είναι; Αφού δεν ήταν φυλακισμένος θα μπορούσε, τότε, να φύγει από το Σαν Σουσί, να πάει μια βόλτα στην παραλία για παράδειγμα;

Απ.       Ήταν ελεύθερος να πάει οπουδήποτε αλλά μόνο με το αυτοκίνητο της Αστυνομίας. Και ο οδηγός του αυτοκινήτου ήταν αστυνομικός.

Ερ.       Οπλισμένος;

Απ.       Όχι, δεν ήταν οπλισμένος ο οδηγός.

Ερ.       Υπήρχαν και Eγγλέζοι αστυνομικοί που τον φρουρούσαν;

Απ.       Όχι, μόνο αστυνομικοί του νησιού. Ο μόνος Εγγλέζος ήταν ο αρχηγός της Αστυνομίας κάποιος Λεγκέτ, εκείνος ήταν ¦Εγγλέζος.

Ερ.       Μπορείς να μου πεις πώς γράφετε ακριβώς τ’ όνομά του;

Απ.       That’s a good question.

Ερ.       Επιμένω και ενδιαφέρομαι να μάθω για το θέμα της ελεύθερης κίνησής του στο νησί πως θα μπορούσε αν ήθελε να πάει όπου θέλει, όπως μου λες. Μου λες πως μπορούσε αλλά μόνο με αστυνομική επίβλεψη.

Απ.       Ναι, δεν μπορούσε διαφορετικά. Μόνο με την αστυνομία Και όπου ήθελε να πάει τον πήγαιναν.

Ερ.       Γράμματα; Μπορούσαν να του στείλουν ή να στείλει ο ίδιος;

Απ.       Α, αυτά δεν μπορούσαμε να τα γνωρίζουμε. Ήταν μυστικά όλα. Κάθε γράμμα θα πήγαινε στην αστυνομία πρώτα. Τα γράμματα ήταν πολύ δύσκολη υπόθεση, δεν ξέρω πολλά για τούτο το θέμα.

Ερ.       Πες μου τότε για τον κήπο αν κατέβαινε γιατί του άρεσε πάντα η φύση και το φυσικό περιβάλλον. Ασχολήθηκε καθόλου με το φύτεμα δέντρων; Περνούσε καθόλου την ώρα του με τα χέρια του στη γη σας;

Απ.       Δεν μπορώ να θυμηθώ αν φύτεψε ποτέ στον κήπο. Όχι, όχι δεν φύτεψε τίποτε, ποτέ.

Ερ. Τι θυμάσαι από αυτόν που μπορεί να σου κίνησε την προσοχή και που πιθανόν να σ’ έκανε να πεις «είναι ένα πολύ ενδιαφέρον άτομο».

Απ.       Ήταν λιγομίλητος και σκεφτικός πάντα.

Ερ. Δέχτηκε ποτέ καμιά επίσκεψη;

Απ.       Ποτέ δεν τους επισκέφτηκε κανένας. Η μόνη ενασχόληση του Μακάριου ήταν το διάβασμα. Ακόμα και στον κήπο κρατούσε ένα βιβλίο. Ναι το θυμάμαι τώρα, διάβαζε και είχε πάντα ένα βιβλίο στο χέρι του.

Ερ.Πότε έφυγες από το Σαν Σουσί Αλμπέρ;

Απ. Έμεινα ακόμα λίγους μήνες για να συμπληρώσω την διορία μου. Και μετά έφυγα όχι μόνο από το Σαν Σουσί αλλά και από τις Σεϋχέλλες. Ήρθα στην Αυστραλία το 1959. Πότε έφυγε ο Μακάριος από τις Σεϋχέλλες;  

Τώρα ήταν η σειρά μου να εκπαιδεύσω τον Αλμπέρ. Του υποσχέθηκα ένα κυπραιο-κονγκολεζο-βελγο-γαλλο-αυστραλέζικο γεύμα. Και του το έκανα. Βρεθήκαμε τη Δευτέρα 9 Ιουλίου στο Νάρη, στο σπίτι της Τζόαν. Ο Αλμπέρ έμαθε περισσότερα για την Κύπρο και για τον Μακάριο. Θα μπορέσει να θυμηθεί ίσως κι άλλα πάνω σε ένα κυπριώτικο, αυτή τη φορά, κρασί; Αν και αυτά που θυμήθηκε ήταν πάρα πολλά για όσους μπορούν να διαβάσουν ανάμεσα από τις γραμμές.

Δεν νομίζω πως πρέπει να πω περισσότερα εκτός ίσως πως η αφήγηση αυτή, η εικόνα που μας δίνει ο φρουρός του προσθέτει σε κάθε τι που είπε προηγούμενα ο Μακάριος. Προσθέτει μια αίσθηση επιβεβαίωσης, για όσους φυσικά θα επεδίωκαν να την έχουν . Έχουμε εδώ μια μαρτυρία εκτός από τη δική του Αρχιεπισκόπου και των συνεξόριστών του, μια εξωτερική και αδιάσειστη μαρτυρία που είναι ίδια με τη δική του. Η κάθε λεπτομέρεια που μας άφησε, λοιπόν, επιβεβαιώνεται.

Ουδέν κρυπτόν!    

ΕΡΜΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ   

 

  Reproduced with the permission of the author.   TOP OF THE PAGE

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



1
Eρμα Βασιλείου
μεταδιδακτορική ερευνήτρια
Australian National  Unive
rsity

ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΕΡΜΑ      erma.vassiliou@anu.edu.au  
 

 

Πενήντα χρόνια μετά
τις Σεϋχέλλες

 

 
    
Disclaimer
While every effort has been made by ANAGNOSTIS to ensure that the information on this website is up to date and accurate, ANAGNOSTIS  does not give any guarantees, undertakings or warranties in relation to the accuracy completeness and up to date status of the above information.
ANAGNOSTIS will not be liable for any loss or damage suffered by any person arising out of the reliance of any information on this Website

.Disclaimer for content on linked sites
ANAGNOSTIS accepts no responsibility or liability for the content available at the sites linked from this Website.
Το περιοδικό δεν ευθύνεται για το περιεχόμενο άρθρων των συνεργατών.

Anagnostis  P.O.Box 25 Forest Hill 3131 Victoria Australia
 enquiry@anagnostis.info