ΤΙΜΕ ΙΝ ΑΤΗΕΝS            

  

 


 

 


GREEKS 
IN AUSTRALIA

Explore the Map above

 


 

H γριά Ρηνιώ 

Η ιστορία που θα σας διηγηθώ έχει συμβεί στ΄ αλήθεια. Είναι πραγματική. Σας τη διηγούμαι απλά, ωμά, όπως έγινε:

 

Το χωριό ήτανε σκαρφαλωμένο στη πλαγιά του βουνού   Λαρυ-σίου. Αποκομμένο έτσι όπως ήταν από τ’ άλλα χωριά,     φαινό-τανε μελαγχολικό. Η περιοχή τριγύρω, έμοιαζε σα μια ερημική στέπα από την ξεραΐλα και το άγονο χώμα της που ήτανε κατά-σπαρτο από κοτρώνια. Το ίδιο με τον τόπο και οι λιγοστοί άνθρωποί του. Σκληροτράχηλοι, λιτοδίαιτοι, περήφανοι, φιλότι-μοι υπερβολικά, μα είχανε και το γδικιωμό μέσα τους όταν τους έθιγες.

Κάτω, μακριά, καρσί κοντά στη θάλασσα, απλωνόταν μια στενή λωρίδα κάμπου που ανήκε όμως στους Καμποχωρίτες. Την αγνάντευαν οι Κρυονερίτες κι έλεγαν πικρόχολα:

«Εμάς ο Θεός μας καταράστηκε...οι Καμποχωρίτες ζούνε σε παράδεισο.»

 Τα σπίτια, ήτανε και δεν ήτανε καμιά πενηνταριά, και που τα μισά απ΄ αυτά ήτανε μισογκρεμισμένα απ΄ την εποχή του μεγάλου πολέμου, και μένανε μάρτυρες για το τι πρόσφεραν οι Κρυονερίτες για την παγκόσμια  λευτεριά και  δικαιοσύνη.

Στα πρωτύτερα χρόνια, πριν από τον πόλεμο, κάθε γιορτή και σχόλη, μετά που ο παπα-Μηνάς απόλαγε τη λειτουργία, κινού-σανε μπροστά οι άνδρες με τα πλουμιστά χρυσοκέντητα γιλέκα τους, με τις φουστανέλες τους και τα ζωγραφιστά σελάχια τους, και οι κυράδες από κοντά, κι αυτές ντυμένες στα μετάξια τους, με τα πολύχρωμα ολοκέντητα  βελέσια τους που ήσαντε όλο νταντέ-λα στους ποδόγυρους, και με τα βαριά μαλάματα να κρέμονται στο στήθος. Και πιο πίσω ακολουθούσαν οι νέοι και οι νιες ντυ-μένοι στα γιορτινά τους με λουστρίνια τ΄ αγόρια και με παπού-τσια ξώφτερνα οι κοπελιές, - μόδα της εποχής, και μαζευό-ντουσαν στη μικρή πλατεία του χωριού, εκεί κάτω απ΄ τη μεγάλη βελανιδιά, που καθώς λέγαν οι γεροντότεροι θα ΄ταν εκατό πενήντα χρονών και πως απ΄ τα κλαδιά της οι Μαυρομιχαλαίοι είχαν κρεμάσει στα χρόνια του ξεσηκωμού κατουκέφαλα κάποιον Τούρκο Αγά, να τους μαρτυρήσει που ΄χε κρυμμένο το χρυσάφι...

Όλοι μαζί, κέρναγε ο ένας τον άλλον, και χορεύανε στους σκο-πούς που σκόρπαγε το ντόπιο «συγκρότημα...»

 

Ήτανε ένα φθινοπωρινό απόγευμα. Καθόμουν στο παράθυρο και κοίταζα τις πρώτες στάλες της βροχής που έπεφταν πάνω στα κλειστά τζάμια, και που ο θόρυβός τους έμοιαζε με μοιρολόι γριάς μανιάτισσας, όταν η ματιά μου καρφώθηκε στην άκρη του κακοτράχαλου δρόμου, που ήταν κτισμένη μια χαμοκέλα. Τότε θυμήθηκα τη γριά Ρηνιώ… Όταν ήμουνα μικρός, είχα πάει πολλές φορές στη χαμοκέλα κι έκανα διάφορα μικροθελήματα της γριάς Ρηνιώς...

Ήτανε μια στενόμακρη χαμοκέλα που για πάτωμα είχε πατημένο σκληρό χώμα από γλίνα. Σε μια γωνιά ήταν στημένος ένας παλιός αργαλειός, που η γριά Ρηνιώ όταν ήτανε νέα, ύφαινε αντρομίδες, φλοκάτες σαΐσματα και κουβέρτες από δικό της μαλλί και κοζιά, που το μάζευε χρόνο με το χρόνο, απ΄ τις δυο γι-δούλες και τις τρεις προβατίνες που πάντα βάσταγε στο φτωχικό της.

Πάνω, ψηλά στα πατερά, πάντα ήταν κρεμασμένα κυδώνια, κόκκινες πιπεριές, ρόδια και διάφορες άλλες σοδειές που αντέχα-νε στον καιρό. Στη μέση του τοίχου, ήτανε το τζάκι. Δίπλα του ήτανε ένα στενόμακρο αρμάρι, που για πόρτα είχε ένα παλιό ξεθωριασμένο λουλουδένιο ύφασμα. Εκεί μέσα έβαζε η γριά Ρηνιώ λίγα πιατικά κι ό,τι άλλο χρειαζούμενο είχε. Σε μια άλλη μεριά του τοίχου - πάντα στη θέση της, βρισκόταν μια λάμπα πετρελαίου για να φωτίζει τα βράδια το στεγνό απ΄ τα βάσανα πρόσωπο της γριάς Ρηνιώς. Λίγο ψηλά, στην αριστερή μεριά του τοίχου που κοίταγε κατά την εκκλησιά, ήτανε το εικόνισμα της Παναγιάς και του Άϊ Γιώργη, που το καντήλι έκαιγε όλες τις ώρες. Λίγο πιο κάτω απ΄ το εικονοστάσι βρισκότανε μια φωτο-γραφία που έδειχνε ένα αντρόγυνο και τρία μικρά παιδιά...

Εκεί, σε κείνη τη μικρή χαμοκέλα, έζησε η γριά Ρηνιώ απ΄ τα είκοσί της χρόνια, ως τα ογδόντα πέντε της. Από τα νιάτα της ως

          την τελευταία της μέρα, ήτανε ήσυχη, λιγόλογη και θρήσκα. Ποτέ της δεν την είδανε οι Κρυονερήτες θυμωμένη ή νευριασμένη. Από μακριά μύριζε η καλοσύνη της. Ποτέ της δεν έφυγε ούτε μέρα απ΄ το χωριό. Τα πόδια της λες και είχανε ριζώσει σ΄ αυτό το χώμα και δεν ξεκολλούσανε...

 

Ας πάρουμε όμως την ιστορία απ΄ την αρχή:

 

 Η Ρηνιώ ήταν πεντάρφανη. Τη μάνα της ούτε που τη γνώρισε. Ο πατέρας της πέθανε όταν η Ρηνιώ  ήτανε πέντε χρονών. Άλλα αδέλφια δεν είχε. Σαν έμεινε μονάχη, κάποια μακρινή θεία της, την πήρε και κούρνιασε κοντά της.

Απ΄ τα οχτώ της χρόνια, δούλευε ολημερίς στα χωράφια χωρίς ποτέ να παραπονεθεί για τίποτα. Ο καιρός περνούσε. Τα χρόνια κύλαγαν,  και η Ρηνιώ μεγάλωσε κι έγινε μια όμορφη κοπέλα σαν τα κρύα νερά. Είχε κάτι μάτια, μαύρα και μεγάλα σαν κάστανα. Ένα πρόσωπο ροδοκόκκινο, και κάτι μαλλιά που τα έπλεκε πλεξούδες και φτάνανε έως κάτω στους γοφούς.

Μια χρονιά,–όταν η Ρηνιώ θα΄τανε στα είκοσι, ανάμεσα στους Ξενοχωρίτες  που ΄χαν έρθει στο πανηγύρι τ΄ Άϊ Γιωργιού, ήτανε και ο Θανασιός, ένας λεβέντης είκοσι χρονών. Κι αυτός ορφανός και παντέρημος, φερμένος σε κείνα τα μέρη απ΄ τη Σμύρνη, την εποχή που ξεκληρίστηκε ο Ελληνισμός της Μικρασίας. Σαν είδε τη Ρηνιώ, ζαλίστηκε απ΄ τα κάλλη της, κι ως το βράδυ πήγε ίσα στη θειά της  και τη γύρεψε να την κάμει γυναίκα του…

Σε δυο-τρεις μήνες, γίνανε τα στέφανα, και το αντρόγυνο έστησε το νοικοκυριό του στη χαμοκέλα που τους έδωκε χάρισμα η θειά της Ρηνιώς. Τη συμμάζεψαν λιγάκι φτιάχνοντας καινούρια σκεπή. Έφτιαξαν και τζάκι – πολυτέλεια για κείνη την εποχή, και τη στόλισαν με κουρελούδες και αντρομίδες  που είχε αρκετές υφασμένες η Ρηνιώ...

    Ήταν ένα όμορφο και ταιριαστό αντρόγυνο. Δούλευαν και οι

δυο κάθε μέρα στο κτηματάκι που ΄χε η Ρηνιώ απ΄ τους δικούς της, έως ότου η Ρηνιώ μια μέρα του ΄σκασε το μυστικό πως έρχεται ο διάδοχος. Και ο Θανασιός από εκείνη την ημέρα δεν την άφηνε να κουράζεται κι όλο μέτραγε τους μήνες και τις μέρες… Και σαν ήρθε η ώρα  κι έφτασε ο διάδοχος, ο Θανασιός, κέρασε όλους τους Κρυονερήτες κι έκανε γλέντια τρικούβερτα στη μικρή χαμοκέλα όταν έκαμαν τα βαφτίσια και του `δωσε τ` όνομα του πατέρα του, του Τασιού. Στο χρόνο απάνω απόκτησαν και τη Λενιώ που πήρε τ΄ όνομα της μάνας της Ρηνιώς...

Έτσι, πέρναγαν τα χρόνια λίγο φτωχικά, αλλά χαρούμενα χωρίς ποτέ ο ένας ν΄ αχουγιάζει τον άλλονε… Η ευτυχία έστω και με μπαλώματα, που έγραψε κάποιος συγγραφέας, δεν  κράτησε όμως για πολύ στην οικογένεια. Έτσι είναι τις περισσότερες φορές η ευτυχία δεν κρατάει πολύ. Δεν προλαβαίνεις καλά – καλά να τη νοιώσεις, να την ακουμπήσεις  με τα χέρια σου και να τη χαρείς, και σου φεύγει! Γλιστράει μέσα από τα χέρια σου, σαν νερό, που κυλάει μέσα από τις φούχτες σου...

Κείνο τον καιρό στην πατρίδα ήρθε ακάλεστος μουσαφίρης ο πόλεμος. Ο Θανασιός μαζί και μ΄ άλλα παλικάρια του χωριού φύγανε βιαστικά ένα πρωινό για το μέτωπο. Η Ρηνιώ με τη κοιλιά φουσκωμένη - περίμενε το τρίτο της παιδί, ξεπροβόδισε τον άντρα της και του ευχήθηκε καλό γυρισμό…

Όταν έσπασε το μέτωπο από τους Γερμανούς και ο Θανασιός γύρισε πίσω στο χωριό, τότε ακούστηκαν στη χαμοκέλα ξανά γεννητούρια με τον ερχομό της Φανής...

 

    Όπως σε κάθε Έλληνα πραγματικό, έτσι και στο Θανασιό κείνο τον καιρό άρχισε να σιγοβράζει στην καρδιά του, σα δυνατός μούστος, τ΄ όνειρο για γρήγορη λευτεριά. Μπήκε στην αντίσταση κι έγινε ο φόβος και ο τρόμος των κατακτητών με τις μεγάλες ζημιές που τους έκανε. Όλοι οι Κρυονερήτες ήταν περήφανοι για το Θανασιό και τα παλικάρια του…

Κάποια μέρα, σ΄ ένα ξαφνικό μπλόκο που έκαναν οι Γερμανοί, μαζί με κάποιον κουκουλοφορεμένο προδότη απ΄ τα χωριά

του κάμπου, πιάσανε το Θανασιό με τα τρία παλικάρια που΄ χαν κατέβει απ΄ τα βουνά στο χωριό για προμήθειες.  Τους πήγαν στην Καλαμάτα για ανακρίσεις. Δυο μήνες τον βασάνιζαν το Θανασιό με τα πιο φριχτά βασανιστήρια. Του ξεριζώσανε τα νύχια με τανάλια, του σφίγγανε το κεφάλι μ΄ ένα σιδερένιο στεφάνι, του καίγανε το κορμί με την κάφτρα του τσιγάρου, του βάζανε αλάτι στις πληγές, μα ο Θανασιός ποτέ δεν άνοιξε το στόμα του να μαρτυρήσει και να προδώσει άλλους συντρόφους του. Ούτε μία λέξη δεν μπορέσανε να του πάρουνε απ΄ όσα τους ενδιαφέρανε. Είδαν κι απόειδαν οι Γερμανοί, κι ένα πρωί μαζί με άλλους πατριώτες, τον στήσανε στον τοίχο. Δεν τους άφησε να του δέσουν τα μάτια και δευτερόλεπτα πριν δεχτεί τις δολοφονικές ριπές φώναξε:

«Γερμανοί είστε  γουρούνια… Ζήτω η Ελλάδα...»

Μόλις το ΄μαθε η Ρηνιώ, της φάνηκε πως χάθηκε ο ήλιος. Σκοτάδι πηχτό απλώθηκε τριγύρω της, κι όλη η πλάση έγινε μεγάλη ερημιά… Από κείνη την ημέρα, τυλίχτηκε στα μαύρα απ΄ την κορφή ως τα νύχια. Μόνη, και παντέρημη -είχε εν τω μεταξύ χάσει και τη θειά της - και με καβουρντισμένη καρδιά, πορευό-τανε σ΄ αυτή την πλάση, και πάλευε στο κτηματάκι για χάρη των παιδιών της. Ποτέ της, δεν παραπονέθηκε για τίποτα ούτε για μια στιγμή. Μόνο καμιά φορά σαν πήγαινε ν΄ ανάψει το καντήλι στο εικονοστάσι, τα μάτια της πέφτανε δίπλα στη στεφανοθήκη, κι ο νους της πισωδρομούσε κι έλεγε στενάζοντας: «Γραφτό μου ήτανε.»

 

Δέκα χρόνια η Ρηνιώ σηκωνότανε πολύ πριν χαράξει η αυγή, άρμεγε την κορμπούλα και τη ρούσα, χώριζε σε μια πήλινη κατσαρόλα λίγο γάλα να πιούνε τα παιδιά, άναβε το τζάκι όταν είχε κρύα, έριχνε μια ματιά στο (δωμάτιο) των παιδιών που το είχαν χωρίσει με το μακαρίτη τον άντρα της  με καλαμωτή, και μετά έβγαινε στην αυλή. ΄Εριχνε δυο τρεις φούχτες καλαμπόκι στις κότες, πότιζε το Μάρκο - ένα τσινιάρικο μουλάρι, το έζωνε, φόρτωνε τσεκούρια, τσάπες και κλαδευτήρια, έδενε τις γίδες και

τις προβατίνες απ΄ το σαμάρι και ξεκινούσε τραβώντας το Μάρκο απ΄ το καπίστρι για το  μικρό κτηματάκι που ήτανε πάνω στη πλαγιά του Προφήτη Ηλία...

Το κτηματάκι της, ήτανε από τα μικρότερα του χωριού γύρω

τα τρία στρέμματα, με λίγο αμπελάκι, καμιά δεκαριά ελιές κι άλλες τόσες συκιές, που ποτέ τους δεν πήρανε πάνω τους και δεν προκόψανε.

Σαν έφτανε μετά από μισή ώρα δρόμο, ταχτοποιούσε πρώτα τα ζωντανά και μετά αρχινούσε τη δουλειά με κέφι. Όταν ο ήλιος ανηφόριζε κι έφτανε πάνω απ΄ τη μεγάλη βελανιδιά, ήξερε πως η ώρα ήταν μία το μεσημέρι. Τότε ξεκρέμαγε το σακούλι απ΄ την αγριογκορτσιά, έστρωνε το τουβαλίθι και κολάτσιζε το φτωχικό της, που τις πιο πολλές φορές ήτανε ελιές και τυρί απ΄ τις μαρτίνες. Σαν τέλειωνε το κολατσιό ακούμπαγε τη πλάτη της στον κορμό της βελανιδιάς και αγνάντευε μακριά το Ιόνιο που λαμπίριζε και την πιάνανε τα μεράκια κι αρχινούσε το τραγούδι. Μα πολλές φορές το σταμάταγε στη μέση όταν θυμόταν το χαμό του άντρα της.

Στο μυαλό της, τότε ερχόντουσαν θύμησες παλιές μα όχι ξεχασμένες…

Θυμότανε τον αγαπημένο της άντρα, που κάθε σούρουπο σα γύριζε απ΄ τη δουλειά, τον περίμενε με το χαμόγελο στα χείλη και του ΄χε έτοιμο ζεστό νερό για να πλυθεί και πάντοτε το σοφρά στρωμένο στην ώρα του. Κι όταν σφάζανε πουλακίδα και την έφτιανε με χυλοπίτες που του αρέσανε του μακαρίτη της έλεγε:

    «Να μου ζήσεις χίλια χρόνια… χρυσάφι μου…»

Αυτά θυμότανε  και γι΄ αυτό σταμάταγε το τραγούδι και σηκω-νότανε κι άρχιζε ξανά τη δουλειά χωρίς σταματημό μέχρι που ο ήλιος βούλιαζε στο γαλανό Ιόνιο.

Μετά, μάζευε τα ζωντανά κι έπαιρνε το δρόμο για τη χαμοκέλα βιαστικά - βιαστικά για να προλάβει να φτιάξει κάτι στα παιδιά να φάνε, προτού πέσουνε για ύπνο…

Όλα τα χρόνια με το στανιό κατόρθωνε να βγάζει το ψωμί

της φαμελιάς.  Πότε  ο καιρός  χάλαγε  τις  σοδειές, και   πότε

πούλαγε το πιο πολύ εισόδημα για να ξεχρεώσει την τράπεζα για να της δώσει λιπάσματα για την ερχόμενη χρονιά…

Κυλάγανε τα χρόνια με λίγες χαρές και πολλά βάσανα γρήγορα. Ο Τασιός που ήταν δεκαεφτά χρονών, έμενε απ΄ τη χρονιά που μπήκε στο Γυμνάσιο στην πολιτεία. Τη μέρα δούλευε και το βράδυ πήγαινε στο σχολειό. Μια τάξη ακόμα και μετά θα πήγαινε στο πιο μεγάλο σχολειό, στο πανεπιστήμιο για γιατρός που ήταν τ΄ όνειρό του...

Όλο το χωριό τον καμάρωνε και τον αγαπούσε τον Τασιό, γιατί ήτανε δουλευτάρης, τίμιος κι έξυπνος στα γράμματα. Όλοι το θέλανε να προκόψει ο Τασιός. Να ξεφύγει απ΄ τη δική τους μοίρα που άλλο δεν ήξεραν από την τσάπα και τ΄ αλέτρι. Τα κορί-τσια μεγαλώνανε. Η Λενιώ μια και δεν τα ΄παιρνε τα γράμματα, πήγε και μάθαινε μοδίστρα. Η μικρή Φανή, σαν τέλειωσε το δημοτικό, βοήθαγε τη μάνα της στο κτηματάκι και πάλευαν οι δυο τους πότε με τις ελιές, πότε με το αμπελάκι και πότε μαζεύανε μεγάλες πέτρες – που ο Θεός δεν τις τσιγκουνεύτηκε και τις έριξε σε κείνα τα μέρη μπόλικες- μπόλικες, και φτιάχνανε πεζούλες στο χωράφι για να κρατήσουν το χώμα στις μεγάλες νεροποντές, για να μην κάνει νεροσυρμμές και παρασέρνει το στάρι κάτω στο λόγγο…

Πέρασαν γύρω στα τρία με τέσσερα χρόνια χωρίς ν΄ αλλάξει τίποτα στην οικογένεια. Το μόνο ευχάριστο ήταν πως ο Τασιός σε δυο χρόνια θα έπαιρνε το δίπλωμα του γιατρού.    Κείνο τον καιρό κάποιο παλικάρι από ένα κοντινό χωριό που ΄χε ρθει από την Αμερική, είχε πάει στο Κρυονέρι να δει κάποιους συγγενείς του. Εκεί, σαν είδε τη Λενιώ, θαμπώθηκε απ΄ το λαφίσιο της κορμί και το περδικοπερπάτημά της, κι έστειλε και τη γύρεψε απ΄ τη μάνα της, και κείνη του την έδωκε. Σε τρεις μήνες κάνανε τους γάμους και φύγανε για την Αμερική…

Δε  θα ΄χε περάσει χρόνος καλά καλά αφ΄ ότου έφυγε η  Λενιώ, όταν για δεύτερη φορά η συμφορά χτύπησε το φτωχικό της Ρηνιώς. Ήταν κατακαλόκαιρο. Ιούλιος μήνας κοντά στο λιό-γερμα. Η Ρηνιώ είχε ανάψει το φούρνο να φουρνίσει ψωμί κι ένα πρόσφορο για να το μοιράσει την άλλη μέρα στην εκκλησιά γιατί

ξημέρωνε ψυχοσάββατο. Εκεί, που σύμπαγε  με τη μασιά τα κούρβουλα στο φούρνο, ο παπα- Μηνάς κι ο πρόεδρος, της πήγανε το  μαύρο χαμπέρι. Στη μεγάλη στέρνα του Γέρακα, πνίγηκε η Φανή ενώ κολύμπαγε με τις φιλενάδες της. Έμπηξε για άλλη μια φορά τα νύχια στα λιοκαμμένα μάγουλά της, κι

αρχίνισε τα ξεφωνητά και τα ωχ μπωμπό η μαύρη, ωχ, μπωμπό η δόλια...

 

    Έκανε  κουράγιο και δούλευε στο κτηματάκι στερώντας απ΄ τον εαυτό της και τα πιο απαραίτητα για να περισσεύσει κάτι παραπάνω και να στέλνει στον Τασιό που ήθελε ένα χρόνο για να πάρει το δίπλωμά του.

Την τελευταία φορά που ΄χε ρθει στο χωριό, τον είδε κάπως χλωμό και του ΄πε να προσέχει την υγεία του πιο πάνω απ΄ όλα, λες σαν κάτι να της έλεγε μέσα της, πως καινούρια συμφορά θα κτύπαγε το φτωχικό της…

Ο Τασιός θα ΄θελε μόνο λίγους μήνες για να πάρει το πο- λυπόθητο χαρτί όταν άρχισε να βήχει και να χλομιάζει  μέρα με τη μέρα και πιο πολύ. Ο γιατρός που τον εξέτασε του ΄πε να φύγει αμέσως για καθαρό αέρα στην εξοχή. Σαν ήρθε στο χωριό, κλείστηκε μέσα στο σπίτι και δεν είχε επαφές με κανέναν, ούτε με φίλους, ούτε με γείτονες. Οι Κρυονερήτες αν και τον συμπάθαγαν τον απέφευγαν. Με τη μάνα του έγινε δύστροπος και αμίλητος. Δεν είχε όρεξη για να φάει, και μέρα με τη μέρα αδυνάτιζε κι έλιωνε το παλικάρι... Δεν πέρασε πολύς καιρός, και ο Τασιός είχε την πρώτη αιμόπτυση. Τότε οι γεροντότεροι έβραζαν βότανα και βάλσαμα κι έπινε ο Τασιός, μα τίποτα δεν μπορούσε να τον γιατρέψει. Ο λαιμός του ξερενότανε κι έκαιγε απ΄ τον πυρετό. Φέρανε και δυο τρεις γιατρούς τους καλύτερους, μα και αυτοί δεν μπορέσανε να βοηθήσουν σε τίποτα. Ο Τασιός ήταν πολύ άρρωστος. Το χτικιό είχε φωλιάσει για τα καλά μέσα του. Άρχισε να χλομιάζει πιο πολύ και σε λίγους μήνες πέθανε.

Τότε η Ρηνιώ ξανάβαψε ακόμα μια φορά τα σκουτιά της για να μαυρίσουν πιο πολύ σαν την καρδιά της  όπως συνήθιζε να λέει και για  να ξεχνιέται μισοπάλευε στο κτηματάκι.  Με τον καιρό όμως άρχισε να αδυνατίζει  και να της κόβονται τα γόνατα. Με το στανιό έβγαζε τη ρούσα - τις άλλες  μαρτίνες τις είχε δώσει για να πάρει φάρμακα για τον Τασιό - στους φράχτες του χωριού για να βοσκήσει. Στο κτηματάκι είχε να  πάει χρόνια. Το ΄χε δώσει σε κάποιον και το δούλευε και της έδινε ό,τι είχε ευχαρίστηση.

Με το πέρασμα του καιρού όλο και χειροτέρευε, κι ήρθε κι έγινε αγνώριστη, σωστό κουρέλι. Κάποιος γιατρός που ΄ρθε και την ξέτασε, δε βρήκε να ΄χει τίποτα. Της είπε να τρώει καλά και να μη στενοχωριέται.

Κάθε γιόμα κούτσα - κούτσα, πήγαινε κι άναβε τα καντήλια στους τρεις τάφους που ήταν δίπλα δίπλα. Πότιζε τους άσπρους κρίνους που ΄χε φυτέψει, και μοιρολόγαγε με σπαρακτική φωνή:

 

«Πλατάνια μου περήφανα, έλατα και λεύκες,

σας βρήκε αέρας δυνατός σας έριξε στο χώμα…»

 

Τις Κυριακάδες πήγαινε στην εκκλησιά κι εκεί μπροστά στον Παντοκράτορα, κοιτάζοντάς τον στα μάτια, απίθωνε τις έγνοιες της σ΄ αυτόν. Μετά, κατέβαινε σιγά σιγά στην αγορά και περίμε-νε τον ερχομό του ταχυδρόμου με λαχτάρα. Τα γράμματα που ΄παιρνε απ΄ τη Λενιώ της έδιναν κάποια χαρά και ξέχναγε για λίγο τις πίκρες της.

    Πολλές φορές, η Λενιώ, της είχε γράψει να την πάρει κοντά της,  να γνωρίσει και τα εγγονάκια της. Η Ρηνιώ όμως κάθε φορά που ΄παιρνε τέτοια γραφή πάντα έβρισκε κάποια δικαιολογία και της έγραφε:

«Να μαζέψω τις ελιές και μετά. Να τρυγήσω τ΄ αμπελάκι κι ετοιμάζουμε.». Κι έτσι κύλαγε ο καιρός...

Όχι πως δεν το ΄θελε να πάει κοντά στη θυγατέρα της και στα εγγονάκια της η γριά Ρηνιώ, αλλά δεν το βάσταγε η καρδιά της ν΄ αφήσει τρία μνήματα και να πάει τόσο μακριά. Όχι! Αυτό δεν θα το έκανε ποτέ της. Η θέση της ήταν εδώ στο χωριό. Κοντά στους αγαπημένους της νεκρούς. Δε θα άφηνε ούτε μέρα μοναχά τα μνήματα...

 

Πέρασε καιρός. Χρόνια πολλά. Τα μαλλιά της Ρηνιώς άσπρισαν σαν τα χιόνια. Η κυπαρισσένια της κορμοστασιά λύγισε κι έγειρε η κορφή. Καθότανε με τις ώρες μπροστά στην εμπατή της χαμοκέλας, έβανε την παλάμη στο κούτελο να εμποδίζει τις αχτίνες του ήλιου, και αγνάντευε πέρα μακριά το Ιόνιο που παιγνίδιζε και φάνταζε ασημένιο και γαλάζιο. Το κοίταζε χωρίς να το βλέπει γιατί ο νους της ήταν αλλού. Κάτι σαν να περίμενε να φανεί στον κορδελωτό δρόμο. Και όταν σουρούπωνε για τα καλά, σηκωνότανε και χωνότανε στη χαμοκέλα. Άναβε τη λάμπα, έφτιαχνε και κανένα καφέ ή χαμομήλι, όταν τα ΄χε, και σαν το ΄πινε, σταυροκοπιότανε στο εικόνισμα της Παναγιάς, κι έπεφτε στ΄ αχυρένιο στρώμα της. Μα που να κλείσει μάτι. Έμενε ξά-γρυπνη μέχρι τα ξημερώματα ξεφυλλίζοντας τα περασμένα, και τη μαύρη της ζωή.

     Και κείνες τις ώρες, έτσι, μονάχη κι έρημη που ήταν σκε- φτότανε πιότερο απ΄ τις άλλες φορές τα παιδιά της και τον άντρα της και δεν άντεχε. Τότε άφηνε τα δάκριά της να τρέξουνε σ΄ ένα σιωπηλό θρήνο δυστυχίας, που τα συντρόφευε το πηχτό παντέρημο σκοτάδι...

Μετά, ήρθε καιρός και πάψανε τα γράμματα απ΄ τη Λενιώ. Άδικα έβαζε συχνά το δάσκαλο και της έγραφε. Που να το γνώριζε η δόλια πως η Λενιώ, ο άντρας της και ένα από τα παιδιά τους είχαν σκοτωθεί σ΄ ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Κανένας από το χωριό δεν είχε το κουράγιο να της το μαρτυρήσει...

Έτσι και κείνη την Κυριακή, όταν ο ταχυδρόμος μοίρασε και το τελευταίο γράμμα και δεν άκουσε το όνομά της, σηκώθηκε χωρίς να πει μιλιά και ανηφόρισε σιγά-σιγά για τη χαμοκέλα. Σαν έφτασε, ξεκρέμασε απ΄ τον τοίχο τη φωτογραφία του άντρα της, και των παιδιών της, τις πήρε αγκαλιά και κάθε τόσο τις φιλούσε. Μετά, δεν μπόρεσε να κρατηθεί και οι βουβοί  λυγμοί γίνανε δίκοπα μαχαίρια και τρυπούσαν την  αδύνατη καρδιά της...

Την άλλη μέρα το πρωί, τη βρήκανε πεσμένη κοντά στο σβηστό παραγώνι να κρατά αγκαλιά τις φωτογραφίες...

Τα μάτια της ήταν ανοιχτά αλλά δεν έβλεπαν πια…

 

Η βροχή όσο πήγαινε και δυνάμωνε. Σχημάτιζε μεγάλα ρυάκια πάνω στο δρόμο. Καθόμουν ακόμα στο παράθυρο μάζευα θύμησες και μουρμούρισα:

«Φτωχή Ρηνιώ! Πως μπόρεσες και βάσταξες πάνω σου, κείνο το φριχτό καιρό της απονιάς, της κακοπέρασης και της

μαστίγωσης που ΄χε κολλήσει στη φτωχή σου χαμοκέλα;...

Κι όμως άντεξες! Κι ας σου τρύπαγε κάθε αυγή την καρδιά ο πόνος…Κι ας έτρεχε το αίμα σου στους κακοτράχαλους  δρόμους στάλα στάλα. Άντεξες κι ας ρήμαξε το σπίτι σου ο Χάρος. Ποια απ΄ τις πολλές σου συμφορές  να πρωτομετρήσω;

Έζησες, μόνη, ήσυχα κι αθόρυβα σ΄ όλη σου τη ζωή. Κι έτσι έφυγες, αθόρυβα, ήσυχα και μόνη από τούτο τον κόσμο.

 

                                                        Β΄ Βραβείο του  Ε.Α.Π.Σ.Μ 

                                                                   Μελβούρνη 1987


 


Θύμιος  Α.  Χαραλαμπόπουλος

ΤΟ ΑΛΩΒΗΤΟ ΧΤΕΣ

ΣΤΟ ΑΦΙΛΟΞΕΝΟ ΣΗΜΕΡΑ

172 ημέρες στην
απόμερη μοναξιά ,

με τους  Αβορίγινες





 



 

 

  
Disclaimer
While every effort has been made by ANAGNOSTIS to ensure that the information on this website is up to date and accurate, ANAGNOSTIS  does not give any guarantees, undertakings or warranties in relation to the accuracy completeness and up to date status of the above information.
ANAGNOSTIS will not be liable for any loss or damage suffered by any person arising out of the reliance of any information on this Website

.Disclaimer for content on linked sites
ANAGNOSTIS accepts no responsibility or liability for the content available at the sites linked from this Website.
Το περιοδικό δεν ευθύνεται για το περιεχόμενο άρθρων των συνεργατών.

Anagnostis  P.O.Box 25 Forest Hill 3131 Victoria Australia
 enquiry@anagnostis.info