ΤΙΜΕ ΙΝ ΑΤΗΕΝS            

     

 






GREEKS 
IN AUSTRALIA

Explore the Map above

 

Vasso Kalamaras



 

Ο ΘΡΗΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ

 

Οκτώ χρόνια θλιβερά µετά το θάνατο του Μεγάλου Αλέξανδρου. Στο παλάτι της Αµβρακίας στην Ήπειρο, πανέµορφο γύρω το τοπίο και ο ανοιχτός εξώστης µε Δω­ρικούς κίονες από µάρµαρο Αττικής, κι ανάγλυφα στο Αέτωµα είναι ευρύχωρος στο­λισµένος ολόγυρα µε κεραµικούς πίθους, µε κισσούς και φυτά σπάνιας οµορφιάς. Το δάπεδο όλο µωσα'ίκό µε τέχνη θαυµαστή σ' αναπαράσταση µε άρµα µάχης τον θε'ίκό Αχιλλέα να πολεµά εµπρός στα τείχη της Τροίας. Στο βάθος του εξώστη ο βασιλικός διάδροµος σκεπασµένος µε πήλινα κεραµίδια στολισµένος κι απ' τις δύο πλευρές µε αγάλµατα, οδηγεί στα εσωτερικά διαµερίσµατα του παλατιού.

Τον τεράστιο απέναντι τοίχο του εξωτερικού θαλάµου, τον στολίζει ψηφιδωτό περίλαµπρο. Αναπαριστά τον Μεγαλέξανδρο πάνω στο άλογό του τον Βουκεφάλα να ορµά µε σηκωµένο το χέρι κρατώντας το δόρυ του ψηλά, έτοιµος να τρυπήσει έναν πεσµένο µε το άλογό του Πέρση πολεµιστή στην µάχη της lσσού.

Από µακριά ακούγονται οι ήχοι απ' τους χάλκινους λέβητες, καθώς κτυπούν µε δερµάτινα µαστίγια για τον όρθρο οι Ιερείς του παραθαλάσσιου ναού του Θεού Πο­σειδώνα. Μέσα στο βαθύ σκοτάδι της νύχτας µόλις έστειλε τρεις χλωµές ανταύγες ρόδινες η Ήω, η πάναγνη Θεά, Αυγή, προµήνυµα της Χαραυγής.

Τρεις Ηπειρώτισσες µαυροφορεµένες περνούν, µοιρολογούν και σκούζουν. Η µια βαστά το χέρι της αλληνής κι οι ακρινές κρατούν λυχνάρι. Χλωµό το φως τρεµοσβή­νει στο σκοτάδι, φωτίζοντας τα µάτια τους παράξενα. Τις συνοδεύουν ήχοι πένθιµοι από τούµπανα σαν λυγµοί αποθαµένων. Είναι τραγοτσόπανοι, ταµένοι στον αγαπη­µένο τους ΠΑΝ τον τραγοπόδαρο και στον Θεό Διόνυσο. Οι τραγοτσόπανοι µε τις γιδοπροβιές στους ώµους, µε κουδούνες κρεµαστές στα ζονάρι τους και τις γκλίτσες καταµάσκαλα, συνοδεύουν τούτη την µέρα, καθε χρόνο, τις Μοιριολογίστρες. Αυτές τραγουδούν πένθιµα.

- Εδώ στην Ήπειρο εµείς, χρόνια µοιριολογούµε τον θάνατό σου. Θεέ, Ήρωα, Μέγα Αλέξανδρε, θρηνούµε! Πένθοςβαρύ. Κατάµαυρη βάφτηκε η γης ετούτη. Απ' εδώ από την Ήπειρο, στη Μακεδονία. Πέρα σ' όλη την Ασία, Αίγυπτο, Περσία. ΘΡΗΝΟΣ!

Μία γυναικεία φωνή ξεχωρίζει απ' τις άλλες.

- Ο ουρανός πικράθηκε σ' όλη την οικουµένη. Ωω, ωιµέ, χρόνια άχαρα! Αλλοίµο­νο! Το Ελληνικό γένος των Πατέρων µας, το θε'ίκό, κλαίµε. Α π Ρ ο σ τ ά τ α ε υ τ ο! Τόσα χρόνια πέρασαν απ' το Μεγάλο Πένθος. Ωωω! Ο Αλέξανδρος ο Μέγας πέθανε, φαρµάκι ποτισµένος στην µακρινή ξακουστή Βαβυλώνα. Εκεί τον Μεγαλέξανδρο φαρ­µάκωσαν οι εχθροί του. Ν' αρπάξουνε τη δύναµη, το θρόνο, το χρυσάφι. Αλλοίµονο και τρισαλλοίµονό µας!

Ακόµα πιο λυπητερά πιο ανατριχιαστικά σκληρίζουν όλες µαζί και οι τσοπάνηδες ενώνουν τις φωνές τους.

- Μοιριολογούµε, οι άµοιροι χρόνια! Κλαίµε, γρονθοκοπούµε τα στήθια µας, τα ρούχα µας ξεσκίζουµε, µαύρη στάχτη ραίνουµε στα κάτασπρα µαλλιά µας. Μαύρο κι άραχλο ριζικό έπεσε στα παιδιά µας, Ωιµέ σε µας, ωιµέε. Τι ΘΡΗΝΟΣ! Η βασιλοµή­τορα, χαροκαµένη µάνα. Ωιµέ! Η Ολυµπιάς η Ιέρεια, θρηνεί κι οδύρεται! Αχ! Ο γιος της, γιος Θεού κι Αθάνατος µένει! Πόνος ατέλειωτος, ασήκωτος, η πίκρα του Θανά του στη καρδιά της µητέρας αιώνια βαραίνει! Ώ, βασιλοµήτορα, Χαροκαµένη Μάνα, αλλοίµονο!

Οι µαυροφόρες κτυπούν τα στήθια τους. Οι τραγοτσόπανοι βαρούνε τα νταούλια µοιρολογώντας, φεύγουν προς την κατηφοριά χώνουνται µες στα στενοσόκακα, καλ­ντερίµι ο µονόδροµος και χαµόσπιτα. Σε µερικά από δαύτα θαµποφωτίζει κάποιο λυχνάρι, σε κείνους που αρχίζουν ξηµερώµατα δουλειά. Οι ήχοι ξεψυχούν όσο πάνε.

Στην πρώτη Σκοπιά της Πόλης, Οπλίτης στέκεται στην είσοδο του εξώστη µε το δόρυ του υψωµένο, φωνάζει άγρια, προσπαθώντας να διακρίνει µέσα στο σκοτάδι ποιοι έρχονται

- Μην προχωράτε! Δώστε σηµάδιααα. Διατάζει Είναι οπλίτης της Βασιλικής Φρου­ράς του Βασιλέα Αιακίδη, της Μολοσσίας. Είναι έτοιµος να ορµήσει Απ' την απένα­ντι µεριά µια φωνή γέροντα ακούγεται. Δίνει σηµάδι.

- Ο Μέγας Αλέξανδρος δεν πέθανε! Αθάνατος στους αιώνες! Κι ο οπλίτης ξανα­ρωτά.

- Όταν η µάνα του πεθάνει, τι θέλει να γίνει; Ο γέροντας απαντά.

- Γοργόνα αθάνατη στις θάλασσες να τριγυρνά, ν' ανταµώσει ξανά ζωντανό τον

Θε'ίκό Ήρωα, το γιο της, όπως τον αποχωρίστηκε πάνω σε χρυσοκάταρτο πλοίο στα νερά του Ελλήσποντου, πηγαίνοντας στην Ασία για τη µεγάλη του εκστρατεία ενα­ντίον της Περσίας ... Να περάσω; Ικανοποιηµένος ο φύλακας τον καλωσορίζει

- Εντάξει. Προχώρα φίλε! Ανάψτε τους πυρσούς. Ανάβει έναν κι ο ίδιος. Ο Γέρο­ντας πλησιάζει

- Οι άλλοι έρχονται µε βο"ίδάµαξες, µουλάρια φορτωµένα, δείχνει προς τα πίσω προς τον κάµπο.

- Έρχονται βασιλικές άµαξες, ακολουθούν αξιωµατικοί µε το ιππικό, πεζέταιροι, σαρισοφόροι, και λογιών-λογιών κοσµάκης που φεύγει απ' τον Αντίπατρο, τον τύ­ραννο βασανιστή και τροµοκράτη. Άσε ο·γιος του ο Κάσσανδρος! Αυτός είναι ίδιος ο απαίσιος Τυφώνας µε πρόσωπο ανθρώπου και µάτια Λάµιας. Ο Λαός της Μακεδονί­ας τους καταριέται. Έρχονται στην Ήπειρο στην Βασίλισσα της Μακεδονίας Ολύ­µπια. Εδώ στην γενέτειρά της, και στον θείο της τον Βασιλέα Αιακίδη. Ο Γέροντας µιλά κι αναστενάζει µε κόπο.

- Εσύ, ποιος είσαι; Ρωτά τον Οπλίτη ο Γέροντας πάλι

- Εγώ είµαι ο Λαόδηµος, απ' τη Φυλή της Αττικής, ο άλλος απόρησε.

- Εεεε, ο κόσµος άπλωσε στη γη! Σε πέρασα Ηπειρώτη. Γέλασε ο Λαόδηµος.

- Εεεε! Ηπειρώτης Αθηναίος, παντρεύτηκα κι Ηπειρώτισσα. Εσύ;

- Εγώ; Είπε ο Γέροντας κι η φωνή του βράχνιασε σαν να έτρεµε. Εγώ είµαι ο

Λεωνίδας ο Σπαρτιάτης ο Δάσκαλος της Ολύµπιας, όταν ήταν βασιλοπούλα Μυρτά­λη της Μολοσσίας, κι εγώ είµαι ο Δάσκαλος του Αλέξανδρου του γιου της. Κατάπλη­κτος τον βλέπει ο Λαόδηµος.

- Όλοι σε γνωρίζουµε, δάσκαλε, και σε θαυµάζουµε. Τον αγκαλιάζει µε συγκί­νηση.

- Ο µέγας στρατηλάτης σ' αγαπούσε σαν πατέρα.

- Ωωωωιµέεε! Τι έζησα να δώ! Τι τρύπες και φαράγγια άνοιξε στα σωθικά µου ο

πόνος του Αλέξανδρου! Τέτοιον Θεό φαρµάκωσαν ο Αντίπατρος, ο Κάσσανδρος, ο Ιόλλας! Οι φονιάδες! Βόγγιξε µε πόνο ο Δάσκαλος, έκρυψε το πρόσωπο µέσα στις  χούφτες του, σταµάτησε να ανασαίνει Ο Οπλίτης τον αγκάλιασε χωρίς δισταγµό ξανά και του µίλησε µε τον ίδιο πόνο.

- Χάλασαν την ανθρωπότητα! Χιλιάδες χρόνια θα περάσουνε να ισορροπήσει πάνω στη γη η λογική και το ήθος στους ανθρώπους.

Ο Λεωνίδας σε µια κρίση απελπισίας τραβά και µε τα δυο του χέρια τα µαλλιά του. Συνέρχεται, σηκώνει περήφανα το κορµί, παρ' όλη την ηλικία του.

- Στ' ορκίζοµαι και πεθαµένος, Λαόδηµε, θα µάχουµαι σ' ότι πιστεύει ο Φίλιππος, ο Αλέξανδρος, η Ολυµπιάδα! Η Ολυµπιάς, σοφή γυναίκα, γενναία µάνα! Ήταν Ψυχή του Ελληνισµού.

- Η βασιλοµήτορα, πόσα υποφέρει την, Θαυµάζω! ... Δάσκαλε, Έλα! Ξηµέρωσε!

Σβήνει τους πυρσούς ο Λαόδιµος, προχωράνε σαν παλιοί γνώριµοι.

- Ε, τώρα τους διακρίνω µέσα στο µισοσκόταδο. Έρχονται, τι µεγάλο τσούρµο γυναικόπαιδα, πώ πώ! Δάσκαλε.

Ο Λαόδηµος µαλακώνει την φωνή του, γίνεται ευχάριστος.

- Ο βασιλιάς µας ο Αιακίδης σας ετοίµασε βασιλικές υποδοχές! Σας περιµένει Μα ο Δάσκαλος δεν τον προσέχει Στην αγωνία του αναρωτιέται Ζητά απαντήσεις, ρωτά.

- Λαόδηµε, πόσο θυµωµένοι πρέπει να 'ναι οι θεοί µαζί µας! Κι ο Βασιλέας Αλέ­ξανδρος, ο Μολοσσός, ο Ηπειρώτης, ο αδελφός της Ολυµπιάδας σκοτώθηκε κι αυ­τός πολεµώντας τους Ρωµαίους στην Πανδοσία της Ιταλίας. Σκοτώθηκε σε µάχη τρο­µερή να κρατήσει τους Ρωµαίους µακριά απ' τη Ελλάδα, η γυναίκα του η Κλεοπάτρα, τώρα χήρα, τον κλαίει

Το ίδιο χήρα και η γυναίκα του Μεγαλέξανδρου, η Ρωξάνη, όλες κλαίνε. και η Θεσσαλονίκη κλαίει τον µονάκριβο αδελφό της. Κι η µάνα απαρηγόρητη για πάντα! Ωωωχχχ! Η Ολύµπια!

Προχωράνε. Μιλώντας ο Λαόδηµος σκύβει και ψιθυρίζει κάτι στ' αυτί του δάσκα­λου, αυτός γυρίζει κοιτά πίσω µακριά, κάτι δείχνει, πάλι προχωρούν και φεύγουν προς το Στρατόπεδο των Μολοσσών. Εκεί ακούγονται απ' την άλλη Σκοπιά οι τρο­χοί απ' τις βοδάµαξες να τρίζουν, απ' τα αλόγατα χλιµιντρίσµατα, ο κρότος απ' τα πέταλα πάνω στις πέτρες. Κουρασµένες αντρικές φωνές βλαστηµούν, βραχνιασµέ­νες απ' τις ταλαιπωρίες, το πρωινό αγιάζι, το άγνωστο τοπίο, το ξεσήκωµα απ' τα νοικοκυριά τους.

Στον Βασιλικόν Εξώστη ένας νέος έρχεται κρατώντας µία πλάκα µαρµάρινη, α­πάνω είναι σκαλισµένα γράµµατα µεγάλα, βαµµένα µαύρα. Απ' την άλλη µεριά βαστά ο φίλος του ο Άγης ο ποιητής.

- Κράτα γερά, Άγη. Φωνάζει ο φίλος του.

- Προτιµώ να γράφω ποιήµατα, να µη σηκώνω µάρµαρα σαν εσένα, Γλύπτη.

- Η δουλειά µου έχει πέραση, ε; Με πλήρωσαν πέντε οβολούς για οκτώ πλάκες,

το µάρµαρο δικό τους! Τι σου 'δωσαν για το δικό ποίηµα; Άγη; Ο Άγης γελώντας καλόκαρδα

- Ζεστή σούπα από κατσικίσια άντερα και πράσα! Αµέ! Παινεύτηκε.

- Πρόσεχε! Θα τη ρίξεις! Κουτορνίθι, ξεφώνησε ο Γλύπτης µε κέφι. Την τοποθε-

τούν να φαίνονται τα γράµµατα ευανάγνωστα. Διάβασε λοιπόν! Εξυπνοπούλι, Άγη. Εκείνος διαβάζει µε στόµφο ποιητή

- Εεε!,

- Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΣΤΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΤιΠΑΤΡΟ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΔΥΟ

ΓιΟΥΣ ΤΟΥ, ΤΟΝ ΚΑΣΣΑΝΔΡΟ ΚΑΙ ΤΟΝ IΟΛΛΑ.

 

Πειρακτικά τον διακόπτει ο Γλύπτης µ' εχεµύθεια.

- Λένε και για τον Ηφαιστίωνα, τα ίδια έπαθε, τον δηλητηριάσαν. Τον πιο αγαπη­µένο κι αχώριστο φίλο του Αλέξανδρου, τον ... Ο Άγης πεισµώνει

- Έπ, κι αυτό το ξέρω! Ουουου! Τον φίλο του τον Ηφαιστίωνα τον φαρµάκωσαν πρώτον, να σπάσουν την καρδιά του βασιλιά σε κοµµάτια. Τον Μεγαλέξανδρο τον µισούσαν οι σφετεριστές του θρόνου! Για βλάκα µε πέρασες; Ολοφάνερο! Ο Μέγας Αλ. .. ο άλλος τραβά απότοµα τον Άγη.

- Σώπααα ... , Σους ςςς!

- Κοίτα. Έρχονται κοπέλες! Τραβήξου! Μη µας δούνε. Σβέλτοι, χωθήκανε κι οι

δυο τους πίσω από ένα µεγάλο Πίθο. Στον εξώστη πρώτη έρχεται µια κόρη εύθυµα. - Θα χορέψουµε τις Χάριτες! Απόψε! Ε, ε κορίτσια ελάτε απ' εδώ, πάµε στο

παλάτι Επίσηµα είµαστε καλεσµένες!

Η Δεύτερη ΚΟΡΗ την ακολουθεί χαρούµενα. - Σας αρέσει ο χιτώνας µου;

Η ΤΡΙΤΗ ΚΟΡΗ. Έρχεται σφυρίζοντας στον αυλό έναν ντόπιο σκοπό από λαίκό Αµβρακιώτικο τραγούδι

- Πολύ κοντός, καηµένη. Απαντά περιπαιχτικά η Πρώτη. Η άλλη επιµένει

- Έχω ωραία πόδια! Καµαρώνει, πηδά στον αέρα κάνοντας στροφές, δίνει τα

χέρια.

- Ας κάνουµε λίγες δοκιµές! Ελάτε κορίτσια! Κι οι τρεις χορεύουν, η κόρη µε τον

αυλό πάει µπροστά. Η πρώτη κόρη αναστενάζει γλυκά, ναζιάρικα. - Αααχ, κορίτσια, να είµασταν στ' αλήθεια Χάριτες!

Ο Ά γης πετάγεται όλο νειάτα.

- Στ' αλήθεια είστε Χάριτες! Γλυκειές για φίληµα! Ο Γλύπτης παίρνει θάρος ξε­φωνίζει µ' ακράτητο κέφι

- Να τις φιλήσουµε, Άγη; Οι κόρες βγάζουν τροµαγµένες φωνές! Οι νέοι τις κυνη­γούν να τις πιάσουν. Οι κόρες ξεθαρεύοuνε, φιλάρεσκα, προκλητικά τους παίζουνε γύρω-γύρω και γελάνε µε την καρδιά τους. Οι δύο νέοι, ξαναµµένοι τρέχουν πίσω τους λέγοντας γλυκόλογα. Αρπάζει ο Άγης µια, τη σηκώνει αγκαλιά φιλώντας τη, φεύγει έξω. Ο Γλύπτης ανοίγει τα χέρια του και οι δυο κόρες πέφτουν µοναχές στην αγκαλιά του, φιλά τη µια, φιλά την άλλη και φεύγουν κι αυτοί, τα γέλια τους ακούγο­νται από µακριά. Καθώς χώθηκαν µέσα στα πυκνά δέντρα του Βασιλικού Κήπου.

Το φως της καθαρής Αυγής γέµισε τη φύση ολόγυρα συντροφιά µε το τραγούδι το γλυκό απ' τα Αηδόνια, αγαλλίαση απέραντη. Ένας Τσοπάνης, γιδοβοσκός κατέβη­κε απ' τη στάνη να φέρει κατσικίσιο τυρί παραγγελιά στο παλάτι

Ντυµένος µε γιδοπροβιά, και την αγκλίτσα στον ώµο. Καθώς περνά, σταµατάει και κοιτά την πλάκα. Βγάζει τον τραγίσιο σκούφο του, τρίβει τα αχτένιστα µαλλιά του, το φορά. Βάζει τα δύο δάχτυλα στο στόµα και σφυρίζει τσοπανέικα! Σσσσφφφ! - Περαστικός κι γου, ουχ. Μονολογεί.

- Ουχ του καψερού, αγράµµατου κιφάλ' µα του Δία του Θιού! Θυµούνου τσι, δην

µπορού κι γου να τα αναγνώσου, µαθές! Τέτοιους ιγού γιδάρης, πφ!

Ορνιουθοσκαλίσµατα τ' αχαµνά! Δεν γλιέπς; Δεν τηράς; Φεύγει θυµωµένος µε το δίκαιό του! Πώς να διαβάσει τι γράφει τούτη η πλάκα µε τα µεγάλα µαύρα γράµµατα; Τον τρώγει περιέργεια. Ποιο το µήνυµα;

Βάσω Λ. Καλαµάρα

 

 







Vasso Kalamaras

 

Vasso Kalamaras was born in Athens, Greece, and came to Western Australia in 1951. She is a lecturer in Modern Greek at Perth Technical College.  

She writes in her native Greek language and translates her work into English with the assistance of a number of translators. She publishes in both languages, in Australia and Greece. She has published a number of books, induding the short story collections, Other Earth and Bitterrness; poetry volumes, Twenty-two Poems and Landscape and Soul; and the playscript, The Bread Trap. She has also had a number of plays produced for the stage.  

Vasso Kalamaras has been widely anthollogised, and has received numerous literary awards in both Australia and Greece.

 

 

 

     
Disclaimer
While every effort has been made by ANAGNOSTIS to ensure that the information on this website is up to date and accurate, ANAGNOSTIS  does not give any guarantees, undertakings or warranties in relation to the accuracy completeness and up to date status of the above information.
ANAGNOSTIS will not be liable for any loss or damage suffered by any person arising out of the reliance of any information on this Website

.Disclaimer for content on linked sites
ANAGNOSTIS accepts no responsibility or liability for the content available at the sites linked from this Website.
Το περιοδικό δεν ευθύνεται για το περιεχόμενο άρθρων των συνεργατών.

Anagnostis  P.O.Box 25 Forest Hill 3131 Victoria Australia
 enquiry@anagnostis.info