ΤΙΜΕ ΙΝ ΑΤΗΕΝS            

   



 

 

 

 

 

 

 



GREEKS 
IN AUSTRALIA

Explore the Map above

 

ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΑ ΠΕΡΙΕΡΓΑ

 

 

  
Η ΦΘΟΡΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΜΑΣ,

Η ΣΥΝΕΡΓΙΑ ΤΩΝ Μ. Μ. Ε. ΚΑΙ Η ΠΑΘΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ  

Η ελληνική γλώσσα διέρχεται μια πολύ κρίσιμη περίοδο κάμψης, όπου οι παραγωγικές και αφομοιωτικές της ικανότητες καρκινοβατούν απελπιστικά και οι εκφραστικές της δυνατότητες παραμένουν στάσιμες επικίνδυνα, ενώ η φυσιογνωμία της αλλοιώνεται ραγδαία και η αισθητική της υφίσταται καταστροφή πρωτοφανή, και το κυριότερο, πλήττονται πλέον οι βαθύτεροι ρυθμοί και η εσωτερική της διάσταση.
 

Α. ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΦΘΟΡΑΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ  

Εντωμεταξύ, εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία, γι’ αυτό και προκαλεί μεγάλη ανησυχία, είναι ότι η συντελούμενη φθορά επισυμβαίνει στον ελλαδικό χώρo κι όχι τόσο στο χώρο του απόδημου ελληνισμού, όπου το ξενικό περιβάλλον είναι φυσικό να ασκεί καταλυτική επίδραση στη μητρική γλώσσα των αποδήμων. Δεν πρέπει ωστόσο να παρηγοριόμαστε ότι υπάρχουν στην Ελλάδα πενήντα ή εκατό τεχνίτες του λόγου, που έτσι κι αλλιώς θα υπάρχουν πάντα ως μαγιά μέσα στη γενικότερη βαρβαρογλωσσιά, αν και η επίδρασή τους είναι πολύ μικρή στην ευρύτερη διαμόρφωση του γλωσσικού αισθήματος και της γλώσσας, γιατί συνήθως υποσκελίζονται από άλλα κέντρα με μεγαλύτερη δραστικότητα κι εμβέλεια.

Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι ο γενικότερος μέσος όρος, που προκύπτει από το σύνολο των φορέων,  που χειρίζονται το γραπτό και προφορικό λόγο, χαρακτηρίζεται από μια γλώσσα υποτονική και ελλειμματική, με μειωμένες αντιστάσεις εσωτερικές και εξωτερικές (η έκφραση, για παράδειγμα παραμελείται και η αποδοχή και χρήση ξενικών λέξεων και φράσεων είναι ανεξέλεγκτη), μια γλώσσα σημαδεμένη από το κλίμα μιας υποκουλτούρας που καθηλώνει το λαό σε χαμηλά πολιτιστικά επίπεδα και εθίζει τις νέες γενιές των Ελλήνων σε λύσεις ευκολίας και προχειρότητας.

Μέσα λοιπόν στα γενικά πλαίσια ενός τέτοιου κλίματος, παρατηρείται μεταξύ άλλων και κάτι το πρωτοφανές στην ιστορία του νεοελληνικού πολιτισμού, όπου η έκφραση ως αξία παραμερίζεται απροκάλυπτα, υποκύπτοντας στην πρακτική ανάγκη για γρήγορη διεκπεραίωση, ποσοτική αποδοτικότητα και χρησιμοθηρική εμπορική ωφελιμότητα. Έτσι μέσα στη συντελούμενη σήμερα γλωσσική βαναυσουργία συμπεριλαμβάνεται ολόκληρο το φάσμα των φορέων του δημόσιου λόγου αρχίζοντας από τους χειριστές των ραδιοτηλεοπτικών μέσων και τους ποικιλώνυμους θεράποντες της γραφίδας (δημοσιογράφους, συγγραφείς) και τελειώνοντας στους επιστήμονες και διανοούμενους, τους πολιτικούς και τους «πολιτικοποιημένους» φοιτητές, που ο καθένας τους προσφέρει το κατά δύναμιν στην αποψίλωση της γλώσσας και με την ευρωπροσανατολισμένη ελληνική πολιτεία να μένει μάλλον παθητικός θεατής της διαβρωτικής για τη γλώσσα μας αυτής διαδικασίας.

Έτσι, μέσα στη γενική αδιαφορία για την έκφραση, η γραμματικοσυντακτική ορθοέπεια τείνει να θεωρηθεί ως σχολαστική λεπτομέρεια που αφορά μόνο τους ειδικούς περί τα γλωσσικά κι όχι τη μεγάλη πλειοψηφία των χειριστών του δημόσιου λόγου που παράγει και χρησιμοποιεί μια γλώσσα ακαλαίσθητη και παρεφθαρμένη, γεμάτη σολοικισμούς και βαρβαρισμούς, αρρυθμίες και παρατονισμούς, μια γλώσσα που όλο και περισσότερο φθείρεται κι αποχυμώνεται, μένοντας ανοχύρωτη απέναντι στην πίεση των ξένων γλωσσών. Καθώς λοιπόν η επεκτατική δυναμική των βιομηχανικών κοινωνιών εγείρει τον ισοπεδωτικό τους πολιτισμό, αναδεύει απ’ τα θεμέλια και την ελληνική κοινωνία, καταστρέφοντας τους ρυθμούς, τα μέτρα και τις πολιτιστικές της αξίες, μετατρέποντάς την σε πασχίζοντα ουραγό και μίμο ξένων προτύπων, ενώπιον των οποίων η εθνική ιδιοσυστασία ξεθωριάζει και γίνεται ετεροσήμαντη.

Σ’ αυτή λοιπόν την όψη των πραγμάτων εγγράφεται και ο σημερινός γλωσσοπολιτικός δογματισμός που εν ονόματι ενός εκδημοτικισμού των λόγιων στοιχείων της γλώσσας μας, προσπαθεί να επιβάλλει ένα πενιχρό λαϊκότροπο ιδίωμα, ενεργώντας συρρικνωτά πάνω στην ολότητα της νεοελληνικής, την οποία προσπαθεί να αποκόψει από τα πλούσια αποθέματα των λόγιων καταβολών της και να την οδηγήσει σε κατάσταση ιστορικής αμνησίας. Με τον τρόπο αυτό η γλώσσα μας περιορίζεται σε μια μόνο συνιστώσα της, την αμιγή δηλαδή δημοτική, γι’ αυτό παύει πλέον να είναι αρτιμελής και ο πλούτος των εκφραστικών της αποχρώσεων περικόπτεται, αφού πολλοί δοκιμασμένοι εκφραστικοί της τρόποι διαγράφονται ως λογιοσχημάτιστοι και πάμπολλες λέξεις της παροπλίζονται με το ίδιο σκεπτικό. Η τακτική του εκδημοτικισμού των λόγιων στοιχείων οδηγεί πολλές φορές τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα και τις «προοδευτικές εφημερίδες» σε παραλογισμούς και γελοιότητες έτσι ώστε η λέξη απώλεια, που έχει λόγια προέλευση, να γίνεται χάσιμο, το συλλαμβάνω να γίνεται πάντα πιάνω και το ρήμα ψάχνω να γίνεται πολυσήμαντο, αντικαθιστώντας τα ρήματα ερευνώ, ζητώ, αναζητώ, καταζητώ.

Η σύγχρονη δημοτική, υπονομευμένη αφ’ ενός από την τυφλά εκσυγχρονιστική ιδεολογία, στερημένη αφ’ ετέρου από το δυναμικό έρεισμα της λόγιας συνιστώσας, αναγκάζεται, για να καλύψει την ανεπάρκειά της, να εκλιπαρεί τις ξένες γλώσσες, των οποίων στοιχεία μεταφυτεύει πλέον ανεξέλεγκτα και αθρόα, χωρίς ούτε να τα εξελληνίζει πλήρως πλάθοντας το ελληνικό του ισοδύναμο. Έτσι παριστάμεθα μάρτυρες ενός βαθμιαίου αφελληνισμού της γλώσσας μας, μέσα στο φυσικό της χώρο, με πρωτεργάτες ραδιόφωνο και τηλεόραση, εφημερίδες και περιοδικά, διαφημιστές και εμπόρους ακόμη και διανοούμενους και θεράποντες της γραφίδας. Και συμβαίνει αυτό συνήθως εξαιτίας διαφόρων πλεγμάτων όπως εθνική και ατομική μειονεξία, πνευματικός νεοπλουτισμός, ματαιόδοξη διάθεση προς επίδειξη γλωσσομάθειας, επιπολαιότητα, νωθρότητα διανοητική και αβασάνιστη παράδοση στη μόδα, προχειρότητα και βιασύνη δημοσιογραφική.

            Για τους πιο πάνω λόγους λοιπόν, αλλά ενδεχομένως και για πολλούς άλλους, όλο και περισσότεροι θεράποντες του λόγου και χρήστες της γραφίδας θεωρούν πρέπον να διανθίζουν τη γλώσσα τους-στους αθλητικογράφους ιδιαίτερα η ξενότροπη αυτή τάση έχει προσλάβει επιδημικές διαστάσεις-γελοιοπρεπώς με ποικίλους ξενισμούς.

            Θεωρούμε σκόπιμο στη συνέχεια να παρουσιάσουμε δειγματοληπτικά μερικά στοιχεία, προκειμένου  να στοιχειοθετήσουμε τα όσα αναφέραμε πιο πάνω και παράλληλα να επισημάνουμε πώς τα στοιχεία αυτά συνθέτουν έναν ορατό κίνδυνο που απειλεί να αλλοιώσει τη φυσιογνωμία της γλώσσας μας και την ιδιοσυστασία του πολιτισμού μας.  

 

1. ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΗ ΔΑΝΕΙΟΛΗΨΙΑ  

            Ένα πολύ αρνητικό στοιχείο που συμβάλλει στον αφελληνισμό της γλώσσας μας είναι η αβασάνιστη λεξιλογική δανειοληψία, όπου η ελληνική λέξη εξοβελίζεται εντελώς αδικαιολόγητα από την ξένη. Έτσι έχουμε: ρέφερυ αντί για διαιτητή, σλάιτς αντί για διαφάνειες, κλαμπ αντί για λέσχη, ρέκορντμαν και ρέκορντγούμαν αντί για πρωταθλητή και πρωταθλήτρια, πρέσιγκ αντί για πίεση, σπιντάρω αντί για επιταχύνω, μπρέκφαστ αντί για πρωινό, ριπλέι αντί για επανάληψη, μπητς αντί για αμμουδιά ή γιαλό, σπήκερ αντί για εκφωνητή ή παρουσιαστή, πρες κόμφερανς αντί για συνέντευξη, τραβεστί αντί για παρενδυματικός και πολλά άλλα ξενικά δανείσματα.  

2. ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΥΠΟΤΑΞΙΑ

α) Άρση της προηγούμενης κλιτικής προσαρμογής  

            Στο πεδίο του λεξιλογίου η ανυποταξία των ξενικών λέξεων στους αφομοιωτικούς μηχανισμούς (τυπικό, σύνταξη, φωνητική) και ιδιαίτερα στη μορφολογία, αποτελεί συντελεστή αφελληνισμού μια και η ξένη λέξη δεν προσαρμόζεται στο κλιτικό μας σύστημα, αλλά μένει απολιθωμένη και αναλλοίωτη ως άκλιτη. Αξίζει να σημειώσουμε εδώ ότι ενώ πριν 30-50 χρόνια οι ξενικές λέξεις ακολουθούσαν μια διαδικασία μορφολογικής προσαρμογής στη γλώσσα μας (π.χ. ο Χίπης-οι Χίπηδες, ο τεντυμπόης-οι τεντυμπόηδες) ή ακόμη και πλήρους εξελληνισμού (το σουτιέν έγινε στηθόδεσμος, η γραβάτα έγινε λαιμοδαίτης), σήμερα όμως επήλθε άρση της κλιτικής προσαρμογής, οπότε οι ξενικές λέξεις διατηρούν κατά το δυνατόν την ποικίλη μορφολογική συμπεριφορά της εθνικής τους καταγωγής. Έτσι έχουμε: ο καουμπόυ-του καουμπόυ-οι καουμπόυς, ο τεντυμπόυ-του τεντυμπόυ-οι τεντυμπόυς, ο χίπυ-του χίπυ-οι χίπυς.  

β) Τήρηση ενικού και πληθυντικού σύμφωνα με τους κανόνες εθνικής καταγωγής των ξενικών λέξεων  

            Σύμφωνα με τους κλιτικούς κανόνες της εθνικής τους προέλευσης οι ξενόγλωσσες λέξεις δεν μένουν άκλιτες απλώς αλλ’ αποβαίνουν και ετερόκλιτες. Έτσι έχουμε: φίλμ-φίλμς, τέστ-τέστς, κλαμπ-κλαμπς, γκρουπ-γκρουπς κ.τ.λ. Βλέπουμε λοιπόν ότι με την αθρόα εισροή ξένων λέξεων και την τήρηση κλιτικών κανόνων σύμφωνων προς την εθνική τους καταγωγή, θα βρεθούμε σε λίγα χρόνια στην ανάγκη να διδάσκουμε στα σχολεία, ως παραρτήματα της ελληνικής γραμματικής, τους κανόνες και τις εξαιρέσεις που διέπουν τον σχηματισμό του πληθυντικού και των θηλυκών των αγγλικών ονομάτων.

 

3. ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΗΣ ΛΑΤΙΝΙΚΗΣ ΓΡΑΦΗΣ ΤΩΝ ΞΕΝΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ

 

            Πριν από  τέσσερις με πέντε δεκαετίες ο εξελληνισμός της γραφής των ξένων ονομάτων αποτελούσε σχεδόν κανόνα. Έτσι η γραφή μας απέδιδε με επάρκεια και καθαρότητα τα ξένα ονόματα όπως: Καντ, Μαρξ, Αϊστάιν, Έγκελς κ.τ.λ. Κάποτε μάλιστα τα εξελλήνιζε και μορφολογικά με επιτυχία, όπου αυτό ήταν δυνατό όπως: Έγελος, Δάντης, Μολιέρος, Λαμαρτίνος, Ρακίνας, Νεύτονας κ.τ.λ. Με τον τρόπο αυτό καθηγητές, μαθητές και ο κάθε αναγνώστης δε δυσκολεύονταν να τα προφέρουν σωστά και να τα χρησιμοποιούν στη συζήτηση.

            Σήμερα όμως το σκηνικό έχει αλλάξει άρδην σχετικά μ’ αυτό το θέμα. Ξενόπληκτοι χειριστές του λόγου και χρήστες του κονδυλοφόρου τείνουν να καθιερώσουν ενότητα εθνική-το φαινόμενο πιθανόν να εντάσσεται μέσα στα πλαίσια της ευρωπαϊκής μας πορείας-σχετικά με το θέμα των ξένων ονομάτων που απαιτεί όλα τα κύρια ονόματα των λατινογενών γλωσσών να αποδίδονται με λατινικούς χαρακτήρες όχι μόνο σε παραπομπή ή ένδειξη βιβλιογραφική-αυτό άλλωστε είναι φυσικό και επιβεβλημένο- αλλά ακόμη και μέσα στο κείμενο.

Έτσι σήμερα γράφουμε: Kant, Marx, Einstein και Hengels.

Η μέθοδος όμως αυτή στερεί τον μη γλωσσομαθή αναγνώστη από το ευκρινές ηχητικό περίγραμμα του ονόματος και οπωσδήποτε δεν εξυπηρετεί καμιά θετική σκοπιμότητα επ’ ωφελεία της γλώσσας και του πνευματικού μας πολιτισμού, αλλά παράλληλα γίνεται και πηγή δυσχερειών, κινδύνων και ακαλαισθησίας. Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε ότι πέρα απ’ τα ξένα ονόματα, που σήμερα έγινε μόδα να γράφονται με λατινικούς χαρακτήρες, υπάρχει και η συνήθεια ορισμένων συγγραφέων-ανάμεσά τους και ο Σεφέρης-που παρεμβάλλουν στα ποιήματα ή τα πεζογραφήματά τους ξενόγλωσσες λέξεις ή και φράσεις ολόκληρες.

            Αλλά εκτός από τα ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα επικοινωνίας (ραδιόφωνο, τηλεόραση, εφημερίδες, περιοδικά και βιβλία), που δέχονται, χωρίς αντίσταση, την ξενική επίδραση, και ο ευρύτερος κοινωνικός περίγυρος στην Ελλάδα παρουσιάζει το ίδιο θέαμα γλωσσικής διάβρωσης και πολιτιστικής άλωσης με τη μορφή έντονης ξενομειξίας. Όσοι απ’ εμάς τους απόδημους, μετά από απουσία ετών, επισκεπτόμαστε τη γενέτειρα με τον πόθο και τη λαχτάρα να αναβαπτιστούμε στα καθαρά νερά της γλωσσικής και πολιτιστικής μας κολυμπήθρας-γιατί μπουχτήσαμε τον αγγλοκελτικό πολιτισμό-, διαπιστώνουμε με απογοήτευση και μια κάποια δόση πικρίας πως τα νερά της πολιτιστικής κολυμπήθρας μολύνθηκαν επικίνδυνα απ’ την εισροή μέσα σ’ αυτήν ξένων πολιτιστικών λυμάτων. Όπου και να στραφεί το βλέμμα, το αστικό τοπίο αλλά και η ύπαιθρος ακόμη συνιστούν διάκοσμο εξαμερικανισμένο και γενικά εκλατινισμένο με τις ξενόγλωσσες επιγραφές, τη μουσική, τα σήματα και τις διαφημίσεις, όπου ελληνικά και ξένα προϊόντα περιβάλλονται τύπο ξενικό και δηλώνονται ξενόγλωσσα ή απλώς με εκλατινισμένη γραφή. Και τότε εσύ ο νοστήσας απόδημος, αντικρύζοντας την ξενόπληκτη γλωσσικά και πολιτιστικά γενέθλια γη, διερωτάσαι: «Μα πού βρίσκομαι; στην Αθήνα ή στη Μελβούρνη; στη Θεσσαλονίκη ή στο Σύδνεϋ;»

            Το θέμα των ξενόγραφων επιγραφών και διαφημίσεων πήρε τέτοιες διαστάσεις, μέχρι που έγινε και αντικείμενο ειδικής έρευνας. Την έρευνα διενήργησε ο Νίκος Αγριαντώνης και τη δημοσίευσε στο περιοδικό «Κανονάκι» (τεύχος 1, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1984) με τον ξενόγραφο τίτλο «Xenόglosses epigrafés». Ο ερευνητής, αφού ερεύνησε μερικούς κεντρικούς δρόμους της Αθήνας και του Πειραιά (Λεωφ. Συγγρού, Κηφησιάς, Παπάγου, οδός Νίκης, Σκουφά, Πλατεία Συντάγματος, Πασαλιμάνι), κατάρτισε αποκαλυπτικούς στατιστικούς πίνακες που αληθινά σοκάρουν. Από τις 1272 επιγραφές, οι καθαρά ελληνικές είναι μόνο 376, οι καθαρά ξενόγλωσσες 473, οι μεταγλωτισμένες από το ξένο αλφάβητο σε ελληνικό 28, οι ελληνικές γραμμένες με λατινικό αλφάβητο 41 και διάφοροι άλλοι συνδυασμοί 315. Υπερισχύουν σαφώς οι ξενόγραφες επιγραφές.

            Όλα αυτά καλλιεργούν το έδαφος, όσο απίθανο κι αν φαίνεται, για την αντικατάσταση του ελληνικού αλφαβήτου με το λατινικό. Άλλωστε η ιδέα για εκλατινισμό του αλφαβήτου μας υποστηρίχτηκε κατά καιρούς από ανθρώπους που δεν ήταν τυχαίοι, όπως ο Μένος Φιλήντας, ο οποίος το 1929, στο περιοδικό «Πρωτοπορεία», χρησιμοποιώντας μάλιστα λατινογράμματη γραφή έγραφε: «Prepi na grafoume me to latiniko alfavito». Αλλά και ο αριστερός Δημήτρης Γληνός υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής του αλφαβητικού εκλατινισμού, ο οποίος το Φεβρουάριο επίσης του 1929, στο περιοδικό «Νέος Δρόμος» έγραφε: «... από την ορθογραφική απλοποίηση και τη φωνητική ορθογραφία, η καλύτερη λύση είναι η υιοθέτηση του λατινικού αλφαβήτου γιατί πρώτα πρώτα μας εισάγει μορφικά στην οικογένεια των ευρωπαϊκών λαών, έπειτα λύνει με μιας ολόκληρο το ορθογραφικό πρόβλημα». Η σημερινή γλωσσική και πολιτιστική πραγματικότητα της γενέτειράς μας, με την πυκνή κυκλοφορία ξενόγλωσσων συμβόλων, ονομάτων, λέξεων, επιγραφών και σημάτων, ο κίνδυνος εισαγωγής του λατινικού αλφαβήτου δεν είναι ούτε φανταστικός ούτε καν πολύ μακρινός.

            Αλλά πέρα από τις λατινογραμμένες λέξεις (ονόματα, επιγραφές, σύμβολα) υπάρχουν και πάμπολλα άλλα ξενότροπα στοιχεία που εισβάλλουν ακατάσχετα, τα τελευταία κυρίως χρόνια, στη γλώσσα μας με άμεσο κίνδυνο να αλλοιώσουν τη φυσιογνωμία της πλήττοντας τη μορφολογική και τη φωνητική της ενότητα.

Να μερικά στοιχεία που έχουν γίνει πολύ της μόδας και χρησιμοποιούνται κατά κόρον από τα ελληνικά Μ. Μ. Ε.

1) Χρησιμοποιείται πολύ συχνά η σύνταξη κατά το νοούμενον αλλά επηρεασμένη από ξενότροπη σύνταξη όπως: α) η πλειοψηφία των μαθητών συμμετέχουν (αντί του σωστού η πλειοψηφία των μαθητών συμμετέχει), β) η ομάδα των διαδηλωτών κατευθύνθηκαν (αντί του σωστού η ομάδα των διαδηλωτών κατευθύνθηκε). Βέβαια έχουμε και στη γλώσσα μας τη σύνταξη κατά το νοούμενον, όπου το ρήμα μπαίνει στον πληθυντικό ενώ το υποκείμενο είναι στον ενικό (π.χ. ο κόσμος σφάζουν αρνιά αντί ο κόσμος σφάζει αρνιά), αλλά η συχνή χρήση της σύνταξης αυτής γίνεται από ξενότροπη τάση.

2) Χρησιμοποιούνται ξενογενή συντακτικά σχήματα που συμβαίνει να διατηρούν εν μέρει τη συντακτική συμπεριφορά της εθνικής τους καταγωγής που στα ελληνικά τα συντακτικά αυτά σχήματα είναι καθαροί σολοικισμοί. Έτσι έχουμε: νόμος-πλαίσιο (αντί του σωστού πλαίσιο νόμου). Επίσης διαβάζουμε συχνά στις εφημερίδες φράσεις όπως αυτή: του νόμου-πλαίσιο (αντί του σωστού του πλαισίου νόμου). Επίσης σολοικισμοί, που χρησιμοποιούνται πολύ συχνά από τα ΜΜΕ, είναι και οι εκφράσεις του τύπου: η πολιτική πράξη γλώσσα (αντί του σωστού: η γλώσσα ως πολιτική πράξη), οι Άγγλοι δεν καταλαβαίνουν τίποτα στην ψυχανάλυση (αντί του σωστού: οι Άγγλοι δεν καταλαβαίνουν τίποτα από την ψυχανάλυση).

3). Αλλά εκεί που η άλωση είναι εμφανής και εκτεταμένη είναι η περιοχή των βαπτιστικών ονομάτων. Τα ξενοφανή βαπτιστικά ονόματα χρησιμοποιούνται πολύ και εδώ στην παροικία μας, ως μη έδει, αλλά εδώ συμβαίνει κι από κάποια πρακτική ανάγκη προσαρμογής στο κυρίαρχο αγγλοκελτικό περιβάλλον, κυρίως στα σχολεία. Στην Ελλάδα, τα παλιότερα χρόνια, η τάση για ξενότροπη μεταποίηση των ελληνικών ονομάτων, ήταν φαινόμενο που επιχωρίαζε κυρίως στις πλούσιες και νεόπλουτες τάξεις, ως δηλωτικό αριστοκρατικής καταγωγής. Σήμερα έγινε μια κοσμοπολίτικη μόδα που απλώθηκε σ’ όλες τις κοινωνικές τάξεις. Έτσι η Ουρανία έγινε Ράνια, η Ευγενία έγινε Τζένη, η Γεωργία έγινε Τζίνα, η Ειρήνη έγινε Ρενέ, η Δέσποινα έγινε Ντέπη κ.τ.λ.

4). Σήμερα παρατηρείται και το φαινόμενο εκτοπισμού από τη γλώσσα μας γαλλικών λέξεων και αντικατάστασής τους από αγγλικές, για να περάσουμε από την πλαζ στο μπητς, από τον κομφερανσιέ στον σπήκερ, από το πατινάζ στο σκέιτινγκ και από το μπουφάν στο τζάκετ.

Όλα αυτά τα ξενογενή στοιχεία που εισρέουν ακατάπαυστα κι ανεξέλεγκτα στη γλώσσα μας, δεν άφησαν αδιάφορους ανθρώπους των γραμμάτων και της επιστήμης, οι οποίοι μάλιστα συνέπηξαν και Γλωσσικό Όμιλο για να ενεργήσουν συστηματικότερα. Ο Γλωσσικός Όμιλος δε βρήκε καμιά ανταπόκριση από την πλευρά της ελληνικής πολιτείας, ενώ από την πλευρά των «καθαρόαιμων» δημοτικιστών δέχτηκε καταιγιστικά πυρά, οι οποίοι συσχέτισαν άκαιρα τις θέσεις του Γλωσσικού Ομίλου με τις καθαριστικές υπερβολές  των αρχαϊστών του περασμένου αιώνα.

Μέσα στο κλίμα της γενικότερης εξαχρείωσης της γλώσσας μας από τους ξενισμούς, έκανε την εμφάνισή του στην Ελλάδα, εδώ και μερικά χρόνια, κι ένας άλλος γλωσσικός όμιλος-παράρτημά του ιδρύθηκε κι εδώ στη Μελβούρνη-, που φέρει την επωνυμία Οργανισμός για τη Διεθνοποίηση της Ελληνικής Γλώσσας. Ο οργανισμός αυτός δε φαίνεται να ασχολείται στα σοβαρά με τα φαινόμενα αλλοίωσης, φθοράς και παρακμής της γλώσσας μας από ξένες επιδράσεις, μέσα στο φυσικό της χώρο, γι’ αυτό κι έχει θέσει ως πρωταρχική του επιδίωξη τον υπερβατικό στόχο για διεθνοποίηση της γλώσσας μας. Τους θαυμάζουμε για το κουράγιο και τον αγώνα που κάνουν, παρόλο που διακρίνουμε κάποια δόση ουτοπικού ρομαντισμού στους στόχους και στα οράματά τους. Η γλώσσα μας δεν έχει ανάγκη από ανεδαφικές υπερβάσεις. Χρειάζεται πρώτιστα προστασία από τους ξενισμούς που τον κατακλύζουν σε γρήγορους ρυθμούς, έτσι που τελικά θα μείνουν πολύ λίγα Ελληνικά στοιχεία απ’ αυτήν για διεθνοποίηση γιατί στο μεταξύ η ίδια θα έχει ήδη μεταναστεύσει στις ξένες. Στο θέμα της προστασίας της γλώσσας μας, αν και δεν είμαστε θιασώτες του απόλυτου κρατικού παρεμβατισμού, θεωρούμε ωστόσο ζωτική την παρέμβαση της πολιτείας, αν χρειαστεί ακόμη και με νομοθετικές ρυθμίσεις στο χώρο της παιδείας, για να περιοριστεί, αν όχι να σταματήσει εντελώς, η αποχύμωση και ο αποχρωματισμός της γλώσσας μας. Έχουμε απόλυτη εμπιστοσύνη στον εκφραστικό της πλούτο γι’ αυτό θεωρούμε τους ξένους δανεισμούς περιττούς. Η γλώσσα μας, όταν αντλεί απ’ όλα της τα κοιτάσματα, έχει πλήρη επάρκεια και ικανότητα παραγωγικοσυνθετική για να αποδώσει με δικά της μέσα οποιαδήποτε έννοια ή αντικείμενο. Υπήρξε εποχή που μπήκαν στη γλώσσα μας ξένες λέξεις προσαρμοσμένες μορφολογικά, αλλά με πρωτοβουλία της πολιτείας οι λόγιοί μας έπλασαν νέες για ν’ αποδώσουν τις ξένες. Έτσι η γαζέτα έγινε εφημερίδα, ο μινίστρος έγινε υπουργός, η πολιτσά έγινε αστυνομία, η πόστα έγινε ταχυδρομείο κ.ο.κ. Στην κρίσιμη καμπή που διανύει η γλώσσα μας σήμερα, χρειάζεται η κρατική παρέμβαση για να σταματήσει το σύνδρομο της ξενοπληξίας, απ’ το οποίο πάσχουν, στη γενέτειρα αλλά και στην ξένη, οι κάθε λογής ασχολούμενοι με τον γραπτό ή και προφορικό ελληνικό λόγο.

 

Β. ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΦΘΟΡΑΣ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ

 

Η ελληνική γλώσσα εδώ στην Αυστραλία, στο χώρο δηλαδή της ελληνικής παροικίας, παρουσιάζει μια σταθερή κάμψη που τη διακρίνουμε στις εξής δυο μορφές: α) Στη δημιουργία από τους μετανάστες της πρώτης γενιάς μιας αγγλοελληνικής διαλέκτου-ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του La Trobe της Μελβούρνης κ. Α. Τάμης, σε γλωσσολογική του μελέτη την ονομάζει «εθνοδιάλεκτο»-με εκείνα τα ακαταλαβίστικα και φαιδρά όπως: φλώρι, φρήζα, μαρκέτα, μπούκο, καρπέτο, στόφα κ.τ.λ. β) Στη λεξιπενία, στην εκφραστική δυσκαμψία και στους αδόκιμους νεολογισμούς που ηχούν αστεία στο στόμα της δεύτερης και της τρίτης γενιάς. Βέβαια από τη δεκαετία του ’70 κι εντεύθεν η γλώσσα μας έγινε δεκτή, ως ισότιμο μάθημα, μέσα στο αναλυτικό πρόγραμμα πολλών αυστραλιανών σχολείων (κρατικών και μη) ή διδάσκεται σε σχολεία γλωσσών (κρατικού ή ιδιωτικού φορέα) και καταξιώθηκε με την αναγνώρισή της ως ένα από τα μαθήματα του V.C.E. με δείκτη σπουδαστών αρκετά υψηλό, σε ό,τι αφορά τουλάχιστο το επίπεδο του V.C.E.

 

            Ωστόσο, και παρά τις προόδους που σημείωσε από νομοτυπική άποψη τα τελευταία 25 και πλέον χρόνια, η ελληνική γλώσσα, ως όργανο επικοινωνίας των μελών της δεύτερης και τρίτης γενιάς, από άποψη συχνότητας χρήσης της, παρουσιάζεται περιθωριοποιημένη αισθητά, ενώ από άποψη εκφραστικότητας και περιεχομένου παρουσιάζεται παιδικά απλή, φτωχή και αποχυμωμένη. Πρέπει να ομολογήσουμε πως τα παιδιά μας στις μεταξύ τους συζητήσεις, ακόμη και με τους γονείς τους, χρησιμοποιούν συνήθως την αγγλική και πολύ σπάνια την ελληνική, όταν πρόκειται να μιλήσουν με τον παππού ή τη γιαγιά. Με άλλα λόγια λείπει από τα παιδιά μας η καθημερινή πρακτική εξάσκηση στην ελληνική, με αποτέλεσμα, όταν υπάρχει ανάγκη να τη χρησιμοποιήσουν, τότε τη μιλάνε παρεφθαρμένα, παράτονα, με συντακτικά, εκφραστικά και γραμματικά λάθη. Έχουμε επισημάνει μερικές από τις πιο συνηθισμένες δυσκολίες των Ελληνοαυστραλόπουλων, κάθε φορά που χρησιμοποιούν την ελληνική στον προφορικό ή στο γραπτό τους λόγο και θεωρούμε χρήσιμο να παρουσιάσουμε τις πιο αντιπροσωπευτικές απ’ αυτές. 1) Δυσκολία στη χρήση των χρονικών προτάσεων όπως: Μετά που πήγα στην Ελλάδα, γνώρισα τον παππού (αντί όταν πήγα στην Ελλάδα κ.τ.λ.) 2) Μεγάλη δυσκολία στην κατανόηση της γενικής πτώσης, με την κτητική έννοια, με αποτέλεσμα να αποδίδεται συνήθως με εμπρόθετο προσδιορισμό όπως: α) Τα Χριστούγεννα πήγαμε στο σπίτι από τον παππού μου (αντί στο σπίτι του παππού). β) Πήγαμε στον πατέρα μου το χωριό (αντί στου πατέρα). γ) Το χωριό από τους γονείς μου είναι στη Μακεδονία (αντί το χωριό των γονέων μου... κ.τ.λ.) 3) Τα αποθετικά ρήματα (έχουν μόνο παθητική φωνή π.χ. φαίνομαι, εργάζομαι όχι φαίνω, εργάζω) αποτελούν ένα ακόμη πρόβλημα για τους εδώ μαθητές, οπότε έχουμε εκφραστικούς τύπους σαν και τούτους: α) Δε φαίνουν καθαρά τα γράμματα στον πίνακα (αντί δε φαίνονται κ.τ. λ.) β) Ο θείος μου εργάζει στην Ολυμπιακή (αντί εργάζεται...) 4) Συνήθως χρησιμοποιείται η ενεργητική διάθεση του ρήματος παντρεύω αντί της μέσης διάθεσης παντρεύομαι κι έτσι έχουμε: Την περασμένη Κυριακή πάντρεψε η αδερφή μου (αντί παντρεύτηκε...) 5) Το απρόσωπο (τριτοπρόσωπο) ρήμα πρέπει χρησιμοποιείται ως προσωπικό όπως: εμείς πρέπουμε να διαβάσουμε (αντί πρέπει να διαβάσουμε). 6) Το επίρρημα κιόλας ή κιόλα (ήδη, προς τούτοις, επίσης)  χρησιμοποιείται, κατά κατάφωρη συντακτική παράβαση, στην αρχή της πρότασης. Έτσι έχουμε: Πήγαμε παντού σε όλη σχεδόν την Ελλάδα. Κιόλας πήγαμε και σε νησιά (αντί Επίσης (επιπλέον) πήγαμε και σε νησιά).

            Τα πιο πάνω παραδείγματα και πλείστα άλλα αποτελούν την πιο εύγλωττη απόδειξη της γλωσσικής πενίας που επικρατεί στον παροικιακό μας χώρο, με επίκεντρο τους νέους της δεύτερης και τρίτης γενιάς, ένα φαινόμενο που δεν οφείλεται βέβαια σε εγγενή αδυναμία της γλώσσας μας, αλλά στην ισχυρή επίδραση του αγγλοκελτικού παράγοντα πάνω στη γενική παιδεία των παιδιών μας. Και αν λάβει κανείς υπόψη ότι η ευθύνη και ο συντονισμός της ελληνομάθειας στα παροικιακά μας σχολεία, εδώ στην Αυστραλία, περιέρχεται σε εκπαιδευτικούς της δεύτερης γενιάς, χωρίς καμιά φορά να έχουν συμπαγή γνώση, σε βάθος και πλάτος, της ελληνικής γλώσσας-οι θετικές εξαιρέσεις υπάρχουν, μόνο που δεν αλλάζουν τη γενική εικόνα-, τότε εκφραστικά φαινόμενα σαν κι αυτά που παρουσιάσαμε πιο πάνω, θα αποτελούν τον κανόνα, εκτός κι αν δρομολογηθούν οι σωστές διαδικασίες στον ευαίσθητο χώρο της ελληνομάθειας.

 

ΠΟΙΟΙ ΕΥΘΥΝΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ

 

Επισημάναμε στα προηγούμενα σαν ένα από τους βασικούς παράγοντες της ελληνογλωσσικής πενίας, που επικρατεί στον παροικιακό μας χώρο, την καταλυτική επίδραση του ξενικού περιβάλλοντος. Κοντά σ’ αυτόν όμως τον παράγοντα υπάρχουν και μερικοί άλλοι συνεργούντες παράγοντες-όχι βέβαια ενσυνείδητα και ηθελημένα-και σαν τέτοιους θεωρούμε τα παροικιακά Μ.Μ.Ε. και την Ελληνική Πολιτεία, όπου και θα επικεντρώσουμε τις παρατηρήσεις μας.

 

Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΠΑΡΟΙΚΙΑΚΩΝ Μ.Μ.Ε.

 

            Τις τελευταίες δύο και πλέον δεκαετίες τα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης της παροικίας μας αυξήθηκαν τόσο αισθητά έτσι που, από πρώτη τουλάχιστο ματιά, να θεωρείται ως ευλογία η δυναμική τους παρουσία στον παροικιακό μας χώρο. Ατυχώς τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι σε ό,τι τουλάχιστο αφορά τη γλωσσική ορθοέπεια και την ποιότητα των προγραμμάτων. Ο ερασιτεχνισμός και η ανευθυνότητα που επικρατούν στον ειδικό χώρο των ηλεκτρονικών κυρίως μέσων επικοινωνίας, τείνουν να μετατρέψουν σε κατάρα αυτό που, κάτω από ιδανικές συνθήκες, θα ήταν ευλογία για την αντοχή της γλώσσας μας εδώ στους μακρινούς αντίποδες. Ευτυχώς που δε λείπουν και οι λίγες θετικές εξαιρέσεις, όπου μπορεί να διακρίνει κανείς υπεύθυνο επαγγελματισμό και προπαντός σεβασμό στη συντακτική, εκφραστική και γραμματική δομή και δεοντολογία της γλώσσας μας. Ωστόσο είναι τόσο λίγες οι εξαιρέσεις που είναι αδύνατο, αν όχι να θεραπεύσουν, τουλάχιστο να περιορίσουν τη φθορά που υφίσταται η γλώσσα μας από την επίδραση του ξένου περιβάλλοντος και τη μωροφιλόδοξη θρασύτητα του ερασιτεχνισμού.

            Τα μέσα ενημέρωσης-έντυπα και ηλεκτρονικά-επέχουν θέση λαϊκών σχολείων, τα οποία προσφέρουν στο ακροαματικό και αναγνωστικό τους κοινό οπτικά και ακουστικά ερεθίσματα σε καθημερινή βάση και σαν τέτοια που είναι, συντελούν με τον πιο πρακτικό τρόπο στη διαμόρφωση της γλωσσικής του συνείδησης. Ο γλωσσοπλαστικός αυτός ρόλος των ΜΜΕ είναι και ο βασικός λόγος που επιβάλλει σ’ αυτά-δεοντολογικά τουλάχιστο-να αποτελούν γλωσσικά πρότυπα. Στο σημείο αυτό ακριβώς έγκειται η μεγάλη ευθύνη των υπευθύνων των ΜΜΕ. Αλήθεια πόση ευαισθησία επιδεικνύουν οι εν λόγω υπεύθυνοι στο θέμα της γλώσσας μας, ως έκφραση, σύνταξη, γραμματική και ορθοφωνία (ειδικά για τα ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας). Οι εμπειρίες που αποκτήσαμε μέχρι σήμερα απ’ τα παροικιακά Μ.Μ.Ε., μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως το θέμα της γλώσσας μας δεν αντιμετωπίστηκε με τη δέουσα προσοχή. Έτσι παριστάμεθα καθημερινά μάρτυρες διαφόρων βαρβαρισμών και σολοικισμών που εκφεύγουν από το «έρκος οδόντων» ραδιοεκφωνητών ή καταγράφει στις σελίδες των παροικιακών μας εφημερίδων η γραφίδα των ποικιλώνυμων δημοσιογράφων.

            Και για να μη δοθεί η εντύπωση ότι υπερβάλλουμε, θα αναφερθούμε σε μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις απ’ τις πάμπολλες που υπάρχουν. Το περιστατικό που ακολουθεί είναι από ραδιοσταθμό που λειτουργεί σε εθελοντική βάση. Ο εθελοντής ραδιοεκφωνητής μεταδίδει το δελτίο ειδήσεων και ανάμεσα στα άλλα γλωσσικά μαργαριτάρια διατυπώνει και τη σόλοικη έκφραση: «η κυβέρνηση είναι στενοχωρημένη και ανησυχημένη για το αύξεμα της ανεργίας...»

Προφανώς, ο γεννημένος στην Αυστραλία νεαρός ραδιοεκφωνητής, ήθελε να πει: «η κυβέρνηση στενοχωρείται και ανησυχεί για την αύξηση της ανεργίας...» αλλά ακολούθησε την τεθλασμένη, χρησιμοποιώντας αγγλικό τύπο έκφρασης ( the government is worried… κ.τ.λ.) και δημιουργώντας παράλληλα τον επίπλαστο τύπο «αύξεμα» για τη λέξη αύξηση. Στην προκείμενη περίπτωση η ευθύνη για τον πλαδαρό και ακαταλαβίστικο σολοικισμό δεν είναι του ραδιοεκφωνητή-αυτόν μάλλον τον βλέπουμε με συμπάθεια-, αλλά των υπευθύνων που του ανέθεσαν να διεκπεραιώσει ένα τέτοιο έργο, συνεργώντας στη φθορά της γλώσσας μας.

            Τα ακόλουθα γλωσσικά μαργαριτάρια είναι προϊόντα των εμπορικών ραδιοσταθμών της παροικίας μας, που τελευταία έγιναν πολύ της μόδας και ξεφυτρώνουν σα μανιτάρια. Ο ραδιοεκφωνητής, ανοίγοντας το πρόγραμμά του «Ευχές και αφιερώσεις ακροατών», λέει: «Θα θέλαμε, πρώτα απ’όλα, να ευχηθούμε-Χρόνια Πολλά-σε όλους τους εορταζόμενους  και τις εορταζόμενες». Στην προκείμενη περίπτωση οι τύποι εορταζόμενους και εορταζόμενες αποτελούν σαφή βαρβαρισμό. Το σωστό είναι «σ’ όλους τους εορτάζοντες και τις εορτάζουσες» ή μπορούν ν’ αποδοθούν αυτές οι δύο αναφορικές μετοχές με αναφορική πρόταση όπως: «Χρόνια πολλά σ’ όλες κι όλους όσοι εορτάζουν». Σημειώνουμε ότι ο εν λόγω βαρβαρισμός φιγουράρησε πριν από καιρό σε φωτογραφική λεζάντα σοβαρής παροικιακής εφημερίδας.

            Παρουσιάζουμε μερικές ακόμη βαρβαρικές και σόλοικες περιπτώσεις. Εκφωνήτρια εμπορικού ελληνικού ραδιοσταθμού της Μελβούρνης μεταδίδοντας τις ευχές κάποιας ακροάτριας λέει: «Η κυρία τάδε εύχεται στον βαφτιστήρα  της τάδε...» Η λέξη «βαφτιστήρας» είναι αδόκιμη και θυμίζει μάλλον εργαλείο. Πράγματι υπάρχουν στη γλώσσα μας πολλά ουσιαστικά με κατάληξη –ήρας που σημαίνουν διάφορα εργαλεία όπως: κινητήρας, γεμιστήρας, ζωστήρας, χρωστήρας, αναβατήρας, αναπτήρας κ.τ.λ. Είναι πιθανό η ακροάτρια να χρησιμοποίησε (όπως συμβαίνει συχνά) τον αδόκιμο αυτό τύπο, αλλά και σ’ αυτήν ακόμη την περίπτωση ήταν ευθύνη της εκφωνήτριας να αποφύγει τον επίπλαστο όρο «βαφτιστήρας» και να μεταδώσει το δόκιμο που είναι «βαφτιστικός ή βαφτισιμιός». Είναι υποχρέωση και ευθύνη των ραδιοεκφωνητών και των δημοσιογράφων να παρεμβαίνουν, με την απαιτούμενη πάντα λεπτότητα και ευγένεια, διορθώνοντας τους ακροατές τους κάθε φορά που διαπιστώνουν συντακτικές, εκφραστικές και γραμματικές εκτροπές κι επιπλέον συμπληρώνοντας τους γλωσσικά ανεπαρκείς.

            Εκεί όμως που γίνεται το μεγάλο θαλάσσωμα είναι στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) Με τα αρχαιόκλιτα (σιγμόληκτα) επίθετα σε –ης (αρσεν.), -ης (θηλ.), -ες (ουδέτ,) όπως: αρσενικό: ο θυελλώδης άνεμος-οι θυελλώδεις άνεμοι, θηλυκό: η θυελλώδης καταιγίδα-οι θυελλώδεις καταιγίδες, ουδέτερο: το θυελλώδες πέλαγος-τα θυελλώδη πελάγη. Στη συγκεκριμένη περίπτωση των αρχαιόκλιτων επιθέτων μιλάμε για εκτροπή από τη γραμματική δεοντολογία όχι από συγκεκριμένο εκφωνητή ή εκφωνήτρια αλλά από εκφωνητές και εκφωνήτριες, εκτός από πολύ λίγες εξαιρέσεις. Να μερικές περιπτώσεις που ενόχλησαν την ακοή μας, τις καταγράψαμε και τις παρουσιάζουμε: 1) «Θα επικρατήσουν θυελλώδη άνεμοι» αντί του σωστού θυελλώδεις άνεμοι.

2) «Αναποδογύρισε ψαράδικη βάρκα λόγω των θυελλώδων ανέμων...» αντί του σωστού θυελλωδών ανέμων 3) «Τα ακριβές στοιχεία του θύματος» αντί του σωστού «τα ακριβή στοιχεία του θύματος».

β) Μεγάλο μπέρδεμα παρατηρείται και στη σωστή χρήση των επιθετικών μετοχών της ενεργητικής φωνής όπως: ο χρονίζων, η χρονίζουσα, το χρονίζον, ο ενδιαφέρων, η ενδιαφέρουσα, το ενδιαφέρον κ.τ.λ. Οι μετοχές αυτές, ως επιθετικές που είναι, πρέπει ν’ ακολουθούν το γένος, την πτώση και τον αριθμό των ουσιαστικών που προσδιορίζουν. Παρόλα ταύτα, συχνά ακούμε και διαβάζουμε ακόμη εκφράσεις σαν και τούτες: 1) «Χθες βράδυ δόθηκε μια πολύ ενδιαφέρον διάλεξη...», αντί του σωστού «ενδιαφέρουσα διάλεξη». 2) «Η κυβέρνηση προσπαθεί να λύσει τα χρονίζον προβλήματα των ανέργων...», αντί του σωστού «τα χρονίζοντα προβλήματα». γ) Συχνοί βαρβαρισμοί παρατηρούνται στα αρχαιόκλιτα θηλυκά σε –ος προπαροξύτονα όπως: η μέθοδος-οι μέθοδοι, η σύνοδος-οι σύνοδοι, η κάθοδος-οι κάθοδοι, καθώς και στα αρσενικά σε –ος προπαροξύτονα όπως: ο άνθρωπος-οι άνθρωποι, ο βάρβαρος-οι βάρβαροι, ο σύλλογος-οι σύλλογοι. Κι όμως τα ουσιαστικά αυτά στην ονομαστική του πληθυντικού συχνά παρατονίζονται κι έτσι έχουμε τα βαρβαρικά: οι μεθόδοι, οι συνόδοι, οι ανθρώποι, οι βαρβάροι, οι συλλόγοι, στη θέση των κανονικών τύπων που είναι: οι μέθοδοι, οι σύνοδοι, οι άνθρωποι, οι βάρβαροι, οι σύλλογοι.  δ)  Επίσης μεγάλο μπέρδεμα γίνεται με την σύνταξη της πρόθεσης μετά.  Η πρόθεση μετά, όταν δηλώνει χρόνο, συντάσσεται με αιτιατική, π.χ. α)  η εκδήλωση θα γίνει στις 1 μετά μεσημβρίαν. (ύστερα από το μεσημέρι)  β)  ήρθε μετά το μεσημέρι.  Όταν όμως η πρόθεση μετά δηλώνει το μαζί, τότε συντάσσεται με γενική,  π.χ. ήρθε μετά της συζύγου του (ήρθε μαζί με τη σύζυγό του).

            Υποπτεύομαι ότι θα βρεθούν μερικοί, οι οποίοι θα με κατηγορήσουν ενδεχομένως για έλλειψη κατανόησης και για δασκαλίστικη σχολαστικότητα στο θέμα της γλώσσας μας. Είναι γεγονός ότι η γλώσσα μας, στη χώρα τούτη που ζούμε, δέχεται καθημερινά τα ερεθίσματα του αγγλοκελτικού περιβάλλοντος, τα οποία επιδρούν καταλυτικά και οσημέραι τη συρρικνώνουν. Ως εκπαιδευτικός, με πολύχρονη προσφορά στην ελληνομάθεια των Ελληνόπουλων της παροικίας μας, βλέπω με ιδιαίτερη συμπάθεια και κατανόηση την προσπάθεια της νέας γενιάς να σπουδάζει τη γλώσσα μας, να τη χρησιμοποιεί και να τη χειρίζεται στο βαθμό και στο επίπεδο που της επιτρέπουν οι εδώ συνθήκες. Από την άλλη όμως ως φιλόλογος, που ανάλωσα πολλά χρόνια στη σπουδή όλων των μορφών της γλώσσας μας, νιώθω να πληγώνεται η επιστημονική μου συνείδηση όταν βλέπω να κακοποιείται το επιστημονικό μου αντικείμενο από τον ερασιτεχνισμό που επικρατεί στα παροικιακά μας Μ.Μ.Ε. Ένας ερασιτεχνισμός επικίνδυνος και φθοροποιός, ο οποίος, όντας ανίκανος να προσφέρει ένα γλωσσικό πρότυπο στα παιδιά μας, τα οδηγεί σε μεγαλύτερο γλωσσικό μπέρδεμα, συνεργώντας στην περαιτέρω διάβρωση της γλώσσας μας.

            Βαριά λοιπόν η ευθύνη των υπευθύνων των παροικιακών Μ.Μ.Ε., κυρίως των ηλεκτρονικών, για την επιλογή και τοποθέτηση των κατάλληλων προσώπων, με βασικό κριτήριο την ελληνόγλωσση επάρκεια και ορθοφωνία, έτσι ώστε η παρουσίαση των διαφόρων προγραμμάτων να είναι, κατά το μέτρο του δυνατού, άψογη.

Στη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση μπορεί κάποιος να προβάλει το επιχείρημα ότι με κριτήρια την ελληνόγλωσση επάρκεια και την ορθοφωνία, μένουν απ’ έξω τα παιδιά της δεύτερης και τρίτης γενιάς. Κάτι τέτοιο δε μπορεί να συμβεί γιατί πρώτα απ’όλα υπάρχει μια ελάχιστη έστω μερίδα νέων της δεύτερης γενιάς που πληρούν τα κριτήρια και επιπλέον έχουν τη δυνατότητα να παρουσιάζουν αγγλόγλωσσα προγράμματα, τα οποία δεν πρέπει να υπερβαίνουν το 10-15% του συνόλου των προγραμμάτων, μια και οι ραδιοσταθμοί αυτοί λειτουργούν ως ελληνόγλωσσοι. Το ανακάτωμα των δύο γλωσσών σε ελληνόγλωσσο ή αγγλόγλωσσο πρόγραμμα ηχεί ακαλαίσθητα γι’ αυτό πρέπει να αποφεύγεται. Η γλωσσική καθαρότητα ελκύει την προσοχή και ξεκουράζει την ακοή μας, όταν φυσικά τη συνοδεύει και η ορθοέπεια. Περιττό να πούμε ότι με τη γλωσσική και την άλλη αναβάθμιση των προγραμμάτων οι ελληνόγλωσσοι ραδιοσταθμοί θα προβάλλουν ένα γλωσσικό πρότυπο, που θα βοηθήσει τα μέγιστα τους νέους της παροικίας μας στο να διαμορφώσουν την ελληνική γλωσσική τους συνείδηση θεμελιωμένη πάνω σε σωστές βάσεις.

 

Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ

 

            Στο θέμα της γλωσσικής και πολιτισμικής μας ταυτότητας δεν είναι άμοιρη ευθυνών και η ελληνική πολιτεία. Δεν αμφιβάλλουμε για την καλοπροαίρετη διάθεση και τις φιλότιμες προσπάθειες που καταβάλλει η ελληνική πολιτεία, προκειμένου να βοηθήσει έτσι ώστε να διατηρηθεί η μητρική γλώσσα και ο πολιτισμός των αποδήμων Ελλήνων στις χώρες διαμονής τους. Παρόλες όμως τις προσπάθειες-αποστολή σχολικών βιβλίων, αποσπάσεις εκπαιδευτικών, καλλιτεχνικές αποστολές, οικονομικές παροχές σε πολιτιστικές εκδηλώσεις και τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα-εντούτοις τα αποτελέσματα δεν είναι πάντα ανάλογα με τις προσπάθειες, ίσως γιατί οι διάφοροι θεσμοί, στο στάδιο της πρακτικής εφαρμογής τους, αποδεικνύονται καμιά φορά ανεπαρκείς και αναποτελεσματικοί. Ο θεσμός των αποσπασμένων εκπαιδευτικών από την Ελλάδα, στα εδώ ελληνικά προξενεία, φαίνεται να εμπίπτει στην κατηγορία των μη αποτελεσματικών θεσμών. Πραγματικά ο πολύ δαπανηρός αυτός θεσμός-δύο μισθοί (ο κανονικός και το επιμίσθιο), έξοδα ταξιδίων κι εγκατάστασης στη χώρα απόσπασης-, στα 25 και πλέον χρόνια πρακτικής εφαρμογής του δείχνει ότι δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, χωρίς αυτό να αποτελεί αποκλειστική ευθύνη των εκπαιδευτικών, εκτός βέβαια ελαχίστων περιπτώσεων πλημμελούς εκτέλεσης καθήκοντος. Η αναποτελεσματικότητα οφείλεται μάλλον στη μη εκπλήρωση ορισμένων νομοτυπικών προϋποθέσεων από την πλευρά των αποσπασμένων (Certificate of Registration as a Teacher, Diploma of Education), με αποτέλεσμα να υποβαθμίζονται, αφού δεν τους επιτρέπεται να διδάσκουν τη γλώσσα μας σε επίπεδο V. C. E., και να μη αξιοποιούνται επαρκώς από τα εδώ ομογενειακά σχολεία.

            Κατά συνέπεια, αποτελεί ευθύνη του υπουργείου Παιδείας της γενέτειρας να δει το θεσμό των αποσπασμένων με πνεύμα αναθεωρητικό και να προσεγγίσει το θέμα της ελληνομάθειας των παιδιών μας με περισσότερο ρεαλισμό. Κάθε χρόνο από τα διάφορα κολλέγια και πανεπιστήμια της Αυστραλίας αποφοιτά ένας ικανός αριθμός ομογενών εκπαιδευτικών με κύριο αντικείμενό τους την ελληνική γλώσσα. Ο ρυθμός όμως απορρόφησης των εκπαιδευτικών αυτών απ’ τον αυστραλιανό κρατικό και τους άλλους εκπαιδευτικούς φορείς είναι πολύ βραδύς. Πιστεύουμε πως το διδακτικό αυτό δυναμικό της παροικίας μας θα μπορούσε, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, να αξιοποιηθεί κατάλληλα έτσι ώστε να επανδρώσει τα ομογενειακά σχολεία της Αυστραλίας. Για παράδειγμα, με οικονομική και οργανωτική ευθύνη του υπουργείου Παιδείας της γενέτειρας, θα μπορούσαν οι εκπαιδευτικοί της κατηγορίας αυτής να παρακολουθήσουν επιμορφωτικά σεμινάρια 3-6 μηνών για περαιτέρω γλωσσικό και πολιτιστικό τους εμπλουτισμό και μόνο γιατί σε ό,τι αφορά τη μέθοδο διδασκαλίας τα εδώ ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα προσφέρουν την κατάλληλη θεωρητική κατάρτιση, αλλά και την απαραίτητη πρακτική εφαρμογή της διδασκαλίας μέσα στην τάξη. Οι πληροφορίες τουλάχιστον που έχουμε από έγκυρους κύκλους του ΣΑΕ Ωκεανίας αλλά σύμφωνα και με πρόσφατα δημοσιεύματα του παροικιακού Τύπου γύρω απ’ αυτό το θέμα, το υπουργείο Παιδείας της Ελλάδας, λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη σχετικές εισηγήσεις του ΣΑΕ, προχώρησε ήδη στη νομοτυπική διαδικασία για αξιοποίηση του εκπαιδευτικού δυναμικού της παροικίας μας. Ας ελπίζουμε ότι η εφαρμογή του σχετικού νόμου δε θα σκαλώσει στα χρονοβόρα γραφειοκρατικά γρανάζια, αλλά θα ακολουθήσει γρήγορους ρυθμούς.

            Είναι καιρός η Ελληνική Πολιτεία να δει το θέμα της ελληνομάθειας των αποδήμων με τη σοβαρότητα που απαιτούν οι περιστάσεις και να το εξετάσει από την εκπαιδευτική, οικονομική και κοινωνική του πλευρά. Νομίζουμε πως η αξιοποίηση των ομογενών εκπαιδευτικών αποτελεί μια πολλαπλά συμφέρουσα λύση για τους πιο κάτω λόγους:

1) Από εκπαιδευτική άποψη: Παύουν πλέον να υφίστανται προβλήματα όπως: α) προσαρμογή των αποσπασμένων εκπαιδευτικών προς τα αυστραλιανά εκπαιδευτικά δεδομένα, δηλαδή γνώση του αυστραλιανού εκπαιδευτικού συστήματος, γνώση της αγγλικής γλώσσας, γνώση της ψυχοσύνθεσης και της εν γένει συμπεριφοράς του Ελληνόπουλου της Αυστραλίας. β) Νομοτυπικά προβλήματα με την Αυστραλιανή Ομοσπονδία Δασκάλων, λόγω μη κατοχής ντοκουμέντων όπως: Certificate of Registration as a Teacher και Diploma of Education.

2) Από οικονομική άποψη: Ελαχιστοποιείται το ποσοστό των αποσπασμένων στο εξωτερικό εκπαιδευτικών και περιορίζεται σε μια μικρή ομάδα 4-5 εκπαιδευτικών, ανά προξενείο, με αρμοδιότητες κυρίως συμβουλευτικές. Με τον τρόπο αυτό το υπουργείο Παιδείας απαλλάσσεται από τη δαπανηρή διαδικασία απόσπασης εκπαιδευτικών στη μακρινή Αυστραλία.

3) Από κοινωνική άποψη: Η τοποθέτηση, από το υπουργείο Παιδείας της γενέτειρας, ομογενών νεοελληνιστών στα ομογενειακά σχολεία δίνει μια λύση στο πρόβλημα ανεργίας που αντιμετωπίζουν αρκετοί ομογενείς εκπαιδευτικοί και παράλληλα δημιουργεί κίνητρα για νεοελληνικές σπουδές και προδιαγράφει για τα παιδιά μας προοπτική καριέρας στην εκπαίδευση.

            Με την υιοθέτηση μέτρων ρεαλιστικής αντιμετώπισης του θέματος της γλώσσας και του πολιτισμού μας, μπορούμε να αισιοδοξούμε για την αντοχή της γλώσσας μας στην επίδραση του αγγλοσαξωνικού περιβάλλοντος και να ελπίζουμε στην ελληνική μας συνέχεια εδώ στους μακρινούς αντίποδες.


 

    
Disclaimer
While every effort has been made by ANAGNOSTIS to ensure that the information on this website is up to date and accurate, ANAGNOSTIS  does not give any guarantees, undertakings or warranties in relation to the accuracy completeness and up to date status of the above information.
ANAGNOSTIS will not be liable for any loss or damage suffered by any person arising out of the reliance of any information on this Website

.Disclaimer for content on linked sites
ANAGNOSTIS accepts no responsibility or liability for the content available at the sites linked from this Website.
Το περιοδικό δεν ευθύνεται για το περιεχόμενο άρθρων των συνεργατών.

Anagnostis  P.O.Box 25 Forest Hill 3131 Victoria Australia
 enquiry@anagnostis.info