ΤΙΜΕ ΙΝ ΑΤΗΕΝS            
  


 

 

 


GREEKS 
IN AUSTRALIA

Explore the Map above

 

 

 

  

 

ΕΠΙΚΑΙΡΑ  ΚΑΙ  ΕΠΙΜΑΧΑ

 

 

Του Κυριάκου Αμανατίδη

 

 

Κριτική παρουσίαση από τον Μάκη Κασαπίδη  

Με μεγάλη χαρά αλλά και ιδιαίτερη ικανοποίηση ανταποκρίθηκα στο αίτημα του αγαπητού φίλου και επιστημονικά ομογάλακτου Κυριάκου Αμανατίδη να παρουσιάσω τον ειδικό τόμο με τα άρθρα του, τα οποία είδαν το φως της δημοσιότητας από τη στήλη «Επίκαιρα και Επίμαχα» που διατηρεί εδώ και πολλά χρόνια ο συγγραφέας στην έγκριτη εφημερίδα της Μελβούρνης «Νέος Κόσμος». Εξάλλου, για μένα αποτελεί ξέχωρη τιμή να κάνω γνωστό στο κοινό της παροικίας μας το έργο ενός ακούραστου εργάτη του πνεύματος, του οποίου η συμβολή στην πολιτιστική κίνηση της παροικίας και η προσφορά του στο χώρο της ελληνομάθειας, υπήρξαν καθοριστικής σημασίας.

Βέβαια, το υπό παρουσίαση έργο δεν είναι το πρώτο του συγγραφέα. Ο Κυριάκος Αμανατίδης άρχισε να γράφει από τον πρώτο κιόλας καιρό της εδώ παρουσίας του. Πέρα από τα διάφορα δημοσιεύματά του σε εφημερίδες και περιοδικά, εδώ στην Αυστραλία και στην Ελλάδα, στο ενεργητικό του έχει τη συγγραφή τριών σχολικών βιβλίων με τον τίτλο «Τα Ελληνικά κι εγώ», τα οποία, από πρακτική τουλάχιστο άποψη, βοήθησαν πολύ τους εδώ εκπαιδευτικούς στη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας. Εκτός όμως από τα πιο πάνω βιβλία σχολικής χρήσης έχει συγγράψει τις βιογραφίες επώνυμων προσώπων της ελληνικής παροικίας, όπως του Κώστα Μπαλτά, πρώην προέδρου της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Ώκλυ, καθώς και του μακαριστού Νικολάου Μουτάφη, ιερέα της εκκλησίας «Αγίων Αναργύρων» της ίδιας Κοινότητας.

Χωρίς καμία αμφιβολία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ευτυχής συγκυρία το γεγονός ότι παρουσιάζονται σήμερα στο κοινό της παροικίας μας, με τον τίτλο «Επίκαιρα και Επίμαχα», τα άρθρα του Κυριάκου Αμανατίδη, και τούτο για τον απλούστατο λόγο ότι ο αναγνώστης, ο οποίος ενδεχομένως να μη τα διάβασε δημοσιευμένα στην εφημερίδα «Νέος Κόσμος», στη μόνιμη στήλη του συγγραφέα, τώρα θάχει το πλεονέκτημα να τα βρει συγκεντρωμένα σ’ ένα καλαίσθητο τόμο.

Ο δημοσιογράφος Σωτήρης Χατζημανώλης, ο οποίος προλογίζει το βιβλίο, εντυπωσιασμένος από τα άρθρα του συγγραφέα, διέκρινε από πολύ νωρίς με διορατικότητα τη σημασία της έκδοσής τους σε βιβλίο.

Προκειμένου να τονίσει τη σπουδαιότητα της επιλεκτικής συγκέντρωσης των άρθρων σε ειδικό τόμο, προβαίνει στις εξής αξιοπρόσεκτες επισημάνσεις:

«Πάνε χρόνια που είχα πει στον Κυριάκο Αμανατίδη ότι τα άρθρα που δημοσιεύει στη μόνιμη στήλη του, «Επίκαιρα και Επίμαχα», στο Νέο Κόσμο, θα έπρεπε να κυκλοφορήσουν και σε βιβλίο. Κι αυτό γιατί με είχε εντυπωσιάσει η θεματολογία του, ο διαχρονικός τρόπος προσέγγισης των θεμάτων του και η απόλυτη τεκμηρίωση των επιχειρημάτων του.» Και προσθέτει: «Και να το βιβλίο! Το έχετε στα χέρια σας.»

Στη συνέχεια ο αρχισυντάκτης του Νέου Κόσμου, αφού εκφράζει την ικανοποίησή του για τη δικαίωση των προσδοκιών του, κάνει μια συνολική αξιολόγηση του περιεχομένου του έργου, τονίζοντας τα ακόλουθα: «Πρόκειται για σοβαρές μελέτες που, όχι μόνο αντέχουν στο χρόνο, αλλά και αποτελούν πηγή γνώσης και πολύτιμο εργαλείο για όσους ενδιαφέρονται για τον Ελληνισμό, τον πολιτισμό μας, τη γλώσσα μας, την ιστορία μας, την ομογένειά μας και το μέλλον μας.»

Εξάλλου, ο συγγραφέας του έργου, στο εισαγωγικό του σημείωμα, διευκρινίζει ότι στα 700 δοκίμια που δημοσιεύθηκαν στην εβδομαδιαία στήλη, που διατηρεί στην εφημερίδα «Νέος Κόσμος» της Μελβούρνης, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 μέχρι τις αρχές του 2009, ήταν αδύνατο να περιληφθούν σ’ ένα τόμο, γι’ αυτό έκανε προσεκτική επιλογή των δοκιμίων, έχοντας ως βάση τη χρονολογική σειρά δημοσίευσής τους είτε χρησιμοποιώντας ως κριτήριο τη θεματολογία τους. Συγκεκριμένα, ο συγγραφέας αναφέρει σχετικά τα εξής:

«Προτίμησα τη δεύτερη από τις δύο επιλογές» και συμπληρώνει «γιατί παρέχει τη δυνατότητα για κάποια ομοιογένεια στα δοκίμια που περιλαμβάνονται σε αυτόν τον τόμο.»

Το όλο έργο αποτελείται από 344 σελίδες και χωρίζεται σε δύο μέρη, με δοκίμια που έχουν ως σημείο αναφοράς τον Ελληνισμό. Τα δοκίμια έχουν δύο βασικούς άξονες και είναι οι άξονες αυτοί ο Μητροπολιτικός Ελληνισμός και ο Ελληνισμός της Διασποράς. Συγκεκριμένα ο συγγραφέας αναφέρει τα ακόλουθα: «Στην περίπτωση του Ελληνισμού της Διασποράς, από τα δοκίμια του τόμου αυτού συνάγεται ότι το ενδιαφέρον μου επικεντρώνεται σε δύο διακριτά μεταξύ τους ερευνητικά αντικείμενα. Το πρώτο ερευνητικό αντικείμενο αφορά τον Ποντιακό Ελληνισμό καθώς και τα αίτια που οδήγησαν στη Μικρασιατική Καταστροφή και τις ολέθριες για το έθνος επιπτώσεις. Ο Ελληνισμός της Αυστραλίας αποτελεί το δεύτερο αντικείμενο, με δοκίμια που εστιάζουν την προσοχή τους σε εκφάνσεις από τις πολιτισμικές δραστηριότητες της ομογένειας στους Αντίποδες του Νότου και σε άλλα θέματα που την αφορούν.»

Αξιοπρόσεκτος είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Κυριάκος Αμανατίδης προσεγγίζει γενικά τα θέματά του, και ειδικότερα εκείνα τα οποία αναφέρονται σε ιστορικά γεγονότα.

Πρώτο μέλημά του είναι να τεκμηριώνει, να αναλύει διεισδυτικά, να σχολιάζει κριτικά και να προβαίνει με ευθυκρισία στην αποτίμηση προσώπων και γεγονότων, με βάση πάντα την ορθότητα ή μη των πράξεων των πρωταγωνιστών και με γνώμονα τις αιτίες που προκάλεσαν τα γεγονότα και τις ειδικές συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβαν χώρα αυτά. Στην περίπτωση των ιστορικών θεμάτων, η εμβριθής ιστορική γνώση, ο ορθολογισμός και η αμεροληψία εντυπωσιάζουν, ενώ εκπλήσσει τον αναγνώστη η γαληνότητα, με την οποία εκφράζονται οι θέσεις του συγγραφέα.

Σε επίρρωση των όσων έχω επισημάνει πιο πάνω, επικαλούμαι τα άρθρα του συγγραφέα τα αναφερόμενα στον μεγάλο πολιτικό άντρα της νεότερης Ελλάδας, τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Με απόλυτη αμεροληψία, και χωρίς ίχνος προκατάληψης, σκιαγραφεί τις θετικές αλλά και τις αρνητικές πλευρές του μεγάλου ηγέτη. Συγκεκριμένα ο συγγραφέας, στη σελίδα 33, αναφέρει: «Οραματιστής, αλλά και επιδέξιος πολιτικός και διπλωμάτης, ο Βενιζέλος αξιοποίησε πολλές ευκαιρίες για να προωθήσει τα εθνικά συμφέροντα της χώρας. Στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913) έδειξε απαράμιλλη διπλωματική δεξιοτεχνία, εξασφαλίζοντας για το έθνος όλες τις βόρειες επαρχίες του.»

Παράλληλα όμως ο συγγραφέας δεν παραλείπει να εντοπίσει και τις κάποιες αδυναμίες του Βενιζέλου στο χειρισμό μερικών σοβαρών εθνικών θεμάτων.

Στην ίδια σελίδα σχολιάζει: «Κάποιες αποφάσεις του Βενιζέλου έδειξαν έλλειψη διορατικότητας σε βαθμό αδικαιολόγητο για έναν άνδρα της δικής του πολιτικής και διπλωματικής μεγαλοφυΐας. Η ιστορία, σαν αδέκαστος κριτής που είναι, δεν μπορεί να παραβλέψει αυτές τις αβλεψίες του μεγάλου πολιτικού, που υπήρξαν αιτία ανείπωτων δεινών για το έθνος.»

Ο Βενιζέλος, όσον αφορά στο πολιτειακό, πίστευε ότι η βασιλεία εξυπηρετούσε τα εθνικά συμφέροντα, γι’ αυτό και αντιτάχθηκε στους αντιδυναστικούς κύκλους και αναδείχθηκε σε υπερασπιστή του Στέμματος, το οποίο μάλιστα ενίσχυσε με συγκεκριμένα μέτρα υπέρ αυτού. Πίστευε ότι το Στέμμα έπρεπε να παραμείνει άθικτο γιατί εξασφάλιζε την πολιτική σταθερότητα στη χώρα. Πάντως, η φιλοβασιλική στάση του Βενιζέλου προβλημάτισε πολλούς, ακόμη και στενούς συνεργάτες του, οι οποίοι παρακολουθούσαν με έκπληξη τα πρακτικά μέτρα ενίσχυσης του Στέμματος. Για το θέμα αυτό ο Κυριάκος Αμανατίδης, στη σελίδα 35, αναφέρει τα εξής: «Το 1875 ο πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης, για να περιορίσει τις αυθαίρετες επεμβάσεις των Ανακτόρων στην πολιτική ζωή της Ελλάδας, εισήγαγε την αρχή της δεδηλωμένης πλειοψηφίας, σύμφωνα με την οποία ο βασιλιάς ήταν υποχρεωμένος να διορίζει πρωθυπουργό τον αρχηγό κόμματος με τους περισσότερους βουλευτές στη Βουλή. Μέχρι τότε ο βασιλιάς διόριζε και απέλυε τους πρωθυπουργούς κατά βούληση.» Και συνεχίζοντας προσθέτει: «Το 1910 ο Βενιζέλος αποκατέστησε το δικαίωμα του βασιλιά να παρεμβαίνει στη λειτουργία της Βουλής και στην πολιτική της εκλεγμένης κυβέρνησης. Λίγα χρόνια αργότερα ο ίδιος ο Βενιζέλος θα πλήρωνε το τίμημα για την αποκατάσταση αυτού του αυθαίρετου δικαιώματος του Στέμματος.»

Η εύνοια εξάλλου του Βενιζέλου προς τα ανάκτορα δεν περιορίστηκε μόνο στο δικαίωμα του βασιλιά να επεμβαίνει στη λειτουργία της Βουλής, αλλά επεκτάθηκε και στη διοίκηση του στρατού. Στη σελίδα 36 ο συγγραφέας σχολιάζει το θέμα ως εξής: «Ο Βενιζέλος δεν σταμάτησε στην αποκατάσταση του δικαιώματος του βασιλιά να επεμβαίνει στη λειτουργία της Βουλής. Παρά την αξίωση του στρατιωτικού κινήματος και άλλων προοδευτικών δυνάμεων να απομακρυνθούν τα ανάκτορα από τη διοίκηση του στρατού, ο Βενιζέλος ανέθεσε πάλι τη διοίκηση του στρατού στο διάδοχο Κωνσταντίνο.» Η επιλογή αυτή του μεγάλου πολιτικού αποδείχθηκε μοιραία γιατί πέντε χρόνια αργότερα, δηλαδή το 1915, οδήγησε σε διαφωνία τους δύο άνδρες, με τον Βενιζέλο να επιμένει στη συμμετοχή της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο πλευρό των συμμάχων, και τον γερμανόφιλο Κωνσταντίνο να επιμένει στην ουδετερότητα. Η διαφωνία αυτή, όπως είναι γνωστό, έμελλε τελικά να οδηγήσει στην εθνική τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής.

Ο συγγραφέας του παρόντος τόμου καταλογίζει στα αρνητικά του Βενιζέλου και το γεγονός της διεξαγωγής εκλογών, στις 1 Νοεμβρίου του 1920, σε καιρό πολέμου, στις οποίες ηττήθηκε. Και το χειρότερο, μετά την ήττα του εγκατέλειψε την Ελλάδα καταφεύγοντας στο Παρίσι. Ο Κυριάκος Αμανατίδης, στη σελ. 62, σχολιάζει το γεγονός ως εξής: «Ως και ο ίδιος ο Βενιζέλος παρακολουθούσε τις πιο τραγικές στιγμές του σύγχρονου Ελληνισμού, για τις οποίες ο ίδιος έφερνε ένα μέρος της ευθύνης, από την ασφάλεια του Παρισιού, στο οποίο κατέφυγε μετά την εκλογική του ήττα, το Νοέμβριο του 1920.»  Επίσης γίνεται αναφορά από τον συγγραφέα στην επιστολή του εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Χρυσοστόμου Σμύρνης, την οποία απέστειλε ο ιεράρχης, δύο ημέρες πριν από την κατακρεούργησή του από τον εξαγριωμένο όχλο των Τούρκων, στις 13 Σεπτεμβρίου 1922. Στην εν λόγω επιστολή ο Χρυσόστομος απευθύνει δραματική έκκληση στο Βενιζέλο για επιστροφή του στην Ελλάδα, και ανάληψη της ηγεσίας του έθνους. Σχετικά με το περιστατικό αυτό ο συγγραφέας αναφέρει τα εξής: «Στις 7 Σεπτεμβρίου 1922, ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος έκανε έκκληση στο βασιλιά Κωνσταντίνο να αναθέσει σχηματισμό Κυβέρνησης στον Ελευθέριο Βενιζέλο και την ανασυγκρότηση του στρατού στους εμπειροπόλεμους αξιωματικούς που είχαν αντικατασταθεί ως «βενιζελικοί» από αξιωματικούς του κύκλου του βασιλιά.» Και συνεχίζοντας ο συγγραφέας προσθέτει: «Αποτελεί τραγική ειρωνεία το ότι στις 11 Σεπτεμβρίου, δύο ημέρες πριν από το μαρτυρικό του θάνατο, ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος έστειλε επιστολή στο Βενιζέλο με τον Κυβερνήτη του αντιτορπιλικού «Λήμνος», με την οποία τον εκλιπαρούσε να επιστρέψει στην Ελλάδα και να αναλάβει την ηγεσία του έθνους στις κρίσιμες εκείνες στιγμές.»

Την εποχή που δραστηριοποιήθηκε πολιτικά ο Βενιζέλος, κατά μία ιστορική συγκυρία, την ίδια ακριβώς εποχή έζησε στην Ελλάδα ένας άλλος σπουδαίος άνδρας με αξιόλογη προσφορά στη νεοελληνική γλώσσα και στο νεοελληνικό πολιτισμό. Μόνο που η πολιτική φιλοσοφία του εν λόγω ανδρός ήταν διαμετρικά αντίθετη με εκείνη, του Ελευθερίου Βενιζέλου, γεγονός που τον έφερε πολιτικά στο αντιβενιζελικό στρατόπεδο, κάτι το οποίο στάθηκε η αιτία να φύγει πρόωρα από τη ζωή με πολύ τραγικό τρόπο, δολοφονημένος στην οδό Κηφισιάς στην Αθήνα από φανατικούς βενιζελικούς, στις 13 Αυγούστου 1920, σε ηλικία μόλις 42 ετών, την επόμενη δηλαδή της δολοφονικής απόπειρας εναντίον του Βενιζέλου στο Παρίσι. Πρόκειται για τον  Ίωνα Δραγούμη, αυτόν τον μεγάλο ελληνολάτρη οραματιστή.

Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι, όταν ήρθε ο Βενιζέλος από την Κρήτη και ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας(15 Οκτωβρίου 1910), ο  Ίων Δραγούμης ήταν ανάμεσα σε εκείνους που χαιρέτησαν τη νέα εποχή που άρχιζε με τον Βενιζέλο. Φύση όμως κατά βάθος θεωρητική και απόλυτη δεν μπορούσε να παραδεχτεί οποιοδήποτε συμβιβασμό αναφορικά με τους εθνικούς του οραματισμούς, γι’ αυτό δεν άργησε νάρθει σε ρήξη με τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Η ρίζα της διαφωνίας αυτής ήταν το μέλλον του Ελληνισμού μέσα στις μεταβαλλόμενες συνθήκες που δημιουργούνταν βαθμιαία στα Βαλκάνια και γενικότερα στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και στη Μέση Ανατολή.

Η διπλωματική ιδιότητα του Δραγούμη τούδωσε την ευκαιρία να γνωρίσει εξαίρετους Έλληνες, χωρικούς, εμπόρους, διανοούμενους, κληρικούς. Η εικόνα του Μείζονα Ελληνισμού, που ζούσε και πρόκοβε έξω από τα σύνορα του μικρού και φτωχού ελληνικού κρατιδίου, στις αρχές του εικοστού αιώνα, ήταν μαγευτική και τον ενθουσίαζε. Εκατομμύρια  Έλληνες ζούσαν και ακμάζανε στη νότια Σερβία, στη Ρουμανία, στη Βουλγαρία, στη Μικρά Ασία, στον Πόντο και στις νότιες ακτές της Ρωσίας. Αν υπήρχε τρόπος όλοι αυτοί να διατηρηθούνε στις εστίες τους και να ενώσουνε όλοι μαζί τα χέρια, ο Ελληνισμός θα μπορούσε στο μέλλον να δημιουργήσει άλλη μια λαμπρή περίοδο στην ιστορία του.

Στη φωτεινή αυτή μορφή, που πέρασε από την ελληνική ζωή τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα και τα πρώτα του 20ου, αφιερώνει ένα ενδιαφέρον άρθρο ο Κυριάκος Αμανατίδης, με το οποίο σκιαγραφεί την προσφορά του Δραγούμη στα εθνικά θέματα, κυρίως στο θέμα της Μακεδονίας. Αλλά και στο χώρο των γραμμάτων η συμβολή του υπήρξε καθοριστικής σημασίας.

Στις σελίδες 98-99 ο συγγραφέας επισημαίνει τα εξής για το μεγάλο Έλληνα: «Ο  Ίων Δραγούμης μένει για την εθνική μνήμη μια από τις ωραιότερες μορφές του σύγχρονου Ελληνισμού. Στα πολυτάραχα χρόνια της πρώτης εικοσαετίας του 20ού αιώνα, όταν τα πολιτικά πάθη είχαν για πρώτη φορά διχάσει την Ελλάδα σε δύο Κυβερνήσεις, ο  Ίων Δραγούμης παρέμεινε μια αδιάβλητη προσωπικότητα και ένας ακραιφνής Έλληνας. Στον κυκεώνα των συνεχώς εναλλασσόμενων ιστορικών και πολιτικών εξελίξεων, ο Δραγούμης αποτελεί την εξαίρεση στις τάξεις των διπλωματών και πολιτικών της Ελλάδας, γιατί ποτέ του δεν άφησε το χείμαρρο των πολιτικών αντιπαραθέσεων να τον παρασύρει στα θολά νερά του. Ο ίδιος παρέμεινε νηφάλιος, όταν οι υπόλοιποι συμπατριώτες του είχαν αποδοθεί στην εθνοκτόνα αντιπαράθεση των βενιζελικών και των βασιλικών. Η πίστη του στα ιδανικά του έθνους, στη λαϊκή παράδοση, και τη δημοτική γλώσσα, παρέμεινε ανόθευτη και αμετακίνητη.»

Ο συγγραφέας εκφράζει μια πολύ ενδιαφέρουσα άποψη γι’ αυτούς τους δύο πολιτικούς άνδρες, η οποία διακρίνεται για τη λογική της ορθότητα. Συγκεκριμένα διατυπώνει ως εξής την άποψή του: «Αν ο Ίων Δραγούμης δεν είχε δολοφονηθεί το 1920 και ο Βενιζέλος είχε παραμείνει πρωθυπουργός, η Μικρασιατική Καταστροφή θα είχε κατά πάσα πιθανότητα αποφευχθεί και τα γεωγραφικά σύνορα της Ελλάδας σήμερα θα ήταν πολύ διαφορετικά.» Εκείνο που μπορούμε να προσθέσουμε στο σημείο αυτό είναι ότι υπήρξε ατυχής ιστορική συγκυρία το γεγονός ότι οι δύο αυτές αξιόλογες μορφές του Ελληνισμού έζησαν την ίδια εποχή.

Ποικίλη είναι η θεματολογία των άρθρων που εμπεριέχονται στον υπό παρουσίαση τόμο. Εκτός από τα δοκίμια, που έχουν ως θέμα τους ιστορικά γεγονότα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα αναφερόμενα στις διάφορες εκφάνσεις της παροικιακής μας ζωής. Η στήλη του Κυριάκου Αμανατίδη «Επίκαιρα και Επίμαχα» ήταν και παραμένει το δημόσιο βήμα απ΄όπου ο ακούραστος αυτός εργάτης του πνεύματος πρόβαλλε με ξέχωρη θέρμη και συνεχίζει να προβάλλει κάθε παροικιακή δραστηριότητα, η οποία στοχεύει στην προβολή και στην προώθηση του ελληνικού πολιτισμού. Αξίζει να τονιστεί με ιδιαίτερη έμφαση ο καθορισιτκός ρόλος του Κυριάκου Αμανατίδη στην προβολή της ελληνοαυστραλιανής λογοτεχνίας.

Δεν είναι καθόλου υπερβολή αλλά αποτελεί επιβεβαιωμένη πραγματικότητα ότι ο Κυριάκος Αμανατίδης υπήρξε ο πιο ένθερμος συνήγορος του έργου των συμπαροίκων λογοτεχνών και συγγραφέων. Στην προκειμένη περίπτωση αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι δεν περιορίστηκε απλά και μόνο στη θεωρητική στήριξη του έργου τους, αλλά πρότεινε και πρακτικά μέτρα για την αναγνώρισή του! Με μια σειρά άρθρων του κάνει μερικές σημαντικές προτάσεις για την αποδοχή του από τα δύο εθνικά κέντρα του Ελληνισμού, την Ελλάδα και την Κύπρο.

Για το συγκεκριμένο αυτό θέμα στο β’ μέρος του βιβλίου, στην ενότητα «ο Ελληνισμός της διασποράς», και ειδικότερα στο δεύτερο κεφάλαιο, που αναφέρεται στον Ελληνισμό της Αυστραλίας, στη σελίδα 308 προβαίνει στις εξής επισημάνσεις: «Γνωρίζοντας προσωπικά πολλούς από τους ομογενείς λογοτέχνες και συγγραφείς και έχοντας μελετήσει  τα περισσότερα από τα έργα τους, συχνά αναρωτιόμουν ποια θα είναι η μοίρα αυτών των βιβλίων, όταν οι δημιουργοί τους ολοκληρώσουν τον βιολογικό τους κύκλο. Θα συμβεί τάχα το ίδιο και με τα βιβλία τους; διαλογιζόμουν. Εκτός από τα λίγα, που βρίσκονται σε κάποιες ιδιωτικές βιβλιοθήκες, θα αφήσουμε τα υπόλοιπα να πέσουν στην αφάνεια, χωρίς να τα δοθεί η ευκαιρία να ενταχθούν στη νεοελληνική γραμματεία;»  Στη συνέχεια προβαίνει, στη σελίδα 311, σε μια ουσιαστική πρόταση για διάσωση και αξιοποίηση του ομογενειακού βιβλίου. Γράφει σχετικά τα εξής: «Όλοι γνωρίζουμε πως ο Απόδημος Ελληνισμός έχει αναπτύξει ένα ευρύ φάσμα πολιτιστικών δραστηριοτήτων στις χώρες όπου ζει. Από τις δραστηριότητες αυτές το ομογενειακό βιβλίο ίσως να είναι το μόνο που προσφέρεται, με ελάχιστο κόστος και μικρή διοργανωτική προσπάθεια, για μόνιμη πρόσβαση από τους συμπατριώτες μας στην Ελλάδα, με τη σύσταση Παραρτημάτων Ομογενειακού Βιβλίου, σε μεγάλες δημόσιες και πανεπιστημιακές βιβλίοθήκες.» Επιπλέον, ο συγγραφέας κάνει αναφορά, στην ίδια σελίδα και σε κάτι άλλο πολύ σημαντικό, που αφορά στο έργο των λογοτεχνών και συγγραφέων της διασποράς. Συγκεκριμένα προβαίνει σε μια σπουδαία επισήμανση αναφέροντας τα εξής: «Η ύπαρξη αυτών των παραρτημάτων ίσως ενθαρρύνει και κάποια πανεπιστήμια να προβούν στη σύσταση εδρών ομογενειακής λογοτεχνίας, καλύπτοντας έτσι ένα μεγάλο κενό στο χώρο της Νεοελληνικής Γραμματείας.»

Η μεγάλη ευαισθησία και το θερμό ενδιαφέρον του Κυριάκου Αμανατίδη τον ανέδειξαν σε αδιαμφισβήτητο υπέρμαχο των πνευματικών δημιουργημάτων των λογοτεχνών και συγγραφέων  της παροικίας μας. Τα δημοσιεύματά του για το συγκεκριμένο αυτό θέμα, εδώ τουλάχιστο στον παροικιακό μας χώρο, δεν έπεσαν «σε ώτα μη ακουόντων.» Είχαν απήχηση και ευαισθητοποίησαν κάποιους υπεύθυνους παράγοντες. Και το λέγω αυτό παίρνοντας αφορμή από ένα πρόσφατο δημοσίευμα στην πρώτη σελίδα του «Νέου Κόσμου», στο οποίο γίνεται λόγος για ίδρυση Βιβλιοθήκης στο χώρο του Ελληνικού Γενικού Προξενείου της Μελβούρνης, με βιβλία συμπαροίκων λογοτεχνών και συγγραφέων. Η σπουδαίας σημασίας αυτή προσπάθεια, η οποία αποτελεί ένα πρώτο βήμα για την αναγνώριση του έργου των συμπαροίκων εργατών του πνεύματος τιμά τον Γενικό Πρόξενο κ. Χρήστο Σαλαμάνη και τους στενούς συνεργάτες του και σίγουρα είναι το πρακτικό αποτέλεσμα της αρθρογραφίας του Κυριάκου Αμανατίδη.

Ο άνθρωπος αυτός είχε το απαράμιλλο σθένος να παρουσιάσει δημόσια το θέμα του ομογενειακού βιβλίου, θέτοντας τον δάκτυλό του «επί των τύπων των ήλων», γι΄αυτό και του ανήκουν δικαιωματικά τα εύσημα από την υλοποίηση της αξιόλογης αυτής προσπάθειας.

Και κάτι άλλο ακόμη, που αφορά στο υπό παρουσίαση έργο του συγγραφέα, και που θα αποτελούσε σοβαρή παράλειψη να μην το αναφέρω. Ο Κυριάκος, μέσα στα πλαίσια της προβολής των συμπαροίκων συγγραφέων, δεν παρέλειψε να ασχοληθεί και με το δικό μου συγγραφικό έργο, αφιερώνοντας σ΄αυτό δύο επιφυλλίδες στοχαστικού περιεχομένου. Όταν ανέλαβα την επιμέλεια των δοκιμίων του έργου, διαπίστωσα με κάποιο ξαφνισμό αλλά και ξέχωρη ικανοποίηση ότι στα περιεχόμενα του παρόντος τόμου είχαν συμπεριληφθεί και οι επιφυλλίδες που είχε αφιερώσει στα δικά μου πνευματικά δημιουργήματα, πριν από λίγο καιρό. Του οφείλω χάριτες πολλές γι΄αυτή την προσγενόμενη τιμή.

Ο Κυριάκος Αμανατίδης είναι γόνος Ποντίων γονέων, γεγονός άλλωστε στο οποίο οφείλεται η μεγάλη του ευαισθησία σε θέματα που έχουν σχέση με τον Ποντιακό Ελληνισμό. Έχει δείξει έμπρακτα ότι σέβεται και τιμά τις ποντιακές του ρίζες, κάτι που επιβεβαιώνεται από την πολύχρονη προσφορά του στην εδώ ποντιακή πατριά και αναδύεται μέσα από τα διάφορα άρθρα του, τα οποία αναφέρονται στον Ποντιακό Ελληνισμό. Είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένος με το θέμα της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου και, ως αποτέλεσμα της ευαισθητοποίησής του αυτής, συμμετέχει εδώ και χρόνια ως μέλος στη Συντονιστική Επιτροπή Ποντιακών Σωματείων Μελβούρνης για τις εκδηλώσεις Μνήμης της Γενοκτονίας του  Ποντιακού Ελληνισμού, με ουσιαστική προσφορά στο εν λόγω όργανο. Οι ορθολογικές θέσεις του πάνω στο θέμα της Γενοκτονίας του Ελληνισμού της Ανατολής παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Σχολιάζοντας την άρνηση της Τουρκίας να παραδεχθεί τη διάπραξη του εγκλήματος της Γενοκτονίας και να ζητήσει συγγνώμη από τη διεθνή κοινότητα, παρατηρεί τα εξής: «Αν πραγματικά η Τουρκία πιστεύει πως είναι έτοιμη να πάρει τη θέση που διεκδικεί στην Ευρωπαϊκή  Ένωση, οφείλει να παραδεχτεί τα λάθη του παρελθόντος και να αναγνωρίσει τις τρεις Γενοκτονίες, των Αρμενίων, των Ασσυρίων και των Ελλήνων.» Και συνεχίζοντας προσθέτει: «Η αναγνώριση αυτή θα λειτουργήσει ως πράξη κάθαρσης για την ίδια την Τουρκία, θα ερμηνευθεί από τους γείτονές της ως ένδειξη σεβασμού των κυριαρχικών δικαιωμάτων τους και θα έρθει ως διαβεβαίωση της επιθυμίας της για ειρηνική συνύπαρξη με τις γειτονικές της χώρες.»

Ωστόσο, δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ και στις επιφυλλίδες του Κυριάκου Αμανατίδη τις αναφερόμενες στην ελληνική γλώσσα, οι οποίες, αν μη τι άλλο, φανερώνουν τη μεγάλη του ανησυχία για το κλίμα ύφεσης που παρατηρείται στη διδασκαλία της Ελληνικής και στις τρεις βαθμίδες εκπαίδευσης τούτης εδώ της χώρας. Εντοπίζει πολύ εύστοχα την πτωτική αυτή τάση, προσδιορίζοντας ως αφετηρία αυτής τη δεκαετία του 1990 και εξηγεί τις αιτίες του φαινομένου. Σχολιάζει την κατάσταση ως εξής: «Η ομογένεια της Μελβούρνης έχει πλήρη συνείδηση της σπουδαιότητας της γλώσσας μας σαν γέφυρα με το παρελθόν και το εθνικό κέντρο, είτε αυτό είναι η Ελλάδα είτε η Κύπρος. Στο παρελθόν έδωσε μακροχρόνιους αγώνες και κέρδισε δύσκολες μάχες. Όλως παραδόξως όμως, σχεδόν καθ΄όλη τη δεκαετία του 1990 η παροικία μας επέτρεψε στον εαυτό της να περιπέσει σε μια κατάσταση άκριτου εφησυχασμού, και έτσι δεν μπόρεσε να δει και να ερμηνεύσει τα σημάδια των καιρών.» Και συνεχίζοντας την ανάλυσή του προσθέτει: «Με άλλα λόγια, μια δεκαετία εξελίξεων που διαμόρφωσαν την εκπαιδευτική πολιτική αναφορικά με τις γλώσσες στο εθνικό και πολιτειακό επίπεδο, μας βρήκε υπνώττοντες σαν άτομα και ολιγωρούντες σαν οργανωμένη παροικία. Αποτέλεσμα αυτής της υπνηλίας και ολιγωρίας υπήρξε η απώλεια κεκτημένων προνομίων από τη μια και αναξιοποίητες ευκαιρίες από την άλλη.»

Προβαίνοντας σε μια γενική αξιολόγηση του περιεχομένου του υπό παρουσίαση τόμου έχω να παρατηρήσω ότι δεν υπάρχει σχεδόν κανένας τομέας της κοινωνικής ζωής που να μην έγινε αντικείμενο σχολιασμού από τη γραφίδα του Κυριάκου Αμανατίδη. Παρουσίασε και εξακολουθεί να παρουσιάζει, σε ορθοδομημένο γραπτό λόγο, κοινωνικά, εκπαιδευτικά, οικονομικά και ιστορικά θέματα. Και τα παρουσιάζει με τέτοιο τρόπο έτσι που, εκτός από τις γνώσεις που προσφέρει στον αναγνώστη, επιπλέον τον φρονηματίζει και του προτείνει λύσεις. Για λόγους χρονικού περιορισμού είναι πρακτικά αδύνατο να αναφερθώ στο κάθε θέμα χωριστά και γι΄αυτόν ακριβώς το λόγο περιορίστηκα επιλεκτικά σε ορισμένα μόνο απ΄αυτά, τα οποία θέλω να πιστεύω ότι είναι αρκετά για να καθορίσουν την ποιοτική ταυτότητα του έργου. Αξίζει ωστόσο να πούμε ότι τα θέματα που εμπεριέχονται στον παρόντα τόμο προσφέρουν τα κατάλληλα ερεθίσματα για σοβαρό προβληματισμό και δείχνουν το δρόμο για μεθοδευμένη αντιμετώπιση των διαφόρων προβλημάτων, τα οποία βιώνει η ελληνική παροικία της Αυστραλίας.

Πρέπει να τονιστεί ότι το βιβλίο του Κυριάκου Αμανατίδη «Επίκαιρα και Επίμαχα» προσφέρει μια νέα προοπτική, γι΄αυτό και αποκτά μεγάλη σημασία, γιατί με τα διάφορα άρθρα, που καταθέτει ο συγγραφέας μέσα σ΄αυτό, παρουσιάζει τα επιτεύγματα, τα οράματα, τις δυσκολίες και τις αδυναμίες που βίωσε και βιώνει ο Ελληνισμός της Αυστραλίας και όχι μόνο. Βιώματα τέτοια από τα οποία μπορεί να διδαχτεί πολλά και να χαράξει μια νέα πορεία. Πολλά λοιπόν έχει να ωφεληθεί ο αναγνώστης μελετώντας το περιεχόμενο του έργου, τόσο ο απλός όσο και ο συμπάροικος που διαθέτει κάποια παιδεία. Και δεν είναι μόνο το περιεχόμενο του βιβλίου, που το καθιστά άξιο μελέτης, είναι και ο περίτεχνα δομημένος και άψογα διαρθρωμένος γραπτός λόγος, τον οποίο χρησιμοποιεί ο συγγραφέας στο έργο του, προσδίνοντας σ΄αυτόν δωρική μεγαλοπρέπεια, ενώ η ομοιογένεια στη γλωσσική διατύπωση προσφέρει στον αναγνώστη υπόδειγμα γραπτού λόγου. Συνιστώ λοιπόν ανεπιφύλακτα στους συμπάροικους να το αποκτήσουν γιατί πιστεύω ότι το έργο συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις εκείνες που καθιστούν την απόκτησή του σπουδαίο απόκτημα.

Καταλήγοντας θεωρώ πολύ σημαντικό να τονίσω ότι οφείλουμε, ως άτομα και ως παροικιακό σύνολο, να συγχαρούμε τον Κυριάκο Αμανατίδη, τον ακαταπόνητο αυτό διανοητή που, χάρη στην πνευματική του ζωτικότητα, βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο της πολιτιστικής κίνησης της ελληνικής παροικίας της Μελβούρνης και έχει συμβάλλει τα μέγιστα στην άνθηση της ελληνοαυστραλιανής λογοτεχνίας. Αλλά αξίζει να τον τιμήσουμε και για έναν άλλο λόγο γιατί, πέρα από την εγνωσμένη επιστημοσύνη του, είναι άνθρωπος ο οποίος ξεχωρίζει για το ακέραιο ήθος του, κάτι που δυστυχώς σπανίζει στην εποχή μας.

Επιπλέον, οφείλουμε να τον ευχαριστήσουμε, που με την γνωστική του επάρκεια και την επιστημονική του πληρότητα, μας χάρισε το καλαίσθητο αυτό βιβλίο. Ένα έργο που τιμά οπωσδήποτε τον δημιουργό του, ενώ για όλους εμάς αποτελεί ένα αξιόλογο απόκτημα, το οποίο θα μείνει «κτήμα ες αεί» και για τις μέλλουσες γενιές των Ελλήνων.

Και θα κλείσω την παρούσα αναφορά μου με εγκάρδιες ευχές προς τον συγγραφέα του έργου «Επίκαιρα και Επίμαχα», ευχόμενος σ΄αυτόν να είναι πάντα υγιής, ακμαίος και παραγωγικός πνευματικά για να είναι σε θέση να εκπληρώσει περαιτέρω πνευματικές του επιδόσεις.

 

 
  
Disclaimer
While every effort has been made by ANAGNOSTIS to ensure that the information on this website is up to date and accurate, ANAGNOSTIS  does not give any guarantees, undertakings or warranties in relation to the accuracy completeness and up to date status of the above information.
ANAGNOSTIS will not be liable for any loss or damage suffered by any person arising out of the reliance of any information on this Website

.Disclaimer for content on linked sites
ANAGNOSTIS accepts no responsibility or liability for the content available at the sites linked from this Website.
Το περιοδικό δεν ευθύνεται για το περιεχόμενο άρθρων των συνεργατών.

Anagnostis  P.O.Box 25 Forest Hill 3131 Victoria Australia
 enquiry@anagnostis.info