ΤΙΜΕ ΙΝ ΑΤΗΕΝS            

          

 


 


GREEKS 
IN AUSTRALIA

Explore the Map above

 


 



 

Γενικά: Επιστρέφοντας στον ίδιο δρόμο ερχόμαστε τώρα στη Θεσσαλονίκη, την πρωτεύουσα της Μακεδονίας, η οποία  ιδρύθηκε το 315 π. Χ. από το Μακεδόνα βασιλιά Κάσσανδρο, γιο του στρατηγού Αντίπατρου.  Το αρχαιότερο όνομα της Θεσσαλονίκης είναι Θέρμη, εξ ου και η ονομασία του κόλπου της, Θερμαϊκός. Ο ίδιος ο Κάσσανδρος τη βάφτισε Θεσσαλονίκη, δίνοντάς της το όνομα της γυναίκας του Θεσσαλονίκης, θυγατέρας του Φιλίππου του Β’ και αδερφής του Μ. Αλεξάνδρου από άλλη μητέρα. Η Θεσσαλονίκη γεννήθηκε όταν ο Φίλιππος επιδιδόταν επιτυχώς  στην επέκταση του κράτους του στη Θεσσαλία. Επιστρέφοντας νικητής στην Πέλλα, ανήγγειλε ότι το νέο του παιδί θα ονομαζόταν Θεσσαλονίκη, δηλαδή:  «Νίκη στη Θεσσαλία». 

Η Θεσσαλονίκη αποτελεί την κορωνίδα της Ελλάδας στη βόρεια  επικράτειά της, που επεκτείνεται μεταξύ του Ιονίου πελάγους Δυτικά και του Έβρου Ανατολικά.  Ως η δεύτερη σε πληθυσμό πόλη της Ελλάδας, θεωρείται η συμπρωτεύουσά της  δίπλα στην Αθήνα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι βρίσκεται υπό τη σκιά της ή ότι την αμιλλάται. Η Νύμφη του Θερμαϊκού έχει το δικό της χαρακτήρα, τουτέστιν, ζωηρή νυχτερινή ζωή, καλά μουσεία, σκόρπια ρωμαϊκά ερείπια και σπουδαίες Βυζαντινές εκκλησίες. Ολόκληρη η περιοχή, συμπεριλαμβανομένης και της γραφικής Χαλκιδικής χερσονήσου, απλωμένη καθώς είναι ως τη Μεσόγειο, προσφέρει οράματα προόδου. Για τον ίδιο λόγο οι Αθηναίοι  και οι Χαλκιδείς της Ευβοίας, αποίκησαν την Χερσόνησο τον 7ο αι. π. Χ., εξ ου και το όνομά της. 

Με την επιβολή των Ρωμαίων το 168 π. Χ., η Θεσσαλονίκη απέβη η πρωτεύουσα της Μακεδονίας.  Η θέση της επί του Θερμαϊκού, οδήγησε στην κατασκευή της Εγνατίας οδού από τους  Ρωμαίους, ώστε να διευκολύνεται η όποια είδους επικοινωνία από την Αδριατική ως τον Ελλήσποντο, ή τα Δαρδανέλλια. Λόγω της στρατηγικής θέσης τους η Θεσσαλονίκη και η γύρω περιοχή, υπέστησαν τις συνεχείς επιδρομές και τις καταστροφές των σλαβικών φύλων από το Βορρά  και επιπλέον των Γότθων και των Γαλατών, ιδιαίτερα κατά τη περίοδο της βαθμιαίας παρακμής της αυτοκρατορίας του Βυζαντίου.

 

Ιστορικές περίοδοι: Αξίζει να σημειωθούν εδώ, κάποιες σημαντικές ιστορικές περίοδοι για τη Θεσσαλονίκη καθώς και η ικανότητά της να εξασφαλίζει συχνά κάποια προνόμια ή κάποιες ευνοϊκές συνθήκες  με τους εκάστοτε κατακτητές της, για τη διατήρηση των παραδόσεών της.

Αρχικά το 904, ο Λέων ο Τριπολίτης,  Άραβας ναύαρχος (από την Τρίπολη της Φοινίκης), κυριεύει και λεηλατεί τη Θεσσαλονίκη.

Το 1185 η Θεσσαλονίκη λεηλατείται από τους Νορμανδούς και το 1204-1207 αποβαίνει φέουδο-βασίλειο του Μαρκήσιου Βονιφάτιου του Μομφερατικού (1154-1207), ενός από τους αρχηγούς της Δ’ Σταυροφορίας.

 

Το 1205, ο σταυροφόρος αυτοκράτορας Βονιφάτιος, εγγυάται με επίσημα σφραγισμένο έγγραφο, τη φύλαξη των εθίμων του λαού της Θεσσαλονίκης και την ελευθερία της πόλης[1].

Το 1243,  η Θεσσαλονίκη διαπραγματεύεται με τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννη Βατάτζη, για την επιστροφή της Θεσσαλονίκης στους κόλπους της Αυτοκρατορίας και πετυχαίνει εκ νέου μία εγγύηση για τη διατήρηση των δημοτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών της[2].  Η Θεσσαλονίκη υπεισέρχεται εκ νέου στο Βυζάντιο, το 1246.

Το 1343, η πόλη παραδίνεται στη λαίλαπα του εμφυλίου πολέμου και επικρατεί το επαναστατικό καθεστώς των «Ζηλωτών»[3].

Το 1423, ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος παραδίνει την πόλη εξ ονόματός του και του ονόματος των πολιτών της, στους Βενετούς,  με τον όρο –που τον αποδέχεται η Βενετία- ότι ως οι νέοι κύριοι της πόλης, θα εγγυούνταν μεταξύ άλλων και τη διαφύλαξη των πατροπαράδοτων ηθών και εθίμων των κατοίκων[4].

 

Η γεωγραφική της θέση και το κόστος της: Η Θεσσαλονίκη αποτελεί σημαντικότατο κέντρο διασταυρώσεων του Νότου με το Βορά, της Δύσης με την Ανατολή. Και όταν αποβαίνει η δεύτερη μεγαλύτερη πολιτεία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Βενετοί σταυροφόροι και διάφοροι άλλοι, θαλασσοπορούν, πλέοντας και ακολουθώντας τις ακτές που εκτείνονται μεταξύ Θεσσαλονίκης και Κωνσταντινούπολης. Όταν οι Οθωμανοί Τούρκοι κίνησαν τις επιδρομές τους από την Ανατολή, περικύκλωσαν τα Βαλκάνια, κατακτώντας πρώτα τα εδάφη της Μακεδονίας και της Θράκης. Η κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τον Μουράτ Β’, έλαβε χώρα το 1430, είκοσι τρία χρόνια ενωρίτερα από την κατάληψη της Βασιλεύουσας.

Στις μέρες μας ο επισκέπτης που καταφθάνει από τη θάλασσα και εισέρχεται στο Θερμαϊκό, εντυπωσιάζεται από την όψη της συγκεκριμένης πλευράς της πολιτείας. Συγκροτήματα πολυκατοικιών -χαρακτηριστικό των Μεσογειακών παραθαλασσίων πόλεων- ορθώνονται κατά μήκος της παραλιακής ζώνης, της Λεωφόρου Νίκης από το λιμάνι στα δυτικά  ως το λευκό Πύργο ανατολικά. Βορείως του Λευκού Πύργου βρίσκεται η περιοχή, όπου ετησίως λαμβάνει χώρα η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης.  Το Πανεπιστήμιό της επίσης, βρίσκεται βόρεια. Οι άλλες σπουδαίες κεντρικές οδοί της πόλεως, η Μητροπόλεως, Τσιμισκή και Ερμού, είναι παράλληλες της παραλιακής οδού Νίκης. Από το Λευκό Πύργο ξεκινάει η  Λεωφόρος Μεγάλου Αλεξάνδρου και αποτελεί τη λεωφόρο της Θεσσαλονίκης κατά μήκος της Νέας Παραλίας και διασχίζοντας όλο το μέτωπο πάντα της Νέας Παραλίας, καταλήγει στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης. Διασταυρώνεται με κεντρικούς άξονες όπως 3ης Σεπτεμβρίου, 28ης Οκτωβρίου, Μάρκου Μπότσαρη και Γεωργίου Παπανδρέου. Παλαιότερα ο οδικός άξονας έφερε την ονομασία Λεωφόρος Τζων Κένεντι.

 

Στις αρχές του 20ού αι. η ίδια περιοχή χαρακτηριζόταν από την παρουσία μιναρέδων που καταστράφηκαν είτε στη μεγάλη πυρκαγιά του 1917, όπου σχεδόν τρία τέταρτα της πόλης έγιναν στάχτη, είτε από  τους Έλληνες σε διαφορετικές περιπτώσεις, όταν δοθείσης ευκαιρίας προέβησαν σε αντεκδικήσεις για τον αφανισμό των δικών τους εκκλησιών, από αλλόθρησκους κυρίως.  Στην πυρκαγιά του 1917, καταστράφηκαν 9.500  σπίτια και 70.000 κάτοικοι βρέθηκαν άστεγοι. Προς το τέλος του 1920, η πόλη επανασχεδιάστηκε και χτίστηκε με ευρείς δρόμους και μεγάλες πλατείες. Τα προβλήματα οξύνθηκαν ωστόσο με την εισροή Ελλήνων  προσφύγων από τη Μ. Ασία -συμπεριλαμβανομένου και του Πόντου-, όταν έγινε η ανταλλαγή πληθυσμών το 1923.

Το 1977,  η Θεσσαλονίκη εξελέγη Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης. Το 1978, δοκιμάστηκε από δυνατό σεισμό, κατά τον οποίο πολλά νέα κτίρια, υπέστησαν σοβαρές ζημίες, και παρόμοια πολλές Βυζαντινές εκκλησίες, από τις οποίες κάποιες ίσως οι περισσότερες, δεν έχουν ακόμη διορθωθεί.

 

Ιστορικά κατάλοιπα της πόλης: η Παλιά Άνω Πόλη, το Κάστρο, ρωμαϊκά κατάλοιπα, οι μονές της Θεσσαλονίκης: Το παλαιότερο τμήμα της πόλης της Θεσσαλονίκης είναι το Κάστρο.  Εδώ βρίσκεται η παλιά τουρκική συνοικία, που οι στενοί δρόμοι της στριμώχνονται γύρω από ένα Βυζαντινό φρούριο στις πλαγιές του όρους Χορτιάτη. Είκοσι λεπτά λοιπόν από το κέντρο και μέσα στην Ακρόπολη υπάρχουν σήμερα καλές ταβέρνες. Τον 14ο αι. ο λόφος αυτός ήταν καλυμμένος με μικρά μοναστήρια. Αυτόν τον αιώνα, η μονή των Βλαττάδων της Θεσσαλονίκης, αποβαίνει Πνευματικό  κέντρο και ενόσω η πόλη βρίσκεται υπό τουρκική κατοχή.   Τα μοναστήρια του λόφου γενικά δεν έχουν διασωθεί. Ορισμένες  εκκλησίες, όπως η εκκλησία του Αγίου Νικόλα του Ορφανού, που φέρει εξαιρετικά φρέσκος, έχουν διατηρηθεί. Οι εκκλησίες του Αη Ηλιά και της Αγίας Αικατερίνης, αντιπροσωπεύουν ενδιαφέρουσες εξελίξεις στην αρχιτεκτονική του σταυρωτού τρούλου, ο οποίος αποκορυφώνεται (αρχιτεκτονικά) στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων. Τα καλής ποιότητας μωσαϊκά των Αγίων Αποστόλων -με σκηνές από τη ζωή του Χριστού- είναι τόσο ψηλά, που για να τις δει κανείς οφείλει να χρησιμοποιήσει  κιάλια.

Πίσω λοιπόν από την παραλιακή  ζώνη των πολυκατοικιών, η Παλιά Άνω Πόλη περικυκλωμένη από ρωμαϊκά και Βυζαντινά τείχη και σκορπισμένη μέσα στις κυκλοφοριακές αρτηρίες και δρομάκια που προορίζονται για τους πεζούς, φυλά με ζήλο τον ιστορικό θησαυρό της σύγχρονης πολιτείας, που απλώνεται στα πόδια της: ρωμαϊκά ερείπια, βυζαντινές εκκλησίες και εβραϊκοί τάφοι, που χάνονται στο πράσινο των πλατειών ή τα χρωματισμένα σπίτια της.

Η Θεσσαλονίκη παρόλο που είναι γνωστή  ως Βυζαντινή πόλη, παρουσιάζει ως αξιοθέατο σύμβολό της το γνωστό –όχι και τόσο «λευκό»- Πύργο της, που κτίστηκε τον 15ο αι. και χρησιμοποιήθηκε ως φυλακή, στη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας. Εδώ το 1826, κατά τη διαταγή του Σουλτάνου Μαχμούτ του Β’, έγινε σφαγή  των γενιτσάρων της φρουράς του, που είχαν επαναστατήσει εναντίον του. Ο Πύργος αιματοκυλίστηκε και όταν τελικά καθαρίστηκε, ονομάστηκε Λευκός και απέβη αξιόλογο Βυζαντινό Μουσείο, το οποίο περιέχει ενδιαφέροντα φρέσκος και εικόνες.  Εσωτερικά ο Πύργος έχει σκαλοπάτια που ακολουθούν το κυκλικό του σχήμα, ενώ στα τοιχία του, παρεμβαίνουν παράθυρα που επιτρέπουν την θέα τμημάτων της πόλης.  Ολοκληρωμένη θέα της ιστορικής πολιτείας προσφέρουν οι επάλξεις του Πύργου. 

 Τα ρωμαϊκά κατάλοιπα της πόλης, μοιράζονται κατά μήκος δύο κυρίων λεωφόρων που οδηγούν στην παραλία: της Εγνατίας και του Αγίου Δημητρίου και ανήκουν στη ρωμαϊκή  Αγορά[5] και στο Ωδείο, του συγκροτήματος του Παλατιού του Γαλέριου, που βρίσκεται κατά μήκος της οδού, Δημητρίου Γούναρη. Όταν η ρωμαϊκή αυτοκρατορία είχε χωριστεί επίσημα σε ανατολική και Δυτική, ο Γαλέριος κατέστησε τη Θεσσαλονίκη πρωτεύουσα του ανατολικού τμήματος. Με αυτή την κίνηση, η πόλη έγινε η 2η σημαντική του Βυζαντίου και σαν τέτοια γνώρισε πνευματική και οικονομική ανάπτυξη.  Ο Γαλέριος έχτισε το συγκρότημα του παλατιού τον 4ο αι., έχοντας επιλέξει τη Θεσσαλονίκη ως τόπο της κατοικίας του. Τα ερείπια του παλατιού είναι σκορπισμένα στη μέση της πλατείας Ναβαρίνου. Ας σημειωθεί ότι η Στοά Θριάμβου (ομώνυμη του Γαλέριου), κτίστηκε το 303 μ. Χ., εις μνήμην της νίκης του Γαλέριου κατά των Περσών, το 297.  Ο Γαλέριος έγινε γνωστός για τις άδικες καταδίκες που επέβαλε  στους  Χριστιανούς και επίσης για το μαρτύριο του Αγίου Δημητρίου του Μυροβλήτη (280-305), πολιούχου της πόλης.

Δίπλα στα ρωμαϊκά τείχη συνυπάρχουν τα βυζαντινά. Στα βόρεια, τα τείχη μήκους πέντε μιλίων και ύψους από 30-36 πόδια,  ενώνονται με τα τείχη της Ακρόπολης. Τα τείχη ξανακτίστηκαν τον  4ο  και 5ο αι.  από τον Οσμίδα, ενώ επιδρομές των βαρβάρων τον 5ο αι.  και 6ο αι., ανάγκαζαν τους ενίοτε άρχοντες να τα ενισχύουν.  Η ευκολία με την οποία οι Σαρακινοί κατέλαβαν την πόλη το 904, λόγω της απροσεξίας των κατοίκων, οδήγησε στην εκ νέου ενίσχυσή τους, για την αντιμετώπιση του κινδύνου που προέβαλαν οι Βούλγαροι.  Τον 13ο και 14ο αι. η δυναστεία των Παλαιολόγων  έκανε επιδιορθωτικές εργασίες στα τείχη[6] και στο Επταπύργιον[7] (Ακρόπολη). Η αδιαφορία της Βενετίας  συνέβαλε στην κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους, που με τη σειρά τους έδωσαν μεγάλη σημασία στα τείχη της Θεσσαλονίκης.

Το σπουδαιότερο κτίριο στο παλατιανό σύμπλεγμα του Γαλέριου είναι η Ροτόντα και αποτελεί υπόδειγμα της κυκλικής ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής.  Ο Γαλέριος επιθυμούσε να χρησιμοποιήσει τη Ροτόντα ως μαυσωλείο του. Σκοτώθηκε όμως σε μάχη και το σώμα του δεν επεστράφη από τους εχθρούς του, ώστε να ενταφιαστεί στη Θεσσαλονίκη. Με την εγκαθίδρυση του Χριστιανισμού, η Ροτόντα μετατράπηκε σε εκκλησία από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α’, στα τέλη του 4ου αι. Έτσι δημιουργήθηκε η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου τον 4ου αι.,  η παλαιότερη από τις εκκλησίες που ακολούθησαν.  Οι αγιογραφίες ανάγονται στις αρχές του 5ο αι.  καθώς οι άγιοι που εικονίζονται μαρτύρησαν επί Διοκλητιανού και Μαξιμιανού. Αργότερα οι αγιογραφίες καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια της Τουρκικής κατοχής, και διατηρήθηκαν μόνο εκείνες που υπήρχαν  κάτω από το Θόλο.  Ο ναός  του Αγίου Γεωργίου, μεταβλήθηκε σε μωαμεθανικό τέμενος από τον Σουλεϊμάν Χορτατζή Εφέντη,  το 1590 και τότε προσετέθη και μιναρές, που έχει απομείνει μισός. Σήμερα λειτουργεί ως μουσείο καθώς συμπεριλαμβάνεται  στα Παλαιοχριστιανικά και Βυζαντινά μνημεία της Θεσσαλονίκης ως Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ[8].

Στην Πάνω Πόλη, βρίσκονται επίσης διάφορες εκκλησίες, όπως του Οσίου Δαυίδ, που θεωρείται ότι κτίστηκε από τη Θεοδώρα, θυγατέρα του Βαλέριου.  Τα μωσαϊκά της είναι του 5ουαι. και η ομορφιά του καλλιτεχνήματος προέρχεται από το όραμα του Ιεζεκιήλ, την  παράσταση του νεαρού Χριστού, τα εκλεπτυσμένα χρώματα και το συνδυασμένο συμβολισμό.

Δύο ακόμη εκκλησίες του 5ουαι. είναι:

1. η βασιλικού ρυθμού,  εκκλησία της Παναγίας Αχειροποίητου, που σημαίνει «φτιαγμένη χωρίς χέρια»[9],  2. η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου[10], η μεγαλύτερη ελληνική εκκλησία που χτίστηκε τον 7ο αι. στον τόπο του μαρτυρίου του Αγίου, επίσης βασιλικού ρυθμού.  Η κρύπτη του Αγίου Δημητρίου θεωρείται ότι έχει χτιστεί εκεί όπου άλλοτε ήταν τα ρωμαϊκά λουτρά, χώρος στον οποίο μαρτύρησε ο Aγιος. 

Οι δύο παραπάνω εκκλησίες, Η Αχειροποίητος,  και του Αγίου Δημητρίου, φέρουν αρχιτεκτονική που μιμείται το κλασσικό ελληνικό οικοδόμημα.

Η εκκλησία της Αγίας Σοφίας κτίστηκε τον 8ο αι. και  εκπροσωπεύει την πρώτη απόπειρα αλλαγής του Βασιλικού ρυθμού σε αρχιτεκτονική θόλου. Ο θόλος της διακοσμείται με καλοδιατηρημένα μωσαϊκά που αναπαριστάνουν την Ανάληψη και εικονίζει τους 12 Αποστόλους σε συζήτηση, δύο Αγγέλους και την Παρθένο Μαρία, που χωρίζονται με δέντρα και θεώνται τον Παντοκράτορα τον Παντοδύναμο Χριστό.

Παρενθετικά θα πρέπει ίσως  να τονιστεί το γεγονός ότι τον 9ο αι.  αιώνα που ακολουθεί και κατά την περίοδο των της Μακεδονικής Δυναστείας (867-1057), ιδρυτής της οποίας υπήρξε ο Βασίλειος ο Μακεδόνας (867-886), η Θεσσαλονίκη δεν ήταν σημαντική πόλη. Στη διάρκεια ωστόσο αυτής της Βυζαντινής περιόδου, η πολιτεία έζησε δύο μεγάλες θεολογικές διενέξεις:

1.Την Εικονοκλασία[11]: 8ο και 9ο αι. και πολύ αργότερα

2.Τον Ησυχασμό[12], που εισηγήθηκε από τους μοναχούς του Όρους Άθως, τον 14ο αι. με κύριο εκπρόσωπό του τον Γρηγόριο Παλαμά.

 

Συνεχίζοντας με τα μεσαιωνικά θρησκευτικά μνημεία από Παλαιοχριστιανικά χρόνια (από τον 4ο αι.)  έως και την Υστεροβυζαντινή περίοδο (13ος-14ο1 αι.) και επιπλέον των ναών που έχουν ήδη αναφερθεί, της Παναγίας Αχειροποίητου (5ος αι.),  του Αγίου Δημητρίου  (7ος αι.) και της Αγίας Σοφίας (8ος αι.),  παρουσιάζονται χρονολογικά και οι ναοί, που σε προηγούμενη σελίδα ετούτου του κειμένου, αναφέρονται σε σχέση με τον ρυθμό της αρχιτεκτονικής τους ή τη διακόσμησή τους  και είναι  οι ναοί: της Παναγίας των Χαλκέων (11ος αι.), της Αγίας Αικατερίνης (13ος αι.), του Αγίου Παντελεήμονα  (14ος αι.), των Αγίων Αποστόλων (14ος αι.),  του Αγίου Νικολάου του Ορφανού (14ος αι.), του Σωτήρος (14ος αι.), η Μονή Βλατάδων (14ος αι.),  ο ναός του Προφήτη Ηλία (14ος αι.) και τα βυζαντινά λουτρά (14ος αι.)[13]

 

Σύγχρονη εποχή:  Όσο για τη σύγχρονη Θεσσαλονίκη, ετούτη διακρίνεται για το Πανεπιστήμιό της, που γεμίζει την πολιτεία ζωή και κίνηση με το φοιτητόκοσμό που συχνάζει στα μπαράκια και στα καφέ  γύρω από το Λευκό Πύργο.

Ανάμεσα στα μεγάλα συγκροτήματα διαμερισμάτων που χαρακτηρίζουν την πρόσοψη της Θεσσαλονίκης στον αφικνούμενο από τη θάλασσα ταξιδιώτη, διακρίνονται κάποια παλιά μέγαρα από τα οποία ξεχωρίζει εκείνο που φιλοξενεί το Δημοτικό Μουσείο Τέχνης και μαρτυρεί με τα περιεχόμενα, την ποικιλότητα των κατοίκων της.

Η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης -όπως έχει ήδη αναφερθεί- προσθέτει στην πόλη την αίγλη εμπορικού κέντρου, καθώς προσελκύει πολλούς επισκέπτες από τα λοιπά μέρη της Ελλάδας και από τα Βαλκάνια.   

Στη Θεσσαλονίκη υπάρχει και το μουσειακό, τρόπον τινά, τούρκικο σπίτι με τον ξύλινο σκελετό, στη οδό Αποστόλου Παύλου 17, όπου  λέγεται ότι γεννήθηκε το 1880, ο Κεμάλ Αταρτούκ (πέθανε το 1938) ο ιδρυτής του Τουρκικού κράτους. Το «σπίτι του», που έχει επισκευαστεί, είναι μουσείο και ο  πιθανός επισκέπτης οφείλει να επισκεφτεί την Τουρκική Πρεσβεία -γωνία Αγίου Δημητρίου- και να παρουσιάσει  το διαβατήριό του.  Στις ημέρες μας ωστόσο  φημολογείται ότι ο Αταρτούκ γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριουδάκι έξω από τον Λαγκαδά, την Χρυσαυγή[14]. Οι πληροφορίες κατατίθενται από τους Πομάκους της Θράκης και αλλού στη Μακεδονία, όπως παρουσιάζεται από τα κείμενα στην ηλεκτρονική τους διεύθυνση: zagalisa.gr.

 

 


 

[1] Hans-Georg Beck, Η Βυζαντινή Χιλιετία, μετάφραση Δημοσθένης Κούρτοβικ, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2000, σ. 69.

[2] Hans-Georg Beck, Η Βυζαντινή Χιλιετία, ο. π., σ. 69.

[3] Hans-Georg Beck, Η Βυζαντινή Χιλιετία, ο. π., σ. 69.

[4] Hans-Georg Beck, Η Βυζαντινή Χιλιετία, ο. π., σ. 69.

[5] Στο απάνω μέρος των Δικαστηρίων, και για να πάει ο επισκέπτης εκεί, περνάει την οδό Εγνατίας από την Αριστοτέλους.

[6] Η είσοδος της  Άννας Παλαιολογίνας.

[7]Επταπύργιο ή Γεντί Κουλέ (στην Τουρκική γλ.) ονομασία της Ακρόπολης στη Θεσσαλονίκη και στην Κωνσταντινούπολη.

[8] Βικιπαιδεία

[9] Η ονομασία ανάγεται στο 12ο αι., όταν η εικόνα παρουσιάστηκε, ως εκ θαύματος, εκεί όπου κτίστηκε η εκκλησία.

[10] Ο Άγιος Δημήτριος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη τον 3ο αι. και πιστεύεται ότι ντυμένος ως στρατιωτικός της εποχής, παρουσιάστηκε σε δυσχερείς στιγμές για την πόλη και συνέβαλε στην τροπή των επιδρομέων της.

[11] Εικονοκλασία εκλήθη η διαμάχη εξαιτίας του φανατισμού εναντίον των εικόνων και της αντίληψης ότι πρόκειται περί ειδωλολατρικών στοιχείων, στοιχείων που οδήγησαν στην επιδίωξη της αποκαθήλωσής τους και της καταστροφής τους. Την περίοδο ετούτη τα μωσαϊκά του Οσίου Δαυίδ, καλυφθήκαν με περιττώματα αγελάδων για να μη καταστραφούν, ενώ αντίθετα το μωσαϊκό της Παρθένου στην Αγία Σοφία καταστράφηκε και ανακατασκευάστηκε αργότερα, όταν ηρέμησαν τα πράγματα.

[12] Ο Ησυχασμός από το άλλο μέρος, πήρε έκταση λαϊκού, πολιτικού και θρησκευτικού αγώνα. Κύριος εκπρόσωπος της θεωρίας του Ησυχασμού, υπήρξε ο Γρηγόριος Παλαμάς, Αρχιεπίσκοπος της Θεσσαλονίκης (Το λείψανό του Γ. Παλαμά φυλάσσεται στην Μητρόπολη της Θεσσαλονίκης). Ο Γρηγόριος Παλαμάς, υποστήριζε ότι ένας ολοκληρωμένος Μύστης, μπορεί ενίοτε να διακρίνει «μιά αμυδρή αχτίδα φωτός», σταλμένη από το Χριστό που κατοικεί στην καρδιά και λάμπει στο πνεύμα,  Hans-Georg Beck, Η Βυζαντινή Χιλιετία, ο. π., σ. 275.

 Ο Ησυχασμός –όπως τον αντιλαμβάνονται οι εμπνευστές του- «σημαίνει ρήξη με τη δογματική και λειτουργική ορθοδοξία των προηγούμενων αι.» (Hans-Georg Beck, Η Βυζαντινή Χιλιετία, ο. π.,  σ. 276). Η θεωρία του «Ησυχασμού» γελοιοποιήθηκε από τον Καλαβρέζο μοναχό Βαρλαάμ Καλαβρό (13ο αι-14ο αι.) μοναχός θεολόγος και φιλόσοφος, αντίπαλος των Ησυχαστών και του Γρηγορίου Παλαμά, (Τεγόπουλος - Φυτράκης, Ελληνικό Λεξικό, Γ ’Έκδοση, 1990, Εκδόσεις Αρμονία, Α.Ε. Αθήνα, σ. 869), ηγέτης των Ζηλωτών (Ζηλωτές = μαχητικό πατριωτικό κόμμα στη Θεσσαλονίκη τον 14ο αι., που αρνιόταν την εξουσία της προνομιούχας αριστοκρατίας. Hans-Georg Beck, Η Βυζαντινή Χιλιετία,  ο. π., σ. 498).

[13] Βικιπαιδεία.

[14] «Ο Κεμάλ, δεν γεννήθηκε στην κοσμοπολίτικη Θεσσαλονίκη της εποχής εκείνης (δεν ήταν «πρωτευουσιάνος» όπως θέλει να τον παρουσιάζει ο Τουρκικός εθνικισμός), αλλά σε ένα μικρό  χωριουδάκι έξω από τον Λαγκαδά, την Χρυσαυγή». Και αλλού στο ίδιο κείμενο: «Οι ντόπιοι μουσουλμάνοι κάτοικοι, πριν μεταναστεύσουν, θυμούνταν ότι σε νεαρή ηλικία έβοσκαν με τον μικρό Κεμάλ πρόβατα και αγελάδες γύρω από το χωριό. Ήταν ένα συνηθισμένο παιδί της εποχής του. Όμως, στη συνέχεια χωρίς να γνωρίζουν γιατί, η μητέρα του τον πήρε και έφυγαν στη Θεσσαλονίκη… Η αλήθεια αυτή αποσιωπήθηκε από τον καλπάζοντα εθνικισμό ο οποίος επιθυμούσε  να παρουσιάσει τον Κεμάλ γεννημένο στην μεγάλη πόλη της Θεσσαλονίκης, η οποία άκμαζε και έλαμπε στα Βαλκάνια την εποχή εκείνη… Τούρκοι πρόσφυγες που έφυγαν με την Ανταλλαγή των Πληθυσμών από το παλιό Σαρίγερ γνώριζαν την αλήθεια και παρά τα ψέματα του τουρκικού εθνικισμού, ερχόντουσαν πριν το 1981, ατομικά κυρίως, για προσκύνημα στον αληθινό τόπο γέννησης του Μουσταφά Κεμάλ. Υπήρχε μάλιστα ένας ντόπιος αγελαδάρης ο Κωνσταντίνος Γιαμουτζής, ο οποίος γνώριζε πολύ καλά την αληθινή ιστορία και αυτός συνόδευε τους επισκέπτες από την Τουρκία στο Σαρίγερ και τους έδειχνε τα ερείπια του σπιτιού», Από την ιστοσελίδα των Πομάκων, της Θράκης: zagalisa.gr.

Reproduced with the permission of the author.

 

 
 
          
Disclaimer
While every effort has been made by ANAGNOSTIS to ensure that the information on this website is up to date and accurate, ANAGNOSTIS  does not give any guarantees, undertakings or warranties in relation to the accuracy completeness and up to date status of the above information.
ANAGNOSTIS will not be liable for any loss or damage suffered by any person arising out of the reliance of any information on this Website

.Disclaimer for content on linked sites
ANAGNOSTIS accepts no responsibility or liability for the content available at the sites linked from this Website.
Το περιοδικό δεν ευθύνεται για το περιεχόμενο άρθρων των συνεργατών.

Anagnostis  P.O.Box 25 Forest Hill 3131 Victoria Australia
 enquiry@anagnostis.info