ΤΙΜΕ ΙΝ ΑΤΗΕΝS            

  

 




 

 


GREEKS 
IN AUSTRALIA

Explore the Map above

 


 


 

ΔΙΗΓΗΜΑ

Οι δέκα λίρες  απ'τη Μελβούρνη

Στη ζωή υπάρχουν πολλά παράξενα. Υπάρχουν πολλές χαρές, πολλές λύπες, πολλές συγκινήσεις. Πολλοί λένε πως διαλέγεις ό,τι θέλεις, ό,τι σου ταιριάζει. Νομίζω πως αυτό δεν ευσταθεί. Δεν διαλέγουμε ό,τι θέλουμε, δεν παίρνουμε ό,τι θέλουμε. Αυτές οι φράσεις είναι σχήματα λόγου. Παίρνουμε αυτό που έρχεται από μόνο του και έχει σχέση με τις συγκυρίες της ζωής. Ας μην προχωρήσω όμως πιο πέρα γιατί θα χρειαστεί να μπω σε βαθειά νερά της φιλοσοφίας και θα χαθώ σ' αυτά. Έτσι, ας αρχίσω το διήγημα μου, χωρίς άλλες ταλαιπωρίες για τον αναγνώστη.

Έφυγα απ' το χωριό νωρίς για τη Φλώρινα. Δεν περίμενα για το λεωφορείο. Το λεωφορείο θα περνούσε στις οχτώ το πρωί. Η διαδρομή του ήταν Κολχική-Πέρασμα-Τροπαιούχος-Φλώρινα. Μέχρι τις οχτώ θα είχα τελειώσει τα ψώνια μου και θα είχα χρόνο να χαζέψω και λίγο. Βέβαια δεν είχα σκοπό να κάνω πολλά ψώνια. Πού χρήματα! Μόνο τα εντελώς απαραίτητα-λίγο λάδι, ζάχαρη, μακαρόνια, χαλβά, θρεψίνη και λίγες ελιές. Αχ οι ευλογημένες και τι ωραία μυρωδιά που είχαν!

Έφτασα λοιπόν στην αγορά και πέρασα πρώτα απ' τα ψαράδικα. Τι είναι ο άνθρωπος φίλε μου! Το μάτι του δε χορταίνει ποτέ! Πήγα άθελα μου στα πιο ακριβά. Πώς μπορούσα όμως να ψωνίσω ψάρια τη στιγμή που τα χρήματα μου ήταν όλα-όλα δέκα λίρες από τη Μελβούρνη;

Έριξα μια λοξή ματιά στα ψάρια κι έφυγα όπως ήρθα. Πέρασα κατόπιν και απ' τα κρεοπωλεία. Το ίδιο κι εδώ. Έφυγα τρεχάτος. Ύστερα πήγα στα μπακάλικα. Στα μπακάλικα σταμάτησα. Έπρεπε να λογαριάσω τι θα έπαιρνα και πόσα χρήματα θα ξόδευα. Πήγα στο μπακάλη μας το Δημήτρη. Απ' το Δημήτρη ψώνιζα βερεσέ, δηλαδή με πίστωση, και πλήρωνα δύο φορές το χρόνο, στα καπνά και στις φράουλες. Μας έκανε ο άνθρωπος αυτή την ευκολία, με το αζημίωτο βέβαια, καλά να 'ναι!

Ψώνισα τα απαραίτητα. Ο Δημήτρης έβγαλε το δεφτέρι του για να γράψει τα βερεσέδια. Τον σταμάτησα. "Όχι", του είπα "θα πληρώσω τώρα". Με χοπαξε περΐϊργσ σ ανθρΏπιος. Έκανε το σταυρό του και πήρε τα χαρτονομίσματα που του έδωσα. Δε μπορούσε να πιστέψει τα μάτια του. Του εξήγησα όλες τις λεπτομέρειες. Του είπα για το ξενιτεμένο παλικάρι μας και για τις δέκα λίρες που μας έστειλε απ' τον ιδρώτα του. Συγκινήθηκε ο Δημήτρης. Μου πρόσφερε τσιγάρο. Είδα τη συγκίνηση στο πρόσωπο του και συγκινήθηκα για μια φορά ακόμα κι εγώ. "Αλίμονο μας", είπα τότε. "Τα παλικάρια μας ποιος ξέρει σε τι δουλειές εργάζονται στην ξενιτειά, μακριά στην Αυστραλία". Δεν ήθελα να μείνω περισσότερο στο μπακάλικο. Έπρεπε να φύγω αμέσως για να μην αρχίσω τα κλάματα. Αποχαιρέτησα και βγήκα έξω τρεχάτος.

Πέρασα όλη την αγορά τρεχάτος, με μια μόνο μικρή στάση, για να πάρω λίγα μανάβικα, κι έφυγα για το κέντρο της πόλης.

Κατόπιν περπάτησα σε παλιά, γνωστά μέρη, αναπολώντας τα παλιά. Τα μέρη αυτά τα περπάτησα πολλές φορές. Ήρθαν στο νου μου παιδικές, ωραίες αναμνήσεις. Σ' αυτά τα μέρη κάναμε τα πιο όμορφα όνειρα της ζωής μας. Σ' αυτά τα μέρη ονειρευτήκαμε τις πιο γλυκές μας αγάπες, τα πιο όμορφα κορίτσια. Τα περπάτησα για μια ακόμη φορά όλα. Ήρθαν στη μνήμη μου παλιά βιώματα, παλιές αναμνήσεις, θυμήθηκα το Σπύρο, το Γιώργο, τον Κώστα, το Στέργιο και άλλους πολλούς, θυμήθηκα και τα όμορφα κορίτσια της γειτονιάς μας, την Αθηνούλα, την Ελένη, την Τίκα και άλλα. Αχ, μάνα μου πως είναι η ζωή!

Κουράστηκα να περπατώ. Η ώρα περνούσε κι αυτή. Έπρεπε να πάρω το δρόμο για τη στάση του λεωφορείου. Τώρα ήμουν φορτωμένος και θα έπρεπε να πάρω το λεωφορείο για την επιστροφή στο χωριό. Στη στάση του λεωφορείου υπήρχαν και δύο καφενεία. Στάθηκα απέναντι κι άρχισα να σκέφτομαι σε ποιο απ' τα 

δύο να πάω για έναν καφέ, πριν την αναχώρηση μου.

Έτσι όμως που στεκόμου, κάτι το πολύ περίεργο και συγκινητικό παρουσιαζόταν απέναντι μου σ' ένα απ' τα δύο καφενεία. Σ' ένα τραπέζι κάθονταν ο ένας απέναντι στον άλλο ο Πέτρος και Ηλίας. Κάτι τέτοιο, βέβαια, ήταν πολύ συνηθισμένο. Αλλά σ' αυτή την περίπτωση η εικόνα ήταν ασυνήθιστη. Οι δυο συγχωριανοί μου είχαν στο τραπέζι τους καφέδες τους, τα τσιγάρο τπι.ις, τπ ν^ρατρυς, Αλλά κανείς^οο^— δεν άναψε τσιγάρο και κανείς τους δε δοκίμασε τον καφέ. Βλέπανε ο ένας τον άλλο κατάματα, χωρίς να βγάζουν μιλιά απ' το στόμα τους. Η εικόνα ήταν δραματική . Η μελαγχολική στάση των δύο συγχωριανών μου μου ράγισε την καρδιά. Δεν μπορούσα να εξηγήσω στον εαυτό μου το τι πιθανόν να συνέβαινε στους δυο μου συγχωριανούς. Αισθανόμουν ένα βάρος στο στήθος μου. Έμενα ακίνητος. Δεν τολμούσα να κάνω ούτε ένα βήμα προς την απέναντι μεριά.

Κι εκεί που όλα αυτά διαδραματίζονταν μπροστά στα μάτια μου, κάτι το πολύ τολμηρό και πολύ ανθρώπινο έπαιρνε μέρος στην απέναντι μεριά. Κάτι που σπάραξε τα σωθικά μου και μ' έφερε σε απόγνωση. Χωρίς καμιά κουβέντα, χωρίς καμιά άλλη ένδειξη, οι δύο συγχωριανοί έβαλαν τα χέρια τους, ο ένας στους ώμους του άλλου, κοιτάχτηκαν κατάματα και καθώς ήταν και πάλι αμίλητοι, ξέσπασαν σε λιγμούς και ακράτητα κλάματα. Εκείνη τη στιγμή και βλέποντας όλο αυτό το δράμα να ξετιλίγεται μπροστά στα μάτια μου, συνήλθα από το λήθαργο μου και συνειδητοποίησα το μέγεθος της κατάστασης, στην οποία βρίσκονταν οι δυο συγχωριανοί μου. Έριξα μια ματιά στις σακούλες με τα ψώνια και οι λιγμοί έφραξαν το λάρυγγα μου. Δεν μπορούσα να βγάλω μιλιά. Με κομμένη την πνοή μου και με βαριά καρδιά περπάτησα μέχρι το απέναντι πεζοδρόμιο. Απόθεσα τις σακούλες μου κι εγώ στο ίδιο τραπέζι, και ασυνείδητα πια έβαλα τα χέρια μου στους ώμους των συγχωριανών και ξέσπασα σε λιγμούς πόνου για το ανθρώπινο δράμα.

Τα κλάματα μας και οι λιγμοι' ακούγονταν τώρα σ' όλο το γύρω περιβάλλον. Οι περαστικοί σταματούσαν και ρωτούσαν ο ένας τον άλλο να μάθουν τα αίτια αυτής της ανθρώπινης τραγωδίας. Κανείς όμως δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει τα διαδραματιζόμενα. Εμείς, βέβαια, ούτε ακούγαμε, ούτε και βλέπαμε. Μας τυραννούσαν οι δέκα λίρες που έφτασαν απ' τη Μελβούρνη, απ' το μόχθο των παιδιών μας. Πώς ήταν άραγε; Περνούσαν καλά ή δούλευαν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες; Τα παιδιά μας λείπανε στην ξενιτιά, στην άλλη άκρη της γης, κι εμείς πίναμε καφέδες και καπνίζαμε έτοιμα τσιγάρα κι όχι στριφτά, όπως παλιά, και ψωνίζαμε με τον ιδρώτα των σπλάχνων μας. Δεν ^ίμοοτον συνηθισμένοι!

Σε λίγο κάποιος μας φώναξε. Το λεωφορείο ήταν έτοιμο για αναχώρηση. Σηκωθήκαμε, κοιταχτήκαμε και οι τρεις με πικρό παράπονο, πήραμε τα λίγα μας ψώνια και τα τσιγάρα και μπήκαμε στο λεωφορείο.

Πέρασαν από τότε πολλά χρόνια, θα περάσουν κι άλλα. Οι καημοί μας όμως και ο πόνος μένουν για πάντα.

Στέλιος Μέλλιος


Reproduced with the permission of the Editor
of LOGOS Journal  Melbourne 

 



 


 



 

 

 
 
  
Disclaimer
While every effort has been made by ANAGNOSTIS to ensure that the information on this website is up to date and accurate, ANAGNOSTIS  does not give any guarantees, undertakings or warranties in relation to the accuracy completeness and up to date status of the above information.
ANAGNOSTIS will not be liable for any loss or damage suffered by any person arising out of the reliance of any information on this Website

.Disclaimer for content on linked sites
ANAGNOSTIS accepts no responsibility or liability for the content available at the sites linked from this Website.
Το περιοδικό δεν ευθύνεται για το περιεχόμενο άρθρων των συνεργατών.

Anagnostis  P.O.Box 25 Forest Hill 3131 Victoria Australia
 enquiry@anagnostis.info