Γεννήθηκες
σε γη αγαπηµένη,
πέρασες χρόνια όµορφα, ήσουν
ευτυχισµένη,
µα νόµιζες καλύτερα πως θα περνούσες
σε ξένη γη, µονάχη όταν θα ζούσες.
|
Και
ξεκινάς µε µια βαλίτσα εις το
χέρι παίρνοντας όλα τα όνειρα
στο πλοίο να σε φέρει. Μα
φθάνοντας στη γη της
επαγγελίας κατάλαβες ότι δεν
θα 'χες καθόλου µεγαλεία. |
Άρχισες
να δουλεύεις για να ζήσεις,
ίσως κι ένα σπιτάκι ν' αποκτήσεις.
Προσπάθησες να βγάλεις απ' το
νου σου ακόµα και τη µάνα τη
δική σου.
|
Και ξαφνικά σε βρήκε η
νοσταλγία να γυρίσεις στην
πατρίδα µε ελπίδα και άρχισες
δωράκια ν' αγοράζεις
σε φίλους και σε συγγενείς σου
να µοιράσεις. |
Η χαρά όλη δική σου µε τα λίγα
σου λεπτά, ποτέ σου δεν τα
σκέφτηκες αυτά
κι όταν τελείωσαν τα δώρα
σου είπαν, 'άντε, φύγε τώρα".
|
Πήγαινε πάλι εκεί που ζεις,
την Ελλάδα πάψε πια να νοσταλ
γείς, καλύτερα να την ξεχάσεις
τώρα πια,
µπαίνεις σε βάρκα µε σπασµένα
τα κουπιά.
|
Τότε αρχίζει το µαρτύριό σου,
αυτό κι αν είναι το παράπον6
σου! Είσαι ξένη στην πατρΙδα
τη δικι(ι σου, τώρα σ'
αποµένει µ6νο η µηφι(ι σου.
|
Η µητριά σ' αγκάλιασε ξανά,
όµως ακόµα δεν αρχίσαν τα
δεινά.
Σαν θέλησες να πάρεις το
πένσιον σου,
σου είπε εκείνη: (<να το
βγάλεις απ' το µυαλό σου».
|
Έχεις
το σπίτι σου και κάτι τι στην
πάντα
σου φτάνουν να τα φας πριν απ'
τα 'άντα"
και όταν τα ξοδέψεις και ζεις ακόµα
πέρνα απ' του Σέντερ-Λιγκ το
σώµα (οµάδα).
|
Αν έχεις κάποιο να σε βοηθήσει
λίγα ψίχουλα θα σου χαρίσει,
ειδάλλως ψόφησε κι εσύ
όπως οι άλλοι µετανάστες οι
µισοί.
|
Και βλαστηµάς την ώρα που σε
γέννα
η κακοµοίρα, ας πέθαινες στη
γέννα. Και βλαστηµάς τις δυο
σου τις πατρίδες που από καµιά
τους τίποτα δεν πήρες.
|
Αυτά µε λίγα λόγια η ζωή
του µετανάστη πήρε την ψυχή.
Και ζουν και βασιλεύουν οι
µεγάλοι αφού εσένα σου 'χουν
πάρει το κεφάλι.
|
Reproduced with the permission of the
author. |