Το
2009
εορτάζεται
η
εκατονταετηρίδα
του
ποιητή
Γιάννη
Ρίτσου.
Γεννήθηκε
στη
Μονεμβασιά
το 1909 και
είχε μια
ταραγμένη
νεανική
ηλικία με
το θάνατο
του
αδελφού
του και
της
μητέρας
του από
φυματίωση,
την
απώλεια
της
πατρικής
του
περιουσίας
από την
άστατη
ζωή του
πατέρα
του, την
πάλη με τη
δική του
ασθένεια
από τη
φυματίωση
και τέλος
την τρέλα
του
πατέρα
του και
της
αδελφής
του
Λούλας. Ο
ίδιος
κατάφερε
να
νικήσει
τη
φυματίωση,
να
επιβιώσει
και να
εξελιχθεί
σε έναν απ’
τους
μεγαλύτερους
έλληνες
ποιητές
του
εικοστού
αιώνα.
Η προ του 1940
ποίησή
του
αρχίζει
με την
επιρροή
του
Καρυωτάκη
αλλά και
του
ελπιδοφόρου
οράματος
της
μαρξιστικής
του
ιδεολογίας
για έναν
καλύτερο
κόσμο. Στο
πρώιμο
αυτό έργο
του
συμπροβάλλονται
ιδεεολογικά
και
αυτοβιογραφικά
μοτίβα. Το
όραμά του
προβάλλεται
από τις
συλλογές
«Τρακτέρ»
1934, «Πυραμίδες» 1935
και «Επιτάφιος»
1936. Παράλληλα,
από το 1935
υιοθετεί
επίσης
τις
τεχνικές
της
μοντέρνας
ποίησης
που
εισήγαγαν
στην
Ελλάδα οι
αποκαλούμενοι
ποιητές
της
Γενιάς
του ’30 όπως
ο Σεφέρη,
ο Ελύτης,
ο
Εμπειρίκος,
ο
Εγγονόπουλος
και άλλοι.
Μολονότι
ο Ρίτσος
δεν
υπήρξε
πρωτοπόρος
της
Μοντέρνας
ποίησης
στην
Ελλάδα,
ήταν ο
περισσότερο
διαβαζόμενος,
όπως
μαρτυρείται
από την
υποδοχή
εργασιών
του όπως ο
«Επιτάφιος»
και το «Τραγούδι
της
Αδελφής
μου». Οι
περισσότερο
αυτοβιογραφικές
ποιητικές
εργασίες
του όπως
το «Τραγούδι
της
Αδελφής
μου» το 1937, «Εαρινή
Συμφωνία»
1938 και το «Εμβατήριο
του
Ωκεανού»
το 1940
συνέβαλαν
περισσότερο
από κάθε
άλλον
στην
εκπαίδευση
του
αναγνωστικού
κοινού
και την
εμπέδωση
της
Μοντέρνας
ποίησης.
Στο παρόν
σημείωμα
θ’
αναφερθώ
στο μακρό
λυρικό
ποίημα «Το
Εμβατήριο
του
Ωκεανού».
Το ποίημα
γράφτηκε
το 1939-40 και
δημοσιεύτηκε
το 1940 (Ρίτσος
«Ποιήματα,
τόμος Α΄»,
σσ. 257-290). Το «Εμβατήριο
του
Ωκεανού»
αναπτύσσει
το
παρορμητικό
κάλεσμα
του
ατόμου ν’
αποδεχτεί
την
πρόκληση,
να κάνει
το ταξίδι,
ένα θέμα
που
πάντοτε
γοήτευε
τους
νεαρούς
έλληνες
που
ζούσαν
δίπλα στη
θάλασσα,
ως μέρος
ενός λαού
με μια
μακρά
θαλασσινή
παράδοση.
Η
Ελληνική
λέξη για
τη
θάλασσα
από τον
καιρό του
Ομήρου
και του
Ξενοφώντα
μέχρι την
εποχή του
Σεφέρη,
του Ελύτη
και του
Ρίτσου
αποτελεί
μια
κραυγή
που
ενέχει
την
έννοια
πολιτιστικής
ταυτότητας,
μια
αμφίθυμη
και
αναπόφευκτη
κραυγή
που
υπενίσσεται
αγώνα,
απελπισία
ή
απελπισμένη
αισιοδοξία.
Αποτελεί
μέρος της
προσωπικής
μυθολογίας
του
Ρίτσου. Η
φωνή του
ομιλητή
του
ποιήματος
αρθρώνει
το λυρικό
τραγούδι
του στο
συλλογικό
πληθυντικό
πρώτο
πρόσωπο:
Θάλασσα
θάλασσα/
στο νου
στην ψυχή
και στις
φλέβες
μας
θάλασσα.
Εμείς το
σπίτι μας
το
χτίσαμε
στη
θάλασσα.
Εσύ
που κλαις
το θάνατο/
δε μας
γνωρίζεις.
Η θάλασσα
δεν
κλαίει./
Τραγουδάει.
Οι
δεσμοί
μεταξύ
των
επίδοξων
νεαρών
θαλασσινών
και της
θάλασσας
υποβάλλονται
ως μια
ερωτική
σχέση:
Αλμυρά
μαλλιά/
ηλιοψημένοι
μηροί/ ο
φλοίσβος
ανάμεσα
στο φιλί/
η
θάλασσα
πιο πέρα
απ’ το
σπασμό.
Οι
πολιτιστικοί
δεσμοί
μεταξύ
της
θάλασσας
και των
ελλήνων
εκφράζονται
μ’ ένα
χαρακτηριστικό
ελληνικό
λεξιλόγιο
της
ελληνικής
πολιτιστικής
παράδοσης:
Ε
καπετάνιε/
φάε το
ξερό ψωμί
σου
βιαστικά/
και τη
μαύρη
ελιά/
Βουτηγμένη
στ’ αλάτι
και στον
ήλιο/ πάνω
στον
όρθιο
βράχο./
Καιρός
ν’
ανοίξουμε
πανιά.
Κανένας
έλληνας
θαλασσινός
δεν
ενσαρκώνει
ενεργέστερα
αυτή τη
διαχρονική
θαλασσινή
παράδοση
από τον
ομηρικό
θρυλικό
Οδυσσέα:
Ο
Λαέρτης
με το
σκύλο του
πάνω στο
βράχο/ Θα
περιμένει
μάταια.
Καθώς
Εκείνος
έβγαινε
απ’ τη
θάλασσα
γυμνός.../
(...)
Έξω στο
λιακωτό
σιμά στη
θάλασσα/
το
βραδινό
τραπέζι
μας λιτό/
Μούσκευε
στο κρασί
ψωμί
σταρένιο
η ΄Ανοιξη/
και το
φεγγάρι
μυστικό
ζωγράφιζε/
στα
ελληνικά
χωμάτινα
λαγήνια/
σκηνές
από την
Τροία.
(...)
στα
περβάζια
του
νησιού
στενάζουν
τα
κορίτσια/
που
αρραβωνιάστηκαν
τον
Οδυσσέα
Η ΄Αννα
Κατσίκη-Γκίβαλου
(Νέα Εστία, «Αφιέρωμα
στο Ρίτσο»,
Χριστούγεννα
1991, σσ. 122-126)
βρίσκει
παραλληλισμούς
μεταξύ
του «Εμβατηρίου
του
Ωκεανού»,
του
Ρίτσου,
του «Δωδεκάλογου
του
Γύφτου»
του
Παλαμά
και της «Ιθάκης»
του
Καβάφη: «Ο
νέος
Οδυσσέας
περισσότερο
καβαφικός
παρά
ομηρικός
δεν
ενδιαφέρεται
για την
Ιθάκη του∙
Δεν
υποάρχει
καπνός
μήτε
Ιθάκη».
Φυσικά
υπάρχουν
κάποιες
ευδιάκριτες
ομοιότητες
στις
υπαρξιακές
τάσεις
του
Γύφτου
του
Παλαμά
και του
Οδυσσέα
του
Ρίτσου,
αλλά
είναι
εντελώς
δυο
διαφορετικά
ποιήματα.
΄Οσον
αφορά τον
δεύτερο,
πιστεύω
ότι
μάλλον
βρίσκεται
πιο κοντά
στα
υπαρξιακά
ερωτήματα
και τις
αγωνίες
του
Καζαντζακικού
Οδυσσέα
παρά στο
ταξίδι
για την
απόχτηση
γνώσεων
και
εμπειριών
του
φιλοσοφικού
καβαφικού
Οδυσσέα. Ο
Οδυσσέας
του
Ρίτσου,
όπως
εκείνος
του
Καζαντζάκη,
εκφράζει
την
παρορμητική
ανάγκη
για το
ταξίδι
για να
ξεφύγει
την
απραξία
και το
απελπιστικό
κενό της
ύπαρξής
του:
Χαλκάς
δε στέκει
στους
αστράγαλους
της
θάλασσας/
χαλκάς δε
στέκει
στη
θαλασσινή
καρδιά
μας./
Αντίο
αγάπες
και
πατρίδες...
Δεν
υπάρχει
καπνός
μήτε
Ιθάκη. / ΄Αλλον
ορίζοντα
δεν έχουν
πια οι
ορίζοντες.
Το
αιώνιο
τραγούδι
του
πόντου
απαντά
στο κενό/
και
γεμίζει
το μηδέν
με καρδιά
και ήλιο.
Φαίνεται
πως η
παρόρμηση
για το
ταξίδι
του
Ρίτσου
πηγάζει
από μια
ανεπούλωτη
υπαρξιακή
πληγή:
Θάλασσα,
θάλασσα/
τα βιβλία
δεν
φράζουν
το
ερώτημα/
το
ερώτημα
δεν
φράζει
την πληγή./
Απ’ την
πληγή μας
ξεκινάει
το
πέλαγος. (...)
Ω
ανεξάντλητε
πόνε ω
παγκόσμια
χαρά/
συμπαντική
φωτιά.../
πάνω
από τα
ψηλά
κατάρτια/
όπου
ανεβαίνουν
οι
ποιητές/
να
χαιρετήσουν
το νέο
πρόσωπο
του Θεού/
που
καθρεφτίζεται
μειδιώντας
στα νερά/
μέσα
στο
πλαίσιο
δυο
μεθυσμένων
γλάρων.
Το
ποίημα
εκφράζει
το πάθος
του
άγορου
ευφάνταστου
ελληνόπουλου
για τον
κόσμο της
θάλασσας
και των
ανοιχτών
οριζόντων,
όπως
γίνεται
και στα
ποιήματα
του
Οδυσσέα
Ελύτη «Παιδί
με το
γρατσουνισμένο
γόνατο»
και «Ναυτάκι
του
Περιβολιού»
που
γράφτηκαν
αργότερα
και
κυκλοφόρησαν
στον «΄Ηλιο
τον Πρώτο»
του 1943. Ο
κόσμος
αυτός δεν
θα
μπορούσε
να ήταν
πραγματοποιήσιμος
για τον
ασθενή
νεαρό
Ρίτσο που
αναπόφευκτα
θα
σκόνταφτε
πάνω στην
απογοητευτική
στροφή
του
Καββαδία:
Θα
μείνω
πάντα
ιδανικός
κι
ανάξιος
εραστής
Των
μακρυσμένων
ταξιδιών
και των
γαλάζιων
πόντων
Και
θα πεθάνω
μια
βραδυά
σαν όλες
τις
βραδυές
Χωρίς
να σκίσω
τη θολή
γραμμή
των
οριζόντων.
(Mal
Du
Depart).
Αν
θα έπρεπε
ν’
αναζητήσουμε
αυτοβιογραφικές
αναφορές
στο
ποίημα
του
Ρίτσου θα
μπορούσαμε
εύκολα ν’
αντικαταστήσουμε
τον καημό
του
λυρικού
ομιλητή
του
ποιήματος
για το
ταξίδι
και τη
θάλασσα
με τον
καημό
μιας ζωής
του
ποιητή
για το
τραγούδι,
τον
αθεράπευτο
καημό του
για την
ποίηση
και την
κοινωνική
επανάσταση.
Οι
τελευταίοι
εφτά
σύντομοι
στίχοι
του «Εμβατηρίου
του
Ωκεανού»
με την
επίκληση
του
ομιλητή
προς τον ΄Ηλιο,
που για
τον Ρίτσο
αποτελεί
τη
θεότητα
της
ποίησης,
της ζωής
και της
επανάστασης,
είναι
αρκετά
υπαινιχτικοί:
΄Ηλιε,
΄Ηλιε/ που
βάφεις μ’
αίμα τη
θάλασσα/
γυμνός
προσφέρομαι
στη φλόγα
σου/
να
φωτίσω τα
μάτια των
ανθρώπων.
Αδέλφια
μου/
ακούστε
τη φωνή
σας, τη
φωνή μου/
ακούστε
το
τραγούδι
του ήλιου
και της
θάλασσας.
Η
παρόρμηση
για το
ταξίδι
στο Ρίτσο
προέρχεται
από την
ανοιχτή
υπαρξιακή
πληγή και
εκφράζεται
με
επικλιτικές
αποστροφές
ενός
υψηλού
λυρικού
τόνου.
Αυτή η
επικλητική
κραυγή
αποκαλύπτει
έναν
ερωτικό
καημό
μιας
υπαρξιακής
υφής, που
τονίζει
στο
ποίημα
τον αγώνα
όχι τη
νίκη, το
ταξίδι
όχι τον
προορισμό:
Θάλασσα,
θάλασσα/
καθώς εσύ/
έτσι κ’
εμείς/ δε
θα
υποκύψουμε
στη νύχτα/
και
στον ύπνο.
Δε
θα
καταδεχτούμε
να
φωνάξουμε:/
νικήσαμε
για πάντα.
Παραπομπές
Νέα
Εστία,
«Αφιέρωμα
στο
Γιάννη
Ρίτσο»,
Χριστούγεννα
1991.
Χρήστου
Φίφη,
Γιάννης
Ρίτσος: Η
Μοντερνιστική
περίοδος
του 1935 – 1943»
στοElizabeth
Close,
Michael
Tsianikas
and
George
Frazis
(eds),
Greek
Research
in
Australia. (Proceedings
of the Biennial Conference
of Greek Studies,
The Flinders University of South Australia,
2003: 487 – 512.
|