Πήγε και κάθισε στην άκρη του παλιού αλωνιού του χωριού του,
στα «Γουβιά.» Ήταν μια ημέρα του Απρίλη, με
oλόλαμπρη
λιακάδα. Όλα, τριγύρω, λαμποκοπούσαν μια και είχαν ξεπλυθεί με
το τελευταίο λιώσιμο του χιονιού. Ο ουρανός, ασπρογάλανος
ξεκάθαρος, κρουσταλλένιος, άπλωνε την αιθέρια του χωρίς
στί-γμα και κηλίδα, σα μια αποθέωση από φως και αγνότητα στην
απεραντοσύνη.
Τέτοιες ήταν ασφαλώς οι μέρες
που ο ουρανός γινόταν κατοικία θεών και αγγέλων. Λίγες άσπρες
γάζες που σκέπαζαν τις κορυφές των γύρω βουνών, έτρεχαν να
κρυφτούν και να εξαφα-νίσουν την παρατονία τους.
Τα λίγα χιόνια στις
κορυφές των βουνών, και τα νερά στις ρεματιές και στους
κάμπους, ξεπετούσαν σπίθες και αστραπές σα να έκαναν αναμεταξύ
τους σήματα χαράς με το δικό τους οπτικό τηλέγραφο. Τα σπαρτά
είχαν φουντώσει και ξεπεταχτεί. Όλος ο κάμπος ήταν ένα
ολοπράσινο χαλί, όπου κάθε κομμάτι είχε τη δική του απόχρωση
και το δικό του τόνο. Άλλο ήταν το πράσινο του σταριού, άλλο
του κριθαριού, και ολότελα διαφορετικό της λυγερής βρίζας.
Ακόμα πιο χτυπητές ήταν οι παραλλαγές στα λιβάδια και στα
όψιμα, και το καθένα χωράφι χωριστά, έκλεινε μέσα του
ανεξάντλητη ποικιλία λεπτών αποχρώσεων.
Στο καταπράσινο φόντο των λιβαδιών, τα αγριολούλουδα
άπλωναν πλούσια την πολυχρωμία τους. Τα άσπρα και κίτρινα -
αυτά ήταν τα περισσότερα, πότε χύνονταν σαν ποτάμια, πότε
σχημάτιζαν ανεξάρτητα βασίλεια, και πότε πιάνονταν τρελά
με-ταξύ τους σα να είχαν μεθύσι απ΄ τη χαρά τους.
Κάπως παρά-μερα και σε απόσταση από τα άλλα, έστεκαν τα
γαλαζολούλουδα σεμνά, μα και με επίγνωση της γαλάζιας ομορφιάς
τους, που δεν την έφτασε, όπως είπε ο Χριστός, ουδέ ο σοφός
Σολομώντας παρ΄ όλη την πολυτέλεια, τη μεγαλοπρέπεια και το
χαρέμι του.
Σε διάφορα σημεία, πυκνές
κοκκίνιζαν οι παπαρούνες σα νεα-νικό αίμα. Το αίμα της
σφριγηλής αυτής ζωής, που κυκλοφο-ρούσε με δυνατούς παλμούς
και ακράτητη ορμή ανάμεσα απ΄ όλες τις αρτηρίες και τους
πόρους της γης. Ολόγυρα, ορθώνονταν τα βουνά περήφανα στο
στιλπνό και κάτασπρο μανδύα τους, σα μαρμάρινα τιτανικά τείχη
που προστάτευαν το μικρό κάμπο. Δίπλα στις ψηλές βουνοκορφές,
παράστεκαν άλλες χαμηλότερες κορυφές, που απλώνονταν κυκλικά,
σα να είχαν πιαστεί απ΄ τους ώμους στο χορό...
Στο μικρό κάμπο, και κολλητά
στα ριζά των βουνών αρα-διάζονταν το ένα κοντά στο άλλο τα
χωριά. Άλλα μεγαλύτερα, άλλα μικρότερα. Τα πλουσιότερα
ξεχώριζαν από τ΄ άσπρα και καλοχτισμένα σπίτια, διακριτικά του
πλούτου. Κατά την ανατολή, στο βάθος του ορίζοντα, που τον
έκλεινε χαμηλή λοφοσειρά, άσπριζε καμαρωτό στο αμφιθέατρό του,
ο Προφήτης Ηλίας, και πόζαρε σα γενικός επόπτης του κάμπου κι
άγρυπνος φρουρός του. Κάτω, αριστερά, και σε μικρή απόσταση,
ήταν το πιο μικρότερο χωριουδάκι το Πρασιδάκι. Είχε περίπου
15-20 σπίτια που ήταν χωμένα μέσα στις καταπράσινες μουριές,
λεύκες και ιτιές. Έτσι, κρυμμένα όπως ήταν στα δέντρα, τα
πρόδινε ο καπνός που ανέβαινε ήσυχα απ΄ τα τζάκια, πάνου, ψηλά
και σιγά σιγά δια-λυόταν. Κάτω, κοντά στη θάλασσα απλωνότανε
το Γιαννιτσοχώρι με τα θερμοκήπια του. Δίπλα του, λίγο
αριστερά το χωριό Ελαία (Μπούζι), με τις όμορφες παραλίες
της....
Ένα
γυαλιστερό φίδι, το χιλιοτραγουδισμένο ποτάμι η Νέδα, έπαιζε
μακάρια με τις αχτίδες του ήλιου, μα χαμηλότερα στον κάμπο,
άφηνε κατά μέρος τη γαλήνη και τη φρονιμάδα της και σα να την
είχε πιάσει ξαφνικά κατακτητική μανία, κυρίευε πολλά χωράφια
και τα ΄κανε αστραφτερές ασημένιες πλάκες...
Δε χόρταινε να βλέπει όλα αυτά
που απλώνονταν μπροστά του. Δίπλα του, θυμάρια, μολόχες,
αγριολούλουδα, μυρτιές και ασφοδέλια, σχημάτιζαν ένα πανέμορφο
ταπέτο με χίλια χρώματα. Πεταλούδες και μέλισσες χόρευαν
παντού. Αηδόνια κελαηδούσαν, και ο κούκος διασκέδαζε τη
μοναξιά του με τη μονότονη φωνή του
Από δω και μπρος, όλα ξεχασμένα
τόσα χρόνια, ξαναγίνονταν
οικεία. Όλα ξαναγύρισαν
στη μνήμη του και κάθε κομματάκι γης ανάσταινε μέσα του μια
σκηνή, μια στιγμή των ωραίων εκείνων χρόνων, που όλα φαίνονταν
εύκολα και που τίποτα δε μπορούσε να στερέψει την πηγή των
ονείρων...
Να, σε κείνη τη μεγάλη
βελανιδιά, έφερνε τα λίγα πρόβατα τα μεσημέρια των καλοκαιριών
να σταλίσουν. Στον ίσκιο εκείνης της ελιάς διάβασε τους
«Άθλιους», εκεί σχεδίασε να φιλήσει τη Μαρία, τον πρώτο του
νεανικό έρωτα. Εκεί στην πλαγιά με τις κουμαριές έστηνε τα
ξόβεργα για τα κοτσύφια...
- Λείπεις καιρό, παιδάκι μου
από το χωριό;
Γύρισε το κεφάλι του και είδε
μια μαυροντυμένη γριούλα με το τσεμπέρι στο κεφάλι και να
στηρίζεται στην κακοφτιαγμένη μαγκούρα της.
Τινάχτηκε, λες και τον είχαν
ξυπνήσει απότομα, σβήνοντας το πιο γλυκό του όνειρο.
- Λίγο καιρό
λίγους μήνες, της
αποκρίθηκε βιαστικά.
- Περίεργο!
- Γιατί; Απόρησε.
- Τα μάτια σου μαρτυρούν
άλλα... γριά είμαι και ξέρω.
Χαμογέλασε με αμηχανία και δε
συνέχισε την κουβέντα. Της έκρυβε την αλήθεια. Δεν ήθελε να
θυμάται τα χρόνια που πέρασε - κοντά είκοσι, στην ξενιτιά.
Πάσχιζε να ξεχάσει εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό που, γεμάτος
ελπίδες άφησε τον ήρεμο, μαγευτικό του τόπο, για να ταξιδέψει,
να δουλέψει για λίγα χρόνια, τρία, πέντε το πολύ, να
καζαντίσει και να γυρίσει πάλι στον τόπο του...
Δεκαοχτώ χρονών παλικάρι ήταν
τότε στις αρχές του 1950, που κάποιος γνωστός του από ένα
κοντινό χωριό που ΄χε επιστρέψει απ΄ την Αυστραλία του είπε:
«Μικρός είσαι, μα θα τα
καταφέρεις...τα εργατικά χέρια είναι περιζήτητα, θα βρεις
ευκαιρίες στην Αυστραλία. Θα κάνεις γνω-ριμίες, θα δουλέψεις,
θα μαζέψεις λεφτά, για να στέλνεις και καμιά δεκάρα στη μάνα
σου, που βολοδέρνει χειμώνα καλοκαίρι στα ξεροχώραφα... θα
μπορέσεις να πηγαίνεις και σε νυχτερινό σχολείο να μάθεις
αγγλικά...»
Ένα βάρος του πλάκωσε ξαφνικά
το στήθος .
«Τι ψέματα Θεέ μου...»
αναλογίστηκε. Χαμένοι κόποι
απραγματοποίητα όνειρα
»
Το βλέμμα του πλανήθηκε αργά
και τεμπέλικα στον κάμπο, στα βουνά, στα γύρω χωριά.
Προσπαθούσε να φύγει απ΄ τις
θύμησες της ξενιτιάς του.
Στο τέλος δεν τα κατάφερε.
Άρχισε να θυμάται:
} Όταν έφτασε στη Μελβούρνη,
εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν αρκετές δουλειές. Τα μεροκάματα
λιγοστά. Μόλις αρκούσανε για να τρώει και να πληρώνει το νοίκι
για το μικρό μπαγκαλόου της απόμερης συνοικίας, όπου νοίκιαζε.
Που να περισσέψουν για τη μάνα στο χωριό
Γύρω του, άγνωστα
πρόσωπα, σκυθρωπά, χωρίς τη ζεστασιά των απλών ανθρώπων του
χωριού του. Όλοι τους είχανε δεθεί με τ΄ αυτοκίνητα, και
τις μηχανές, κι΄ είχανε διώξει την καλοσύνη απ΄ τη ζωή τους.
Μπορεί και να φταίγανε τα καυσαέρια και οι καπνοί των
εργοστασίων, που τους έκαναν απόμακρους κι απλησίαστους.
Συγχωριανούς δεν είχε στη
Μελβούρνη. Κάποιος που υπήρχε, ζούσε στη μακρινή Κουηνσλάνδη.
Εκεί έμενε κι αυτός μονάχος, «αλωνίζοντας» τις φάρμες με το
ζαχαροκάλαμο
Μετά, ήρθαν πιο
άσχημες ημέρες. Για εδβομάδες προσπα- θούσε να βρει ένα
μεροκάματο. Στάθηκε αδύνατον. Όποια πόρτα εργοστασίου κι αν
κτύπησε για δουλειά, έπαιρνε την απάντηση:
«Im
sorry, there are no vacancies available».
(Λυπόμαστε δεν υπάρχει
εργασία.)
« Τι λες; Τραβάμε για το
Coober Pedy»
του ΄χε πει κάποια μέρα, ο Σταμάτης, που έμενε στο διπλανό
δωματιάκι, και που κι αυτός βρισκόταν για πολλές εβδομάδες
χωρίς δουλειά.
«...Εκεί υπάρχουν αρκετοί
Έλληνες
μερικοί στάθηκαν τυχεροί σκάβοντας και έκαναν την τύχη
τους με το όπαλ που βρήκαν
»
Για μέρες, δίσταζε να του
πει ξεκάθαρα πως τις μόνες οικονομίες που είχε, ήταν 15-20
λίρες, και πως τις 10 θα τις έστελνε στο χωριό για την άρρωστη
μάνα του. Πριν δυο τρεις μέρες πήρε γράμμα της, και η
αρρώστια της τον στενοχώρησε πολύ
Όταν ο Σταμάτης μετά από λίγες
μέρες τον ξαναρώτησε και του ΄πε πως τα πρώτα έξοδα θα τα
αναλάμβανε αυτός και θα τα ΄βρισκαν αργότερα, αποφάσισε να
δεχτεί την πρότασή του
Εκεί
στην ερημιά, μ΄ όλη τη δύναμη των δεκαοχτώ χρόνων του και μ΄
όλα τα φτωχά μέσα που διαθέταν τσαπιά, κασμάδες, κουβάδες,
κομπρεσέρ, βάλθηκε μαζί με το Σταμάτη να κυνηγάει την τύχη
του. Έσκαβαν τρυπώνοντας σαν τους τυφλοπόντικους στα έγκατα
της γης. Η μυρωδιά απ΄ το κοκκινόχωμα και η υπερβολική ζέστη,
πολλές φορές τους ανακάτωναν το στομάχι. Έκαναν όμως υπομονή
πως κάποια μέρα η τύχη θα τους χαμο-γελούσε...
Στη μικρή, τσίγκινη
καλύβα, που χρησίμευε για κατοικία τους, μίλαγαν τα βράδια με
τις ώρες, κάνοντας όνειρα. Πολλές φορές μίλαγαν για την
πατρίδα. Ξανάφερναν τα παλιά, κι έτσι τους εύρισκε το χάραμα
άυπνους και μπαϊλντισμένους. Πολλές φορές άλλοτε,
δίχως αφορμή συγκεκριμένη, κει που μίλαγαν, τους έπιανε το
παράπονο και μουρμούριζαν:
«Να
ζούσαμε για λίγο στην πατρίδα εκεί κοντά στη γαλη- νεμένη,
στην πλατιά θάλασσα... που μας έριξε η μαγκούφα η μοίρα μας...
στην εξορία του Αδάμ...»
Έτσι, σιγά- σιγά, πέρναγαν οι
μέρες και οι μήνες, χωρίς να έχουν κατορθώσει να βρουν κάποιο
αξιόλογο όπαλ, ώσπου κάποιο βράδυ που ο Σταμάτης είχε πάει στο
μικρό
Milk Bar
(παντοπωλείο), του χωριού ν΄ αγοράσει μερικά χρειαζούμενα για
φαγητό, ένας δυνατός κρότος από τη μεριά που βρισκόταν το
πετρογκάζ, έκανε φύλλα και φτερά την καλύβα. Κείνη τη στιγμή,
όλα σκεπάστηκαν από τη γλυκιά μορφή της μάνας του, και βρέθηκε
μέσα σε μια πυκνή ομίχλη που για είκοσι ολόκληρα χρόνια, στα
διάφορα νοσοκομεία, οι γιατροί και οι νοσοκόμες, προσπαθούσαν
να τον βοηθήσουν και να τον βγάλουν σε
κάποιο
ξέφωτο.
Όταν
το θαύμα έγινε, και όπως το μυθικό πουλί ξαναγεννιέται από τη
στάχτη του, ξαναγεννήθηκε, και βρήκε τη θύμησή του. Ξαναμάζεψε
τα κομμάτια του και πήρε την τρανή απόφαση να
ξαναγυρίσει στον τόπο του
ξαναγυρίσει στον τόπο του
Θυμήθηκε
τα λόγια του Σταμάτη που του ΄λεγε συχνά τις κρύες νύχτες εκεί
στο
Coober Pedy:
«
Αν αφοσιωθείς σ΄ ένα έργο και
δοθείς ολόψυχα σ΄ αυτό, μπορείς να ξεχάσεις και τα μικρά και
τα μεγάλα βάσανα και τον πόνο σου....αλλά για να το πετύχεις
αυτό, χρειάζεται θέληση και πίστη. Δεν είναι απαραίτητο να
είσαι Ινδός φακίρης, για να κυλιέσαι άφοβα στα καρφιά. Έχει η
ζωή τόσα καρφιά, ώστε αν κατορθώσεις κι εσύ, συγκεντρώνοντας
τη σκέψη σου σ έναν σκοπό, να μπορείς να μη σ΄ αγκυλώνουν,
πέτυχες κάτι ισάξιο με το κατόρθωμα του φακίρη
»
Κοίταξε ίσια μπροστά του. Τα
περισσότερα σπίτια του χωριού έμεναν άδεια, να χάσκουν με τα
πορτοπαράθυρά τους σαν άδειες κόγχες ματιών. Κάποτε τα
ζέσταιναν ανθρώπινες ανάσες, τώρα με το φευγιό των νέων στην
ξενιτιά και στις μεγάλες πολιτείες, μαζί και το παντοτινό
φευγιό των γερόντων, έτσι μισοερειπω-μένα, μοιάζουν σα να
γέρνουν το ένα πάνω στο άλλο, για να ζεσταθούν, για να
παρηγορηθούν, και για να αφουγκραστούν το ένα την καρδιά του
άλλου
Η μνήμη του τον έφερνε για λίγο στα παλιά, ίσαμε που
γνώρισε τον εαυτό του.
Θυμήθηκε τη μάνα του, το
συγγενολόι του, τους γείτονες, τους φίλους του, όλους αυτούς
που έφυγαν για το στερνό ταξίδι, αυτούς που σκορπίστηκαν στα
πέρατα της γης για μια καλύτερη ζωή. Θυμήθηκε τα φτωχικά μα
ξέγνοιαστα παιδικά του χρόνια, το σχολείο που τ΄ άφησε νωρίς
για να δουλέψει στα πρόβατα, τον πρώτο του έρωτα, τα νιάτα του
που δεν τα χάρηκε, την ατελείωτη νύχτα που πέρασε στην ξενιτιά
κατάμονος
Το βλέμμα του στάθηκε στη μικρή
εκκλησίτσα και στο φτωχικό νεκροταφείο που ήταν δίπλα. Εκεί,
στον Αϊγιώργη,
αναπαύονταν, κάτω από μικρούς
ξύλινους σταυρούς ή απλές πέτρες, δίχως κανένα σημάδι ή όνομα
οι πεθαμένοι. Εκεί αναπαύονταν η μάνα. Τον πατέρα δεν τον
γνώρισε, τον εκτέλε-σαν οι Γερμανοί στον πόλεμο, κάπου στην
Αθήνα, και ούτε που γνώριζαν τον τάφο του. Ένα δάκρυ κύλισε
απ΄ την κόχη του
ματιού και χάθηκε στο
πηγούνι...
-Γύρισα μάνα, ψιθύρισε.
Τον έπιασε μια μελαγχολία. Αμέσως όμως συνήλθε. Όλα αυτά δεν
έπρεπε να τον ενδιαφέρουν πια. Τώρα βρισκόταν στ΄ αγαπημένα
του χώματα, στο χωριό του, στα χωράφια και στους κήπους με τ΄
αρώματα. Τόσα χρόνια, μετά το θάνατο της μάνας, οι λιγοστές
ελιές χρειάζονται κλάδεμα, τα χωραφάκια θέλουν περιποίηση, να
σκαφτούν να φύγουν τα βάτα, τα σπάρτα και τ΄ αγκάθια. Θα
΄πιανε την αξίνα και τον κασμά να σκάψει τη γη. Θα φύτευε
καινούριους σπόρους και θα παρακα-λούσε τον ήλιο και τη βροχή
να τους φροντίσουν, για να πετά-ξουν βλαστάρια.
Θ΄ αγνάντευε το δειλινό, τον
ορίζοντα, και θα ΄βλεπε τον ήλιο να χάνεται στο καταγάλανο
Ιόνιο. Θα καρτερούσε τα βράδια ν΄ ακούσει τα μυστικά του
φεγγαριού και του αποσπερίτη. Φλογέρες και κουδούνια θα
χάιδευαν τ΄ αυτιά του, όταν θα ροβολούσε στα βοσκοτόπια να
μαζέψει τα πρόβατα, για να τα κλείσει στο μαντρί. Θα πήγαινε
στο δάσος, και θα κουβαλούσε ξύλα και κούτσουρα στο κατώι, για
ν΄ ανάβει το τζάκι, όταν όλα θα άσπριζαν απ΄ τα χιόνια
Ναι, τον περίμενε δουλειά
πολλή. Μα δεν τον ένοιαζε. Είχε καταφέρει να γλυτώσει από το
φοβερό Γολγοθά, την πυκνή εκείνη ομίχλη που ήταν τόσα χρόνια
χαμένος, χωρίς να θυμάται την περασμένη ζωή του.
Η αλήθεια, η πραγματικότητα του
φώτιζε το νου. Επιτέλους, ήταν καλά, ήταν ελεύθερος και ήταν
στον τόπο του...
- Δεν μου ΄πες ακόμη τ΄ όνομά
σου, άκουσε τη φωνή της γριούλας.
-Πως σε λένε;
-Οδυσσέα, θειά
Κατερίνα, της απάντησε.
Θύμιος Α. Χαραλαμπόπουλος
Copyright:
2017
Thimios A.
Haralambopoulos
Thimios A.
Haralampopoulos
Melbourne Australiα
I S B N
: 978-0-9924902-4-9
Εκδόσεις: Νέδα
|