ΤΙΜΕ ΙΝ ΑΤΗΕΝS            

  

 


 

 


GREEKS 
IN AUSTRALIA

Explore the Map above

 


 

 


     Οι "Εκκλησιάζουσες"

μονόπρακτο

της Πιπίνας-Δέσποινας Ιωσηφίδου-Elles



Με αγάπη στις αιώνια φίλες...


Αγλα
ΐτσα, Δώρα, Αρετή, Βάσω, Άννα



Πρόσωπα  

Άννα.............................. Παιδαγωγός

Αγλαΐτσα.......................Ψυχολόγος

Δώρα.............................Καλλιτέχνιδα

Βάσω.............................Νοσοκομειακή Προϊστάμενη

Δέσπω...........................Κοινωνιολόγος  

 

Στα εικοσιεπτά τους, φίλες από τη μέση εκπαίδευση, εργάζονται σε διαφορετικές πόλεις. Ύστερα από ένα μεγάλο διάστημα, συναντώνται στο σπίτι της Βάσως, για να τα πουν.



Σκηνή

 

Δέσπω: Από πού ν' αρχίσω βρε κοπέλες; Έπιασε που λέτε το χέρι μου στις παλάμες του με προσοχή σα να ήμουν εύθραυστη, το έφερε στα χείλη του και είπε κυττάζοντάς με βαθιά στα μάτια: «Εσύ... εγώ... κι ο κόσμος όλος!..»  

Άννα: Καλέ! Καλέ! Κάποιος... κάποιος μεγάλος νομίζω το είπε αυτό! Αχ! δε θυμάμαι τώρα!  

Δώρα: Άννα μου! Μην αφήνεις κορίτσι μου τη γλώσσα σου να τρέχει πριν από το μυαλό σου! Σε κάποιο ρομάντσο θα το διάβασες, τότε που δεν είχες ακόμη σοβαρευτεί!  

Κάποιες από τις φίλες γελούν κουνώντας τα κεφάλια τους και κάνοντας κωμικές γκριμάτσες.  

Αγλαΐτσα: Μην τις ακούς αυτές, Δέσπω. Πάμε παρακάτω. Από εκεί που σταμάτησες, εννοείται.  

Δέσπω: (Σκέφτεται) Ναι... Τι έλεγα; Αχ, Ναι! Και ύστερα, με αργές, μελετημένες θα έλεγα, κινήσεις, έγειρε λίγο ακόμα απάνω μου και με αφάνταστη προσοχή με φίλησε στο μάγουλο!  

Δώρα: (Ειρωνικά) Σίγουρα ανησυχούσε μήπως και πετάξεις μακριά του, γι αυτό! Τόσο αργός που ήταν!  Τι αηδίες! Πρέπει να ζωγραφίσω κάτι σχετικό.  Έχω κιόλας υπόψη μου το θέμα. «Η αντιλόπη που ονειροπολεί και το λιοντάρι, που πλησιάζει σιγά-σιγά», όπως θα έπρεπε άλλωστε.  

Βάσω: (Απογοητευμένη) Αυτό ήταν όλο Δέσπω μου; Βρε κορίτσι μου, αυτό κατάφερες μέσα σ’ έναν ολόκληρο χρόνο;   

Δέσπω: (Ανόρεχτα, σιγανά) Βασικά δεν είχα πολύ όρεξη να κυνηγάω περιπέτειες.  Ο Γιώργος υπήρξε πολύ καλός μαζί μου, αλλά νομίζω ότι επειδή δεν τον ενθάρρυνα, απομακρύνθηκε κάπως. Δεν πολυβλεπόμαστε τώρα πια.  

Βάσω: Πω... Πω! Κακό σημάδι αυτό. Να μου το θυμάστε. Πάει, ξεθύμανε η ηλικία μας!  

Δώρα: Όχι Δέσπω μου, ο άνθρωπος έψαχνε για ευκαιρία. Το πράγμα φάνηκε.  

Αγλαΐτσα: Αν είναι όπως τα λες Δώρα μου, τότε η Δέσπω γλύτωσε!  

Δώρα: Βάλτε μία τελεία βρε κοπέλες!  Έχουμε όλον τον καιρό να μιλήσουμε και... να σχολιάσουμε. Ας αφήσουμε τη Δέσπω να μας πει. Της κόψαμε τη φόρα!

Η Δέσπω χαμογέλασε. Συνέχισε προσεκτική και μάλλον ντροπαλή.  

Δέσπω: Ξέρετε κορίτσια δεν είμαι δα και τόσο απαίδευτη σ' αυτά.  Όμως κάτι δε πάει καλά.  Δε με γεμίζει η όποια σχέση μου με τους άντρες. Δεν ξέρω ακόμη το γιατί -το ψάχνω ξέρετε-, γι αυτό και προτιμώ να διαβάζω ή να φτιάχνω λίγο τα λουλούδια μου στις ελεύθερες ώρες μου.  

Αγλαΐτσα: Ε! Δεν είναι κακό αυτό. Να βγαίνεις όμως και λιγάκι, μην απομονώνεσαι!   Εσύ τα ξέρεις αυτά.  Κοινωνιολόγος είσαι βρε παιδάκι μου.  Σίγουρα, δε σου λείπουν οι συμβουλές μας!  

Βάσω: Έχει δίκιο η Αγλαΐτσα.  Θα πρέπει να μην ξεχνάς και το τσακίρ κέφι!  Να λες «άει σιχτίρ», και να το καις το πελεκούδι. Γελάνε.  Η Δέσπω χαμογελάει σκεφτική.  

Δέσπω: Ξέρετε... Όλη μέρα σχεδόν εργάζομαι. Ποιος έχει την όρεξη;  Αχ φιλενάδες μου, πόσο μου λείπετε!  Χαμογελάει και σηκώνεται μια στιγμή. Οι φίλες την κυττούν σιωπηλές.  

Δέσπω: (Συγκινημένη) Ελάτε τώρα αρκετά ασχοληθήκαμε μ’εμένα.  Εσύ Βάσω μου τι λες!   

Βάσω: (Με σχετικό χιούμορ) Εγώ Δέσπω μου... θα ήθελα να πω, πως -αν και σε καταλαβαίνω, σε σχέση με τα παραπάνω- ότι... με απογοήτευσες γενικά.  Από τον τρόπο που μίλαγες στην αρχή, περίμενα πως κάτι ανατριχιαστικό θ' ακολουθούσε την περίφημη φράση που σου είπε ο Γιώργος.  Αλλά τι να γίνει!  Θα σας πω όμως εγώ τα δικά μου για να σας κάνω να αναπηδήξετε από την αγωνία της προσμονής και συγχρόνως να σας δώσω τροφή για σκέψη!  

Δώρα: Ωραία! Για να δούμε φιλενάδα! Γιατί συνήθως ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζεις το θέμα σου έχει κάτι  το μακάβριο! Και μακρυλογείς, μακρυλογείς... Μπορείς να πας κατευθείαν στο ψαχνό φιλενάδα;  Τότε μάλιστα, θα σ’ ακούσουμε με πολλή ευχαρίστηση.  

Βάσω: Εντάξει μωρέ, το δέχομαι.  Ο δικός μου που λέτε -ξέρετε βέβαια ποιος, ο Μίμης ντε...- στο τελευταίο ραντεβού μας, στο δωμάτιο ενός φίλου του...  

Άννα: Να διακόψω λίγο;  Γιατί αυτό;  Αφού έχεις σπίτι.  

Κυττάζονται μεταξύ τους και συμφωνούν με την Άννα.  

Βάσω: Ε... να, δεν ήθελα να με δουν στην πολυκατοικία... κι ο Μίμης μένει με τους γονείς του.  Εντάξει;  

Οι φίλες της νεύουν καταφατικά.  

Δώρα: Συνέχισε, συνέχισε, μωρέ.  Μην κάνετε παρεμβάσεις με το παραμικρό βρε κοπέλες!  

Βάσω: Που λέτε λοιπόν, σ' εκείνο το ραντεβού μας  -συνέβη αρκετές μέρες πριν νά έρθω εδώ- και πριν καλά-καλά να κλείσει η πόρτα πίσω μας, με πέταξε πάνω στο ντιβάνι φωνάζοντας σαν πεζοναύτης στον εχθρό του:  «Πίσω και σ' έφαγα!»  

Αγλαΐτσα: Μπα; Δεν τον φανταζόμουν έτσι, από την περιγραφή σου στο τηλέφωνο! Τον περίμενα πιο τρυφερόν. Τι είναι λοιπόν; στερημένος ή ανθρωποφάγος;  

Δώρα: Έλα βρε Αγλαΐτσα! Τώρα βρήκες να εφαρμόσεις τις θεωρίες σου της ψυχολογίας; Να μην τη διακόπτουμε συνεχώς! Χάνουμε την ουσία του πράγματος έτσι.  

Οι κοπέλες αδιαφορούν για τη σύσταση.  

Άννα: Αχ! Είναι πολύ  ρεαλιστικό! Με τρελαίνει! Με τρελαίνει σας λέω.  

Αγλαΐτσα: (Αδημονεί) Κι εσύ τι έκανες κορίτσι μου; Ανέχτηκες αυτήν την υπεροπτική παρουσία, που ενώ ετοιμαζόταν να κατασπαράξει τη λεία του, θριαμβολογούσε κιόλας;  

Βάσω: Όχι βέβαια, ψυχολόγε μου! Την ώρα που βουτούσε στο ντιβάνι, ρολάρισα και βρέθηκα στο πάτωμα. Προσεκτική προσγείωση βέβαια, υπολογισμένη. Από εκεί -αμέσως μετά- στάθηκα όρθια να θαυμάσω το μένος του αρσενικού θηρίου, που έπεσε με φόρα στο πάτωμα, για να βογγήξει τελικά από το απροσδόκητο πέσιμο και από τον πόνο.  

Δέσπω: Τι λες βρε φιλενάδα; Είσαι πράγματι αξιόλογος εκπρόσωπος του γυναικείου δυναμικού της κοινωνίας μας. Και... πού έμαθες αυτά τα κόλπα και τα «ρολαρίσματα»;  

Αγλαΐτσα:  Έλα καλέ! Η Βάσω ήταν πάντα άσσος στη γυμναστική.  Και το καράτε της; Τι στο καλό πάθατε όλες σας;  Πήρε τόσα βραβεία η κοπέλα. Το ξέχασες βρε Δέσπω;  Σωστή αίλουρος! Χίλιες φορές μπράβο σου Βάσω μου!  Χίλιες φορές μπράβο. Άκου λέει θράσος ο άντρας!  Με το έτσι θέλω, το πήγε!  

Δώρα: Και μετά; Τι έγινε μετά;  

Άννα: Πες μας βρε Δέσπω και κοντεύω να σκάσω!  

Βάσω: Ε, μετά είπα κι εγώ κάτι που τον ξάφνιασε: «όποιος τρώει τελευταίος χορταίνει καλύτερα!»  

Άννα: Α! Δεν πάει έτσι αυτό! Συνήθως λέμε ότι «όποιος γελάει τελευταίος, γελάει καλύτερα».  

Δέσπω: Έλα, βρε Άννα μου, μη χάνεσαι πάλι στα όποια ρητά... Αχ! Παιδαγωγικό, να όψεσαι!
Για πες βρε φιλενάδα να χαρείς!  

Βάσω:  Ε... μωρέ, τι να σας πω; (Σηκώνεται) Ο άνθρωπος δεν το περίμενε. Νόμιζε ότι θα του στεκόμουν, για να χαρεί λιγάκι τα νιάτα του.  Όμως, όπως ήταν λογικό, δεν μπορούσα να παραδοθώ αμαχητί.

Δώρα: Στάσου βρε κορίτσι μου. Τι εννοείς όταν λες «δεν μπορούσα να παραδοθώ αμαχητί!» Βγαίνεις μαζί του τόσον καιρό, κι ακόμα δε σε κατάφερε; Μήπως δεν τον θέλεις, γι αυτό και βρίσκεις δικαιολογίες;  Κι αν είναι έτσι, τότε γιατί να τον βασανίζεις;  

Βάσω: Όχι ακριβώς Δώρα μου! Όχι ακριβώς! Απλά... δεν ήμουν έτοιμη για μια τόσο ωμή συμπεριφορά.  

Δέσπω: Είσαι μία ρομαντική, μία πιστή στα πάτρια Βάσω μου! Όμως κορίτσι μου τον ακολούθησες σ’ ένα χώρο ειδικό, εύλογα για  μια τέτοιου είδους συμπεριφορά, εκ μέρους του.  Κατά τη γνώμη μου λοιπόν, έχεις πέρα για πέρα άδικο!  

Αγλαϊτσα: Ίσως και να έχει άδικο, όπως λες η Βάσω μας. Ίσως και να είναι δυσκολότερη από άλλες!  Ή μπορεί και να χρειάζεται ειδική συμπεριφορά. Μία τρυφερότητα μία προθέρμανση παιδί μου, πώς το λένε επιτέλους; Είναι πολλοί οι λόγοι, που μπορεί να σταματήσουν τη γυναίκα σε μία παρόμοια περίπτωση. Από ότι ξέρουμε, η Βάσω δεν ενέδωσε σε κανέναν ακόμη.  Έτσι δεν είναι  Βάσω; Και όταν συμβαίνει αυτό συνεχώς, για οποιονδήποτε λόγο, η γυναίκα με το πέρασμα του χρόνου  -χωρίς να το καταλαβαίνει- κλείνεται στον εαυτό της όλο και περισσότερο.  

Βάσω: Φιλενάδες... Αφήστε να τελειώσω και θ’ αποφασίσουμε τι ακριβώς μου συμβαίνει, αν... μου συμβαίνει κάτι τελικά.  Με τα πολλά λοιπόν, το κατάλαβε ο αγαπητός Μίμης, ότι σεβόμουν αρκετά την αξιοπρέπειά μου και ότι δε θα παρέδινα τα όπλα μου, στην πρώτη επίθεσή του.  

Δώρα: Βρίσκω αρκετά ενδιαφέροντα τον τρόπο με τον οποίο θέτεις τη σχέση σου με τον άρρενα πολεμιστή. Νομίζω πως κάπως έτσι θ’ αντιδρούσα κι εγώ. (Σκέφτεται δυνατά) «Πω, πω, τι θέμα για ζωγραφική!  ‘Η Αμαζόνα και ο Απελάτης!’»  

Δέσπω: Εσύ Δώρα μου! Δύσκολο, πολύ δύσκολο το βλέπω. Δε θα είχες την ευκαιρία  ν’ αντιδράσεις ούτως ή άλλως!  Με τα μυαλά που κουβαλάς...  κι εσύ χαμένη θα πας!  

Η Δώρα δεν μιλάει. Χαμογελάει αινιγματικά. Σηκώνεται  πάει παράμερα κι ανάβει ένα τσιγάρο.  

Άννα: Έλα, ηρέμησε Δώρα μου!  Τι τον  θέλεις τον παλιοκαπνό τώρα; Έλα βρε Βάσω μου, υπάρχει και συνέχεια πιστεύω στα ήδη «ειρημένα» σου.  

Αγλαΐτσα: Να λοιπόν που υπάρχει συνέχεια ενδιαφέροντος για την περίπτωση της Βάσως. Άντε Βάσω μου ν’ ακούσουμε και τη συνέχεια του μελό, αν και αφού υπάρχει.  Κάνε το χατίρι της Αννούλας μας!  

Βάσω: (Με ύφος δήθεν σπουδαίο) Ναι βέβαια. Να σκεφτείτε μόνο, πως τόσο εντυπωσιάστηκε ο άνθρωπος, δηλαδή... ο δικός μου... ο Μίμης καλέ, που ύστερα από δύο τρεις μέρες –υποθέτω ότι θα πρέπει να το σκέφτηκε καλά, έτσι τουλάχιστον είπε- μου έκανε πρόταση γάμου.  

Άννα: (Ξαφνιασμένη στο έπακρο) Κι εσύ τι απάντησες παιδί μου;  

Δέσπω: Λέγε καλέ και γρήγορα!  

Βάσω: Ε, τι θέλετε ν’ απαντούσα; Του ζήτησα ό,τι περνούσε εκείνη τη στιγμή από το νου μου για να τον ξεφορτωθώ.  

Άννα: Δεν το πιστεύω. Μα αφού σου άρεσε ο άνθρωπος! Άλλωστε γι αυτό πήγαινες τόσον καιρό μαζί του. Έτσι δεν είναι;  

Δώρα: Καλά λέει η Άννα. Γιατί αυτό; Δε σου έκανε; Εσύ παίδαρο τον ανέβαζες και παίδαρο τον κατέβαζες!  

Βάσω: Ναι... έχετε δίκιο! Είναι παίδαρος, αλλά να... δεν μπορούσα να σκεφτώ τον εαυτό μου μ’ έναν άντρα -όποιος παίδαρος και νά ‘ναι αυτός- που ευκαιρίας δοθείσης,  ξεχνώντας τις πιθανές ευαισθησίες μου, φέρνεται, λες και με είχε ήδη στη μπουτονιέρα του.  Όχι κύριε, πού πας; Δε λέω, είχαμε τα μικροραντεβουδάκια μας για να γνωριστούμε καλύτερα, είχαμε και τα φιλάκια μας και τα χαϊδάκια μας... αλλά όλα αυτά είναι νεροξεπλύματα καλέ! Δεν πάει να πει ότι μόλις κλειστούμε σ' ένα δωμάτιο... τέρμα αυτό είναι! Θα προτιμούσα να με προθερμάνει κάπως -ναι μωρέ αυτό είναι μα την αλήθεια- μια και είχε το μυαλό του αποκλειστικά σ' αυτό το πράγμα. Νοσοκόμα είμαι, και ξέρω να παίρνω τα μέτρα μου, ώστε να μην ασθενήσω μονίμως!  

Αγλαΐτσα: Σωστά, σωστά. Καλά κάνεις μωρέ.  Δεν έχεις άδικο. Δεν υπάρχει μπέσα σήμερα. Ίσως και να μην ο τύπος σου, τελικά ο... Μίμης.  

Δώρα:  Άντρας με τα όλα του λοιπόν ο λεγάμενος.  

Άννα: Πεθαίνω να μάθω τι του είπες, για να το πετύχεις αυτό.  

Βάσω: Τι του είπα; Του είπα ό,τι  κατέβηκε στο νού μου: ότι αν σκεφτόταν κάτι τέτοιο... θα έπρεπε να έχει υπόψη του τα θέλω μου και να συμβιβαστεί μ’ αυτά. Δηλαδή... ότι θα διατηρήσω την προσωπική μου ελευθερία, ότι σαν εργαζόμενη γυναίκα, θα πρέπει να έχω οικιακή βοηθό... Του είπα ακόμη πόσο πολύ μου αρέσει το καλό ντύσιμο -αυτό άλλωστε εξυπακούεται, νομίζω- (οι φίλες χαμογελώντας κουνούν το κεφάλι τους επιδοκιμαστικά) και ότι επισκέπτομαι την κωμμώτριά μου δύο φορές την εβδομάδα. Θα μπορούσα να πω κι άλλα για να τον φοβήσω, αλλά δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα άλλο ουσιώδες...  

Αγλαΐτσα: Πώς αντέδρασε λοιπόν ο άντρας σου;  

            Βάσω: Τι να σας πω βρε κορίτσια; Μετά από αυτό, πείστηκα ότι δεν καταλαβαίνω τους άντρες!  

            Δέσπω: Γιατί; Θα πρέπει τελικά να μάθεις και να τους καταλαβαίνεις κατά βάθος και κατά πλάτος, αφού τους γνωρίζεις τόσο καλά ανατομικά. Δεν το είπα αυτό το τελευταίο εκ του πονηρού, αλλά...  έχεις την πείρα «χάριν επαγγέλματος».  Τι σου είπε επιτέλους;  

            Βάσω: Εδώ ν΄ακούσεις και να φρίξεις! «Ό,τι θες εσύ.  Ότι πεις εσύ!» μου είπε τραγουδώντας, κι ας μην είχε δοκιμάσει εκείνο που επεδίωκε.  

Αγλαΐτσα: Μπράβο ο άντρας!  Δε μου λες; Διαθέτει τόσα πολλά που δε στεναχωριέται για όλα τα αιτήματά σου;           

            Βάσω: Δεν ξέρω. Δεν έχω ερευνήσει τέτοιου είδους λεπτομέρειες. Εργάζεται στην επιχείρηση ταξιδιωτικών ειδών, του πατέρα του.  Αλλά απ' ότι λέει, συμφωνεί με όλα, επειδή δεν μπορεί να ζήσει χωρίς εμένα.  

            Άννα: Αχ! Τι ωραία πράγματα είναι αυτά! Σ’ αγαπάει παιδί μου. Δε σου φτάνει;  Να μου έκανε κι εμένα ο Άλκης μου, πρόταση γάμου! Θα του έλεγα αμέσως το ναι!           

Δώρα: Ε, Άννα μου, δίκιο έχεις! Τι άλλο να κάνεις; Δε βλέπουμε να έχεις μεγαλύτερες φιλοδοξίες!..  

            Άννα: Α! Δώρα μου, αυτό που λες είναι άδικο.  Πιστεύω πως είμαι μία καλή εκπαιδευτικός. Φεύγω από το σχολείο αργά. Φέρνω εργασία στο σπίτι για διόρθωση... ε!  Δεν καταλαβαίνεις χρειάζομαι κάτι το διαφορετικό στη ζωή μου να με γεμίζει και να με κάνει ευτυχισμένη;  Και πού αλλού θα τα βρω όλ’ αυτά βρε κορίτσια, αν δεν πάρω τον άντρα που αγαπάω και δεν αποκτήσω την οικογένεια που ονειρεύομαι;  Τα λατρεύω τα παιδιά, φιλενάδα... τα ζουζουνάκια μου! Τι χαριτωμένα που είναι!  

Η Δώρα κουνάει το κεφάλι της χαμογελώντας και η Δέσπω φωνάζει χειροκροτώντας:  

Δέσπω: Μπράβο κορίτσι μου! Για ακούστε εσείς όλες μαγκούφες: να μου το θυμάστε: η Άννα είναι η πιο ομαλή ανάμεσά μας!  

Όλες συμφωνούν με τη Δέσπω.  

            Δώρα: Δε διαφωνώ καθόλου μαζί σου Δέσπω. (Γυρίζει στην Άννα, σοβαρή) Μα τω Θεώ καλά τα λες Άννα μου. Αν αυτό είναι εκείνο που σ’ εκφράζει, γιατί όχι; Η κοινωνία μας έχει ανάγκη από γυναίκες του είδους σου.  Εκτός του ότι εκπαιδεύεις παιδάκια, θα είσαι μία καλή σύζυγος και μία καλή μαμά! Θέλει κι αυτό πολλά ταλέντα: τρυφερότητα, υπομονή, συμβατικότητα, ανεκτικότητα και βάλε! Μακάρι όλες μας να είμαστε σαν κι εσένα... ευλογημένες! (Γυρνάει ξανά στη Βάσω) Βάσω δεν μας είπες τελικά, τι συνέβη ανάμεσα σ’ εσένα και στο Μίμη;            

Βάσω: Του ζήτησα να μη βλεπόμαστε για λίγο, περάσαμε λοιπόν σε μία cooling period, ξέρετε τι εννοώ, ένα test για τα συναισθήματά μας, βέβαια. Η Αγλαΐτσα  τα ξέρει όλα αυτά θεωρητικά. Κι εγώ στην πράξη. Α, όχι! Δεν κάνω λάθη πλέον.  Έκανα κάποια μικρολάθη πριν, όταν ήμουν ανώριμη, που αλήθεια μου κόστισαν αισθηματικά.  Τώρα όμως... είμαι παλικάρι. Θα δω πώς αισθάνομαι εγώ, κι όχι μόνο πώς αισθάνονται οι άλλοι, όπως έκανα πριν.  

Αγλαΐτσα: Καλό είναι αυτό το πείραμα!.. Καλό και περίκαλο...  

Άννα: Ή θα τον κερδίσεις ή θα τον χάσεις! Δε φοβάσαι λοιπόν;  

Βάσω: Δε βαρυέσαι! Μου αρέσει αυτό το ριψοκίνδυνο παιχνίδι. Σαν η γάτα με το σκύλο!  Δε θέλω άλλωστε να πληγωθώ αργότερα, ούτε και βιάζομαι να παντρευτώ. Σιγά ντε, δε μας πήραν δα και τα χρόνια.  Αν με αγαπάει, θα περιμένει όσο πρέπει.  

Δώρα: (κουνάει το κεφάλι της σκεφτικά)  Πόσα λοιπόν έχουν συμβεί από την τελευταία συνάντησή μας, τον  περασμένο χρόνο, μέχρι σήμερα!  

Δέσπω: Καλά Δώρα μας... εσύ... δεν μας είπες, πώς τα πας with your love life?  

Δώρα: Εγώ... όχι και τόσο καλά, σύμφωνα με την ιδέα τι εστίν έρως, αγάπη... Είμαι δοσμένη στην αισθητική της Τέχνης αυτή την περίοδο.  

Άννα: Είσαι πολύ συντηρητική φιλενάδα! Δεν τ' αγαπάς τα παιδάκια;  

Δώρα: Θ’ απαντήσω στην πρώτη σου παρατήρηση. Ίσως και να είμαι συντηρητική Άννα μου. Ίσως πάλι να μην είμαι φτιαγμένη για τέτοιου είδους περιπέτειες. Δε φαίνεται όμως να με στεναχωρεί και τίποτα συγκεκριμένο. Έχω τη δουλείτσα μου, το ατελιέ μου, το διαμερισματάκι μου, το αυτοκινητάκι μου, τη βολτίτσα μου, την παρέα μου και προπάντων εσάς τις καλές μου φίλες, όταν σας χρειάζομαι, και που είστε τόσο μακριά μου όσο το τηλέφωνο. Η αντρική αγκαλιά... είναι πράγμα που αν δεν το γνωρίσεις, δε σκοτίζεσαι κιόλας. Εγώ τη δοκίμασα περισσότερο ίσως από ότι έπρεπε, και πάει. Θέλω να πω...  ξεθύμανε σαν ανάγκη.  

Αγλαΐτσα: (Ειρωνικά) Τι θα πει ξεθύμανε;  Πότε πρόλαβες να ζήσεις τον έρωτα εσύ; Πάντα σε θυμάμαι να μελετάς, να ζωγραφίζεις και να προσέχεις να μη μπλεχτείς με κανέναν. Φοβόσουν τόσο πολύ τους άντρες! Φοβόσουν τα λάθη στις σχέσεις των φύλων, όπως την εγκυμοσύνη και βάζω στοίχημα πως τίποτα απ’ όλα αυτά δεν άλλαξε.   

Σιωπαίνουν.  Οι δηλώσεις της Αγλαΐτσας  ακούστηκαν σκληρές.  Η Δώρα σκύβει το κεφάλι της.  

Δέσπω: Ελάτε τώρα! Δε χρειάζεται αυτή η οξύτητα ανάμεσά μας! Ας πούμε κανένα αστείο. Τι στο καλό;  Έχουμε μήνες να βρεθούμε μαζί. Είπαμε ν’ ανταμώσουμε και να κουβεντιάσουμε εκ του σύνεγγυς. Ν’ ακούσουμε η καθεμιά μας τις απόψεις των άλλων.  Να χαρούμε, να πιούμε, να τραγουδήσουμε, να χορέψουμε και να γελάσουμε. Δε συμφωνήσαμε άλλωστε για μία συνάντηση - soiree;  Ένας χρόνος πέρασε, κορίτσια.  Το πιστεύετε;  Ελάτε λοιπόν ν' ανοίξουμε την καρδιά μας ανεπιφύλακτα, κι ας μη κάνουμε κριτική ανάμεσά μας.  Κατανόηση θέλουμε και λύσεις.  Έτσι δεν είναι;

Όλες σιωπούν.
 

Άννα: Ωραία τα λες Δέσπω μου, αλλά εσύ πρώτη και καλύτερη δεν μας άνοιξες αλήθεια την καρδιά σου. Μη μας συμβουλεύεις λοιπόν.  

Δέσπω: Θα πρέπει λοιπόν να μπω σε κάποιες ανόσιες λεπτομέρειες της απλής ιστορίας μου;  

Άννα: Τι εννοείς;  

Δέσπω: Ρωτάω αν αξίζει τον κόπο να χρονοτριβούμε με τα ασήμαντα.  Θα το κάνω όμως για να σας αποδείξω ότι κάποια πράγματα έχουν και δεν έχουν, τη σημασία που τους δίνουμε... Ο άντρας που αγάπησα δεν ήταν ίσως εκείνο που εγώ ονειρευόμουν.  Έκανα την καρδιά μου ένα μάτι, που όμως δεν άντεξε σ’ εκείνο που αντίκρυσε.

 

Βάσω: Τι λες τώρα παιδί μου;  Εξηγήσου, μη μας κάνεις ν’ αγωνιούμε.  

Δέσπω: Είπα ψέματα, γιατί πίστευα πως δεν άξιζε η ανάμνηση αυτής της ιστορίας. Στο τελευταίο ραντεβού μας -ήταν βραδάκι- ο Γιώργος με οδήγησε κυριολεκτικά σ’ ένα άγνωστο δωμάτιο. Με αγκάλιασε αγχωμένος και με φίλησε με βιαιότητα. Ανατρίχιασα δεν ήμουν έτοιμη γι’ αυτά τα απότομα.  Περίμενα την επόμενη κίνησή του. Εκείνος όμως ξεχνώντάς με εντελώς, συνέχισε τραβώντας τα ρούχα μου.  Έμεινα έτσι ακίνητη, φοβισμένη, μουδιασμένη. Ο Γιώργος δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι αγκάλιαζε, φιλούσε και  ξεγύμνωνε κάποιον  φοβισμένο παρατηρητή.  

Βάσω: Μα είναι δυνατόν να μην ανταποκρίθηκες στο κάλεσμα του αγαπημένου σου;  Αυτά γίνονται αυτόματα.  

Δέσπω: Δεν ήμουν έτοιμη.  Περίμενα περισσότερο τακτ και τρυφερότητα από τον άντρα που αγαπούσα.  

Αγλαΐτσα: Τι ακολούθησε λοιπόν;  

Δέσπω: Ο Γιώργος με τράβηξε στο άγνωστο κρεββάτι απέναντι από την είσοδο. Ήμουν σχεδόν γυμνή.  Μ’ αγκάλιαζε και με φιλούσε συνεπαρμένος από την ανάγκη που τον έπνιγε. Ξαφνικά όμως σταμάτησε. «Τι έπαθες παιδί μου; Είσαι μήπως άρρωστη;» ρώτησε σχεδόν άγρια, για να μην πω, θυμωμένα.  «Όχι δεν είμαι άρρωστη!» απάντησα αμέσως τραβώντας τα ρούχα μου από την άκρη του κρεββατιού. «Τότε; Τι σου συμβαίνει; Εσύ είσαι πάγος παιδί μου!» είπε, ξεφυσσώντας. Τον κύτταξα με λύπη. «Επιτέλους το πρόσεξες!» είπα πληγωμένη. «Να ρωτήσω γιατί; Δε μ’αγαπάς μήπως;» είπε κυνικά, φτιάχνοντας τα μαλλιά του με την αριστερή του παλάμη.  «Με φοβίζει η προσωπικότητά σου.  Μ’ έκανες να νιώσω ότι όλη αυτή η επικοινωνία ήταν μονομερής» είπα χωρίς περιστροφές.  

Άννα: Μα τον αγαπούσες το Γιώργο! Τι περίμενες;  

Δέσπω: Περίμενα ίσως πολλά. Αλλά δεν τελείωσα.  

Αγλαΐτσα: - Βάσω: Ενδιαφέρον το επεισόδιο.  Για πες, για πες!

Δέσπω: (Ειρωνικά και με κάποια πικρία)  Ναι... ενδιαφέρον! Πού ήμουν λοιπόν;  Μου απάντησε με ύφος αλλαζονικό, ξαφνικά: «Αν ήμουν ακόμα φοιτητής κι εσύ μια φοιτήτρια, δε θα σταματούσα σε τίποτα... Παγωμένη-ξεπαγωμένη θα σε πέταγα στο κρεββάτι κι όλα θα γίνονταν χωρίς να το καταλάβεις». «Αν ήσουν φοιτητής κι εγώ μία φοιτητριούλα δε θα γινόταν αυτό που λες, παρά μόνο αν με βίαζες.  Κατάλαβες;» είπα νευριασμένη. Με κύτταξε κεραυνόπληκτος. Είχε θυμώσει μαζί μου: «Τι να καταλάβω κοριτσάκι μου; Σταμάτησα δεν σταμάτησα;  Κι έτσι παραμένεις αγνή όπως σε γέννησε η μάνα σου!»    

Αγλαΐτσα: Πω, πω! Παρατραβηγμένο λίγο.  Δεν είναι;  

Άννα: Α! Δεν ξέρω.. Εμένα μου φαίνεται εντάξει ο άνθρωπος! Τι θέλατε να κάνει; Ορμές τις είπαν αυτές. Δεν μπορεί μία γυναίκα να κάνει έτσι με τον αγαπημένο της!  Αγαπάς ή δεν αγαπάς, θέλεις σχέση ή δε θέλεις.  Αυτό λέω εγώ.

Δέσπω: Γι αυτό και είσαι η Άννα, κι όχι η Δέσπω.   

Άννα: Τι σημαίνει αυτό;  Να το θεωρήσω προσβολή;  

Δώρα: Ελάτε τώρα κοπέλες!  

Δέσπω: (Κουρασμένα) Δεν καταλαβαίνετε τι συνέβη; Δεν με υπολόγησε, δεν έλαβε υπόψη του τις δικές μου προσδοκίες, τις επιθυμίες μου.  Υπήρξε ένας εγωϊστής.  Στην πορεία και μέσα από το σύντομο και αποκαλυπτικό εκείνο διάλογο ανάμεσά μας, διαπίστωσε ότι είχα απορρίψει την εγωϊστική του συμπεριφορά.  Δε είχε εκτιμήσει πόσο σπουδαία είναι η αμοιβαιότητα στις σχέσεις δύο ανθρώπων, στις σχέσεις μεταξύ των φύλων.  Δεν μπορώ να εξυπηρετώ την ανάγκη του άντρα, χωρίς να υπάρχει αμοιβαιότητα συναισθημάτων.  Πού πας κύριε; Θέλεις σεξουαλική επικοινωνία, δείξε και λίγο συναίσθημα!  Η γυναίκα το έχει ανάγκη αυτό, για να νιώθει ότι αγαπιέται.  Αυτό ήταν όλο.  Χωρίσαμε και καλά κάναμε. Είμαι ελεύθερη να ενεργώ όπως θεωρώ ότι πρέπει, και μάλιστα χωρίς την επιτήρηση κάποιου.

 

Δώρα: Έχεις δίκιο Δέσπω μου!   

Άννα: Εντάξει μωρέ έχει δίκιο!  Αλλά μην τον καταδικάζετε τον άνθρωπο. Κάποιοι άντρες είναι πιο ορμητικοί από άλλους.  Πιο θερμόαιμοι.  Πού είναι το κακό;  Δεν κατάλαβα.  

Δώρα: Νομίζω Άννα πως πρέπει να σεβαστείς και την ανάγκη της Δέσπως.  Μπορεί εσύ να μην στεναχωριέσαι για κάποια πράγματα.  Δεν είμαστε όλες ίδιες.  

Αγλαΐτσα: Δόξα τω θεώ, που δεν είμαστε!  

Άννα: Ναι βέβαια δε λέω... Αχ! Τι ωραία είναι όλα αυτά που συζητούμε σήμερα... Ποιος είναι στη σειρά;  

Η Δώρα σηκώθηκε και με σοβαρό ύφος έλαβε το λόγο.  

Δώρα: (Σοβαρή με βλέμμα απόμακρο) Η ζωή είναι απρόβλεπτη. Είναι αλήθεια ότι με το Νίκο είχα μια καλή σχέση. Όλες σας το γνωρίζετε. Όμως τα πράγματα ήρθαν ανάποδα, και παρ’ ελπίδαν.  Δεν είμαι ο τύπος που μπορώ να διαιωνίζω καταστάσεις. Δε θέλω να υποφέρω χωρίς σοβαρό λόγο. Δεν το μπορώ.  

Δέσπω: Ποιος μπορεί χρυσή μου;  

Δώρα: Ο άνθρωπος δεν μοιραζόταν τα όνειρά μου. Είχε βέβαια τα δικά του.  Είχε κι έναν πατέρα και μια μητέρα με απόψεις για τους απόφοιτους από τα  πανεπιστήμια γιους τους, αυτόν και τον αδερφό του, και εγώ ήμουν μία ασήμαντη «ξεβράκωτη»!  

Αγλαΐτσα:  Έλα μη μου πεις!  Στην εποχή μας!  

Δώρα: Κατετέθη άλλωστε κι αυτή η εξευτελιστική άποψη από τη μητέρα του, σε γνωστό μου. Καταλαβαίνετε... Ήμουν περήφανη διάβολε! Κι εγώ θ’ αποφοιτούσα κάποια στιγμή, αλλά αυτός είχε κιόλας πιστέψει ότι ήμουν καταδικασμένη σε  μία απομόνωση, μάλλον εκείνη της ένδειας και επομένως... ήμουν εκμεταλλεύσιμη ύλη. Ε,  όχι!  Δε θα επέτρεπα ποτέ σε κανέναν να μου το κάνει αυτό. «Εσύ το δρόμο σου κι εγώ το δικό μου» του είχα αναγγείλει μαζί με τις άλλες αποφάσεις μου, στο τελευταίο μας ραντεβού.   

Άννα: Βρε τον αλήτη!  

Δώρα: Ο άνθρωπος δε μπορούσε να πιστέψει ότι του είχα δώσει τα παπούτσια στο χέρι. Ήξερε πως κάποιες κάθονται στους άντρες και υπομένουν την ταπείνωση, με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα τις λυπηθούν -ή ίσως και να δικαιωθούν για τη θυσία τους και την υπομονή τους- και θα τις παντρευτούν.  No chéri! Δεν είμαι τέτοια! Ή σου κάνω κύριε ή πάρε δρόμο.  Γιατί δηλαδή;  Εγώ δεν είχα το δικαίωμα, να μπορώ να διαλέξω;  Ή  μήπως δεν άξιζα ν’ αγαπηθώ;  

Αγλαΐτσα:  (Σηκώνεται πάει κοντά της και την αγκαλιάζει) Δώρα μου... συγγνώμη. Δεν ήξερα, καλή μου! Έχεις πληγωθεί λοιπόν τόσο πολύ από αυτή την παλιά σου σχέση. Δεν μπόρεσες να το ξεπεράσεις ακόμα.  Νόμιζα πως αυτή η ιστορία ανήκε για πάντα στο παρελθόν.  

Δέσπω: Κανείς μας δεν ήξερε γιατί χώρισες από το Νίκο.  Κράτησες το μυστικό σου καλά, αλλά ήταν εις βάρος σου. Υπέφερες και δεν μοιράστηκες τον καϋμό σου μαζί μας. Νόμιζα πως εμπιστευόμαστε η μία την άλλη κι ότι θα συζητάμε, ότι θα μοιραζόμαστε και θα λύνουμε τα προβλήματά μας –όσα τουλάχιστον μπορούν να λυθούν. Πέρασαν τόσα χρόνια με τη σχέση αυτή, παιδί μου! Όμως... εντάξει. Δεν μπορεί να πει καμία μας ότι όλοι οι άντρες είναι ίδιοι.  Και αυτό έχει εξακριβωθεί αλάνθαστα.  

Δώρα: (Χωρίς να ακούει τα λόγια της Δέσπως) Τώρα λοιπόν, ύστερα απ’ αυτή την εμπειρία, μπορώ να δω καθαρά.  Θα δώσω στον εαυτό μου πολύ χρόνο και δε θα ψάξω.  Αν έρθει ο άνθρωπος που θα μιλήσει στην καρδιά μου -τ' ορκίζομαι- αυτή τη φορά θα ξέρω καλύτερα. Θα το ψάξω και δε θα πληγωθώ. Θα παίξω καλά τα χαρτιά μου.   

Άννα: Αχ! Είστε τόσο δυνατές όλες σας!  Χαίρομαι πάρα πολύ γι αυτό. Όμως εγώ βρε κορίτσια, τι να σας πω! Ακούω Άλκης και τρέμω. Τον θέλω όποια στιγμή της ημέρας και τον ζηλεύω too! Αλλά εγώ πιστεύω, ότι είναι και πολύ έντιμο το παιδί μου. Δε νομίζω ότι κυττάζει άλλες. Αλλά μη σας περάσει η ιδέα πως κι εγώ κάθομαι με σταυρωμένα τα χέρια!  Έχω εγώ τους κατασκόπους μου! Όλα γίνονται με το γάντι βέβαια. Δε θέλω και να καταλάβει ότι τρέμω να μην τον χάσω! Γιατί... ποιος ξέρει, αν δεν του ανάψουν τα λαμπάκια και μείνω... στα κρύα του λουτρού!  

Βάσω: Βρε κορίτσι μου, γιατί δεν σπουδάζεις ντεντέκτιβ! Αδικείσαι!  

Γελούν με συμπάθεια.    

Δέσπω: Και τώρα η σειρά σου Αγλαϊτσα! Ή νόμισες πώς θα γλυτώσεις την απολογισμό της ερωτικής σου ζωής.  Ένας ολόκληρος χρόνος!  Σε ακούμε...  

Αγλαΐτσα: Όχι δε θα κρυφτώ από εσάς.  Απολογισμό του χρόνου κάνουμε.  Αν άλλαξε κάτι στη ζωή μας σε αυτό το διάστημα θα το μάθετε.  Εγώ θα πάω πίσω τότε που είχα τον  Μάκη, όπως ξέρετε. Θα τον είχα ακόμη, αν δεν είχα καταλάβει σε όλο αυτό το διάστημα, ότι ο Μάκης τα ήθελε όλα, και μάλιστα από την πρώτη στιγμή που τον είχα γνωρίσει...  

Η Αγλαΐτσα κομπιάζει, οι φίλες την κυττάζουν σιωπηλές. Χαμηλώνει το βλέμμα της και σφίγγει τα χέρια της. Υποφέρει, μάταια προσπαθεί να χαμογελάσει.  

Αγλαΐτσα: Λοιπόν... τα ήθελε όλα και τα κατάφερε. Με έκανε δική του. Ήμουν πολύ αδύνατη. Πολύ αδύνατη γιατί ήμουν πολύ ερωτευμένη, και γιατί ήθελα να τον χαρώ και να τον αφήσω να χαρεί κι αυτός.  Τι ανοησία!  Έτσι νόμιζα. Νόμιζα ότι ήθελα να τον κάνω να χαρεί από τη σχέση μας. Ένιωθα λίγο σα μητέρα απέναντί του. Ήταν ένα ατίθασο παιδί, ένα μωρό που τα ήθελε όλα, με επιμονή και με πείσμα, ποιότητες που εγώ τις θεώρησα αγάπη στο πρόσωπό μου. Με έκανε λοιπόν δική του. Έτσι έχασα στο ερωτικό αυτό παιχνίδι.  Γιατί δεν ήταν μία δυνατή σχέση, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, αλλά ένα παιχνίδι με έναν κερδισμένο και δύο θύματα. Μ’ εγκατέλειψε με την πρώτη ευκαιρία.  

Αντιδρούν όλες μαζί, ταυτόχρονα.  

Δέσπω: Κορίτσι μου!  

Βάσω: Τον άτιμο!  

Άννα: Γλυκειά μου! Αχ, πώς μπόρεσε ο άθλιος!  

Δώρα: Αυτοί είναι οι άντρες αναμφίβολα. Και μετά λένε... έπεσε θύμα της! Καλά όλα αυτά. Να σε ρωτήσω όμως κάτι παιδί μου -από αγάπη μόνο και επειδή ό,τι λέμε, τάφοι είμαστε και μένει ανάμεσά μας!  Μου επιτρέπεις;  

Η Αγλαΐτσα  σηκώνει το κεφάλι της.  Τα μάτια και η μύτη της είναι υγρά.  Νεύει καταφατικά.  

Δώρα: Τι εννοούσες όταν είπες «δύο θύματα»;  

Η Αγλαΐτσα σηκώνεται, περπατάει με αργά βήματα με  το βλέμμα κολλημένο  στο πάτωμα, ενώ οι φίλες την παρακολουθούν σιωπηλές.  

Αγλαΐτσα: (Αδύνατα με σπασμένη φωνή) Τι εννοούσα... Ναι... βέβαια! Εννοούσα το μωρό μου... το μωρό που είχα αποφασίσει  να κρατήσω από αγάπη γι αυτό το ίδιο.  Το μωρό μου όμως δεν είδε ποτέ το φως. Ο άνθρωπός μου κι εγώ το σκοτώσαμε, για να μη ρεζιλευτούμε. Είπε πως είμαστε παιδιά οι ίδιοι και τι θα κάναμε μ’ ένα μωρό στα χέρια μας! Ότι δεν θα το αναγνώριζε ποτέ κι ότι αν το κρατούσα ήταν δική μου δουλειά και μόνο. Μία μέρα πήγαμε μαζί σ’ ένα γυναικολόγο, ύστερα στο νοσοκομείο και την επόμενη, ήμουν μία αποτυχημένη, μία δυστυχισμένη γυναίκα.  

Οι φίλες  την κυττάζουν σιωπηλές.  

Δέσπω: Δεν το πιστεύω!  Έχω θυμώσει.  Δεν είναι δυνατόν να έχουν  συμβεί όλα αυτά σε σένα, τη φίλη μας... και να μην ξέρουμε τίποτα.  Και η αλήθεια ανάμεσά μας;  Οι υποσχέσεις μας ότι θα βοηθάμε η μία την άλλη;  

Αγλαΐτσα: Μη θυμώνετε μαζί μου! Δεν είναι τόσο εύκολο να ομολογείς την ήττα σου, όταν μάλιστα νομίζεις ότι είσαι δυνατή. Δεν μπορούσα για πολύν καιρό να το ομολογήσω στον ίδιο μου τον εαυτό. Τώρα μπορώ να σας μιλήσω γι αυτό, γιατί ό,τι απόμεινε από την  τραγωδία  αυτή, είναι ένα κατακάθι λύπης μέσα μου που κάνει την καρδιά μου, να νιώθει βαθιά για όλες τις άγνωστες γυναίκες, που έχουν περάσει ή περνάν αυτή την ταπείνωση, και βασανίζονται από το ίδιο μαρτύριο τύψεων.  Συμβαίνουν αυτά!  

Δώρα: Ναι συμβαίνουν, και παρασυμβαίνουν!  

Αγλαΐτσα: Συνέβαιναν στο παρελθόν και θα συμβαίνουν στο μέλλον.  Το σώμα μας είναι η παγίδα της ελευθερίας μας. Όταν επιτρέψουμε την κανονική λειτουργία του -κι αυτό μπορεί να συμβεί από τα δεκατρία μας, ίσως κι ενωρίτερα- αποβαίνουμε σκλάβες της μήτρας μας. Όχι σαν τους άντρες που πρέπει να περιμένουν μέχρι την εφηβεία τους, για να μπορέσουν να γίνουν πατέρες. Οι γυναίκες κουβαλάνε τα απαραίτητα στοιχεία εξ αρχής... το ξέρουμε δα... Δε χρειάζεται να κάνουμε ανατομία αυτή τη στιγμή.  Και το χάπι...  

Άννα: Ναι καλέ το ευεργετικό χαπάκι!  

Αγλαΐτσα: (Συνεχίζει) Πόσες γυναίκες το παίρνουν; Και γιατί να το παίρνουν αφού δεν έχουν σκοπό να επιδίδονται στον έρωτα ως εκ συστήματος!  Αλλά... κι αυτό, τ’ αφήνω στην κρίση σας. Πονάω για το μωρό μου κι αισθάνομαι τόσο ένοχη!  Πολλές φορές έχοντας σκοτώσει το δικό μου μωρό, σκέφτομαι πόσο περισσότερο αγαπάω όλα τα παιδιά του κόσμου, και πόσο θα ήθελα κάποια στιγμή στη ζωή μου να αποκτήσω ακόμη ένα.  Ακόμη και χωρίς άντρα στο πλάϊ μου.  Μετά από αυτόν τον πόνο, δεν έχω την ικανότητα να διακρίνω αν με πονάει τίποτα περισσότερο.  

Άννα: Τι λες χρυσή μου; Γίνονται αυτά; Μιλάς για νόθο... Ένα παιδί χωρίς το όνομα του πατέρα του, χωρίς την αναγνώρισή του από αυτόν, είναι ένα δυστυχισμένο πλάσμα. Μεγαλώνει με την πίστη ότι ήταν ανεπιθύμητο, κι έτσι είναι.  Κι ο κόσμος; Τι λες για τον κόσμο; Την ακαταλόγιστα απάνθρωπη και σκληρή κοινωνία!  

Η Δώρα χαμογελάει ειρωνικά.  

Δώρα: Ποια κοινωνία κορίτσι μου; Ποιον κόσμο; Αυτόν τον κατεργαράκο με τα πολλά πρόσωπα, που δεν ξέρει να ζεστάνει με την αγάπη του πλάσματα σαν την Αγλαϊτσα;  Γιατί αν η φιλενάδα μας δεν στεναχωριόταν -και η οικογένειά της βέβαια- για την  εγκυμοσύνη της, δε θα χρειαζόταν να κάνει αυτό το παράπτωμα.  Ένα αθέλητο παράπτωμα κάτω από την πίεση του κοινωνικού κατεστημένου. Κάνε ό,τι θέλεις, αλλά μην αφήνεις να σε πιάσουν, αυτό λέει αυτή η κοινωνία, ανεύθυνη καθώς είναι.  Γιατί τότε ξεπλένεις και τις αμαρτίες των άλλων, δίπλα στις δικές σου.  

Αγλαΐτσα: Πολύ σωστά, πολύ σωστά.  

Δώρα: Η γυναίκα να το ξέρετε θα παραμείνει στη θέση που βρίσκεται -και πάντα βρισκόταν- εξαιτίας της φύσης της. Λίγο πιο πάνω, λίγο πιο κάτω... δεν αλλάζει τίποτε στο πεπρωμένο της.  Δεν είναι δυνατόν να διαφωνεί με το φυσικό της γένος και να παριστάνει τον άρρενα. Δεν μπορεί να απαρνιέται τη μητρότητα και τα επακόλουθά της. Αυτό που η φύση φύτεψε μέσα της είναι δυνατό, ανίκητο και σπάνια διαστρεβλώνεται!  

Σιωπηλές οι φίλες της την  ακούνε προσεκτικά.  

Δέσπω: (Σηκώνεται πιάνοντας το κεφάλι της)  Ξέρετε τι λέω εγώ; Να βγούμε να πάμε κάπου. Να πάρουμε λίγο αέρα. Μελαγχόλησα κοπέλες ξαφνικά.  

Βάσω: Πού να πάμε δηλαδή; Το σπίτι μου είχε κριθεί το καταλληλότερο για αυτή τη συνάντηση.  

Άννα: Κάπου για να ξεσκάσουμε επιτέλους.  

Δώρα: Είναι αλήθεια πως στεναχωρηθήκαμε, με τα όσα έχουν ειπωθεί ανάμεσά μας μέχρι στιγμής...  

Αγλαΐτσα: Λυπάμαι που έγινα η αιτία να μη διασκεδάσουμε αυτό το απόγευμα.  

Δέσπω: Φταίω κι εγώ!  

Βάσω: Δε φταίει κανείς μας. Γι αυτό είμαστε εδώ, για να ακούσουμε να μάθουμε να μοιραστούμε τα όποια καλά ή  άσχημα και να παρηγορήσουμε η μία την άλλη.  Είμαστε ευλογημένες μ’ αυτή τη φιλία μας. Πόσους ανθρώπους ξέρετε να μπορούν να κάνουν κάτι τέτοιο;  

Συμφωνούν όλες ομόφωνα.  

Βάσω: Ακούστε... ακούστε με λίγο.  Έχω μία ιδέα.  Σήμερα δίνεται μία διάλεξη με θέμα «Η θέση της γυναίκας στη σημερινή κοινωνία»...  

Δώρα: Τώρα μάλιστα.  Πέσαμε στην περίπτωση.  Γυναίκα θα είναι η ομιλήτρια, βάζω στοίχημα.  

Βάσω: Ναι! Το ήξερες;  

Δώρα: Όχι! Όμως... ύστερα απ’ όλα όσα ειπώθηκαν ανάμεσά μας... αυτή μόνο μας έλειπε!  Όρεξη έχουμε  να πάμε ν’ ακούσουμε την όποια φεμινίστρια. Δόξα τω Θεώ που δεν την κολλήσαμε αυτή την αρρώστια. ΄Η μήπως... την έχουμε ήδη ψωνήσει και δεν το ξέρουμε;  

Η Βάσω τις ακούει έκπληκτη.  Περιμένει να σταματήσουν.  

Άννα: Καλά λέει η Δώρα. Ελάτε που θα πάμε σε μία τέτοια ομιλία! Ελπίζω να αστειεύεσαι Βάσω. Απορώ που το σκέφτηκες κιόλας!  

Αγλαΐτσα: Εγώ πάντως δε χρειάζομαι ν' ακούσω κάτι τέτοιο...  

Βάσω: Σιγά βρε κορίτσια! Τι κάνετε έτσι;  Και πώς καταδικάζετε ένα άτομο και το θέμα του, χωρίς να ξέρετε τίποτε άλλο εκτός από τον τίτλο της διάλεξης;  

Άννα: Αν πρόκειται ν’ αλλάξει κάτι... ας τον ακούσουμε...  

Δώρα: ....και μετά κρίνουμε, ε;  Για λέγε λοιπόν βρε Βάσω, μια και υπάρχει έστω κι αυτή η ελάχιστη περιέργεια.  

Βάσω: Λοιπόν... σημαντικό εδώ είναι η ομιλήτρια. Ονομάζεται Ζώη Ζουλά...  

Άννα: (Αστειευόμενη) Κατάλαβα είναι Ζούλου!  

Γελούν...

Δώρα: Αν δεν πεις κάτι βρε Άννα μου, δεν ησυχάζεις! Καλά και σώνει, πρέπει να γελάσουμε με κάτι!  Και να ήταν Ζούλου... τι πάει να πει αυτό;  

Δέσπω: Είναι Νοτιοαφρικανή;  Αν είναι... τότε  πολύ πιθανόν να μεροληπτήσει.  

Βάσω: Δέσπω!  Μη βιάζεσαι τόσο πολύ.  Ως προς την καταγωγή της... είναι και  δεν είναι. Οι παπούδες της είχαν έρθει στο Ντέρμπαν από την Ολλανδία.  

Άννα: Είναι μιγάς Βάσω;  

Βάσω: Όχι ακριβώς. Είναι λευκή και μένει στη Γαλλία, από όπου κι έχει έρθει.  

Άννα: Εντάξει. Τίποτε το ασυνήθιστο μέχρις εδώ. Και με ποια ιδιότητα παραδίνει αυτή τη διάλεξη σήμερα;  

Βάσω: Διδάσκει συγκριτική Λογοτεχνία στο  Πανεπιστήμιο της Σορβόννης.  

Αγλαΐτσα: Πολύ ενδιαφέρον! Να ένας κλάδος  όπου θα μπορούσα να κάνω το  μεταπτυχιακό μου.  

Δώρα: Τι άκουσα; Ετοιμάζεσαι για μεταπτυχιακό; Ζήτω!  Αυτό είναι το καλύτερο νέο της ημέρας...  

Βάσω: Αλήθεια παιδί μου;  Μπράβο σου... συγχαρτήρια!  

Αγλαΐτσα: Ναι. Για δες, που ξέχασα και να σας το πω!  

Η Άννα σηκώνεται και αγκαλιάζοντας την Αγλαΐτσα τη φιλάει στο μάγουλο.   

Άννα: Να πω πως όλα τα κακά σκορπίσανε με το νέο σου;  

Δέσπω: Καλά λέει η Άννα... Έχουμε τόσα πολλά για να γιορτάσουμε και για να πανηγυρίσουμε!  Άλλος για μεταπτυχιακό;  

Άννα: Τώρα που το σκέφτομαι... δεν είναι κι άσχημα! Ένας ακόμη θετικός παράγων προς την ανεξαρτητοποίηση τους θήλεος!  

Βάσω: Βλέπω πως δεν ενδιαφέρεστε για τη διάλεξη...  

Δώρα: Άσε τη διάλεξη, Βάσω μου!  Τι μπορεί να μας πει αυτή η καθηγήτρια τη στιγμή που εμείς και γυναίκες είμαστε  και πολύ στα μέσα και στα έξω της κοινωνίας μας είμαστε.  Τι λέγαμε τόση ώρα πριν! Και μάλιστα, χωρίς να είμαστε φεμινίστριες.  

Δέσπω: Εγώ προτείνω να φάμε ένα ωραίο γλυκό ή ένα παγωτό σε αξιόλογη ποσότητα, με γκοφρέττες και σοκολατίνια...  

Η Βάσω κουνάει το κεφάλι της  

Βάσω: Διάβαζα πριν δυο-τρεις μέρες, πως η ανία και η μελαγχολία κάνουν -κυρίως τη γυναίκα- να τρώει γλυκά.  

Δώρα: Τα γλυκά είναι μια μικρή ευτυχία, επομένως σκοτώνουν την ανία ή την μελαγχολία.   

Άννα: Αν και τα γλυκά της ευτυχίας παχαίνουν... σίγουρα θα τα προτιμήσω από τη διάλεξη.  

Δέσπω: Έλα λοιπόν Βάσω! Τι κάθεσαι; Ετοιμάσου κι έρχομαι στην κουζίνα μαζί σου για να ετοιμάσουμε και να σερβίρουμε...  

Αγλαΐτσα: Όχι φιλενάδες! Νομίζω ότι είναι καλύτερα να μη μαζέψουμε πιάτα και κουταλάκια για πλύσιμο.  Πάμε λοιπόν έξω σε ένα καλό καφέ και να φάμε ό,τι τραβάει η καρδιά μας.  

Δώρα: Συμφωνώ με την Αγλαΐτσα...  

Βάσω: Συμφωνούμε όλες;  

Όλες μαζί: Ναι, ναι, όλες!  

Βάσω: Φύγαμε λοιπόν!...  

Οι φίλες μιλώντας και γελώντας ισιάζουν τα μαλλιά τους, ή βάφονται στα γρήγορα, ή βάζουν λίγο άρωμα πίσω από τ’ αυτιά τους και αρπάζοντας τις τσάντες τους τρέχουν σχεδόν χαρούμενες προς την έξοδο του σαλονιού. 

Έχει νικήσει η δύναμη της φιλίας τους και η αισιοδοξία τους για το αύριο.

   

ΤΕΛΟΣ  

 






γράφη η Πιπίνα Δ. Έλλη

ELLES ΠΙΠΙΝΑ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΙΩΣΗΦΙΔΟΥ

 


 


 

 

 
 
  
Disclaimer
While every effort has been made by ANAGNOSTIS to ensure that the information on this website is up to date and accurate, ANAGNOSTIS  does not give any guarantees, undertakings or warranties in relation to the accuracy completeness and up to date status of the above information.
ANAGNOSTIS will not be liable for any loss or damage suffered by any person arising out of the reliance of any information on this Website

.Disclaimer for content on linked sites
ANAGNOSTIS accepts no responsibility or liability for the content available at the sites linked from this Website.
Το περιοδικό δεν ευθύνεται για το περιεχόμενο άρθρων των συνεργατών.

Anagnostis  P.O.Box 25 Forest Hill 3131 Victoria Australia
 enquiry@anagnostis.info