ΤΙΜΕ ΙΝ ΑΤΗΕΝS            

  

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 






 

 

Ο εντομολόγος-

Η νύχτα ήταν ζεστή στο Μάνυαρντ. Τα φώτα άρχισαν να σβήνουν στις ξύλινες βεράντες, τις φορτωμένες σκόνη και ανάμνηση, από τις φευγάτες σκιές που πηγαινοέρχονταν στο Σέντερ. Στο τέλος του τρίτου δρόμου δεξιά ήταν το χοτέλι. Το λεωφορείο με είχε αφήσει τριακόσια μέτρα πιο πέρα. Βιαζόταν να βρει μια μπυραρία του σταθμού ανοιχτή, ο οδηγός. Μας είπε πως δε γινόταν να μην πιει κάθε βράδυ την 'ξανθή γυναίκα' στο ποτήρι του. «Κόκκινο Κέντρο» έγραφε απ΄έξω μια παλιά ταμπέλα. Πράσινο πλαίσιο, κόκκινα γράμματα. Το μόνο πράσινο εκεί έξω ένας κάκτος σε μια γλάστρα πήλινη. Κι η γλάστρα, έγραφε κι αυτή απάνω «Κόκκινο Κέντρο», Ρεντ Σέντερ.

-Είχα τηλεφωνήσει από το Άλις Σπρινγκς πως θα ερχόμουν.

-Αν είστε η Τζο θα μείνετε όπως βλέπω τρεις μέρες στο...στο τριάντα πέντε

-Θέλετε ταυτότητα;

Όταν είδε το επίθετο έβγαλε ένα τσιριχτό που ακούστηκε μέχρι τα τελευταία δωμάτια.

-Ω! Θεέ μου, είστε η γυναίκα του Λίαμ! Του Λίαμ Γκρούμπριτζ. Παρ’ ολίγο να μην σας καταλάβω. Είναι καλύτερα ο Λίαμ;

Χαμογέλασα και έγνεψα ναι μ' ένα κλείσιμο και άνοιγμα των βλεφάρων. Είπα ευχαριστώ!

Το χοτέλι μικρό, ο δρόμος μικρός, τα μάτια της υπαλλήλου μικρά, μόλις που άνοιγαν από την έκπληξη. Η ήπειρος...η ήπειρος μεγάλη, συναγωνιζόταν τη ζέστη, και η ζέστη βάλθηκε να νικήσει το μυστήριο, τη νύχτα εκείνη. Το μεγάλο μυστήριο έχει καιρό που μετριέται με μένα. Και θέλω να το φιλέψω, κι ας μην το νικήσω.

Στο τρίξιμο της σκάλας, σαν ανέβαινα, η κούραση σύρμα λεπτό που παγιδεύει και τα θηρία ακόμα, μα ναρκώνεται σαν ανοίγεις ένα άδειο δωμάτιο. Πόρτα με αριθμό τριάντα πέντε, η μυρωδιά πεύκου από ένα εντομοκτόνο. Ένα από τα τζάμια του μοναδικού παράθυρου χρωματιστό.

Τα ρούχα κολλημένα από κούραση στο σώμα, όχι από ιδρώτα.

Και θέλεις να κοιμηθείς με τα ίδια της μέρας σου ρούχα, τόση η κούραση.

Ο αέρας κτυπούσε ένα ηλιάνθεμο στο παράθυρο...σαν μ' έπαιρνε ο ύπνος.... Παρατήρησα τον μικρό κήπο από τη λεπτή κουρτίνα. Ήταν τη νύκτα εκείνη σαν το κλαδί από παπά το χέρι. Η ιδέα ενός θερμοκηπίου μεγάλωνε μέσα μου, μια μουσική παράξενη με ψήλωνε. Άφηνα πίσω φυτά σε σπασμένα τετραγωνισμένα τζάμια. Έβλεπα από ψηλά ένα ηλιάνθεμο να κτυπά το τζάμι όλη νύχτα. Το ηλιάνθεμο επέμενε να το φυγαδεύσω...η κούραση...ο ύπνος. Κι ύστερα ήρθε ο ήλιος κι ήταν μέρα, κι ήξερα πως ήταν όνειρο το ηλιάνθεμο. Όνειρο το θερμοκήπιο, όνειρο το κλαδί.

Και μπήκα και μούλιασα στο μπάνιο κάμποση ώρα, δεν θυμάμαι πόση.

Παλιό φρεσκοβαμμένο τραπεζάκι στο δωμάτιο μ’ έδεσε με την πραγματικότητα της ανθρώπινης περιέργειας. Γιατί τι άλλο; Για τι άλλο να ήμουν εδώ; Για να βρω, για να δικαιολογήσω όσα είχε έρθει να βρει κάποτε ο Λίαμ στο φαράγγι των... Ακόμα και τ' όνομα των...εντόμων δεν μπορούσα ν' αρθρώσω. Μα τι έντομα...πελώρια ήταν από ό,τι γνώριζα από τον Λίαμ... Τον είχε στείλει το γραφείο όπου εργαζόταν, για έρευνα, για εργαστηριακές δοκιμές, και εντοπισμό κοιτασμάτων. Σε μια από τις εξορμήσεις του γνώρισε το φαράγγι. Το εκπληκτικό ήταν πως υπήρχε εκεί, στον έρημο τόπο, ένα φαράγγι, όταν συνάμα μπορεί ν' αναρωτηθεί κανείς πώς δημιουργήθηκε, κάτω από ποιες παλαιότερες κλιματολογικές συνθήκες και πώς διατηρήθηκαν τα πετρώματα που το συνθέτουν. Και κυρίως, τι περιείχαν αυτά τα πετρώματα.

Δυο μέρες άφαγη στο δρόμο, από τη σιωπή που είχε ησυχάσει κάθε άλλη λειτουργία μέσα μου. Το χαρτί μου σκοπεύω να το κερδίσω, σκέφτομαι. Τα χαρτιά όταν παιχτούν δεν ξαναμπαίνουν στην τράπουλα.

Ο καφές ήταν ό,τι χρειαζόμουν! Δυνατός, καυτός, μυρωδάτος.

Τρεις ώρες είναι αρκετές για ξεκούραση και προγραμματισμό. Μετά θα πρέπει να βρω ένα τρόπο να πάω στο «φαράγγι με τα έντομα».

Είναι δεκατέσσερις του Φλεβάρη. Ο Λίαμ, ο άντρας μου, αγαπά τα έντομα. Μα ήταν τυχερό να γίνει μεταλλωρύχος. Ξέρει τη γη μέσα κι έξω. Ξέρει τα μυστικά που μόνο ορισμένοι πρέπει να γνωρίζουμε. Το μετάλλευμα, το χρυσό, τους ψιθύρους στα σωθικά της πέτρας, τα έλαια, τον πόνο της μοναξιάς. Είχε παλιά παγιδευτεί σ' ένα ορυχείο στην Αγγλία, όταν ήταν νέος, πριν να μεταναστεύσει. Και τα κατάφερε να ξεφύγει από το χώμα που τον έπνιξε... κι έσυρε το όμορφο, ψηλό και ευλύγιστο κορμί του έξω από τα έγκατα της γης. Με σούρσιμο και με το πρόσωπο θαμμένο στο χώμα! Με την υπομονή και μόνο! Σήμερα είναι του Αγίου Βαλεντίνου, χωρίς τον Λίαμ.

Φέρνει δώρα, συχνά, κάθε τόσο. Μα το μεγαλύτερο δώρο του σε μένα είναι πως τα κατάφερε να ζήσει. Χρόνια στο Υπουργείο Φυσικών Πόρων στην Καμπέρα, δεν είχε  τόπο που δεν τον έστειλαν να κατέβει, στον Άδη της ζωής, να δει και να γυρίσει πίσω. Να πει! Τίποτε δεν είναι η Αυστραλία που φαίνεται σε σύγκριση με αυτήν που κρύβεται.

Κάθε δεύτερη εβδομάδα βλεπόμασταν. Σε κείνο το ταξίδι του στο Ντάργουιν φοβόταν να με πάρει.

-Είναι επικίνδυνα, είπε. Η περιοχή σκάβεται και κτίζεται. Το χώμα επικίνδυνο. Τα φίδια δεν χωρατεύουν. Λες και δεν είναι κουφά, εδώ, στη γη αυτή. Οι άνθρωποι μόνοι τους και η γη αφιλόξενη. Δεν μπορώ ούτε ένα στα μύρια να σε δώσω σε μια στραβοτιμονιά της τύχης.

Είναι σε μια τέτοια αποστολή που τον τσίμπησε το έντομο. Τον δάγκωσε, θα έπρεπε καλύτερα να πω. Γιατί...γιατί ήταν πελώριο. Δεν έκλεισε ποτέ η πληγή. Δεν επουλώθηκε το τραύμα μέχρι που έχασε και τη δουλειά του. Και τώρα εγώ εδώ, στο πιο απίθανο μέρος, στο κέντρο της γης του Νότου. Είμαι για κάτι που του έκρυψα. Είμαι για κάτι που πρέπει να του πω μ' ελπίδα.

Στο γυρισμό του από το Ντάργουιν εκείνη τη χρονιά, προτίμησε να γυρίσει στο Άλις με το αυτοκίνητο...παρότι έρημος ο δρόμος, παρότι άδειος, ένα μεγάλο φορτηγό με καύσιμα έπεσε στο δρόμο του, ακριβώς μπροστά του, από ατζαμοσύνη του οδηγού. Κι ήταν μοιραίο να κτυπήσει στο πλάι, το Φίατ που οδηγούσε. Ήταν τυχερός. Πολύ τυχερός! Του άρεσαν τα Φίατ. Η μητέρα του ήταν Ιταλίδα. Μετά από αυτή την άτυχη... τύχη...μετά... η ζωή μας άλλαξε. Ακόμα και που έλειπε η πληγή στη φτέρνα, από αυτό που είπαν πως ήταν τύφος των θάμνων, shrub typhus, υπήρχε άλλη, πολύ μεγαλύτερη, μετά από το δυστύχημα στο δρόμο του Ντάργουιν- Άλις. Δεν ένιωθε τίποτε στο ένα του πόδι. Παράλυτο!

Πήγα στην ηλικία που ήμουν στο πανεπιστήμιο, έστω και για κείνα τα λίγα, τρία χρόνια. Αγάπησα τα έντομα από κάποιες σημειώσεις του Λίαμ. Και έμαθα δυο πράγματα για τον απίθανο κόσμο τους. Πήρα τις σημειώσεις κι ήρθα να δω, να πω, να μάθω να λυτρώσω, να τελειώσω ένα κεφάλαιο έρευνάς μου. Να γίνω ο Λίαμ που έχασε η μελέτη. Ο Λίαμ που έχασε η έρευνα. Ίσως κάτι μικρό να μου μιλούσε για το 'κάτι εκείνο' που 'θελα να βρω και που δεν έβρισκα. Μια μοίρα του ήλιου με τραβούσε στο φαράγγι...το απόμακρο στέκι των εντόμων, στο κέντρο της γης του κόσμου μου. Και πήρα ένα πτυχίο Εντομολογίας κάποτε για να μπορέσω να δω καλύτερα τι στέρησε από τον Λίαμ την κίνηση στο ένα του πόδι και τι μπορούσε να του τη δώσει πίσω. Αν...ας το κατόρθωνα!

Τη δεύτερη ήμερα πρόσεξα καλύτερα το χωριό. Θα είχε δεν θα είχε δεκαπέντε σπίτια, κι ήταν η ευκαιρία να τα μετρήσω. Τυπικό χωριό του Κέντρου. Κόκκινο χώμα, τσίγκοι για στέγη, ένας και  μοναδικός δρόμος και οι μικροί παράλληλοί του. Δυο μπυραρίες, καρσί η μια στην άλλη, ένα κατάστημα που μύριζε άρωμα και ναφθαλίνη μαζί, παλιές κονσέρβες με ληγμένες ημερομηνίες, ένα κουρείο και  μια υπεραγορά που είχε απ' όλα. Και απ’ έξω ζέστη! Ζέστη αφόρητη. Ζέστη φορεμένη και καμμένη στο ίδιο το καμμένο σώμα μας. Ζέστη ίσαμε μια κόλαση. Ερχόταν μια το μήνα φορτηγό με ψυγείο που έφερνε προμήθειες. Ένα μικρό φαρμακείο μαζί και ιατρείο, και το σπίτι κάποιας κυρίας Ντε Βος, που μάθαινε δυο τρία γράμματα στα παιδιά των λιγοστών κατοίκων, που έγραφε απ' έξω, Το σχολείο του Μάνυαρντ. Είχε και δυο κούνιες, δυο μεγάλα λάστιχα φορτηγού δεμένα με γερό σχοινί.

Και το χοτέλι; Βέβαια κι αυτό, σ' ένα από τους παράλληλους δρόμους.

«Γεια σου Τζην!»

Λευκοί και Αμπορίτζινις έμαθαν τ' όνομά μου. Ο γεράκος που είχε το χοτέλι είχε προφτάσει να πει τα νέα της νύχτας, πριν πάει για ύπνο την πρώτη κιόλας ώρα.

-Τζο, Τζο είναι τ' όνομά μου.

-Τ’ όνομα Τζο είναι από το Τζοάννα;

-Όχι, Από κάτι πιο μακρινό.

-Από το Τζοζεφίνα;

Χαμογέλασα...

-Όχι, πιο μακρινό ακόμα. Ελληνικό είναι! Είμαι Ελληνίδα!

Μια παχιά γυναίκα με ομπρέλα κόκκινη καλημέρισε.

Δεν μου άρεσε ποτέ μου να μιλώ πολύ.

-Αν ήρθες για το εργοστάσιο να 'σαι προσεκτική, η δουλειά εδώ σημαίνει ζωή. Τη χάνεις ξεκληρίζεσαι. Όσο για τους άντρες, θα σου φερθούν φιλικά, οι μπάσταρδοι. Συγγνώμη, τρόπος του λέγειν, διόρθωσε, όχι βρισιά. Μόνο και μόνο για να μπορέσουν να σ' ελέγχουν.

Κι ύστερα, γέλιο τραχύ. Γέλιο που έβγαζε μαζί τον αριθμό των δοντιών της. Μεγάλη πολυτέλεια να είχε οδοντογιατρό εδώ. Μα δεν θα ρωτούσα.

 Χείλη παχιά, δόντια πολύ αραιά και τρίχες στο πάνω χείλος. Γύρισε το σώμα να φύγει. Μ΄ ένα άκαμπτο λαιμό. Μετά κοίταξε με πλάγια μάτια.

-Για τη δουλειά στο εργοστάσιο δεν ήλθες;

Θυμήθηκα τη μέρα που είχα διαβάσει σε μια τοπική εφημερίδα μια διαφήμιση, για ένα εργοστάσιο χαλκού. Συζούσα με τον Λίαμ τότε, πριν χρόνια ήταν. Μα ήμασταν ακόμα ανύπαντροι.

Ζητούνται εργάτες για μια μικρή φάμπρικα...κλπ.

Δεν είχα βάσεις για τίποτε καλύτερο. Δεν γέμισα ποτέ καμιά αίτηση. Χωρίσαμε για ένα απλό ζήτημα, την εποχή εκείνη, μόνο για ν' αγαπηθούμε πολύ με το χωρισμό μας, και να βρεθούμε στο κατόπι δεμένοι. Βρεθήκαμε ξαφνικά στο Άλις. Πουλήσαμε το σπίτι που μέναμε στο Χέρμανσμπουργκ, και κατεβήκαμε νότια. Στην εφημερίδα που μπήκε η διαφήμιση, μπροστά ήταν του μεσίτη και πίσω -μετά από μήνες σαν ψαχούλευα χαρτιά και πράματα- διάβασα για το χωριό Μάνυαρντ. Τυχαία έμαθα για κείνο το φαράγγι από τον Λίαμ. Είχε τα μεγαλύτερα, τα πιο παράξενα έντομα στον κόσμο, και ίσως και τα πιο επικίνδυνα.

-Δεν ήρθα για το εργοστάσιο, όχι. Όσο για το Τζο είναι από το Ιόλη. Ήρθα για το φαράγγι με τα έντομα. Έχει κανέναν να με πάρει ή να μου δείξει;

-Είσαι τρελή; Στο φαράγγι δεν πάει κανένας. Είναι στοιχειωμένο.

Κι επέμενα! Κι επέμενα για ώρες!

-Ίσως λοιπόν η Ρίκα, μου σύστησαν...Σπουδάζει γεωλόγος, μα βρίσκεται στο χωρίο αυτές τις μέρες. Είναι του τόπου. Δική μας κοπέλα. Να περιμένεις την πανσέληνο, θα τα δεις καλύτερα. Δεν αργεί, αύριο μεθαύριο θα έχει γεμίσει ο κύκλος της σελήνης με φως.

Στο χωριό ήταν σχεδόν όλοι κουβαλητοί. Κουβαλητοί από ανάγκη, ή, για κάτι πιο δυνατό απ’ αυτήν. Κάτι πιο...αναγκαίο. Για μια τσίγκινη στέγη.

Ο ήλιος, ανελέητος, σκλήρυνε τις τράσες του προσώπου τους. Πέτρες τα πρόσωπα, όπως τις φορτωμένες στη γη την αναπαυμένη. Αλλά κι οι πέτρες τραβούν την προσοχή. Ήταν ο τόπος αυτός...ένα ανάθεμα, κι εσύ ένας κατάδικος ξεχασμένος, όπου σ' έστελνε η οργή ενός ανθρώπου που ούτε γνωρίζεις, ούτε αδίκησες. Και από τ΄ ανάθεμα κι εκεί δεν είχε παραπέρα παρά τη άκαρδη δεμένη στα χείλη μοναξιά.

Ιδέες έπεφταν σαν από ένα σύννεφο, λες, κι έκαναν θόρυβο μέσα μου! Σαν να 'ταν σταγόνες σε οριζόντιο τσίγκινο παραπέτασμα που δεν στηριζόταν πουθενά. Πώς μπορεί ν’ αποφύγει κανείς την κρίση της φωνής του; Και γιατί να είχαμε διαλέξει το Κέντρο της Αυστραλίας, ένα χωριό μακριά από μια ήδη απομονωμένη πόλη, στην έρημο του άκοσμου και της γης, της απόμακρης ηχούς της Αυστραλίας. Γιατί; Πώς μπορεί ν' αποφύγει κανείς ένα υπόκωφο παραμιλητό;

Ήλθα για ένα προσκύνημα που μόνο ο Λίαμ το γνώριζε πως ήταν προσκύνημα. Ήλθα σ’ ένα φαράγγι να γνωρίσω τα μεγαλύτερα έντομα του κόσμου.

Μετά, την τρίτη μέρα, νοίκιασα ένα παλιό δωμάτιο στριμωγμένο ανάμεσα από δυο παλιά σπίτια εδουαρδιανού στιλ, που από καιρό είχαν να δουν την όποια ανακαίνιση. Από τη μπυραρία το πρώτο βράδυ ακούστηκε μια ανδρική φωνή που τραγουδούσε 'You are the wind beneath my wings’,  της  Bette Midler . ‘Είσαι ο αέρας κάτω από τα φτερά μου’.

Κτύπησε την πόρτα ένας που δεν φαινόταν να ήταν αυτόχθονας. Είχε σκούρο μελαψό χρώμα όμως. Έκλεισα γρήγορα το κουτί που είχα στο τραπέζι.

-Τι θέλεις σ΄ αυτόν τον τόπο; Πώς γνωρίζεις για τα έντομα; Μ’ έστειλαν να σου πω πως σε είδαν να πηγαίνεις κατά το φαράγγι, χθες, και πως αλλαξογνώμισες...πως για να πηγαίνεις κατά κει κάποιος δικός, πολύ δικός στη γη αυτού του τόπου θα σου μίλησε γι' αυτό.

Έμεινα σιωπηλή. Ώστε θα είχε και μυστήριο, το φαράγγι! Κάτι που παρέμενε μυστικό, ίσως.

-Είσαι στην Αυστραλία, μου 'πε πάλι. Σ’ ένα μεγάλο πλειστηριασμό. Η παραμικρή σου κίνηση καταγράφεται και επικυρώνεται. Δεν μπορείς ούτε και να ξυστείς χωρίς να σε δουν. Θα σου πουλήσουν αυτό που δεν θέλουν ν’ αγοράσουν οι άλλοι, αυτοί που πήγαν στο πανηγύρι, γιατί θέλουν να σε δουν να πληρώνεις.

Τι έλεγε; Γιατί ν’ απευθυνόταν σε μένα έτσι; Σε πόσους προηγούμενα να είπε τα ίδια; Το ίδιο παράξενο μου φάνηκε, όπως την παχουλή κυρία με την ομπρέλα. Τελικά, τι ήταν το Μάνυαρντ εκτός από ένας τόπος όπου προσπαθούσα να ξεδιψάσω την περιέργειά μου και να πάρω ένα μαγικό βοτάνι πίσω στον άντρα μου;

-Πιστεύω στον άνθρωπο φίλη, συνέχισε. Τον αγαπώ και του ανοίγομαι. Πιστεύω στη γη, φίλη. Πιστεύω στη γη και της ανοίγομαι. Την ψαχουλεύω όπως με ψαχουλεύει κι αυτή. Η γη είναι η ζωή κι εγώ η δίψα για ζωή και για ό,τι έχει να κάνει με τη δίψα αυτή.

Ήταν απόγευμα όταν ξεκινήσαμε. Η Ρίκα σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο Τσαρλς Ντάργουιν. Πρώτος της χρόνος στη Γεωλογία. Δυνατή για μια τέτοια σπουδή που θέλει αγάπη για τον τόπο, περηφάνια. Μα τα 'χε και τα δυο. Ήταν ψηλή, πόδια μακριά σαν του ελαφιού, μάτια που γέμιζαν τη γη της Αυστραλίας. Μια Αβορίγινας τόσο δική του χώρου, τόσο δική τ' ουρανού απάνω από τη γη. Και τόσο αξιαγάπητη. Πόσο θα ήθελα να γνωρίζω εκείνη τη στιγμή την κάθε πτυχή απ' το χαμόγελό της. Παιδί, σαν το παιδί μου, καθαρή σαν το ηλιάνθεμο στον ύπνο μου μ' αληθινή σαν τη μέρα αυτή που οι δυο μας θα περπατούσαμε μαζί για να δεχτούμε απαντήσεις σ' ερωτήσεις που δεν ήταν εύκολο να κάνουμε. Τι σκεφτόταν όταν το έδινε με τέτοια πίστη, το χαμόγελο αυτό; Μια μακάρια ηρεμία την έφερνε για χρόνια μετά στο νου μου. Δόντια χωρίς κανένα χάος να τα χωρίζει και μια κίνηση που μόνο στο μπαλέτο μπορεί κανείς να μάθει, ίδια κίνηση με τον καπνό της φωτιάς όταν φυσάει το αγέρι της ερήμου. Θα πρέπει να τα πω όλα αυτά γιατί ...δεν γίνεται. Ναι, δε γίνεται να γράφει κανείς μόνο για τον άντρα. Και πότε θα σχεδιάσει ένα τυχαίο γραπτό ενθύμησης τη γυναίκα του σήμερα; Και πότε θα δώσει ζωή σε μια άγνωστη ιθαγενή, ένα τυχαίο γραπτό, όταν δοθεί η ευκαιρία της διήγησης; Ένα παιδί δικό μου το ένιωθα, που θα προστάτευα εδώ στον έρημο αυτόν τόπο, όσο θα κρατούσε η περιπέτεια του φαραγγιού.

Θα έπρεπε να της υποσχεθώ κάτι, μα με πρόλαβε.

Δεν το κάνω για χρήματα, αν είναι αυτό που σκέφτεστε. Το κάνω για σας, για μια γυναίκα που αγαπά τη γη μου και την ερευνά με τα ταξίδια της. Το κάνω γιατί πιστεύω στο μυστήριο αυτής της γης και στο ότι ό,τι χωρίζει δένει και πάλι, και ό,τι έχει μέριμνα έχει αγιότητα.

Πού τα έβρισκε όλα όσα μού ' λεγε; Άξιζε μόνο και μόνο να πάω αυτόν τον μακρινό περίπατο των δέκα χιλιομέτρων απλά για να την ακούω να μιλάει όσο και να θαυμάζω τη σιωπή της. Είχαμε κι οι δυο στα χέρια δυο-τρεις αλλαξιές ρούχα για το ταξίδι, συγυρισμένα με χάρη σ' ένα σακίδιο πλάτης η καθεμιά. Κι είχα ετοιμάσει για το διήμερο ταξίδι από το χοτέλι όλα όσα μας χρειάζονταν για φαγητό και ροφήματα.

Τις κουβέρτες τις είχα φέρει από το σπίτι.

Ήταν απόγευμα όταν ξεκινήσαμε Θα ήθελα να ξεχνούσα κάποτε το χρώμα του ήλιου, εκείνη την ώρα στον κοκκινόδρομο. Με σκότωνε η μαγεία του. Ήταν τόσο ελκυστικό, τόσο παιδευτικό. Δέκα χιλιόμετρα θα τα περπατούσαμε τη νύχτα με το σεληνόφως παρέα. Ο φόβος γι' αυτό που θα βρίσκαμε ίσως να εξαφανιζόταν με το περπάτημα, ακούγοντας από τα σιωπηλά μοναχικά δέντρα φωνές από τα τελευταία πουλιά της ελαφροπάτητης νύχτας...ένα είδος θυσίας ή ακόμα και δέους ίσως να εξαφανιζόταν με το περπάτημα...Η θυσία μου στο Θεό του παντός για τον άντρα μου.

Διπλοφορεμένη η σιωπή. Δεν είχα πει τίποτε, μα το έβλεπε, το έβλεπε η Ρίκα πως δεν χρησιμοποιούσα το ένα μου χέρι. Ο βηματισμός στη νύχτα φέρνει βουβή κίνηση. Ο βηματισμός στη νύχτα αλλάζει τη ζωή με το φόβο αρχικά, αλλά ο φόβος γίνεται σιγουριά με την εξάσκηση.

Βάλαμε μια κουβέρτα κάτω να ξαποστάσουμε Η κουβέρτα φάνταζε καταφύγιο στη νύχτα την ψυχρή.

-Μπορώ να ρωτήσω τι έχεις στο κουτί;

Ναι, ήταν κι αυτό, μέσα σε όλα τα άλλα που μετέφερα.

Η ερώτηση ήταν ακαριαία και δεν την περίμενα. Ακαριαία, προσωρινά, και η σιωπή μου.

Περιμέναμε, όπως μας είπαν, την πανσέληνο. Και να μας σιωπηλές με τόσα να ρωτήσουμε και τόσα να κρύψουμε. Ήμουν ντυμένη όπως την Άβα Γκάρντνερ στο ρόλο της Honey Bear στο έργο Mogambo, εκείνο το απόγευμα. Άσπρο πουκαμισάκι με λίγα σχέδια επάνω, γκρίζο παντελόνι με κόκκινη πέτσινη φαρδιά ζώνη κι ένα κόκκινο στενό μαντίλι δεμένο στο λαιμό. Το είχα σχεδιάσει να τα φορώ αυτά στο Σέντερ. Τι άλλο να είναι η έρημος, τι άλλο το άγριο δεμένο με το ήρεμο, τι άλλο η ομορφιά οπουδήποτε. Μογκάμπο ή Σέντερ, Άλις ή Okalataka, όπου γυρίστηκαν κάποιες σκηνές του έργου, όλα ένα παραμύθι για να βρει κανείς παρηγοριά και κίνηση, περιπέτεια και θεραπεία. Να ζητήσει γιατρειά από τη φύση.

Άπλωσα τις κουβέρτες.

-Ξέρεις πόσον καιρό της πήρε της μάνας μου να την τελειώσει; είπα με χαμόγελο κουρασμένο. Την κουβέρτα, εννοώ, και πρόσθεσα. Με κομμάτια από χρωματιστό μαλλί είχε κατορθώσει να φτιάξει ένα σχέδιο που να είχε όλα τα πολύχρωμα πουλιά, όλα κλεισμένα σ' ένα μαύρο κλουβί.

Κι ύστερα είπα και πάλι, δείχνοντας λίγη εμπιστοσύνη στη συνοδηγό μου.

-Είναι ένα παρασκεύασμα που θα τραβήξει τα έντομα. Φορώ κοντό παντελονάκι κάτω από το παντελόνι μου. Τα θέλω στα πόδια μου, στα χέρια μου, να με τσιμπήσουν παντού. Θα έρθουν να με γεμίσουν με ό,τι μεταφέρουν, και ίσως να...

-Να τι; Ρώτησε με περιέργεια. Να κάνουν τι;

Απ' έξω απ' το κλουβί ένα άσπρο πουλί φτεροκοπούσε μ' ανοικτό το στόμα. Ήταν δυσανάλογα πουλιά. Ρίγος με κυρίευσε εκείνη την ώρα. Ήταν κι ο μεταβολισμός από τα παράξενα φαγητά που είχα γευτεί στο χοτέλι. Ω, Θεέ μου, δεν μου καλάρεσε η γεύση του κρέατος...τι να ήταν που έμοιαζε αρνί χωρίς λίπος. Με πήρε ρίγος στη σκέψη πως θα ήταν κρέας του καγκουρό, δεν μου άρεσε ποτέ ούτε η μυρωδιά αλλά ούτε η ιδέα πως...Τα χρώματα στην κουβέρτα μου θύμισαν έναν ντόκο* που είχα δει για τους βαμμένους τοίχους των σπιτιών στο Σαντιάγκο, αλλά και όπου αλλού οι φοιτητές αποτυπώνουν την αντίθεσή τους στο καθεστώς. Αντίθεση και χρώμα, χρώμα και αντίθεση, όπως τα είδα πέρσι, σ' ένα ταξίδι στη Νότιο Αμερική, για σκοπό της εταιρίας που εργάζομαι.

Η Ρίκα με κοίταξε με ύφος δικαστή έτοιμου ν' αναγγείλει στον κατηγορούμενο δέκα χρόνια φυλάκισης. Ή έτσι τουλάχιστον μου φάνηκε. Γιατί πολλά έλεγα αλλά λίγα για ό,τι ήθελε ν΄ ακούσει.

Θυμάμαι τη νύχτα αυτή την αλλόκοτη. Τα πόδια της βγαίναν μέσα από τη χρωματιστή κουβέρτα, βγαίναν από το κλουβί, να το αγκαλιάζουν και ν' αγκαλιάζονται με τα πουλιά, αφήνοντας απ' έξω το άσπρο πουλί,και ό,τι ελεύθερό δεν θέλει ζεστασιά.

Στις δυο είχε γυρίσει πλευρό και τα πουλιά φαίνονταν στριμωγμένα, έτοιμα να δραπετεύσουν από τις κάθετες γραμμές του κλουβιού. Ζητούσα την εικονική παρουσία της μητέρας μου εκεί, και χωρίς να την ξυπνήσω πήρα απαλά την κουβέρτα από πάνω της αλλάζοντάς την με τη δική μου, μια ζεστή σε χρώμα κόκκινο κι άσπρο, αγορασμένη από ένα υπόγειο κατάστημα στην οδό Φλίντερς, στη Μελβούρνη.

Προσπάθησα να κοιμηθώ με τα χρωματιστά πουλιά τη νύχτα εκείνη. Ν' αποκτήσω την ελευθερία μου μαζί τους, και την ευχή της μάνας μου.

''Μα γιατί δεν χρησιμοποιείς λίγο και το δεξί σου χέρι; Θα σου κοπούν τα χέρια, να κουβαλάς με το ένα σου τα τρόφιμα!''

Μα τόσο πολύ να το είχα κρύψει; Και... αν η Ρίκα δεν είχε καταλάβει πως το δεξί μου χέρι ήταν παράλυτο, τότε ούτε και ο Λίαμ. Ούτε και ο Λίαμ. Του το έκρυψα! Του το έκρυψα πως ήρθα εδώ για ένα πείραμα. Ήξερε μόνο πως ήταν για ένα προσκύνημα. Και τον άφησα μ' αυτή την εντύπωση, στα χέρια της καλής κι ανύπαντρης αδελφής του που τόσο τον αγαπά. Για να μπορέσω να τον φέρω στην κίνηση του σώματος και κυριότερα του πνεύματος, ήρθα. Του πνεύματος που συχνά λιγοστεύει όταν αισθανθούμε αδύναμοι...κι όταν αναγκαστούμε να παραδοθούμε...

Να τον αγαπήσω όσο κανένας στον κόσμο, να τον φέρω πίσω στα έντομα που του πήραν την κίνηση, στα έντομα που σκοτώνουν αλλά και σ΄ ανασταίνουν, αν το θελήσεις. Να μελετήσω τη γιατρειά μέσα από το δηλητήριο.

Μα πριν κοιμηθώ είπα γλυκά, σχεδόν ψιθυριστά, και ήμουν σίγουρη πως η Ρίκα θα με άκουγε.

-Ήταν εδώ ο άντρας μου πριν αρκετά χρόνια. Τον τσίμπησε ένα έντομο που δεν γνωρίζω πιο απ' όλα ήταν. Είχα ακούσει για το φαράγγι με τα έντομα. Λίγα αφήνουν να γίνονται γνωστά, οι Αβορίγινες, σε όσους δεν σέβονται τις αλήθειες τους. Κι έτσι ξανάρθα μόνη. Είχα δει μια νύχτα να φτεροκοπά ένα μοναδικό στις χιλιάδες έντομο, μια πυγολαμπίδα ολόλαμπη που δεν αναβοσβήνει. Μένει πάντα αναμμένη. Ήταν τα φτερά της κι όλο της το σώμα γεμάτα φως. Είχα δει την ίδια νύχτα ένα ντίνγκο να σέρνεται στο φαράγγι. Φαινόταν πως ήταν αδύνατο και πως δεν θα μπορούσε να μου κάνει κακό. Το ένα του πόδι παράλυτο. Το ζώο έμεινε εκεί όλη νύχτα μαζεμένο, κακόμοιρο μα ήρεμο. Λες κι ήξερε πως θα 'βρισκε γιατρειά. Μετά από λίγες ώρες σηκώθηκε, περπάτησε. Το μόνο που είχε δεχτεί ήταν τα τσιμπήματα των εντόμων. Και λίγο νερό που του έδωσα από το παγούρι μου όταν ανίκανο βρισκόταν στη γη. Το ίδιο ζώο μπορούσε να περπατήσει το άλλο πρωί, κι αναρωτήθηκα...κι αναρωτήθηκα, εκτός από την καλοσύνη, εκτός από το νερό τι είναι εκείνο που μπορεί να φέρει πίσω στον άνθρωπο ζωή.

-Και το παρασκεύασμα στο κουτί; είπε μέσα από τον ύπνο της η Ρίκα.

-Τίποτε το ειδικό. Μέλι αλεύρι και...το χυμό, από ένα δυο λαχανικά. Στην περίπτωση από ένα δυο αγγουράκια και καρότα. Τα έξυνα όλη νύχτα με τη λίμα των νυχιών.

-Για να τραβήξεις τα έντομα;

-‘Οχι μόνο! Για να τραβήξω ένα ειδικό έντομο, που ίσως να του αρέσει το μέλι. Και που να γνωρίζει πώς να φάει και πώς ν' αποφύγει, να μην κολλήσει σ’ αυτό, να μην παγιδευτεί.

Η Ρίκα έκανε πως κατάλαβε. Μα ήξερε πως πίσω από όλο αυτό το πείραμα είχαν σπαταληθεί ώρες μελέτης κι απομόνωσης σε πορίσματα που δεν είχα πει ούτε στον Λίαμ.

Η νύχτα ήταν ατέλειωτη. Εγώ με τα μέλη μου δοσμένα στο κρύο. Η Ρίκα κοιμόταν τώρα. Βαθιά.

Βγήκα από το φαράγγι. Από μακριά, στα κράσπεδα της ερήμου οι φωνές των αγριμιών δεν με φόβιζαν πια.

Στο φως του φεγγαριού άνοιξα το τετράδιο με τις σημειώσεις μου και διάβασα τις τελευταίες.

''Το κακό ήταν πως αυτά που έπρεπε να διακριθούν για κάτι που έκαναν, έστω κι αν ήταν για δικούς τους λόγους ανάπτυξης, και για δική τους ευφορία και όχι για σύγκριση, αυτά έπρεπε να περάσουν από το ίδιο αποτρόπαιο φάγωμα από τα άλλα έντομα. Δηλαδή, τα γενναία στο στόχαστρο από τα δειλά.

Δεν υπήρχε τίποτε που να μπορούσε ν' αποδώσει μόνο μέσα από την απομόνωση. Δεν ήταν, δηλαδή, ο τόπος αυτός, η απόμακρη φύση, η απόκοσμη συμπεριφορά, το μοναδικό κριτήριο που τα έκανε... μοναδικά. Αν κάποιο απομονωνόταν, δεν θα μπορούσε ν' αποδεχτεί αλλά ούτε και ν' αποδείξει τίποτε. Γιατί τότε δεν θα αποτελούσε ατόφιο μέρος της ολότητας, έστω κι αν δημιουργούσε το μεγαλύτερο κατόρθωμα στην κοινωνία που ζούσε. Κάποια, σ' εκείνη την προσπάθεια επιβίωσης στο ίδιο είδος, έδειχναν κάτι διαφορετικό, πιο αντρείο. Και αυτά τα πιο αντρεία ήταν τώρα πιο εύκολο να φύγουν από την ολότητα των ομοίων, ή, να χρησιμοποιηθούν σαν ελιξήριο για τα όμοιά τους.

Κι εκεί όπου ήταν όλα στο στόχαστρο των άλλων εκεί που κι εκείνα άθελά τους βρίσκονταν σ' αυτό το φάγωμα, απότομα ξεχώριζαν και αποφάσιζαν έτσι όπως ήταν έτοιμα να παραδοθούν, έτσι το ίδιο να θέλουν να σωθούν. Και θα έπρεπε να σωθούν. Και μέσα στην προσπάθειά τους αυτή να σωθούν θ' αποκτούσαν ίσως στο σώμα τους τα αντισώματα που θα τους έδιναν ζωή.

Το χειρότερο ήταν μέσα από τη σωτηρία εκείνων που ήταν αντρείοι πως σώνονταν κι άλλα, που αποτελούσαν τα χειρότερα, τα πιο επιθετικά και καμώνονταν πως ήταν από ανθεκτική γενιά που χρυσίζει στο σώμα τους.

Γιατί εκεί είναι που κρύβεται η ατόφια γενιά. Στη φυσική διαφορά της συμπεριφοράς. Κι εκεί είναι που βρίσκεται το ελιξήριο, στην ατόφια στην επίθεση των αντιθέτων αντίσταση.

 

Είχε το σώμα μου τη στιγμή εκείνη μαζέψει εκατοντάδες έντομα που περιτριγύριζαν να καθίσουν στο γεμάτο θαύματα χώρο της χώρας αυτής, που ορισμένα χρύσιζαν και άφηναν με τις δαγκάνες τους αντίσταση στο δικό μου καθώς και την επίθεση, ταυτόχρονα.

 

Και το πρωί, αποκαμωμένη με πήρε ίσως για λίγο μόνο ο ύπνος αφού λύγισα στην επίθεση κι ορθώθηκα στην αντίσταση. Κι εκεί μέσα από τα σχεδόν κλειστά μου βλέφαρα, είδα ένα φίδι με ολόρθο το μισό του σώμα λίγα μέτρα μπροστά, κι αφού έπιασα μια πέτρα πελώρια που βρέθηκε εκεί χάμω, του την έσυρα στο γλιστερό του σώμα επάνω.

-Αυτή ήταν μια επιτυχημένη ριξιά, είπε η Ρίκα που παρακολουθούσε σιωπηλή όλη την ώρα. Μια γενναία ριξιά αν σημειώσει κανείς πως έριξες την πέτρα με το δεξί σου χέρι, που χθες ήταν άπρακτο.

-Ξαναπές το αυτό, είπα, ενώ έβλεπα το φίδι να τυλίγεται, να φεύγει. Με το δεξί μου είπες;

Κι έπιασα το κλάμα.

Τα έντομα που είχε τώρα το κουτί, θα έκαναν το θαύμα τους και στον Λίαμ. Θα το έκαναν.

Είδα την Ρίκα που έτρεξε και με σήκωσε με αγάπη, με μάτια γεμάτα φόβο.

Έχω ένα μικρό σταυρόλεξο για σένα Ρίκα, της είπα. Αν το βρεις θα παραλάβεις το περιεχόμενο.

Στην κλειστή σε σχήμα λευκό ορθογώνια οθόνη που γεμίζει με σάλιο ο καθένας, μόνο για μια φορά, την κρυμμένη στην τρίτη από εκεί που στέκεσαι

αμίλητη και λεία ταυτόσημη θηλυκού γένους με την μεγάλη του Βατικανού εκκλησία ακίνητη και ομώνυμη με πόλη της Ιορδανίας, θα βρεις, την ίδια που ρίχτηκε στο χωρίς ώτα σκανδαλοθηρικό και πονηρό ευέλικτο θεριό που μας παιδεύει, εκεί θα βρεις τα εφόδια να περάσεις από το σεμνό πανδοχείο στην πόλη των θαυμάτων, για να ντυθείς με τα ρούχα που σε κάνουν ηρωίδα για τη ζήση των πολλών.

-Ω, σε παρακαλώ Τζην. Η ζωή είναι πολύ πιο απλή από το πνεύμα σου, από ένα σταυρόλεξο τόσο δύσκολο να το πιάσω. Πες μου με λίγα λόγια εμένα της απλής, τι θέλεις να μου πεις.

Γέλασα!

-Στην πέτρα εκεί πιο κάτω σου έβαλα να βρεις ένα φάκελλο. Έχω μια επιταγή μέσα, για να τελειώσεις τις σπουδές σου.

Ναι, κλαίγαμε τώρα κι οι δυο.

Κι έτσι, λίγη ώρα αργότερα, η Ρίκα κι εγώ πήραμε το δρόμο του γυρισμού, εγώ κρατώντας τώρα το σακίδιο της πλάτης με το δεξί μου, και μαζί του την αντίσταση, μαζί και την επίθεση, τα έντομα, και όλα όσα θα φέρναν την κίνηση στον Λίαμ, και τη γνώση κυρίως, μέσα από την έρευνα. Γιατί ένα κατόρθωμα δεν είναι ποτέ μόνο του ενός, και μια προσπάθεια δεν είναι ποτέ του συνόλου μονάχα. Ναι, υπήρχαν κι άλλα που ρωτούσε το γεμάτο απορίες πνεύμα μου, μα θα τα εύρισκα παρέα με τον άντρα μου. Γιατί θα ερχόμασταν μαζί εδώ, και οι δυο μας. Ω, ναι! Θα ερχόμασταν μαζί.

 

Έρμα Βασιλείου  Νοέμβριος 1997, Chadstone

 

 

 

 


 


 


1
Eρμα Βασιλείου
μεταδιδακτορική ερευνήτρια
Australian National  University

  ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΕΡΜΑ      erma.vassiliou@anu.edu.au  
 

 

 


 

 

 

 

  
 

Anagnostis  P.O.Box 25 Forest Hill 3131 Victoria Australia
 enquiry@anagnostis.info