ΤΙΜΕ ΙΝ ΑΤΗΕΝS            

  

 

THE 3D PHOTOS OF 
JOHN LIASKOS


3D (rED /cYAN gLASSES REQUIRED/
χρησιμοποιHστε τα 3D γυαλιA

αποκλειστικΑ για τους
αναγνΩ
στες μας στην ΑυστραλΙα


ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΣΤΕΙΛΤΕ ΦΑΚΕΛΟ
ΜΕ ΤΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΣΑΣ
ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑΤΟΣΗΜΟ ΓΙΑ ΝΑ ΛΑΒΕΤΕ
ΔΩΡΕΑΝ ΤΑ ΓΥΑΛΙΑ 3D
Η ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ
P.O. BOX 25
FOREST HILL 3131
VICTORIA/AUSTRALIA





GREEKS 
IN AUSTRALIA

Explore the Map above

 

 ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ     Του Γιάννη Λιάσκου

Περί σονέτου

 Ένα από τα ομορφότερα, λυρικότερα αλλά και δυσκολότερα ποιητικά είδη, είναι αναμφίβολα, το σονέτο. Το λεγόμενο και «δεκατετράστιχο» αφού ο αριθμός των στίχων του είναι, αυστηρά, αυτός.  

Αν και κατατάσσεται στην κατηγορία των ελαφρών ποιημάτων, εν τούτοις, είναι από τα δυσκολότερα ποιητικά είδη, απαιτεί,δε, μεγάλη δεξιοτεχνία και στιχουργική πείρα, λόγω των πολλών περιορισμών που έχει.  

Μάλιστα, πολλοί φιλόλογοι και κριτικοί της παγκόσμιας λογοτεχνίας το παραλληλίζουν με το επίγραμμα, επειδή ο ποιητής πρέπει μέσα σε λίγους στίχους να κλείσει τα συναισθήματα και να αναπτύξει τη βιοθεωρία του.  

Να παρουσιάσει, όσο το δυνατόν σφαιρικότερα και καθολικότερα, την ομορφιά ή τη δυστυχία αυτού του κόσμου και να τραγουδήσει με τις ευαίσθητες χορδές της ψυχής του, τους καημούς και τα βάσανα των φτωχών και κατατρεγμένων.  

Γι αυτό το σονέτο συνδυάζει, πρέπει να συνδυάζει, την εσωτερική αρμονία με την αρχιτεκτονική δομή.Το σονέτο είναι το είδος ποιήματος που χαρακτηρίζεται από τη σταθερή του μορφή. Έχει, δηλαδή, συγκεκριμένο αριθμό στροφών και στίχων και διακρίνεται για τη μουσιικότητά του.  

Το σονέτο είναι ιταλικής προέλευσης και η ονομασία του προήλθε από την προβηγκιανή λέξη sonet, που με τη σειρά της ελήφθη από το λατινικό sonus που σημαίνει ήχος ή μουσικός σκοπός.   

Στην Ελλάδα, για το ποιητικό αυτό είδος χρησιμοποιήθηκε ο όρος «δεκατετράστιχο» γιατί ακριβώς το σονέτο αποτελείται από δεκατέσσερις στίχους.  

Το σονέτο, στην κλασική του μορφή αποτελείται από δυο συνθετικά μέλη: Από δυο τετράστιχες και δυο τρίστιχες στροφές. Ο τύπος αυτός του σονέτου-ο ένας από τους δυο βασικούς που υπάρχουν-είναι γνωστός με την ονομασία «πετραρχικός» τύπος.  

Ο Πετράρχης-από τους πρώτους και μεγαλύτερους σονετογράφους όλων των εποχών- υπήρξε ο ποιητής εκείνος, στον οποίο βρήκε την «καλύτερή του στιγμή» το περίτεχνο αυτό είδος.  

Ένας βασικός περιορισμός που ισχύει στο «πετραρχικό» σονέτο είναι ότι τα δυο πρώτα τετράστιχα του ποιήματος συνδέονται μεταξύ τους με κοινή ομοιοκαταληξία. Το δεύτερο μέρος του σονέτου το αποτελούν τα τρίστιχα που ονομάζονται και «τερτσίνες» και που ομοιοκαταληκτούν μεταξύ τους.  

Ο δεύτερος βασικός τύπος σονέτου που απαντάται στη νεοελληνική ποίηση-όχι και τόσο συχνά όμως όσο ο «πετραρχικός» τύπος- είναι ο λεγόμενος «σεξπιρικός» τύπος.

Ο μέγας Άγγλος δραματουργός Σέξπιρ εκτός από τα αθάνατα θεατρικά του έργα έγραψε και μια περίφημη συλλογή 154 σονέτων. Η μορφή τους διαφέρει από την «πετραρχική», όσον αφορά τη διάταξη των στροφών του ποιήματος.  

Στο «σεξπιρικό» τύπο οι τρεις πρώτες στροφές είναι τετράστιχες ενώ η τέταρτη είναι ένα καταληκτικό δίστιχο που έχει δική του ομοιοκαταληξία. Κάθε μια από τις τρεις πρώτες στροφές έχει τις δικές της ρίμες που δεν περνούν από τη μια στην άλλη.  

Ένα από τα βασικά εξωτερικά χαρακτηριστικά του σονέτου είναι η ομοιοκαταληξία, αυτό το παιχνίδισμα, το στολίδι που ομορφαίνει το στίχο.  

Στο σονέτο, οι ομοιοκαταληξίες της πρώτης στροφής, που είναι πάντοτε πλεχτές ή σταυρωτές και ποτέ ζευγαρωτές, επαναλαμβάνονται και στη δεύτερη. Στα τρίστιχα οι ομοιοκαταληξίες είναι δυο ή τρεις και δεν επιτρέπεται να έχουν καμιά κοινή ομοιοκαταληξία με τα τετράστιχα.  

Το είδος αυτό, που μπήκε στη λογοτεχνία μας για πρώτη φορά το 190 αιώνα με τα σονέτα του Αντρέα Λασκαράτου, καλλιεργήθηκε με μεγάλη επιτυχία από τους γνωστότερους Έλληνες λογοτέχνες.  

Ο Παλαμάς, ο Γρυπάρης, ο Ουράνης, ο Δροσίνης, ο Βαλαωρίτης, ακόμη και ο Καβάφης και ο Καζαντζάκης έχουν γράψει αξιόλογα σονέτα υψηλού περιεχομένου.  

Στην ελληνική παροικία της Μελβούρνης έχουμε, επίσης, ποιητές που έχουν ασχοληθεί με το σονέτο και ξεχώρισαν για την καλλιέργεια του είδους.  

Ο Αντρέας Τριανταφυλλόπουλος και ο Σάββας Ζουμής είναι, ίσως, οι πολυγραφότεροι στο συγκεκριμένο αυτό και απαιτητικό είδος. Υπάρχουν επίσης ο Βαγγέλης Μύρων και ο Γιάννς Κατσαράς που έχουν εκδώσει ποιητικές συλλογές με σονέτα.  

Τελευταία, και γνωστές λογοτέχνιδες όπως η Λούλα Παπαζώη, η Ιωάννα Λιακάκου, η Λίτσα Γκόγκα, η Αθηνά Γκινάκη και η Καίτη Παύλου έχουν κάνει αισθητή την παρουσία τους καλλιεργώντας το ιδιόρυθμο αυτό ποιητικό είδος.  

Ένα είδος που μπορεί να θεωρείται παρακμασμένο και απαρχαιωμένο, από τους θιασώτες της μοντέρνας τεχνοτροπίας, δεν παύει, όμως, να αποτελεί ένα «πετράδι», μια «πνευματική όαση» σε μια εποχή που οι αξίες καταρρακώνονται, τα πάντα αμφισβητούνται και επιχειρούνται διαρκώς, αμφιβόλου ποιότητας, «ανανεώσεις» σε κάθε μορφή τέχνης και τεχνοτροπίας.

vv

Το νόμιμο
    ναρκωτικό
  
 

Πολλά τα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου. Πολλά τα δεινά του.

Παγιδευμένος στα γρανάζια μιας απρόσωπης καταναλωτικής κοινωνίας, πασχίζει να προλάβει τη ζωή που φεύγει, που απομακρύνεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα, αποκλείοντάς τον από τον παράδεισο των προϊόντων και υπηρεσιών που του τάζουν καθημερινά οι σειρήνες των διαφημίσεων.

Και έρχεται η στιγμή που ο αδύναμος, οικονομικά, πολίτης, ο εξουθενωμένος βιοπαλαιστής, ο στερημένος συνταξιούχος αποφασίζει να ξεκολλήσει από τη γωνία, να βγει από το τέλμα της μετριότητας και της ανέχειας, υποκύπτοντας στον πειρασμό, στην ψευδαίσθηση του εύκολου κέρδους.  

Ο τζόγος- το νόμιμο ναρκωτικό – αποκτά έναν ακόμα πελάτη και η επερχόμενη μιζέρια και δυστυχία ένα ακόμα θύμα της.  

Τα τελευταία χρόνια οι φιλανθρωπικοί οργανισμοί της Βικτώριας κατακλύζονται από έναν ολοένα αυξανόμενο αριθμό οικογενειών και ατόμων που ζητούν βοήθεια.  

Επισημαίνεται, μάλιστα, η σχέση του τζόγου με τα άτομα αυτά, ενώ δηλώνεται ότι ο καθημερινός εθισμός ανθρώπων στο τζόγο, άρχισε να εξαντλεί τα αποθέματά τους σε τρόφιμα.  

Όλοι αυτοί οι δυστυχισμένοι πρώην μεροκαματιάρηδες και νυν άποροι, έχουν πέσει θύματα των «ναών της τύχης» παρασυρόμενοι από τα εύκολα και μεγάλα κέρδη που τους υποσχέθηκαν.  

Διστακτικά στην αρχή, μανιωδώς στη συνέχεια, μηδένισαν σε σύντομο χρονικό διάστημα την απόσταση που τους χώριζε από την εξαθλίωση, φτάνοντας σε τρομακτικά αδιέξοδα και βυθίζοντας τις οικογένειές τους σε απόγνωση.  

Χιλιάδες τα θύματα του τζόγου στη Βικτώρια που οδηγήθηκαν στη χρεοκοπία και και την καταρράκωση, κυρίως στα εργατικά και επαρχιακά κέντρα.  

Η πολιτεία, από την άλλη, εξασφαλίζει ανέλπιστα υψηλά έσοδα, αφού μέρος των απίστευτων ποσών που καταθέτονται στα τυχερά παιχνίδια καταλήγουν υπό μορφή φόρων στον κρατικό κορβανά.  

Οι γνώμες για το «τις πταίει» διίστανται. Πολλοί κατηγορούν την κυβέρνηση γιατί με την προώθηση του τζόγου οδηγεί τον πολίτη στον εθισμό, το έγκλημα και την αναπόφευκτη δυστυχία.  

Άλλοι παρατηρούν ότι ο κάθε ένας από εμάς είναι ελεύθερος να κάνει τις επιλογές του και να διαθέτει τα χρήματά του όπως θέλει. Υποθέτω πως η αλήθεια βρίσκεται κάπου ανάμεσα.  

Το σημαντικό είναι να κατανοήσουμε ότι η υπερβολή και η κατάχρηση σε κάθε μας εκδήλωση συσσωρεύουν προβλήματα, δημιουργούν αδιέξοδα και οδηγούν σε δυσάρεστες καταστάσεις.  

Μόνο με το μέτρο μπορούμε να απολαύσουμε πραγματικά όλες τις μικρές και τις μεγάλες χαρές της ζωής.  

Νηφάλιοι, μετρημένοι, προσεκτικοί, ας φροντίσουμε να μην καταστρέψουμε όλα αυτά, τα πολλά ή τα λίγα που με τόσο μόχθο δημιουργήσαμε.

 


33

Ανατολικά της Εδέμ

  Όποτε επισκέπτομαι την Αθήνα, ένα από τα πρώτα πράγματα που κάνω είναι να μπω στο λεωφορείο της γραμμής και να κατέβω στην Ομόνοια. Από κει κατηφορίζω προς την οδό Αθήνας.  

Κι εκεί, ανάμεσα στις μυρουδιές των μπαχαρικών, των ψαρικών και των κρεατικών που εναλλάσσονται, δίπλα στους μικροπωλητές που διαλαλούν την πραμάτεια τους, πλάι σε γριούλες που πουλούν πλεξίδες με σκόρδα και στους σακάτηδες με τις πλαστικές σακούλες, αισθάνομαι πως βρίσκομαι πραγματικά στην πατρίδα.  

Νιώθω ν’ αποβάλω μεμιάς το «πολιτισμένο» μου πρόσωπο, να βαφτίζομαι εξαρχής σ’ αυτήν την τεράστια κολυμπήθρα της ανατολής και να ξαναπαίρνω την πραγματική μου ταυτότητα.  

Εκεί, ανατολικά της Εδέμ, στις παρυφές της οδού Αθηνάς, στο Μοναστηράκι και στα στενά της Πλάκας χτυπά ακόμα η καρδιά της αληθινής Ελλάδας.  

Που όσο και να παλεύει να εναρμονιστεί με την υπόλοιπη Ευρώπη, όσο και να προσπαθεί να συμμορφωθεί με τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν παύει να διακατέχεται από τα χαρακτηριστικά, τις συνήθειες και τη νοοτροπία της ανατολής.  

Ανήκουμε στην Ευρώπη αλλά δεν ακολουθούμε τον τρόπο ζωής της. Άλλωστε τί δουλειά έχουμε εμείς με τους ψυχρούς Γερμανούς, τους εκλεπτυσμένους Γάλλους, τους φλεγματικούς Εγγλέζους;  

Όλοι εμείς οι Έλληνες, είτε ζούμε στην πατρίδα, είτε σε οποιαδήποτε γωνιά της γης, κουβαλάμε μέσα μας την ιδιοσυγκρασία, τις συνήθειες και τον τρόπο ζωής που διακρίνουν τους λαούς της ανατολής.  

Είμαστε υπέρμετρα εκδηλωτικοί, θορυβώδεις, υπερβολικοί σε κάθε εκδήλωση της ζωής μας. Χαλάμε τον κόσμο και τραβάμε τη γενική προσοχή και στη χαρά μας και στη λύπη.  

Στα γλέντια μας ξεφαντώνουμε πραγματικά, βγαίνουμε εκτός εαυτού, ενώ στους χορούς μας αποτυπώνονται έντονα τα συναισθήματα που μας κατακλύζουν.  

Είμαστε ζωντανοί και χαιρόμαστε τη ζωή με το δικό μας μοναδικό τρόπο. Την ανατολή την κουβαλάμε στις γαστρονομικές μας προτιμήσεις, στη μουσική και στα τραγούδια μας, στην ίδια μας τη γλώσσα.  

Λέξεις, εκφράσεις, ήχοι και συνήθειες που ο κύριος όγκος τους μεταφέρθηκε από τα καραβάνια των προσφύγων της μικρασιατικής καταστροφής, φιλτραρίστηκαν, αφομοιώθηκαν και μετουσιώθηκαν στη χοάνη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, αποκτώντας μια νέα ελληνική διάσταση, εμπλουτίζοντας την κουλτούρα μας.  

Αυτό είναι που κάνει εμάς τους Έλληνες, ένα λαό μοναδικό. Η ικανότητα να είμαστε ανοιχτοί, να δεχόμαστε τις ξένες επιρροές και να τις προσαρμόζουμε στα μέτρα μας, διατηρώντας παράλληλα ακέραιη την ελληνική μας ταυτότητα ανά τους αιώνες.


 

Τριλογία Αθλίων δρέας Συγγρός  
Θα συνεχίσουμε και σήμερα την περιήγησή μας στις σελίδες της νεότερης ελληνικής ιστορίας και θα ολοκληρώσουμε αυτή την «τριλογία αθλίων», με την εξοργιστική περίπτωση του Ανδρέα Συγγρού, ο οποίος προκάλεσε την οικονομική κατάρρευση της χώρας του, μέσω ψευδών ειδήσεων, κερδίζοντας εκατομμύρια στο χρηματιστήριο, για να διαθέσει μέρος των άνομων αυτών χρημάτων για αγαθοεργίες  αργότερα, και όχι μόνον να λάβει «άφεση αμαρτιών», αλλά να ονομαστεί εθνικός ευεργέτης και να δοθεί το όνομά του σε κεντρική οδό της πρωτεύουσας.  

Αυτά, πραγματικά, μόνο «εν Αθήναις» συμβαίνουν.  

Ο Συγγρός γεννήθηκε στην Πόλη το 1830 από Χιώτες γονείς. Διδάχτηκε τα πρώτα του γράμματα στην Άνδρο και τελείωσε το γυμνάσιο της Σύρου. Την τεράστια πριουσία του απέκτησε στην Πόλη με εμποροσαράφικες επιχειρήσεις. Αργότερα ήρθε στην Αθήνα και ίδρυσε την «Ηπειρο-Θεσσαλική Τράπεζα».  

Ο Συγγρός υπήρξε ο ήρωας του σκανδάλου των Λαυρεωτικών, το 1873, όταν πήρε στα χέρια του τη γαλλοϊταλική εταιρεία «Ρου-Σερπιέρι». Από το 1864, τα ορυχεία του Λαυρίου τα εκμεταλλεύονταν ο Ιταλός Σερπιέρι και η γαλλική εταιρεία «Ρου ντε Φρεσινέ», με αποτέλεσμα τα πολύτιμα σιδηρούχα, αργυρούχα και μολυβδούχα μεταλλεύματα της περιοχής να παίρνουν το δρόμο για τις αγορές του εξωτερικού, αποσπασμένα από τα σπλάχνα της ελληνικής γης, με τον ιδρώτα και το αίμα Ελλήνων μεταλλωρύχων.  

Οι ξένοι, όμως, σαν να μη φθάνει η καταλήστευση των σπλάχνων της γης, βάζουν χέρι και στο χώμα της επιφάνειας, το πλούσιο σε πολύτιμα μέταλλα. Το θέμα γίνεται πρωτοσέλιδο, και η ληστεία που πραγματοποιείται σε βάρος της εθνικής οικονομίας της χώρας προκαλεί εθνική αγανάκτηση.  

Η κυβέρνηση αναγκάζεται να διαμαρτυρηθεί, οι ξένοι επενδυτές είναι αμετάπειστοι, οι Μεγάλες Δυνάμεις απειλούν με επέμβαση. Το ζήτημα βρίσκεται σε αδιέξοδο όταν εμφανίζεται στο προσκήνιο το ελληνικό παροικιακό κεφάλαιο στο πρόσωπο του Ανδρέα Συγγρού, εκπροσώπου της «Τράπεζας Κωνσταντινουπόλεως» που αναλαμβάνει όλα τα δικαιώματα της εταιρείας του Λαυρίου ιδρύοντας μιά νέα εταιρεία.  

Η νέα, αυτή, εταιρεία εκδίδει μετοχές αξίας 200 δρχ. η καθεμιά. Η όλη μετατροπή των επιχειρήσεων και η επένδυση των κεφαλαίων του Συγγρού γίνεται κατά τρόπο αληθινά σατανικό, ώστε να εξαπατηθεί το στρώμα εκείνο του λαού το οποίο διέθετε ατομική αποταμίευση.  

Φήμες διασπείρονται τεχνηέντως ότι η νέα εταιρεία θα μετατρέψει το Λαύριο σε νέα Καλιφόρνια και στην παγίδα έπεσαν εύκολα οι αδαείς περί τα χρηματιστηριακά, μικροί και μεσαίοι νοικοκυραίοι της χώρας.

(Αυτό ακριβώς δεν συνέβη και πριν λίγα χρόνια, στην Αθήνα, με τις περίφημες «φούσκες» του χρηματιστηρίου Αθηνών και «χάθηκαν» δισεκατομμύρια; Τότε που κάθε Έλληνας που «σεβόταν τον εαυτό του» είχε γίνει επενδυτής της συμφοράς. Η ιστορία επαναλαμβάνεται γι αυτό και πρέπει να μελετάται και να λαμβάνεται πάντα υπόψιν της).  

Πίσω, όμως στα 1872, και εξαιτίας της συνεχούς ζήτησης οι μετοχές της εταιρείας του Συγγρού ανέβηκαν στα ύψη. Όλοι πλέον έτρεχαν να αγοράσουν, πουλώντας σπίτια, οικοσυσκευές, τιμαλφή, και η μανία επεκτάθη και στην ύπαιθρο. Η μικρή αγροτική ιδιοκτησία άρχισε να πουλιέται αθρόα και το προϊόν της πωλήσεως μετατρέπετο, με φοβερή ζημία της αγροτικής οικονομίας, σε μετοχές.  

Όταν πέρασε αρκετός χρόνος και αποδείχθηκε πόσο φρούδες ήταν οι ελπίδες των αγοραστών, αλλά και το μέγεθος της απάτης που είχε σκευωρήσει ο Συγγρός σε βάρος των βαλαντίων των φτωχών πολιτών, δεν υπήρξαν παρά θύματα.  

Η εταιρεία του Συγγρού όχι μόνο δεν αξιοποίησε τα μεταλλεία, όχι μόνο δεν κατέβαλε τα μερίσματα των μετοχών, αλλά ζήτησε από την τότε κυβέρνηση, για να αποφύγει την πλήρη χρεωκοπία της, τη μείωση, κατά 200.000 δρχ. ετησίως της καταβολής της προς το δημόσιο.  

Όλοι τώρα είχαν ανοίξει τα μάτια τους και οι κάτοχοι μετοχών άρχισαν λυσσαλέες επιθέσεις εναντίον της κυβέρνησης.  

Η λέξη Λαύριο πολιτογραφήθηκε, τότε, στη νέα ελληνική γλώσσα σαν συνώνυμη της απάτης, ο μεν Συγγρός, κατόρθωσε «να τη βγάλει καθαρή», ο Πρωθυπουργός, όμως Δεληγεώργης «κατεμαυρώθη δια παντός από το πυκνόν νέφος ασβόλης, το οποίον επεκάθησεν επί της τέως αιγληέσσης δημοτικότητός του», σύμφωνα με εφημερίδες της εποχής.  

Δεκαπέντε, σχεδόν, χρόνια μετά τα Λαυρεωτικά, ο ίδιος μοιραίος άνθρωπος, ο Ανδρέας Συγγρός, έπαιζε πάλι τον αχρείο ρόλο του, σε μια εποχή που η Ελλάδα ολίσθαινε προς την οικονομική καταστροφή, για να φτάσει στη χρεωκοπία του 1893.  

Οι ευρύτατες επιχειρηματικές του δραστηριότητες, μετά την εγκατάστασή του στην Αθήνα, έπειτα από την προσάρτηση της Θεσσαλίας, του απέφεραν τεράστια ποσά, οι μεγαλύτερες, όμως, υποθέσεις στις οποίες αναμίχτηκε θεωρήθηκαν, πολύ επιεικώς, σκανδαλώδεις.  

Ο Συγγρός, οπωσδήποτε πρόσφερε υπηρεσίες στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, δεν δυσκολεύτηκε, όμως, να εκμεταλλευτεί, σαν γνήσιος κεφαλαιοκράτης, τις περιστάσεις για ν’ αυξήσει την, ήδη, τεράστια περιουσία του.  

Σαν έμπιστος του Βασιλιά Γεώργιου του Α’, επωφελήθηκε συχνά από την βασιλική εύνοια για δικό του όφελος. Οι επικριτές του δικαίως τον χαρακτηρίζουν σαν αδίστακτο κερδοσκόπο.  

Για να εξευμενίσει, αργότερα, την κοινή γνώμη, έκανε δωρεές στο κράτος, όπως το νοσοκομείο και τις φυλακές Συγγρού, το Μουσείο Ολυμπίας, τμήμα του «Ευαγγελισμού», ενώ το μέγαρό του στην Αθήνα, εκεί που βρίσκεται σήμερα το Υπουργείο Εξωτερικών, περιήλθε στο κράτος.  

Τα σοβαρά αυτά κληροδοτήματα που άφησε για εθνικούς σκοπούς και οι δωρεές του για έργα κοινής ωφελείας του χάρισαν τον τίτλο του «εθνικού ευεργέτη».

(Με την ίδια λογική δεν θα μπορούσε κι ο Γιώργος Κοσκωτάς να δωρήσει στο κράτος, μέρος των 35 δισεκατομμυρίων που υπεξαίρεσε από την Τράπεζα Κρήτης το 1979, για να θεωρηθεί κι αυτός «εθνικός ευεργέτης»;)  

Ο ρόλος του Ανδρέα Συγγρού την περίοδο της πτώχευσης του 1893 παρουσιάζεται σκοτεινός, γενικά υπήρξε αυτό που θα λέγαμε σήμερα «πλουτοκράτης» και μάλιστα στυγνός, με το ελαφρυντικό ότι διέθεσε ικανό μέρος της περιουσίας του για σκοπούς δημοσίας ωφέλειας.  

Από τις αρχές του 1890, σύμφωνα με τον  τότε Υπουργό Οικονομικών Κ. Καραπάνο «το κράτος έβαινε αναποφεύκτως προς την χρεωκοπίαν». Κι αυτό γιατί ανάμεσα στα άλλα προβλήματα της παραπαίουσας ελληνικής οικονομίας, «φίλοι» του παλατιού προκαλούσαν πανικό στο Χρηματιστήριο Αθηνών για να κερδοσκοπήσουν.  

Πράγματι, ορισμένοι αυλικοί έπαιζαν στο Χρηματιστήριο, και έπαιζαν βάσει των ιδιαίτερων και απορρήτων πληροφοριών που είχαν, λόγω της θέσης τους.

Ο τότε περιβόητος Ταμίας και Διαχειριστής των Ανακτόρων, Νικόλαος Θων, έδιδε στον Συγγρό τις ειδήσεις τις οποίες μάθαινε από τον Βασιλέα, όταν ο τελευταίος τελείωνε τις συνομιλίες του μετά των υπουργών και του Πρωθυπουργού.  

Ο Θων φαινόταν να διαθέτει εκατομμύρια, ενώ ο μισθός του ήταν πεντακόσιες δραχμές το μήνα. Ο Συγγρός και οι συν αυτώ, αποκόμισαν τεράστια κέρδη εκατομμυρίων αξιοποιώντας πολιτικά μυστικά και παίζοντας μεγάλα ποσά εις βάρος των ελληνικών χρεωγράφων.  

Τη μεγάλη μπάζα όμως ο Συγγρός και οι άλλοι «χρυσοκάνθαροι» - όπως αποκαλούσαν τότε τους επιχειρηματίες που αποκόμιζαν μεγάλα κέρδη με κόλπα χρηματιστηριακά και ύποπτα οικονομικά τεχνάσματα- την έκαναν κατά την Πτώχευση του 1893.  

Γνωρίζοντας τα πάντα περί της πτωχεύσεως, αλλά και πριν απ’ αυτήν, αφού οι ίδιοι την είχαν προκαλέσει, δεν άφησαν ανεκμετάλλευτη και την τρομερή εκείνη περιπέτεια της χώρας. Εκατομμύρια γέμισαν τα θυλάκια των, εκ του ασφαλούς, παικτών.  

Ο Συγγρός υπονόμευσε λυσσαλέα τις ύστατες προσπάθειες του Χαρίλαου Τρικούπη, να συνάψει νέα δάνεια μήπως καταφέρει και αποσοβήσει την οικονομική καταστροφή, υπονομεύοντας αδίστακτα το μέλλον των επόμενων γενεών, για να γεμίσει το, ήδη, ξέχειλο πουγγί του. Αλλά δεν του έφταναν τα κέρδη που είχε καρπωθεί εν όψει της πτώχευσης, της οποίας το «μυστικό» εγνώριζε πολλές ημέρες πριν κηρυχθεί επισήμως.

Ήθελε να αποκομίσει κι άλλα, μετά την πτώχευση, παίζοντας στα Χρηματιστήρια τα μυστικά των νέων πολιτικών εξελίξεων, τις οποίες, βεβαίως, προετοίμαζε ο ίδιος, και κέρδισε κι άλλα πολλά ακόμα.

Ο «εθνικός» αυτός «ευεργέτης», όταν έπεσαν οι μεγάλοι τραπεζίτες και κεφαλαιούχοι σαν κοράκια απαιτώντας τα χρήματά τους από τη χρεωκοπημένη Ελλάδα, είχε το θράσος να ζητήσει να διεξαγάγει ο ίδιος τις συνεννοήσεις με τους ξένους δανειστές μας, και βέβαια εξ ονόματος της ελληνικής κυβέρνησης!  

Φυσικά η φήμη του «μεγάλου σπεκουλαδόρου», που είχε αποκτήσει ο Συγγρός, τον καθιστούσε απολύτως διαβλητό για κάτι τέτοιο, και η κυβέρνηση δια του Δηλιγιάννη, αρνήθηκε.  

Γιατί όσο φαύλος κι αν ήταν ο Δηλιγιάννης, δεν μπορούσε να παραβλέψει το γεγονός ότι ο Συγγρός, με τους οικονομικούς δεσμούς που είχε, ήδη, με τους ξένους, ήταν ασφαλώς το πιο ακατάλληλο, το πιο ύποπτο πρόσωπο για να διαπραγματευτεί.

«Τα είχα όλα, μια φορά, μα ήθελα παραπάνω…»  

Πηγή: «Τα φοβερά ντοκουμέντα» εκδόσεις Φυτράκη  

 

Η κοινωνία των κολασμένων  

Πληθαίνουν, τελευταία, οι ανησυχητικές εκθέσεις κοινωνικών και κρατικών φορέων που δείχνουν συνεχώς αύξηση του αριθμού των χρηστών ναρκωτικών ουσιών και ιδιαίτερα των εφήβων.

Σε έξαρση, λοιπόν, η μάστιγα του αιώνα, τα ναρκωτικά, που κατορθώνουν να καθυποτάξουν ολοκληρωτικά – κάτι που δεν κατάφερε ποτέ και το πιο στυγνό και ολοκληρωτικό καθεστώς – μεγάλες μάζες της νεολαίας.

Η κοινωνία των κολασμένων πληρώνει ανελλιπώς το φριχτό της φόρο στους άρχοντες της λευκής σκόνης και ο χορός του θανάτου καλά κρατεί.  

Όλο και εξαπλώνεται. Όλο και πληθαίνουν οι θλιβεροί χορευτές του.  

Έχει νικήσει κατά κράτος μια κοινωνία που βλέπει ανίσχυρη να χάνονται το ένα μετά το άλλο τα βλαστάρια της.  

Μια κοινωνία που φυλακίζει αδίστακτα τους απλούς παραβάτες του ποινικού δικαίου, που φυλακίζει αδίστακτα εμποράκους για διαμαρτυρημένα γραμμάτια και αφήνει να κυκλοφορούν ελεύθεροι οι μεγαλέμποροι του θανάτου.  

Κανένα μέτρο μέχρι σήμερα δεν έχει κατορθώσει, όχι να σταματήσει, να φρενάρει κάπως τον ιλιγγιώδη ρυθμό εξάπλωσης των προϊόντων του τεχνητού παράδεισου.  

Το Κέρδος – πατήρ πάντων – σ’ αυτή την κοινωνία των διακρίσεων και των αντιθέσεων, αποτελεί πλέον, τον ακρογωνιαίο λίθο στο οικοδόμημα του τεχνολογικού πολιτισμού μας.  

Στο βωμό του καταθέτονται και θυσιάζονται καθημερινά αξίες, ιδανικά, ιδεολογίες, αισθήματα, η ίδια η ανθρώπινη ζωή, το – κάποτε – υπέρτατο αγαθό.  

Επόμενο είναι, λοιπόν, οι αδίστακτοι Σάιλοκ των καιρών μας να αναζητούν συνεχώς θύματα και να τα μετατρέπουν σε πηγές εσόδων.  

Τα πιο ευάλωτα μέλη της κοινωνίας μας είναι τα νέα παιδιά που με το πνεύμα της ανησυχίας, της περιέργειας, της αμφισβήτησης που τα διακρίνει, γίνονται εύκολα θηράματα.  

Ιδιαίτερα αυτά των διαλυμένων οικογενειών, με τα έντονα ψυχολογικά προβλήματα και ελεύθερα από δεσμεύσεις και περιορισμούς οδηγούνται κυριολεκτικά σαν πρόβατα επί σφαγής.  

Και είναι τεράστια η ευθύνη των γονέων που τόσο αστόχαστα δημιουργούν «οικογένειες» και πιο απερίσκεπτα τις διαλύουν.  

Θα ‘πρεπε, μάλιστα, κάποτε ν’ αρχίσουν να διώκονται και ποινικά, γιατί πολλές φορές η εγκληματική αμέλειά τους είναι βαρύτερη ακόμα και από την ηθική ή τη φυσική αυτουργία.

Ό,τι όμως, και να ειπωθεί, ό,τι μέτρο και να ληφθεί η κατάσταση αυτή θα διαιωνίζεται, γι’ αυτό και τα θύματα του λευκού θανάτου θα συνεχίσουν να βρίσκονται με τα χέρια τρυπημένα από τις ενέσεις…  

με τα χέρια τρυπημένα…  

με την καρδιά κομματιασμένη…  

με τα μάτια απλανή…

  d
 

Τριλογία Αθλίων    Αριστείδης Στεργιάδης    

Στο παρελθόν υπήρξαν «προσωπικότητες» που έβλαψαν, αμαύρωσαν, διέσυραν το ελληνικό όνομα και «πρόσφεραν» αρνητικές υπηρεσίες στον ελληνισμό.  

Τρεις χαρακτηριστικές περιπτώσεις τέτοιων «αθλίων» είναι αυτές του τότε αρμοστή της Σμύρνης, Αριστείδη Στεργιάδη, του πρώην Πρωθυπουργού, Θεόδωρου Δηλιγιάννη και του εθνικού ευεργέτη, Αντρέα Συγγρού, με τις οποίες θα ασχοληθούμε στη συνέχεια, έτσι για να λάβουν τα σκοτεινά αυτά πρόσωπα, την θέση που τους αρμόζει, στη συνείδηση των αναγνωστών και στην ελληνική ιστορία.  

Το 1919 είναι μια χρονιά σταθμός τόσο για την Ευρώπη όσο και για την πατρίδα μας. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο μεγαλύτερος ως τότε όλων των πολέμων της ανθρωπότητας, τελειώνει με την Τουρκία να χάνει τα τέσσερα πέμπτα των εδαφών της, ενώ απ’ την άλλη δημιουργείται η Μεγάλη Ελλάδα των πέντε θαλασσών και των δυο ηπείρων.  

Αλίμονο, όμως, το όνειρο αυτό, ακριβώς δυο χρόνια αργότερα θα μετατραπεί σε εφιάλτη και στη μεγαλύτερη καταστροφή που γνώρισε το νεότερο ελληνικό κράτος. Την Μικρασιατική Καταστροφή.  

Για τους Μικρασιάτες, όμως, ένας Έλληνας θα είναι ο μοιραίος άνθρωπος που θα παραδώσει ενσυνείδητα ολόκληρο τον μικρασιατικό πληθυσμό στους δήμιους του, κι αυτό για να μην δημιουργηθεί προσφυγικό ζήτημα!  

Ο ύπατος αρμοστής, ο περιβόητος Αριστείδης Στεργιάδης. Ας πούμε περισσότερα πράγματα για το σκοτεινό αυτό άνθρωπο που σημάδεψε με την παρουσία του τις κρισιμότερες ώρες που διήλθε ο Ελληνισμός της Σμύρνης.  

Ο Στεργιάδης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1861. Αφού σπούδασε νομικά στην Αθήνα, γύρισε στην πατρίδα του και δικηγόρησε. Διακρίθηκε στο απελευθερωτικό κίνημα του Βενιζέλου στο Θέρισο, το 1905.  

Ήταν στενός φίλος του Βενιζέλου, ο οποίος τον έχρισε υπουργό το 1917 στην τότε κυβέρνησή του και αργότερα Γενικό Διοικητή Ηπείρου. Τότε ο Στεργιάδης έρχισσε να δείχνει τα πρώτα δείγματα της εξαλλοσύνης του.  

Οι Ηπειρώτες τον ονόμασαν για τον σατραπισμό του «Αλή Πασά». Θεωρήθηκε, όμως, από την κυβέρνηση ότι πέτυχε το σκοπό του και την αποστολή του, γιατί κατόρθωσε να χτυπήσει αποτελεσματικά τη ληστεία.  

Μπορούμε να φανταστούτε τι κύμα τρομοκρατίας θα εξαπέλυσε, για να μπορέσουν να εξαφανιστούν και αυτοί ακόμα οι σκληροτράχηλοι ληστές. Θα πρέπει να υπήρξε αδυσώπητος.  

Και βέβαια αυτές τις μεθόδους θα επέβαλε και στους ελληνικούς πληθυσμούς παρόλο που ζούσαν μέσα σε τόσο εχθρικό περιβάλλον. Ο Βενιζέλος, αμέσως μετά την απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη, έκανε το μέγιστο λάθος να τον στείλει Ύπατο Αρμοστή.  

Οι Μικρασιάτες δεν άργησαν να διαπιστώσουν πως ποτέ Τούρκος βαλής δεν ήταν χειρότεερος και σκληρότερος από τον Έλληνα Αρμοστή. «Θα σας κυβερνήσω με το βούρδουλα» ήταν μια από τις συνηθισμένες χαρακτηριστικές του φράσεις.  

Ο Στεργιάδης υπήρξε, πράγματι, ένα από τα άσχημα πρόσωπα της επίσημης Ελλάδας προς τους Έλληνες της διασποράς, παρά το ότι η μητέρα-Ελλάδα τον έστελνε για να προστατεύσει τα βασανισμένα παιδιά της.  

Παρά τα επανειλημμένα διαβήματα των Σμυρναίων, ο Βενιζέλος αρνήθηκε να τον αντικαταστήσει, για να μην δυσαρεστηθούν οι Άγγλοι, που τον θεωρούσαν πιστό τους πράακτορα.  

Για τον ίδιο λόγο, οι αντιβενιζελικές κυβερνήσεις, έπειτα από τις εκλογές του 1920, τον κράτησαν στη θέση του, προς μεγάλη έκπληξη και του ίδιου, ο οποίος ετοίμαζε ήδη τις βαλίτσες του.  

Κατάπληκτος, λοιπόν, ο Στεργιάδης, όπως έμειναν κατάπληκτοι και οι Μικρασιάτες που τον μισούσαν, έλαβε την ακόλουθη απάντηση στο τηλεγράφημα παραίτησής του:  

«Ύπατον Αρμοστήν Σμύρνης, Επί του ημετέρου τηλεγραφήματος ευχαριστώ υμάς θερμώς και εξ ονόματος της κυβέρνησης. Παρακαλώ, δε, υμάς θερμώς, όπως παραμένοντες εις την θέσιν σας, κατά τας εκτάκτους αυτάς περιστάσεις, μη στερήσητε το έθνος των πολυτίμων υμών υπηρεσιών.

Ο Πρωθυπουργός Δημήτριος Ράλλης».  

Ο Στεργιάδης, τις πιο κρίσιμες ώρες, εγκατέλειψε τη Σμύρνη στη σφαγή και στις φλόγες και έφυγε κρυφά με πλοίο για τη Νίκαια της Γαλλίας, χωρίς ποτέ να τολμήσει να πατήσει το πόδι του σε ελληνικό έδαφος, ως το θάνατό του το 1950.  

Η ανάμνηση του ονόματός του θα είναι πάντοτε συνυφασμένη με το αίμα και το δάκρυ του ελληνισμού της Σμύρνης τα χρόνια της καταστροφής.


 

Θεόδωρος Δηλιγιάννης   

Αν ο περιβόητος Αρμοστής Αριστείδης Στεργιάδης υπήρξε, όπως είδαμε στο προηγούμενο άρθρο, ο μοιραίος άνθρωπος για τον μικρασιατικό ελληνισμό την περίοδο της κατσστροφής, ο Πρωθυπουργός Θεόδωρος Δηλιγιάννης, που δέσποσε για πάνω από σαράντα χρόνια στην πολιτική ζωή της πατρίδας μας, ζημίωσε και διέσυρε την τότε μικρή Ελλάδα του 19ου αιώνα, ανεπανόρθωτα.  

Ο Γορτύνιος πολιτικός το 1885 σχημάτισε την πρώτη του κυβέρνηση. Έκτοτε έγινε άλλες τέσσερις φορές Πρωθυπουργός κυβερνώντας 7 χρόνια την Ελλάδα χωρίς, ωστόσο να ωφελήσει αποτελεσματικά την πρόοδο της χώρας.  

Επανέφερε στην πολιτική ζωή πολλές από τις κομματικές μεθόδους του Κωλέττη και συχνά θυσίαζε τα συμφέροντα του τόπου στο κομματικό του συμφέρον. Υπήρξε ο μεγαλύτερος Έλληνας δημαγωγός και λαοπλάνος, από όλους τους Έλληνες πολιτικούς.  

Δεινός ρήτορας, παρέσυρε τα πλήθη με υποσχέσεις ανεκπλήρωτες και στην πραγματικότητα ήταν μάλλον ένας ταλαντούχος αρχικομματάρχης παρά ένας εμπνευσμένος ηγέτης.  

Ο Δηλιγιάννης έδρασε πάντοτε κάτω από την σκιά του μεγάλου του αντιπάλου, του μεγαλύτερου πολιτικού που ανέδειξε η Ελλάδα μαζί με τον Ε. Βενιζέλο, του Χαρίλαου Τρικούπη.  

Το πολιτικό πρόγραμμα του δηλιγιάννη ήταν να κάνει το αντίθετο από αυτό που έκανε ο Τρικούπης. Και αυτή του η τακτική ζημίωσε επανειλημμένα τα συμφέροντα της χώρας.  

Σε τρεις, τουλάχιστον, κρίσιμες για την Ελλάδα καταστάσεις, υπήρξε ο μοιραίος άνθρωπος και ζημίωσε την πατρίδα μας ανεπανόρθωτα.  

Στον λεγόμενο «ειρηνοπόλεμο» του 1885, στην «πτώχευση» του 1893 και στο «μαύρο» 1897.  

Το πρόγραμμα του Δηλιγιάννη, όπως προαναφέραμε, ήταν «να πράττει τα αντίθετα των όσων έπραττε ο Τρικούπης», σημειώνουν οι εφημερίδες της εποχής, πράγμα που εσήμαινε ότι ανέτρεπε συνεχώς το αναμορφωτικό έργο του Μεσολογγίτη πολιτικού.  

Ταλαντούχος δημοκόπος ο Δηλιγιάννης και λαοπλάνος, προσπαθούσε να διατηρεί την αγάπη και τον θαυμασμό των λαϊκών μαζών, που τις μετέβαλε σε όχλο. Αλλά γινόταν και ο ίδιος αιχμάλωτος αυτού του όχλου και παρασυρόταν κι ο ίδιος από το λαϊκό ρεύμα, σε όποιες παράλογες και παράφορες απαιτήσεις.  

Αυτό συνέβη και στον διαβόητο «ειρηνοπόλεμο» του 1885. Οι συνέπειες του «ειρηνοπόλεμου» επέφεραν την περιώνυμη χρεοκοπία του 1893-94, η οποία με τη σειρά της, οδήγησε αναπόφευκτα στη σύρραξη του 1897.  

Τι ήταν, όμως, ο «ειρηνοπόλεμος» του 1885; Τον Σεπτέμβρη του 1885 η Βουλγαρία προσαρτά αιφνιδιαστκά την Ανατολική Ρωμυλία. Αυτό το πραξικόπημα στρεφόταν ευθέως κατά του ελληνισμού και ξεσήκωσε το λαό.   

Ο Δηλιγιάννης-Πρωθυπουργός τότε-γνώριζε πολύ καλά ότι η χώρα ήταν ανέτοιμη, τόσο στρατιωτικά, όσο και οικονομικά, να εμπλακεί σε πολεμικές περιπέτειες. Παρασύρθηκε, όμως, από το λαϊκό ρεύμα και κήρυξε επιστράτευση σαν να επρόκειτο στ’ αλήθεια να πάει να πολεμήσει τους Βουλγάρους.  

Από εκείνη τη στιγμή αρχίζει ο περιβόητος «ειρηνοπόλεμος» που στην πραγματικότητα αποτελούσε μια στρατιωτική και εθνική φάρσα.  

Ο τότε Βασιλιάς Γεώργιος ο Α’, τόνισε στον Δηλιγιάννη ότι μια πολεμική περιπέτεια θα ήταν καταστρεπτική για τη χώρα. Εξάλλου οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν θα επέτρεπαν τη διατάραξη της ειρήνης.  

Ο Δηλιγιάννης πείθει το Βασιλιά ότι η φιλοπόλεμη πολιτική του είναι η μόνη ενδεδειγμένη και υποκρίνονται ότι προετοιμάζονται για πόλεμο, ενώ οι ίδιοι ήταν αποφασισμένοι να μην κινηθούν.  

Από εδώ η κωμωδία μεταβάλλεται σε φάρσα για να καταλήξει σε δράμα. Ενώ διοργανώνονται συλλαλητήρια με κραυγές «Ζήτω ο πόλεμος», ο Δηλιγιάννης καλεί υπό τα όπλα και άλλες ηλικίες δίνοντας την εντύπωση ότι ο στρατός μας θα εξορμίσει κατά της Βουλγαρίας.  

Οι Μεγάλες Δυνάμεις αρχίζουν να επιδίδουν νότες, να κάνουν συστάσεις, να απειλούν. Στο τέλος, Γερμανία, Ρωσία και Αγγλία κηρύσσουν τον αποκλεισμό της Ελλάδας κι εδώ ακριβώς σταματά η δραματική αυτή κωμωδία.  

Οι συνέπειες της οκτάμηνης πολεμικής κινητοποίησης είναι βαρύτατες. Ο λαός απογοητεύτηκε, η χώρα εξευτελίστηκε στο εξωτερικό και καταφέρθηκε βαρύ πλήγμα στα οικονομικά.  

Το χρέος της Ελλάδας από 400 εκατομμύρια ανέβηκε στα 533, μόλις σε οκτώ μήνες, και το μέλλον της πατρίδας μας υποθηκεύτηκε. Τα επόμενα χρόνια οι συμφορές θα διαδέχονται η μία την άλλη.  

Μετά το φιάσκο και τις τραγικές για την χώρα συνέπειες του λεγόμενου «ειρηνοπόλεμου», ο Δηλιγιάννης έχασε τις εκλογές της 4ης Γενάρη του 1887. Παρ’ όλα αυτά, με το θράσος που τον διέκρινε, επιδόθηκε σε αγώνα να πείσει το λαό ότι έφταιξαν ο Τρικούπης και ο θρόνος για τις συμφορές και ουδόλως ο ίδιος.  

Έτσι, ενώ ο Χαρίλαος Τρικούπης, με την αναπόφευκτη επιβολή νέων φόρων, ανέλαβε να ανορθώσει τη χώρα η οποία βρισκόταν στα πρόθυρα οικονομικής χρεωκοπίας, ο Δηλιγιάννης διοργάνωνε αλλεπάλληλες δημοκοπικές συγκεντρώσεις με το σύνθημα: «Κάτω ο φορομπήχτης».  

Και ο λαός, για μια ακόμη φορά, παρασύρθηκε από την αχαλίνωτη δημαγωγία του και καταψήφισε τον Τρικούπη στις επόμενες εκλογές. Και τότε αρχίζει μια νέα Δηλιγιαννική θύελλα.  

Ό,τι αγωνίστηκε να επιτύχει ο Τρικούπης, κατέρρεε τώρα μέσα στα κομματικά όργια και την ασύστολη συναλλαγή. Ο δρόμος για την πτώχευση του 1893 είχε ανοίξει.  

Κι ενώ όλα έδειχναν ότι η χρεωκοπία ήταν αδύνατον να αποφευχθεί, άρχισαν βρόμικα κερδοσκοπικά παιχνίδια από επώνυμους Αθηναίους, οι οποίοι, μέσα από την οικονομική κατάρρευση της χώρας, ετοιμάζονταν να κάνουν μεγάλες περιουσίες.  

Πρωταγωνιστής αυτής πρωτοφανούς αθλιότητας ο μετέπειτα «εθνικός ευεργέτης», Αντρέας Συγγρός, τον οποίο θα «περιλάβουμε» στο επόμενο άρθρο.  

Παραμονές, λοιπόν, της πτώχευσης, ο Δηλιγιάννης παύεται από τον βασιλιά Γεώργιο, αφού δεν έχει αφήσει προηγουμένως τίποτα όρθιο. Και η από καιρό προσδωκόμενη πτώχευση κηρύσσεται από τον Τρικούπη, ο οποίος ανέλαβε την εξουσία την τελευταία στιγμή, μήπως μπορέσει και περισώσει τίποτα.  

Με τη φράση «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» που εξεστόμισε ο Τρικούπης, οι πραγματικοί υπαίτιοι ξεσπάθωσαν. Ανάκτορα, κεφαλαιούχοι και Δηλιγιάννης έπεσαν πάνω στον «χρεωκόπο» όπως ονόμασαν το μεγάλο πολιτικό, για να αποσείσουν τις δικές τους ευθύνες.  

Το μέλλον της χώρας είχε υπονομευτεί ανεπανόρθωτα.  

Στον «ψευτοπόλεμο» του 1897, από μια ακόμη κακή σύμπτωση, πρωθυπουργός είναι ο Δηλιγιάννης, ο οποίος ξεκίνησε έναν πόλεμο με την Τουρκία, χωρίς η Ελλάδα να έχει την παραμικρή τύχη, αφού στρατιωτικά και οικονομικά βρισκόταν σε τραγική κατάληξη. Στις 7 του Μάη 1897 οι εφημερίδες της εποχής γράφουν με πηχιαίους τίτλους:  

«Οι κραυγές πανικού «Έρχονται οι Τούρκοι» αντηχούν στην Αθήνα και σπέρνουν τον πανικό. Η Ελλάδα σβήνει! Αυτό είναι το εφιαλτικό συναίσθημα που κυριαρχεί στον απλό λαό.  

Πριν δυό μήνες ο Στρατός μας μέσα σε μια φρενίτιδα ενθουσιασμού ξεκινούσε να πάρει τη Θεσσαλονίκη! Αυτό πιστεύανε ακλόνητα οι λαϊκές μάζες, αυτό πρόβλεπε ο φλογερός πατριωτισμός των αξιωματικών μας, αυτό τραγουδούσαν κι οι φαντάροι μας όταν ανέβαιναν στα σύνορα για την πολεμική εξόρμηση.  

Και, να, τώρα, που οι μεραρχίες μας, κυνηγημένες κατά πόδας από τον τουρκικό στρατό έτρεχαν πίσω, προς τη Λαμία, και πιο κάτω ακόμα».  

Η Λάρισα βρισκόταν στα χέρια του εχθρού. Το ίδιο κι ο Βόλος, τα Τρίκαλα, η Καρδίτσα, η Καλαμπάκα, ο Αλμυρός, τα Φάρσαλα, ο Δομοκός. Ολόκληρη η Θεσσαλία είχε πια καταληφθεί από τους Τούρκους που όλο κατέβαιναν ακράτητοι.

 

Αύριο θα κυρίευαν και τη Λαμία, που την είχε κι αυτήν εγκαταλείψει ο στρατός μας, μεθαύριο θα περνούσαν και τις Θερμοπύλες, κι ύστερα ο Ετέμ Πασάς, ο Τούρκος Αρχιστράτηγος, θα είχε ανοιχτό το δρόμο του προς την Αθήνα, «για να πιεί τον καφέ του στην πλατεία Συντάγματος», όπως δήλωνε προτού ακόμη αρχίζει ο πόλεμος!  

Οι Μεγάλες Δυνάμεις σταμάτησαν, τελικά, τους Τούρκους στη Λαμία, αλλά η τελευταία φάση του πολέμου του ’97, η φάση της συνθηκολόγησης υπήρξε για το έθνος εξίσου ταπεινωτική όσο και η στρατιωτική ήττα.  

Η δύσμοιρη Ελλάδα εξαναγκάστηκε να εκλιπαρίσει μια ντροπιασμένη ανακωχή και να εμπλακεί σε μια εξοργιστική διαπραγμάτευση με το σουλτάνο ο οποίος, από θέση ισχύος, προέβαλε τις πλέον παράλογες αξιώσεις.  

Τελικά, στη συνθήκη που υπεγράφη στην Κωνσταντινούπολη την 6η Σεπτέμβρη 1897, η χώρα μας υποχρεώθηκε να αποζημιώσει την Τουρκία με 4 εκατομ. τουρκικές λίρες.  

Αυτό βεβαίως σήμαινε «Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο» δια του οποίου η Ελλάδα περιερχόταν σε κατάσταση οικονομικής υποδούλωσης στις Μεγάλες Δυνάμεις.  

Για μια ακόμα φορά ο Δηλιγιάννης κατόρθωσε να διασύρει και να ζημιώσει την πατρίδα του ανεπανόρθωτα.

 

 

 



 
 


JOHN LIASKOS



Λιaσκοs Γιaννηs

BIOGRAPHY / ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

  Ομερτά

Γιάννης Γρυπάρης

εδώ στην ξένη χώρα…

Ο κατακλυσμός

Ο Μάιος μας έφτασε…  

Πολεμολογίας συνέχεια…

Στην Τασκένδη...

H «άλλη» άποψη

Kαι επί γης ειρήνη…

Σιωπή...

Περί σονέτου

Γιάννης Γρυπάρης  

Η κοινωνία των κολασμένων  

Τριλογία Αθλίων Θεόδωρος Δηλιγιάννης   

Τριλογία Αθλίων Ανδρέας Συγγρός

Τριλογία Αθλίων Αριστείδης Στεργιάδης  

Το νόμιμο ναρκωτικό

Το Μουσείο Μετανάστευσης  

Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο

Ανατολικά της Εδέμ  

Το Μουσείο Μετανάστευσης

Μουσείο Μετανάστευσης. Ένας ιδιαίτερα καλαίσθητος, φροντισμένος και λειτουργικός χώρο όπου μέσα από μια πλούσια ποικιλία εκθεμάτων, όπως παλιά διαβατήρια, κιτρινισμένα έγγραφα, προσωπικά αντικείμενα, μέσα από προβολές ιστορικών ντοκουμέντων και σπάνιου φωτογραφικού υλικού, καταγράφεται η πορεία του ανώνυμου μετανάστη από τη γενέτειρά του στην μέχρι πρότινος «άγνωστη» ήπειρο, την Αυστραλία.

Παράλληλα αποκαλύπτεται και το πραγματικό μέγεθος της προσφοράς του στη θετή του πατρίδα μέσα από το μόχθο σκληρής δουλειάς ατέλειωτων χρόνων, αλλά και από τους θησαυρούς της πολιτιστικής του κληρονομιάς που κουβάλησε μαζί με τα σιδερένια μπαούλα και τα φθαρμένα μπαγκάζια του.

Σεργιανίζοντας στους διαδρόμους και τις αίθουσες αυτής της εντυπωσιακής οπτικοακουστικής πανδαισίας, νιώθει κανείς το παρελθόν να αγκαλιάζει και να καταπίνει το σήμερα.  

Ταξιδεύει στο χτες και ζει νοερά όλες αυτές τις εικόνες του μισεμού που σημάδεψαν ανεξίτηλα τις ψυχές των ξεριζωμένων.  

Κάπου στη δεκαετία του ’50 και του ’60… Πειραιάς,,, λιμάνι… πλήθος στην προκυμαία, μπροστά ο πελώριος όγκος του καραβιού που θα μεταφέρει τα όνειρα και τις ελπίδες χιλιάδων συμπατριωτών μας.  

Τα όνειρα και τις ελπίδες τους για ένα καλύτερο αύριο. Θ’ αφήσουν πίσω τους εικόνες και πρόσωπα γνώριμα κι αγαπημένα.  

Το καφενείο του χωριού, τη μορφή του πατέρα με το βασανισμένο πρόσωπο, τα γεμάτα πόνο και παράπονο μάτια της μάνας, τους κάμπους και τις πλαγιές που συντρόφεψαν τ’ ανέμελα παιδικά τους χρόνια.  

Τραβάνε γι’ άγνωστες πολιτείες και παράξενες θάλασσες. Ζητάνε αυτό που δεν μπόρεσε να τους προσφέρει η χιλιοβασανισμένη μεταπολεμική Ελλάδα:  

Το δικαίωμα για ένα καλύτερο αύριο, χτισμένο μέσα από σκληρή δουλειά και πολλά όνειρα.  

Η λαχτάρα και η ελπίδα ότι θα ζήσουν τα παιδιά τους πιο ανθρώπινα απ’ ότι αυτοί, απαλύνει κάπως τον αβάσταχτο πόνο του χωρισμού.  

Το σφύριγμα του καραβιού χωρίζει επιτέλους τα σφιχταγκαλιασμένα κορμιά. Βαλίτσες και μπαγκάζια φορτώνονται βιαστικά.  

Τα πρώτα άσπρα μαντίλια – παντιέρες λύπης και απόγνωσης – ανεμίζουν. Τα μάτια γεμίζουν δάκρια. Ευχές και κατευόδια δονούν τη νοτισμένη ατμόσφαιρα του λιμανιού…  

Εικόνες που δεν πρόκειται, που δεν πρέπει να ξεχαστούν ποτέ. Ιστορικές στιγμές που σημάδεψαν την ίδια την πορεία του ελληνικού έθνους.  

Η μετανάστευση, όπως δίνεται στο μουσείο Μετανάστευσης, καταγράφεται και καταθέτεται σαν ένα σημαντικό ιστορικό ντοκουμέντο, σαν ορόσημο, σαν ένα σημάδι μιας αδικημένης γενιάς, που κατόρθωσε μέσα από τόσες αντιξοότητες και δυσκολίες να προοδεύσει και να δημιουργήσει σε ξένους τόπους, προκαλώντας το θαυμασμό και το σεβασμό όλου του κόσμου και διατηρώντας αλώβητη την πολιτιστική της
ταυτότητα.


 

 

 

 



ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΙΗΤΕΣ ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ
    


 
 
  
Disclaimer
While every effort has been made by ANAGNOSTIS to ensure that the information on this website is up to date and accurate, ANAGNOSTIS  does not give any guarantees, undertakings or warranties in relation to the accuracy completeness and up to date status of the above information.
ANAGNOSTIS will not be liable for any loss or damage suffered by any person arising out of the reliance of any information on this Website

.Disclaimer for content on linked sites
ANAGNOSTIS accepts no responsibility or liability for the content available at the sites linked from this Website.
Το περιοδικό δεν ευθύνεται για το περιεχόμενο άρθρων των συνεργατών.

Anagnostis  P.O.Box 25 Forest Hill 3131 Victoria Australia
 enquiry@anagnostis.info